ΣΤΙΣ 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941 ΒΟΜΒΑΡΔΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΘΩΡΗΚΤΟ «ΚΙΛΚΙΣ»
Μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων η Τουρκία, επιδιώκοντας την ναυτική υπεροπλία στο Αιγαίο, προχώρησε στην παραγγελία δυο νέων θωρηκτών, του «Rio de Janeiro» και του «Resadie», τα οποία ναυπηγούνταν για λογαριασμό της στη Μεγάλη Βρετανία. Η ελληνική κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει τη νέα κατάσταση, αποφάσισε την ενίσχυση του πολεμικού μας ναυτικού με την αγορά δυο νέων θωρηκτών, του «Mississippi» και του «Idaho», τα οποία αποτελούσαν εν ενεργεία μονάδες του αμερικανικού ναυτικού. Το «Μισισιπής» είχε ναυπηγηθεί για λογαριασμό της κυβέρνησης των Η.Π.Α το 1905, είχε εκτόπισμα 13.500 τόνων (με πλήρες φορτίο 15.000), μήκος 116μ., πλάτος 23μ. και βύθισμα 7,60μ. Ήταν ένα πλωτό φρούριο με ισχυρή θωράκιση και σημαντική δύναμη πυρός, όμως η ανώτατη ταχύτητα που μπορούσε να αναπτύξει ήταν μόνο 17 κόμβοι.
Το θωρηκτό αυτό μετονομάσθηκε σε ΚΙΛΚΙΣ και στις 26 Ιουνίου 1914 το πλήρωμα που θα επάνδρωνε το «Κιλκίς», αποτελούμενο από 670 άνδρες, τους αξιωματικούς τους και 20 δοκίμους του Πολεμικού Ναυτικού, επιβιβαζόταν στο υπερωκεάνιο «Αθήναι» που θα τους μετέφερε στη Νέα Υόρκη για να παραλάβουν τον νέο κολοσσό μας.
Στις 11 Αυγούστου 1914 ένα απίστευτο πλήθος συγκεντρώθηκε στο Φάληρο για να χαιρετίσει την άφιξη του «Κιλκίς», που μετά από πολυήμερο ταξίδι κατέπλεε επιτέλους για να προστεθεί στον ελληνικό στόλο. Ολόκληρος ο Φαληρικός κόλπος είχε γεμίσει από σημαιοστόλιστες βαρκούλες που εξαιτίας της θαλασσοταραχής «εχόρευαν επάνω στα κύματα». Στις 4 ½ το απόγευμα το «Κιλκίς» εμφανίστηκε σαν μελανή κουκκίδα στο βάθος του ορίζοντα και το πλήθος υποδέχθηκε την εμφάνιση με «εν γενικόν Έρχεται…. Έρχεται…». Οι επίσημοι επιβιβάστηκαν στο θωρηκτό «Λήμνος» που συνοδευόμενο από το καταδρομικό «Έλλη» εν μέσω συριγμάτων και ζητωκραυγών απέπλευσε για προϋπαντήσει το «Κιλκίς». «Μόλις τα δυο θωρηκτά συναντήθησαν εις το ανοικτόν πέλαγος ομοβροντία κανονιοβολισμών ήχησε ως μια σειρά κεραυνών επάνω εις το πέλαγος που εκυμάτιζε και άφριζε. Ουρανομήκεις ζητωκραυγαί ηκούσθησαν από την προκυμαίαν. Η φρενίτις του κόσμου έξω εις την προκυμαίαν και επάνω εις την εξέδραν ήτο απερίγραπτος. (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 12-8-1914). Αυτό ήταν το ξεκίνημα του θρυλικού «Κιλκίς» στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Το θωρηκτό «Κιλκίς» κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, αφού παρέμεινε παροπλισμένο κατά το 1916-1917, χρησιμοποιήθηκε μετά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο ως μοιραρχίς του μοιράρχου αρχηγού του ελαφρού στόλου Γ. Κακουλίδη. «Το όνομα του καπετάνιου», γράφει ο Χρήστος Ίντος, «ήταν γνωστό στο Κιλκίς, μα ιδιαίτερα στις περιοχές Γουμένισσας – Δοϊράνης – Γευγελής όπου νεαρός ανθυποπλοίαρχος ο Κακουλίδης είχε δράσει την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα ως αρχηγός ανταρτικού σώματος».
Μετά την τουρκική συνθηκολόγηση της 1ης Νοεμβρίου 1918, το «Κιλκίς» κατέπλευσε μαζί με τα υπόλοιπα πλοία του στόλου μας στο λιμάνι της Νικομήδειας και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922, το «Κιλκίς» με τη «Λήμνο» κάλυψαν την υποχώρηση και επανεπιβίβαση των λειψάνων της μικρασιατικής στρατιάς στη Σμύρνη και το Τσεσμέ, και στη συνέχεια κατέπλευσαν στη Χίο.
Μετά την επανάσταση του 1922 το «Κιλκίς» με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Γ. Δεμέστιχα παρέμεινε για κάποιο χρόνο στη Σάμο, στη συνέχεια στο Κερατσίνι και από το Μάρτιο του 1923 στο Βόλο.
Τη συνέχεια περιγράφει ο αγαπητός καθηγητής μου από τα γυμνασιακά μου χρόνια Γαβριήλ Συντομόρου, σε σημείωμα του που μου απέστειλε προ 10 ετών: «Την 5η Μαρτίου του 1935, το πλοίο ρυμουλκήθηκε από τον Πόρο στον Ναύσταθμο, το προσωπικό του συμπληρώθηκε με κλήση εφέδρων, και τεχνικοί αξιωματικοί που είχαν υπηρετήσει άλλοτε στο θωρηκτό προσέφεραν τις υπηρεσίες τους. Διά του τρόπου αυτού, τη 14η Μαρτίου, το Κιλκίς ανέφερε ότι ήταν σε θέση να πλεύσει και να εκτελέσει πυρά, αν και υπήρχαν αμφιβολίες αν θα είχε τελικά τη δυνατότητα να μεταβεί στην Κρήτη, όπως προέβλεπαν τα σχέδια. Έπλευσε ωστόσο, με δικά του μέσα, μέχρι το Κερατσίνι. Δεδομένου όμως ότι στα τέλη Μαρτίου το κίνημα κατεστάλη, το Κιλκίς εγκαταλείφθηκε και πάλι. Έκτοτε, παρέμενε πρυμνοδετημένο μέσα στο λιμενίσκο του ναυστάθμου Σαλαμίνας και εκεί, διατηρώντας πάντα τον οπλισμό του, χρησιμοποιούνταν ως σχολή ναυτικού πυροβολικού.
Σ’ αυτή την κατάσταση βρήκε το πλοίο και ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940-41, με αποτέλεσμα το θωρηκτό να χρησιμοποιείται ως αντιαεροπορικό πυροβολείο του ναυστάθμου και ως βοηθητικό καταφύγιο κατά τους αεροπορικούς συναγερμούς.
Κατά τη γερμανική, ακολούθως, εναντίον της χώρας μας επίθεση της 6ης Απριλίου 1941, όταν στις 24 του μηνός βομβάρδισαν οι Γερμανοί τη Σαλαμίνα, το «Κιλκίς» δέχθηκε τρεις βόμβες αριστερά στο μεσόστεγο. Το σκάφος υπέστη τότε διαρροές και εν τέλει βυθίστηκε εξαιτίας και άλλης βόμβας που έπεσε σε κοντινή απόσταση. Αποτέλεσμα του βομβαρδισμού εκείνου ήταν να βρει το θάνατο και ο χειριστής του αντιαεροπορικού της γέφυρας δίοπος τορπιλιστής Κ. Σαχτούρης. Βέβαια, δεν επρόκειτο για ολοκληρωτική καταβύθιση του πλοίου.
Απλώς αυτό «κάθισε» στα εκεί αβαθή νερά του ναυστάθμου, ενώ όλη η υπερκατασκευή του, πάνω από το ύψος των πύργων των βαρέων πυροβόλων του, παρέμεινε έξω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το γεγονός, άλλωστε, αυτό έδωσε τη δυνατότητα αργότερα στους Γερμανούς να αφαιρέσουν από το σκάφος τις δύο καπνοδόχους του και τα δύο πυργωτά του κατάρτια, με την ιδιόρρυθμη εκείνη δικτυωτή μορφή που αυτά είχαν.
Το σκάφος, έτσι λεηλατημένο και ακρωτηριασμένο, παρέμεινε ως ναυάγιο μέχρι το 1947, οπότε άρχισαν οι εργασίες ανέλκυσής του, που σ’ αυτές συμμετείχαν τόσο άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού υπό τη διεύθυνση του αντιπλοιάρχου-ναυπηγού Ρωσσέτη όσο και ο «Οργανισμός Ανέλκυσης Ναυαγίων». Οι σχετικές εργασίες περατώθηκαν το καλοκαίρι του 1949, και το ανελκυσθέν και πάλαι ποτέ αγέρωχο «Κιλκίς» εκτέθηκε σε δημοπρασία και δόθηκε για διάλυση, ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το 1951 οδηγήθηκε για το σκοπό αυτό στην Ιταλία».
*Τοπογράφος – συγγραφέας
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station