Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης
Για την περιοχή της Γουμένισσας η ύπαρξη άφθονων νερών σε σημεία με σημαντικές υψομετρικές διαφορές αποτέλεσε την αιτία για την εμφάνιση εργαστηρίων υδροκίνησης (νερόμυλοι, νεροτριβές, μπατάνια) που εξυπηρετούσαν βασικές ανάγκες των ανθρώπων της προβιομηχανικής εποχής, οι οποίες σχετίζονταν με τη διατροφή και την ένδυση. Έτσι την περίοδο της τουρκοκρατίας – ίσως και νωρίτερα με βάση την τοπική προφορική παράδοση – άρχισαν να δημιουργούνται εργαστήρια σε απόκρημνα σημεία, στα βάθη των υδατοπτώσεων για να εκμεταλλευτούν τη δύναμη του νερού. Χάρη στον υδάτινο πλούτο αλλά και τις πρωτοβουλίες των κατοίκων διαμορφώθηκαν στη συνέχεια ανθηροί πυρήνες νερόμυλων και νεροτριβών, ίχνη των οποίων διασώζονται μέχρι σήμερα.
Οι νεροτριβές, τα πρωτόγονα πλυντήρια αυτής της εποχής, δημιούργησαν το επάγγελμα του «κναφέα» ή «γναφέα», ονομασία που συναντάται στη βυζαντινή περίοδο και σημαίνει λευκαντής. Από φιρμάνι του 1696 αντλούμε την πληροφορία ότι η Γουμένισσα, η Γρίβα και η Κάρπη ήταν γναφεία της τσόχας των γενιτσάρων και γι’ αυτό είχαν απαλλαγεί από έκτακτους φόρους. Σε φιρμάνι που υπογράφεται στις 12 Μαΐου 1696 διαβάζουμε ότι «οι κάτοικοι των εις τον ειρημμένον καζάν υπαγομένων χωρίων Γουμέντζας, Κρίβας και Τσερναρέκας υπέβαλον εις τον αυτοκρατορικόν μου διβάνιον αναφοράν, εκθέτοντες ότι τα χωρία ταύτα μετά την ύφανσιν κατόπιν φιρμανίου εν Θεσσαλονίκη της κατ’ αρχαίον έθιμον κατασκευαζομένης θερινής τσόχας των γενιτσάρων ωρίσθησαν ως γναφεία προς καθαρισμόν αυτής. Την τσόχαν ταύτην φορτώνουν εις ιδικούς των ίππους εν Θεσσαλονίκη, την μεταφέρουν εις τα χωρία των, την επαναφέρουν πάλιν και την παραδίδουν εν Θεσσαλονίκη εις την αποθήκην της τσόχας. Έναντι των υπηρεσιών τούτων ήσαν απηλλαγμένοι βασιλικών φόρων και λοιπών εξόδων» (Ιωάννης Βασδραβέλλης, Ιστορικά αρχεία Μακεδονίας, 1952).
Τι ακριβώς ήταν τα υδροκίνητα αυτά συγκροτήματα με τα παράξενα ονόματα;
«Μπατάνια» ή «μαντάνια», λέγονταν οι ξύλινες κατασκευές επεξεργασίας των νημάτων του μάλλινου υφάσματος («σαγιάκι») που παρήγαγε η τοπική οικοτεχνία. Από το σαγιάκι κατασκευαζόταν παντελόνια, πανωφόρια και κάπες μέχρι να εμφανιστούν τα «λοντρίνια», τα αγγλικά υφάσματα που ήταν πιο φίνα και πιο φτηνά από τα τοπικά αυτά οικοτεχνήματα. Ο ξύλινος μηχανισμός του μαντανιού περιελάμβανε το σκελετό, μήκους ως 4 μ., πλάτους περί τα 3μ. και ύψους συνήθως μικρότερου των 3μ. από το πάνω μέρος του οποίου κρέμονταν τέσσερεις ξύλινες σφύρες («κοπάνια» ή «τοκμάκια») που κινούμενες παλινδρομικά κτυπούσαν τα μουσκεμένα υφάσματα. Η κίνηση γινόταν με μια όρθια φτερωτή («ρωμαϊκή»), που βρισκόταν έξω από το περίγραμμα της κύριας κατασκευής και στο χαμηλότερο σημείο της. Με τα χτυπήματα το υφαντό γινόταν πιο σφιχτοδεμένο, πιο απαλό στην αφή και αδιάβροχο. Όσο για την ετυμολογία της λέξης μπατάνι ίσως προέρχεται από τη βλάχικη λέξη «μπατάου» που σημαίνει κτυπώ ή από τη λέξη «μπατανία» (κουβέρτα) ή είναι ηχοποιημένη από τον ήχο μπατ.
Η νεροτριβή ή ντριστέλα η «δριστέλλα», ήταν ειδικός μηχανισμός για το πλύσιμο της βαριάς σπιτόστρωσης. Περιγραφή της νεροτριβής μας δίνει ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στα «Ταξιδιωτικά – λαογραφικά» του κείμενα: «Το νερόν ερχόμενον δι’ αύλακος από του ποταμού κρημνίζεται εις παχείαν στιβάδα εντός της κάναλης ξύλινου κάδου, επιμήκους ανοικτοτέρου κατά την κορυφήν και ολοέν στενουμένης προς την βάσιν. Απ’ αυτής όμως της στενής βάσεως το νερόν πίπτει ορμητικώτερον εντός πλατέος κάδου, διατρήτου την βάσιν ως κοφίνου. Εντός αυτού ρίπτονται τα μάλλινα σκεπάσματα και αφίνονται επί εικοσιτέσσαρας όλας ώρας, δερόμενα υπό του νερού και περιστρεφόμενα ως εν στροβίλω. Και αύτη είναι η κυρίως νεροτριβή». (Περιοδ. «Εστία», 1890). Ο κάδος της νεροτριβής είχε μορφή ανεστραμμένου κόλουρου κώνου με το μεγαλύτερο τμήμα του χωμένο μέσα στο φυσικό ή τεχνητό από ξερολιθιά έδαφος. Οι βελέντζες μαζεύονταν από τα νοικοκυριά των κοντινών αλλά και πιο μακρινών χωριών, φορτώνονταν στα κάρα ή τα υποζύγια και συγκεντρώνονταν στο χώρο της νεροτριβής. Εκεί ράβονταν από τις άκρες σε σχήμα φακέλου και ρίχνονταν στη δριστέλλα όπου περιστρέφονταν με τη δύναμη του νερού που έπεφτε από μεγάλο ύψος. Στη συνέχεια ανασύρονταν, τοποθετούνταν χωριστά για να μην ανακατευτεί η βαφή και επέστρεφαν στους ιδιοκτήτες τους.
Στη Γρίβα υπήρχαν παλαιότερα 4 μπατάνια, ενώ στη Γουμένισσα διασώζονται τα υπολείμματα μιας νεροτριβής, φωτογραφία της οποίας επισυνάπτω.
Αυτά τα πολύ ολίγα περί μπατανιών και νεροτριβών και νομίζω αγαπητοί διαδικτυακοί φίλοι ότι δεν πρέπει να έχετε κανένα παράπονο για τη λακωνικότητα του κειμένου. Για το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το θέμα της παρούσας ανάρτησης δεν είμαι και πολύ σίγουρος, αλλά το δεύτερο μέρος που αφορά τους νερόμυλους της Γουμένισσας εκτιμώ ότι θα είναι πιο «βατό», για να θυμηθούμε με τον όρο αυτό τη συνήθη απάντηση των υποψηφίων των πανελλαδικών εξετάσεων όταν ρωτιούνται για τη δυσκολία των θεμάτων.
*Τοπογράφος – συγγραφέας
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station