Αρθρογραφία

ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΥΔΡΟΚΙΝΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ – ΝΕΡΟΜΥΛΟΙ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Οι νερόμυλοι ήταν μικρά ως προς το μέγεθος τους μονώροφα κτίσματα με εξωτερικούς πέτρινους τοίχους που μόλις στέγαζαν τον αλεστικό μηχανισμό και τα σακιά. Στην περιοχή της Γουμένισσας λειτούργησαν και οι δυο βασικοί τύποι νερόμυλου με τις διάφορες παραλλαγές τους.

Ο παλαιότερος «ρωμαϊκός» με την όρθια εξωτερική «φτερωτή» και κυρίως ο «ανατολικός» ή «ελληνικός» με τη μικρότερη εσωτερική οριζόντια, ο οποίος ονομάστηκε έτσι γιατί είχε εξαπλωθεί στο βυζαντινό κράτος.
Οι νερόμυλοι χρησιμοποιούσαν ως κινητήρια δύναμη το άφθονο νερό που διοχετευόταν μέσω ενός λιθόκτιστου καναλιού (νεραύλακας) σε ξύλινο αγωγό (βαρέλα ή βαγένι) διαμέτρου 50-80 εκ., ο οποίος κατέληγε στο υπόγειο του κτιρίου, στο χώρο της φτερωτής.

Οι ξύλινοι αγωγοί, που στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν με μεταλλικούς, είχαν μήκος από 4-7μ και τοποθετούνταν με μικρή απόκλιση από την κατακόρυφο ώστε να είναι εκμεταλλεύσιμη στο μέγιστο βαθμό η δυναμική ενέργεια η οποία παράγεται κατά την υδατόπτωση εξαιτίας της διαφοράς στάθμης της επιφάνειας του νερού. Οι αγωγοί κατέληγαν σε στόμιο που στένευε στο άκρο του και το νερό κτυπούσε με φόρα στα πτερύγια της φτερωτής.

Η οριζόντια φτερωτή είχε διάμετρο 1.5 – 2 μ. και ξύλινα ή σιδερένια πτερύγια. Βοηθητικές διατάξεις ρύθμιζαν τη ποσότητα του νερού και τη γωνία πρόσπτωσης. Ένας κάθετος ξύλινος άξονας συνέδεε τη φτερωτή με τις μυλόπετρες.

Οι μυλόπετρες ήταν μονολιθικές, από ντόπια σκληρή πέτρα, ή από μικρότερα κομμάτια που συγκρατούνταν μεταξύ τους με μεταλλικά στεφάνια και ήταν τοποθετημένες η μια πάνω στην άλλη, με την κάτω σταθερή και την πάνω κινούμενη.

Με ένα μηχανισμό μπορούσε να αυξομειώνεται η απόσταση ανάμεσα στις μυλόπετρες ανάλογα με το προς άλεση υλικό. Ο μηχανισμός αυτός έπρεπε να περιστρέφεται με συγκεκριμένο αριθμό στροφών για να αποδίδει σωστά.

Συνήθως οι μυλόπετρες έπρεπε να γυρίζουν με 110-120 στροφές ανά λεπτό για να αλέθουν το σιτάρι χωρίς αυτό να «λασπώνει» αλλά και χωρίς να καίγεται από τη γρήγορη περιστροφή.

Η αλεστική ικανότητα των μύλων ήταν ανάλογη με το υψόμετρο της υδατόπτωσης και την παροχή του νερού. Συνήθως έφθανε τα 150-200 κιλά την ώρα αλεύρι και 800 κιλά γιαρμά.

Ο Σπύρος Αλτίκης στο βιβλίο του «Η Γουμένισσα η Παϊκική» (2002) έγραψε σχετικά: «Βόρεια από τη Γουμένισσα πηγάζει από ύψος 1307 μέτρων το Γριβιώτικο ποτάμι και οι κάτοικοι της πόλης αξιοποίησαν, εκμεταλλεύτηκαν την υψομετρική διαφορά για να κινήσουν τους εννιά νερόμυλους (ο πρώτος του Άλλιου, ο τελευταίος του Βαβάμη) που ήταν συνέχεια κατηφορικά ο ένας με τον άλλο, δούλευαν με τα ίδια νερά, τα οποία έπειτα κατέληγαν στο Μαυροπόταμο, το Μεγάλο ποτάμι.

Στους νερόμυλους ή μετέφερε ο ίδιος ο νοικοκύρης το σιτάρι, το καλαμπόκι ή το έπαιρνε από το σπίτι με το δικό του ζώο ο ιδιοκτήτης – υπάλληλος του μύλου. Εκτός από το φόρτωμα υπήρχε στο σαμάρι το παναγκόν (πανωγόμι), μικρό σακί με κόκκινο, εκλεκτό σιτάρι, που προοριζόταν για πρόσφορα, λειτουργιές και το άλεσμά του απαιτούσε ιδιαίτερη φροντίδα. Ο μυλωνάς τηρούσε τη σειρά προτεραιότητας, έπαιρνε σ’ ένα μικρό ξύλινο δοχείο το αλεστικό του δικαίωμα, του έμενε όμως και ως κέρδος το ψιλό αλεύρι, που κολλούσε στις πέτρες. Αυτές με το άλεσμα είχαν φθορά και από καιρό σε καιρό ο μυλωνάς τις χαράκωνε, τις χτυπούσε μ’ ένα ειδικό σφυρί, το κοπίδι, για να κινούνται καλύτερα και να κόβουν το γέννημα.

Στους νερόμυλους, αφού δεν υπήρχαν στη Γουμένισσα ειδικοί σουσαμόμυλοι – σησαμοτριβεία, άλεθαν και το σουσάμι, απ’ όπου έβγαινε το σουσαμέλαιο, σαμόλαδο, απαραίτητο για τη διατροφή και τον μπακλαβά των Χριστουγέννων. Το υποπροϊόν από το σαμόλαδο, η κούσπα, όπως λεγόταν, χρησιμοποιούνταν ως τροφή για τα ζώα».
Σύμφωνα με τις χειρόγραφες σημειώσεις του Δ. Άλλιου οι αλεστικοί μύλοι της Γουμένισσας ήταν:

Των αδελφών Άλλιου. Είχε κτιστεί από Κιλκισιώτες και αγοράστηκε από τους αδελφούς Χρήστο και Ιωάννη Άλλιο το 1913.
Του Σαμαρά. Είχε 3 ζεύγη μυλόπετρες και παραμένει στην αρχική του μορφή.
Του Καλλίνη. Χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο οι οποίοι εγκατέστησαν τουρμπίνα για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.
Του Χατζηγεωργίου. Με 3 ζεύγη μυλόπετρες.
Του Κάλφα. Με 3 ζεύγη μυλόπετρες.
Του Γότσου. Με 3 ζεύγη μυλόπετρες.
Του Μουγιάντση. Με 2 ζεύγη μυλόπετρες.
Του Βαβάμη. Με 3 ζεύγη μυλόπετρες. Λειτουργούσε και ως σησαμελαιοτριβείο.
Των Άλλιου και Δημηκέντση. Λειτουργούσε και ως σησαμελαιοτριβείο.
Του Δρασλάκη. Με 3 ζεύγη μυλόπετρες. Λειτουργούσε και ως σησαμελαιοτριβείο.

Αρχή του τέλους της λειτουργίας των νερόμυλων θεωρείται ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Από τη δεκαετία του 1970 έχουν εγκαταλειφθεί και τα χαλάσματά τους καλύπτονται σιγά – σιγά από πυκνή βλάστηση. Το μόνο παρήγορο είναι ότι ένας από τους νερόμυλους στην έξοδο της Γουμένισσας έχει αποκατασταθεί και είναι επισκέψιμος.

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα