Αρθρογραφία

ΤΑ ΣΤΕΓΝΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα εφευρέθηκε η πλυντική μηχανή και έτσι το πλύσιμο των ρούχων άρχισε να γίνεται αυτόματα, με την ανάδευση ρούχων, νερού και απορρυπαντικού, να προκαλείται από την περιστροφή ενός μεταλλικού τυμπάνου. Τα ειδικά μηχανήματα καθαρίσματος, στεγνώματος και σιδερώματος που εφευρέθηκαν οδήγησαν στη δημιουργία εμπορικών καταστημάτων, των στεγνοκαθαριστηρίων, στα οποία παραδίδονταν για καθάρισμα ρούχα, κλινοσκεπάσματα και καλύμματα.
Το καθάρισμα γινόταν σε ένα μεγάλο πλυντήριο, που κινούνταν από κινητήρα περίπου 2Hp και αποτελούνταν βασικά από ένα μεγάλο οριζόντιο κυλινδρικό δοχείο. Μέσα στο δοχείο αυτό υπήρχε ένα διάτρητο στρεφόμενο κυλινδρικό τύμπανο και τα σταθερά πτερύγια που ανακάτευαν τα ρούχα, τα οποία προηγουμένως είχαν διαχωριστεί σε παρτίδες ανάλογα με το χρωματισμό τους: ανοιχτόχρωμα, σκούρα, πολύ σκούρα. Το καθαριστικό υγρό φυλάγονταν σε βαρέλια και η δοσολογία σε κάθε πλύση υπολογιζόταν κατά προσέγγιση ανάλογα με το χρωματισμό των ρούχων. Ο κάδος περιστρεφόταν, ανάλογα με την ποσότητα των ρούχων για μισή ή μια ώρα και αν το χρώμα του νερού ήταν πολύ μαύρο υπήρχε διαδικασία καθαρισμού πριν την επόμενη πλύση με ειδική σκόνη και περιστροφή του κενού κάδου επί ένα δίωρο. Οι ακάθαρτες ύλες με μορφή λάσπης καθίζαναν σε τελάρα, τα οποία μια φορά το μήνα αφαιρούνταν και καθαρίζονταν.
Τα πλυμένα ρούχα στέγνωναν σε έναν κυλινδρικό κάδο στον οποίο διοχετευόταν κρύος αέρας και στα πιο σύγχρονα μηχανήματα στο ίδιο το πλυντήριο με το γύρισμα ενός διακόπτη που μάζευε το νερό με το απορρυπαντικό.
Το σιδέρωμα γινόταν με πρέσα ατμού, η οποία λειτουργούσε ως εξής: σε ένα καζάνι χωρητικότητας ½ τόνου θερμαινόταν νερό με την καύση ξύλων και ο ατμός μέσω χαλκοσωλήνων διοχετευόταν στην πρέσα. Ο χειριστής με ένα ποδοκίνητο πηδάλιο καθόριζε την ποσότητα του ατμού που έπρεπε να βγει. Όταν ο ατμός εξαντλούνταν στο πρώτο καζάνι διοχετευόταν νερό από ένα δεύτερο καζάνι, με βάση την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων. Δυσκολία στο σιδέρωμα παρουσίαζαν τα λεπτά υφάσματα, τα παντελόνια με πιέτες, ενώ για το σιδέρωμα του μανικιού τοποθετούσαν στο εσωτερικό του ένα μακρόστενο μαξιλάρι. Στο σιδέρωμα του παντελονιού ο σιδερωτής φρόντιζε πάντα να κάνει τη γνωστή «τσάκιση» ενώ στο σιδέρωμα των υποκαμίσων έκανε «κολλάρισμα» ρίχνοντας κόλλα υποκαμίσων και σιδερώνοντας το ρούχο πριν αυτή στεγνώσει. Η κόλλα υποκαμίσων παρασκευαζόταν από την κατεργασία ρυζιού με ασθενές διάλυμα καυστικής σόδας. Πιο εύκολα στο σιδέρωμα ήταν τα γυναικεία ρούχα, τα φορέματα και οι φούστες.
Από τη συχνή χρήση της πρέσας φθείρονταν το αφρολέξ και το ύφασμα που το κάλυπτε, γι’ αυτό έπρεπε να τα αντικαθιστούν συχνά. Η δουλειά στο καθαριστήριο ήταν κουραστική εξαιτίας της συνεχούς ορθοστασίας, της ζέστης αλλά και της έντονης οσμής των χημικών που χρησιμοποιούνταν για τον καθαρισμό.
Ειδική κατηγορία καθαριστηρίων ήταν τα πιλοκαθαριστήρια, αφού το καπέλο ήθελε τη φροντίδα του γιατί ο ιδρώτας, η σκόνη και οι καιρικές συνθήκες το έφθειραν. Την καθημερινή συντήρηση αναλάμβαναν οι γυναίκες του σπιτιού ενώ μετά την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο κάτοχος του καπέλου έπρεπε να επισκεφθεί το πιλοκαθαριστήριο. Όπως γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος «Οι γυναίκες βούρτσιζαν κάθε πρωί την ρεμπούπλικα, πριν τη δώσουν στα χέρια του κυρίου που αναχωρούσε για δουλειά. Αυτό το βούρτσισμα γινόταν προσεκτικά, ακολουθώντας τη φορά του πέλου. Ο ιδρώτας σάπιζε το εσωτερικό περιφερειακό λουράκι και διαπότιζε την εξωτερική μαύρη κορδέλα, που γέμιζε άσπρες κηλίδες από τα άλατα. Ο ήλιος έκαιγε το καπέλο, ενώ μια δυνατή βροχή μπορούσε να το καταστρέψει τελειωτικά. Όταν μια ρεμπούπλικα παραβρόμιζε την πήγαιναν στο πιλοκαθαριστήριο. Εκεί την καθάριζαν και της άλλαζαν το εσωτερικό λουράκι, τη μεταξωτή φόδρα και την κορδέλα. Επίσης ξανάδιναν στο καπέλο τη φόρμα του, βάζοντας το υγρό σε ένα ξύλινο ημισφαιρικό καλούπι, που ήταν χωρισμένο στα δυο. Το καλούπι είχε τη δυνατότητα να διαστέλλεται με ειδική στρόφιγγα. Όταν το καπέλο στέγνωνε εντελώς, στο καλούπι ο καπελάς με ελαφρά χτυπηματάκια διαμόρφωνε το αυλάκι του τεπέ και τις δυο βούλες στα πλάγια».
Σύμφωνα με τον Οδηγό Βορείου Ελλάδος του 1938 πιλοκαθαριστήρια στο Κιλκίς διατηρούσαν οι Ι.Μιχαηλίδης και Λύσανδρος Μολέας.
Στο Κιλκίς ο Σωκράτης Ιωαννίδης άνοιξε το καθαριστήριο του το 1956 στην οδό Β. Κωνσταντίνου 6. Η σύζυγος του Διονυσία μου είχε πει ότι αγόρασαν μια πετρελαιοκίνητη πρέσα ατμού το 1959 έναντι 38.000 δρχ, την οποία αντικατέστησαν αργότερα με μια ηλεκτροκίνητη. Σταθεροί πελάτες τους ήταν οι Αμερικανοί στρατιώτες που από το 1960 υπηρετούσαν στη βάση πυραύλων της Αργυρούπολης, οι χωροφύλακες, οι φαντάροι και οι αξιωματικοί του Κέντρου Νεοσυλλέκτων. Η πελατεία ήταν αυξημένη την περίοδο από τις αρχές Φθινοπώρου μέχρι τα Χριστούγεννα και τις ημέρες του Πάσχα. Εκτός από το πλύσιμο και το σιδέρωμα έκαναν και αλλαγή βαφής των βαμβακερών ή μάλλινων ενδυμάτων. Ανάμεσα στους πελάτες τους ήταν και οι έμποροι ετοίμων ενδυμάτων που άλλαζαν χρώμα στα ρούχα που τους είχαν ξεμείνει, επειδή το χρώμα τους δεν ήταν πλέον στη μόδα.
Ο Δημήτριος Τριαρίδης και ο Σταύρος Τσάτσης είχαν το καθαριστήριο τους στην οδό Σόλωνος 4 από το 1966. Η Φωτεινή Τσάτση που δούλευε εκεί από το 1974 θυμάται ότι οι καλύτεροι πελάτες ήταν οι Αμερικάνοι που τους έφερναν για καθάρισμα περισσότερα από 300 σεντόνια, κουβέρτες και μαξιλαροθήκες. Ως προς τις στολές τους είχαν μια εμμονή με το κολλάρισμα, το οποίο γινόταν σε μια ειδική λεκάνη, τη «σουρώστρα» και στη συνέχεια κρεμιόταν βρεγμένα για να στεγνώσουν. Όταν παραδίδονταν, από το πολύ κολλάρισμα τα ρούχα, σύμφωνα με την περιγραφή της, ήταν «κόκκαλο». Η περισσότερη πελατεία ήταν ανδρική αποτελούμενη από εργένηδες, γιατρούς και ποδοσφαιρικές ομάδες. Πελατεία υπήρχε και από τα χωριά του Κιλκίς και πολλές φορές πήγαιναν για καθάρισμα και ολόκληρη την προίκα των κοριτσιών πριν το γάμο. Οι πιο δύσκολες περιπτώσεις στο καθάρισμα ήταν όταν υπήρχαν λεκέδες από λάδια, βερνίκια ή γράσα και τότε τα ρούχα έπρεπε να καθαρισθούν δεύτερη ή και τρίτη φορά.
Άλλοι καθαριστές σύμφωνα με τα αρχεία του ΤΕΒΕ ήταν ο Κωνσταντίνος Γεωργιάδης που άνοιξε το κατάστημα του το 1957 στην οδό Σόλωνος και ο Ηλίας Μαλτάσογλου, στην οδό Αθηνών 4. Έχω ακούσει, επίσης, ότι καθαριστήριο είχε και ο Τζίμης ο Μπακόπουλος στην 21ης Ιουνίου και Πόντου. Ταπητοκαθαριστήριο άνοιξε αργότερα στην Ερυθρού Σταυρού ο Παναγιώτης Λιλίτσας.
Οι γνώσεις μου για το καθάρισμα από τους λεκέδες και το στέγνωμα σταματούν εδώ. Για το πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από τους «λεκέδες» της πολιτικής ζωής που μας έχουν «στεγνώσει» οικονομικά δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Αυτοί μάλλον δεν καθαρίζουν με τίποτε…

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα