Ο σκυτορράπτης ήταν ο κατασκευαστής των εφιππίων (σελλών) και των άλλων ειδών σαγής. Η σαγή ήταν το σύνολο των εξαρτημάτων με τα οποία εφοδιαζόταν το υποζύγιο για την ίππευση, την έλξη των οχημάτων ή την φόρτωση. Οι κατασκευαστές των διαφόρων αυτών δερμάτινων εξαρτημάτων της σαγής τη βυζαντινή περίοδο ονομαζόταν «λωροτόμοι» και σε αυτούς συγκαταλέγονταν οι «χαλινοποιοί» ή «χαμέαι», οι «ηνιορράφοι» και οι «σελλάδες». Την περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν γνωστοί ως «σαράτσηδες», ενώ σε μερικές περιοχές ονομάζονταν «καπιστράδες». Στην εμπορική εγκυκλοπαίδεια του 1817 «Ερμής ο Κερδώος» καταγράφονται ως «εφιππιοποιοί».
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο τεχνίτης που κατασκεύαζε τα είδη σαγής ήταν: κοπτικό εργαλείο με αιχμή σε σχήμα ημικυκλίου που το ονόμαζε «μισοστρόγγυλο» μαχαίρι, κουμπάσο (διαβήτης), σουβλιά, εργαλείο ραψίματος, ξύλινο καλούπι που έμοιαζε με κορμό δέντρου ελλειπτικής διατομής. Το καλούπι είχε ύψος 1 μέτρου και ήταν στενότερο στην κορυφή και φαρδύτερο στη βάση του.
Στο προπολεμικό Κιλκίς τα ιπποειδή χρησιμοποιούνταν για το όργωμα και σαν ζώα μεταφοράς. Ο αριθμός τους σύμφωνα με μελέτη του 1937 που συνέταξε ο Κοσμάς Παρασκευόπουλος ήταν 120 ίπποι, 100 φοράδες, 50 όνοι και 25 ημίονοι. Τα περισσότερα από τα άλογα ανήκαν στη βαλκανική γενιά και ήταν μικρού αναστήματος 1,20-1,40 μ.
Υπήρχαν όμως και αρκετοί ίπποι ξένης προέλευσης, κυρίως Σερβικής, που ήταν πιο μεγαλόσωμοι. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ίππων αγοράστηκε κατά καιρούς από την Ελεύθερη Ζώνη Θεσσαλονίκης. Η συντήρηση των αλόγων ήταν περιορισμένη, γιατί ήταν αρκετά δαπανηρή σε σχέση με τις μέρες εργασίας τους.
Ο μικρός αριθμός των αλόγων στο Κιλκίς είχε σαν συνέπεια και την ύπαρξη μικρού αριθμού τεχνιτών που κατασκεύαζαν και πουλούσαν είδη σαγής. Τα καταστήματα τους βρίσκονταν στην οδό 21ης Ιουνίου στο ύψος του 2ου δημοτικού σχολείου και ήταν μικρές ξύλινες παράγκες, που όπως γράφει ο Σταύρος Λίβας «χωρούσαν μόνο τον καταστηματάρχη κι αυτόν … καθιστόν».
Στα καταστήματα αυτά εκτός από τον απαραίτητο εξοπλισμό των ζώων πωλούνταν και είδη για το στολισμό τους, αφού οι σύγχρονοι Αυτομέδοντες φρόντιζαν να διακοσμούν τόσο την άμαξα όσο και το ζώο που την μετέφερε. Ο Σούλης Φωστηρόπουλος στις αναμνήσεις του από το προπολεμικό Κιλκίς γράφει σχετικά: «Δεν ήταν μόνο τα σαμάρια, ήταν και τα διάφορα χάμουρα, οι πισινέλλες που γυάλιζαν, οι χάνδρες οι πολύτιμες και τα κουδούνια, τα χρυσά διακοσμητικά που άστραφταν στον ήλιο».
Οι σκυτοράπτες της πόλης, παρόλο που δεν κατασκεύαζαν σαμάρια, συνήθιζαν να αυτοαποκαλούνται σαγματοποιοί. Το επάγγελμά τους δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα προσοδοφόρο, άφηνε όμως ένα αξιοπρεπές μεροκάματο. Σύμφωνα με μαρτυρία του τελευταίου εναπομείναντος από αυτούς, του Βασίλη Μακούλη, οι αμοιβές τους στις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχαν ως ακολούθως: Η στρατιωτική σέλα στοίχιζε 100-150 δραχμές, ενώ οι υπόλοιπες σέλες ήταν πιο ακριβές. Για την κατασκευή μιας σέλας απαιτούνταν τρεις εργάσιμες ημέρες. Η κατασκευή της λαιμαριάς απαιτούσε οκτώ ώρες εργασίας και στοίχιζε ογδόντα δραχμές.
Άλλοι κατασκευαστές δερματίνων ειδών σαγής που κατά καιρούς δούλεψαν στην πόλη ήταν οι: Αράπογλου Στέργιος, Παπαζαφράντης Δημήτριος, Αντώνης Τσαπάκης και Α. Κουτρένης.
Το επάγγελμα τους άρχισε να φθίνει στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ενώ το τελευταίο εργαστήριο έκλεισε τη δεκαετία του 1980.
Κλείνοντας να επισημάνω ότι στο πρώτο μέρος της ανάρτησης μου παρέλειψα να αναφερθώ στις «παρωπίδες», τις δερμάτινες καλύπτρες που τοποθετούνταν πλευρικά των ματιών των ζεμένων ζώων. Αλλά φαντάζομαι ότι αυτό το εξάρτημα σας είναι γνωστό, αφού εκτός από τα άλογα τοποθετούνται και στους ανθρώπους.
Μόνο που στην περίπτωση των ανθρώπων οι παρωπίδες είναι αόρατες, όπως αόρατη είναι και η σέλα που μας έχουν βάλει στην πλάτη για να μας καβαλάνε, τα γκέμια για να ελέγχουν την πορεία μας, η λαιμαριά για να μην πνιγόμαστε όταν μεταφέρουμε τα κέρδη τους. Ε, τώρα ποιοι είναι αυτοί οι σαράτσηδες που κατασκευάζουν τη σαγή για τα ανθρώπινα υποζύγια αυτό δεν είναι δύσκολο να το δει κάποιος. Εκτός αν έχει παρωπίδες…