Αρθρογραφία

ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΚΥΝΗΓΟΙ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Οι ιστορίες με κρυμμένους θησαυρούς στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι μύθοι σαν τον Αισώπειο με το γεωργό που λίγο πριν πεθάνει εκμυστηρεύθηκε στους αχαΐρευτους τους γιους του ότι δήθεν υπάρχει θησαυρός θαμμένος στο αμπέλι κι αυτοί το έχαψαν, έσκαψαν, θησαυρό δε βρήκαν, αλλά ανακάλυψαν ότι εργασία σε κάνει πλούσιο, πράγμα που αποτελεί και το μεγαλύτερο μύθο που έχει ειπωθεί ποτέ. Υπάρχουν βέβαια και πιο εντυπωσιακά παραμύθια, όπως αυτό της Χαλιμάς με τον Αλή μπαμπά και τους σαράντα κλέφτες, που έκρυψαν έναν αμύθητο θησαυρό σε μια σπηλιά, της οποίας η είσοδος άνοιγε διάπλατα με την εκφώνηση της μαγικής φράσης «σουσάμι άνοιξε». Το ανατολίτικο αυτό παραμύθι έχει και μια ισχυρή δόση αλήθειας, καθώς κάτοχοι θησαυρών είναι συνήθως οι κλέφτες, είτε αυτοί είναι πρόσωπα των παραμυθιών, είτε πρόσωπα με δημόσιο λόγο που παραμυθιάζουν τον κοσμάκη για να δικαιολογήσουν την κλοπή του δημοσίου χρήματος από τους εντολοδόχους τους.
Ιστορίες με χαμένους θησαυρούς υπάρχουν και στη λογοτεχνία, όπως το αγαπημένο ανάγνωσμα των παιδικών μας χρόνων «Το νησί των πειρατών» με τον Λογκ Τζον Σίλβερ που είχε ένα ξύλινο πόδι, ένα μάτι -«έναν ομμάτ» που λεν οι Πόντιοι- κι έναν φωνακλά παπαγάλο στον ώμο. Και μας πήρε δεκαετίες για να καταλάβουμε ότι εκείνος ο τρομερός πειρατής ήταν άγιος μπροστά στους σύγχρονους πειρατές της πολιτικοεπιχειρηματικής ζωής που είναι αρτιμελείς, δεν συμμερίζονται την παροιμία που λέει «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα» και έχουν όχι ένα αλλά πολλά «παπαγαλάκια» για να τους καλύπτουν όταν κάνουν τις βρωμοδουλειές τους. Και φυσικά ιστορίες με χαμένους θησαυρούς ακούμε συχνά από τον περίγυρό μας ή τις παρακολουθούμε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων να εκτυλίσσονται κινηματογραφικά, όπως στις ταινίες με τον Ιντιάνα Τζόουνς και τη Λάρα Κροφτ και να καταλήγουν εν τέλει σε φιάσκο, όπως στην ταινία «ο θησαυρός του μακαρίτη» με τον Βασίλη Αυλωνίτη και τη Γεωργία Βασιλειάδου.
Ο πιο διάσημος, κατά κοινή ομολογία, χαμένος θησαυρός είναι του Αλή πασά, που σύμφωνα με την παράδοση όταν πλησίαζε το ασκέρι του Χουρσίτ στα Γιάννενα, ο παμπόνηρος πασάς φόρτωσε 14 γαϊδούρια με χρυσά πεντόλιρα και πετράδια αμύθητης αξίας και ανέθεσε στο γιο του, τον Βελή, να τα κρύψει στα βουνά της Ρούμελης. Έκτοτε οι θησαυροκυνηγοί τον αναζητούν μανιωδώς αλλά ανεπιτυχώς σε κάθε πιθανό σημείο, από το κάστρο των Ιωαννίνων μέχρι τη γενέτειρα του το Τεπελένι και από τα Τρίκαλα μέχρι τη Στερεά Ελλάδα, πιστεύοντας ότι και στου βοδιού το κέρατο να είναι κρυμμένος, τελικά θα τον βρουν.
Αλλά αν «τα Γιάννινα είναι πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα» και μεις στο Κιλκίς δεν πάμε πίσω. Θησαυρό του Αλή πασά αυτοί, θησαυρό του αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου του Α’ εμείς. Πεντόλιρα φορτωμένα σε γαϊδούρια αυτοί, δουκάτα με τη φάτσα της Μαρίας Θηρεσίας φορτωμένα σε καμήλες εμείς. Και τα άρματα που κολλάνε; Ε, αρματωμένοι ήταν οι ληστές που σύμφωνα με το θρύλο έστησαν ενέδρα κάπου στα Κρούσια στο καραβάνι που μετέφερε έναν αμύθητο θησαυρό από τη Βιέννη στην Κωνσταντινούπολη, γύρω στα 1750. Αλλά επειδή το χρυσάφι ήταν βαρύ κι ασήκωτο το έθαψαν σε άγνωστο σημείο, που μάταια το ψάχνουν εδώ και δεκαετίες οι θησαυροκυνηγοί, οι οποίοι – νάτα και τα γράμματα- για τις ανάγκες της αναζήτησης έγιναν και φιλίστορες και ξέρουν απ’ έξω κι ανακατωτά την ιστορία του Οίκου των Αψβούργων.
Και να ‘τανε μόνο αυτός ο θησαυρός του συζύγου της Μαρίας Θηρεσίας που είναι θαμμένος στα χώματα του Κιλκίς; Οι πιο διάσημοι θησαυροί, από το «θησαυρό του Μεγαλέξανδρου» με το κλεμμένο ασήμι που δεν φορτώθηκε ποτέ στα καράβια για να μεταφερθεί στην Ασία μέχρι το «τραινάκι των Γερμανών», κατάφορτο με ράβδους χρυσού, λίρες και κοσμήματα, εδώ βρίσκονται και περιμένουν τους χρυσοθήρες με τους σύγχρονους ανιχνευτές μετάλλων να τους εντοπίσουν.
Τους θρύλους και τις παραδόσεις για τους κρυμμένους θησαυρούς κατέγραψε ο Δημήτριος Λουκάτος στις χειρόγραφες σημειώσεις του με αφορμή τις επισκέψεις του σε διάφορα χωριά του Κιλκίς το 1938, όπως για την Ευκαρπία («θρύλοι για κρυμμένους θησαυρούς και ευρέσεις άφθονοι. Ιδίως από Βούλγαρους που ήρθαν κι έψαξαν σε γνώριμους τόπους») ή για την Αντιγόνεια («και σ’ αυτό το χωριό παραδόσεις για θησαυρούς»). Ένας από τους θρύλους που αναφέρει είναι για το θησαυρό του Τούρκου: «Ένας θρύλος με αρκετές παραλλαγές είναι του Τούρκου που είχε φυλαγμένα λεφτά στον τόπο, κι ήρθε μια νύχτα και τα πήρε. Στο Μύλο, λέει, κοντά, που δούλευαν οι χωριανοί, ήρθε μια μέρα ο Τούρκος και τους είπε πως στο χωριό έπιασε φωτιά. Τρέξανε εκείνοι κατά κει, κι εκείνος έσκαψε στον τόπο που ήξερε και επήρε τους κρυμμένους θησαυρούς του κι έφυγε».
Πιο εντυπωσιακός είναι ο θρύλος για το θησαυρό που τρελαίνει: «Ένας άλλος τρελάθηκε, γιατί βρήκε θησαυρούς πολλούς και του ρίχτηκαν, όσοι το ‘μαθαν από κοντά, να δώσει και σ’ αυτούς για να μην το μαρτυρήσουν. Έτσι μοίρασε όλα τα λεφτά και απόμεινε τρελός».
Τον πιο ωραίο όμως μου τον διηγήθηκαν στη Γουμένισσα, όταν έκανα την μελέτη αποτύπωσης των κτηρίων της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που διατηρούνται εκεί. Για μια εντυπωσιακή πλατυμέτωπη οικία με χαγιάτι που μαρτυρούσε την οικονομική άνεση των ιδιοκτητών μου είπαν πως οι αρχικοί ιδιοκτήτες είχαν ανακαλύψει ένα θησαυρό και χάρη σ’ αυτόν προχώρησαν σε μια τόσο εντυπωσιακή κατασκευή. Η ανακάλυψη του θησαυρού οφειλόταν στο άλογο τους που είχαν στον ισόγειο στάβλο, το οποίο σκάβοντας με τις οπλές των πίσω ποδιών το χωμάτινο δάπεδο αποκάλυψε το κιβώτιο με τις λίρες. Έκτοτε το άλογο, εις ανταπόδοση της ευεργεσίας, πέρασε ζωή χαρισάμενη, πίνοντας μόνο κρασί αντί για νερό! Αυτό που δεν ξέρω είναι αν το κερνούσαν και κανένα τσίπουρο ή καμιά γράπα ή αν το έπαιρναν μαζί τους στα «καζάνια» για να οσφρανθεί τη διαπεραστική μυρουδιά των αποσταγμένων στέμφυλων και του γλυκάνισου, να ζεσταθεί στη θράκα, να γευτεί τους μεζέδες και να «γίνει παπόρι» δοκιμάζοντας το τσίπουρο που άφθονο έρεε από το χάλκινο στόμιο του άμβυκα.

«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις», έγραφε ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής στην αρχή του πιο γνωστού ποιήματός του, το οποίο κατέληγε: «Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν».
Ακριβώς έτσι είναι και τα ταξίδια των θησαυροκυνηγών, με «εκλεκτή συγκίνηση το πνεύμα και το σώμα τους ν’ αγγίζει» όταν κοντεύουν να ανακαλύψουν το χαμένο θησαυρό, αλλά σπανίως τον ανακαλύπτουν, γιατί οι χάρτες με τη θέση του ήταν μούφα, σαν τις προεκλογικές υποσχέσεις, γιατί οι πληροφορίες ήταν ψευδείς, σαν τις ειδήσεις στα τηλεοπτικά δελτία ή γιατί κάποιος άλλος πριν απ’ αυτούς τον είχε ήδη βρει. Και έτσι ενώ ξεκίνησαν με τον ανιχνευτή χρυσού στο χέρι απόμειναν με κάτι «άλλο» στο χέρι, το οποίο όμως για λόγους ευπρέπειας δε μου πάει το χέρι να το γράψω. Και παρά την πείρα τους, ποτέ δεν κατάλαβαν οι θησαυροί τι σημαίνουν, ούτε αυτοί ούτε οι Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες που τους ακολουθούν κατά πόδα στις ανασκαφές τους.
Μα καλά, υπάρχουν Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες που καραδοκούν να πάρουν μερίδιο από τα χρυσά και αργυρά νομίσματα και τα «άλλα οιασδήποτε αξίας τιμαλφή πράγματα» που μπορεί να ανακαλυφθούν από τους πολίτες; Φυσικά και υπάρχουν και δεν είναι άλλοι από τους κρατικούς υπαλλήλους, που σύμφωνα με το νόμο του 1934 «Περί χορηγήσεως αδείας προς ενέργειαν ανασκαφών δια την ανεύρεσιν θησαυρού», ελέγχουν την έρευνα, για να εισπράξει το Δημόσιο το 50% της αξίας του θησαυρού, σε περίπτωση ανεύρεσης του.
Και επειδή για την έκδοση της άδειας απαραίτητη είναι η κατάθεση τοπογραφικού διαγράμματος που θα απεικονίζει τη θέση της εκσκαφής, είχα την τύχη να γνωρίσω αρκετούς θησαυροκυνηγούς, που απευθύνθηκαν στο τεχνικό γραφείο μας για να συντάξουμε το σχετικό διάγραμμα. Και λέω είχα την τύχη όχι γιατί απέκτησα τα διαμερίσματα που μου υπόσχονταν ότι θα μου δωρίσουν στην περίπτωση ανεύρεσης αλλά γιατί οι ιστορίες που άκουσα από αυτούς ξεπερνούσαν κάθε όριο φαντασίας.
Μερικές μάλιστα ήταν και αρκούντως διασκεδαστικές, όπως το περιστατικό που συνέβη στο χωριό Κεντρικό όταν οι αυτόχθονες θησαυροκυνηγοί βρέθηκαν σε αδιέξοδο, γιατί ο χάρτης με τον οποίο ήταν εφοδιασμένοι οι Σέρβοι συνεργάτες τους αποδείχτηκε πλαστός. Και για να μη μαλώνουν σαν τα κοκόρια, κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να υπνωτίσουν έναν κόκορα, ο οποίος είχε μαντικές ικανότητες. Για να ελέγξουν αυτόν το συνάδελφο της Πυθίας με λειρί, πριν βρεθεί κάποιος και τους πει ότι είχαν ενός κοκόρου γνώση, έκρυψαν μια λίρα σε ένα χωράφι και ο υπνωτισμένος κόκορας τη βρήκε, ευτυχώς γι’ αυτόν, γιατί αλλιώς θα κατέληγε κοκκινιστός. Θησαυρός όμως, δυστυχώς γι’ αυτούς, δε βρέθηκε.
Η αλήθεια είναι ότι όλες αυτές οι εξωφρενικές ιστορίες, για το κλεμμένο ασήμι από τα αρχαία μεταλλεία του Δύσωρου και της Δοϊράνης που κάποιοι μιμούμενοι τον Άρπαλο υπεξαίρεσαν από το θησαυροφυλάκιο του Μεγαλέξανδρου, για τα νομίσματα και τα τιμαλφή που έκρυψαν φεύγοντας οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής μας, Βούλγαροι και Τούρκοι ή για τις λίρες που έδωσαν οι Εγγλέζοι στους αντάρτες, έχουν μια δόση ιστορικής αλήθειας. Αλλά πώς να πιστέψει κανείς ότι ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο της Αντάντ γεμάτο λίρες είναι θαμμένο κάτω από τη γη κάπου στις Πετράδες; Πολύ περισσότερο πώς να πιστέψει ότι δυο βαγόνια τρένου γεμάτα κλοπιμαία χρυσαφικά οι Γερμανοί κατάφεραν και τα έθαψαν, όπως θα έθαβαν ένα κιβώτιο, στην περιοχή του Χέρσου για να μην πέσουν στα χέρια των ανταρτών, που ενέδρευαν για να τους χτυπήσουν κατά την υποχώρησή τους, τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη του 1944;
Κάποιες από τις ιστορίες ήταν και επιμορφωτικές, προϋπέθεταν όμως τη γνώση της χρησιμοποιούμενης από τους θησαυροθήρες ορολογίας, την οποία αρχικά δε γνώριζα. Έτσι, όταν μου έλεγαν ότι ο θησαυρός βρίσκεται σε «τράπεζα» το μυαλό μου πήγαινε στις θυρίδες των τότε τραπεζών, όπως η Τράπεζα της Ανατολής ή το υποκατάστημα της Γεωργικής Τράπεζας που υπήρχε στο Κιλκίς το 1911. Η «τράπεζα» όμως στη γλώσσα τους είναι η υπόγεια κρύπτη, τοποθετημένη σε βάθος αρκετών μέτρων. Μια τέτοια βουλγαρική τράπεζα που μου έδειξαν σε χάρτη βρισκόταν δίπλα στην κόγχη του ιερού μιας παλιάς εκκλησίας, δε λέω σε ποιο χωριό, γιατί οι θησαυροκυνηγοί θα ξεκινήσουν νύχτα με τα σκαπανικά και τους ανιχνευτές και θα βλέπει η μέρα τα λαγούμια που ματαίως έσκαψαν και θα γελά. Όσο για τους χάρτες που μου έδειχναν ήταν εντυπωσιακοί και περισσότερο ένας που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «Άτλαντας», που είναι η συλλογή επιμέρους χαρτών, αφού στην επιφάνειά του είχαν χαραχτεί πάνω στο δέρμα 10 θέσεις θησαυρών!
Όλες αυτές τις ιστορίες που μου διηγήθηκαν δεν είχα, δυστυχώς, την πρόνοια να τις καταγράψω. Γιατί αν τις κατέγραφα και τις μετέφερα αυτολεξεί στο χαρτί, χωρίς να προσθέσω ούτε μια κεραία, το πρώτο κρατικό βραβείο λογοτεχνίας θα το είχα στο τσεπάκι!

Κυνηγοί και θησαυροκυνηγοί δεν διαφέρουν και πολύ και συνεπώς δεν ισχύει γι’ αυτούς η παλαιότερη παροιμιακή σύγκριση με το φάντη και το ρετσινόλαδο ή η νεότερη εκδοχή με τα σώβρακα και τις γραβάτες.
Κατ’ αρχήν είναι αναρίθμητοι, στρατιές ολόκληρες, και επιπλέον είναι διαβαθμισμένοι σε κατηγορίες, από τους αρχάριους και τους ερασιτέχνες μέχρι τους επαγγελματίες, που είναι χρόνια στο κουρμπέτι και έχουν διανύσει χιλιάδες χιλιομέτρων, αφού και στις δυο περιπτώσεις η εξαντλητική πεζοπορία στη φύση και κυρίως στα βουνά χαρακτηρίζει την ενασχόλησή τους.
Ένας υψηλός πυρετός καταλαμβάνει το μυαλό τους όταν αναζητούν το θήραμα ή το θησαυρό, πυρετός που δεν πέφτει με αντιπυρετικά, όπως το ντεπόν, που άλλοτε υπήρχαν εν αφθονία στα φαρμακεία, αλλά σήμερα τείνουν να εκλείψουν εντελώς.
Είναι πάντοτε εφοδιασμένοι με τον απαιτούμενο εξοπλισμό, όπλα, σφαίρες και κυνηγετικά σκυλιά οι μεν, ανιχνευτές μετάλλων, σκαπανικά και χάρτες του κρυμμένου θησαυρού οι δε.
Το μόνο που δεν ισχύει δι’ αμφοτέρους είναι η παροιμία «του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο, εννιά φορές είναι αδειανό και μια φορά γεμάτο», αφού για τους θησαυροκυνηγούς το ποσοστό επιτυχίας δε μετριέται ούτε καν επί τοις χιλίοις.
Τι κάνει όμως τους θησαυροκυνηγούς ή χρυσοερευνητές όπως αυτοαποκαλούνται να πλημμυρίζουν δάση, πλαγιές, χαράδρες, λόφους ή ερειπωμένα σπίτια που ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να πέσει η οροφή και να τους πλακώσει και δεν υπάρχει ο μάστορας για να φωνάξει στο βοηθό του «Βάρδα ρε μπούρδα Καραβάγγο», όπως στη γνωστή ταινία «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα»;
Η μόνη εξήγηση είναι ότι υπάρχει ελπίδα ανεύρεσης και ως γνωστόν η ελπίδα πεθαίνει τελευταία ή για την ακρίβεια προτελευταία, αφού η τελευταία που θα πεθάνει είναι η Σαπουντζάκη.
Η αλήθεια είναι ότι θησαυροί έχουν κατά καιρούς βρεθεί στο Κιλκίς, όπως συνέβη το 1974 όταν εργάτες έσκαβαν για να θεμελιώσουν το 4ο δημοτικό και βρήκαν λίρες, που ενθυλακώθηκαν εν ριπή οφθαλμού. Άλλη μια γνωστή περίπτωση στις αρχές του 1990 ήταν με την κατεδάφιση του οικήματος των αδελφών Πιαμάνη στην οδό Θεσσαλονίκης όταν λίρες, κρυμμένες σε ένα τενεκεδένιο κουτί στον τοίχο που κατέπεσε ανακατεύτηκαν με τα συντρίμμια και οι θησαυροθήρες της πόλης αλλόφρονες έτρεχαν στους χώρους απόρριψης μπάζων, που ανεξέλεγκτοι υπήρχαν σε διάφορα σημεία περιμετρικά του Κιλκίς. Για την ιστορία του Μυριόφυτου, που η εκσκαφή έγινε παρουσία του Νομάρχη, εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και πλήθους κόσμου και κατέληξε στη μάντρα του νεκροταφείου του χωριού και στη συνέχεια μπροστά σε κάποιο τάφο δε θα αναφερθώ με λεπτομέρειες γιατί τη βρίσκω θλιβερή.
Πιο πολύ με ενδιαφέρουν οι παλιές ιστορίες, όπως του 1928 με τον παλιό Βούλγαρο ιδιοκτήτη του σπιτιού στην οδό Σουρή 3 που έμενε η οικογένεια του μεγάλου μας συγγραφέα Χρήστου Σαμουηλίδη. Το περιστατικό αυτό με την ανεύρεση του θησαυρού στον κήπο του σπιτιού περιγράφεται στα βιβλία του «Πολιτεία του Βορρά» και «Στους πέντε ανέμους του Καυκάσου».
Δυο ακόμη τέτοιες προπολεμικές ιστορίες περιέχονται στο βιβλίο μου ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ 1913-1940. Στην πρώτη δυο Βούλγαροι θησαυροθήρες στην αίτησή τους προς τη νομαρχία Κιλκίς, με την οποία ζητούσαν άδεια ερευνών για ανεύρεση θησαυρού έγραφαν: «Τόσον ο λοχίας Πέρσιτς όσον και ημείς υπηρετούσαμε εις το 3ον τάγμα πεζικού του Συντάγματος Ίλλιντεν, ως Μακεδόνες πρόσκοποι. Μια νύχτα που σκάβαμε χαρακώματα μπροστά από τον Γκραν Κουρονέ υπό την οδηγίαν του λοχίου Πέρσιτς βρήκαμε πέντε γκαζοτενεκέδες γεμάτους χρυσές τουρκικές λίρες. Μετά από σύντομη συνεννόηση σκεπάσαμε καλά το μέρος εκείνο. Αν ζούσαμε, θα γυρίζαμε μετά τον πόλεμο να πάρουμε τον θησαυρό. Μια σφαίρα όμως βρήκε τον λοχία μας και έπεσε νεκρός. Τον θάψαμε εκεί. Τώρα ζητούμε άδεια ανασκαφών…».
Όπως γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις ο θαμμένος θησαυρός δεν έρχεται στην επιφάνεια, ξεθάβεται όμως η εντυπωσιακή ιστορία που τον συνοδεύει. Ποια ήταν, όμως, η ιστορία του αμύθητου αυτού θησαυρού που οι Βούλγαροι και οι Έλληνες συνοδοί τους αναζητούσαν στα υψώματα που έγινε μια από τις σπουδαιότερες μάχες του Α’ Παγκοσμίου πολέμου; Σύμφωνα με το θρύλο το 1847 ή το 1867 πολυμελής ληστρική συμμορία είχε αρπάξει το ασύλληπτο ποσό των 30.000.000 λιρών από τα υπόγεια του αυτοκρατορικού ταμείου και τις είχε μεταφέρει – άγνωστο πώς – στο Κιλκίς. Στη συνέχεια οι ληστές μετέφεραν το θησαυρό στην περιοχή της Κορώνας και τον έθαψαν προσωρινά με σκοπό να τον ανασύρουν εν ευθέτω χρόνο. Η συνέχεια ήταν η αναμενόμενη. Αφού οι δυο Βούλγαροι και οι οκτώ Θεσσαλονικείς συνεταίροι τους ανέσκαψαν την περιοχή, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, από ραβδοσκόπους μέχρι ονειρομάντεις, απογοητεύτηκαν και τα παράτησαν. Μαζί με το χρόνο τους ξόδεψαν και 150.000 δρχ αλλά τουλάχιστον κέρδισαν μια ανεπανάληπτη εμπειρία στα βουνά του Κιλκίς. (Επί τα ίχνη των θησαυροθήρων στα βουνά και τες χαράδρες του Κιλκίς, ΦΩΣ 29-10-1937).
Στη δεύτερη, που συνέβη πάλι το 1937 στο χωριό Βάλτοι (Καμπάνη), μια ομάδα θησαυροκυνηγών άλλα έψαχνε και άλλα βρήκε. Η ιστορία του θησαυρού αυτού δεν ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο η προηγούμενη, είχε όμως το ενδιαφέρον της. Σύμφωνα με έναν εκ των τριών θησαυροκυνηγών ο πατέρας του, που ήταν Μακεδονομάχος, το 1905 είχε δει σε όνειρό του την ακριβή θέση του θησαυρού που ήταν θαμμένος ανάμεσα σε τρία δέντρα. Όταν προσπάθησε να τον ανασύρει συνελήφθη από ενεδρεύον απόσπασμα και απέτυχε του σκοπού του. Το οικογενειακό αυτό μυστικό οδήγησε τους τρεις θησαυροθήρες στη θέση «Βρύσες» των Βάλτων. Οι κάτοικοι του χωριού αναστατώθηκαν, αρκετοί όμως από αυτούς βγήκαν κερδισμένοι αφού εξασφάλισαν κάποια μεροκάματα σκάβοντας στην παραπάνω τοποθεσία. Η σκαπάνη των χωρικών σύντομα προσέκρουσε σε έναν διαφορετικό θησαυρό, ο οποίος όμως μπορούσε να ενθουσιάσει μόνο τους αρχαιολόγους και τους αρχαιολάτρες. Ήταν τα ερείπια μιας βυζαντινής εκκλησίας ή του «καθολικού» κάποιας μονής, καθώς εκτός από τα κιονόκρανα, τις χαραγμένες με σταυρούς πλάκες και τον μαρμάρινο τάφο πίσω από το ιερό, βρέθηκαν και ερείπια κελιών ή ξενώνων και μαρμάρινοι παραστάδες πυλών και παραθύρων. (Η σκαπάνη ζητεί χρυσόν και ανακαλύπτει βυζαντινήν εκκλησίαν, ΦΩΣ 30-10-1937). Ο έφορος αρχαιοτήτων Κοτζιάς που κλήθηκε να εξετάσει ευρήματα ούτε στα όνειρα του δε θα ήλπιζε σε τέτοια τύχη, οι θησαυροκυνηγοί, όμως, θα έπρεπε να μάθουν εφεξής να μην εμπιστεύονται τα όνειρα. Κι αν τα εμπιστεύονται θα πρέπει να τηρήσουν απόλυτη μυστικότητα γιατί διαφορετικά, όπως λένε οι λαϊκές παραδόσεις, ο θησαυρός μεταβάλλεται σε κάρβουνα. Εξ ου και η γνωστή φράση «άνθρακες ο θησαυρός».

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα