Αρθρογραφία

Οι θερινοί κινηματογράφοι του Κιλκίς

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Πριν από 14 χρόνια, το έτος 2009, ο τότε αντιδήμαρχος Πολιτισμού Χρήστος Σπίγκος εγκαινίασε το δημοτικό θερινό κινηματογράφο της πόλης μας, πιστεύοντας κι αυτός αλλά και όσοι βοήθησαν σ’ αυτό το υπέροχο εγχείρημα ότι «εκείνο που μένει τελικά είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι μες τα θερινά τα σινεμά», όπως τραγουδούσε νοσταλγικά ο Λουκιανός Κηλαηδόνης.

Πράγματι, κάτι το μαγευτικό είχε αυτός ο μικρής χωρητικότητας κινηματογράφος κάτω απ’ τ’ άστρα για τους κατοίκους της πόλης μας, που τα καλοκαίρια σιγόβραζε όλη μέρα από την, πολλές φορές αφόρητη, ζέστη.
Έτσι, σινεφίλ και μη ανηφορίζαμε στο λόφο του Αη Γιώργη πολύ πιο νωρίς από την προγραμματισμένη ώρα προβολής ώστε να βρούμε κενή «καρέκλα του σκηνοθέτη» για να καθίσουμε, γιατί συνήθως ένα μισάωρο πριν η μεγάλη οθόνη αρχίσει να γεμίζει με εικόνες και υπότιτλους γινόταν το αδιαχώρητο.
Δεν ήταν μόνο το καλοκαιρινό αεράκι εκεί ψηλά στο θέατρο του λόφου και η θέα της πόλης με τα φώτα της που άρχιζαν ν’ ανάβουν μόλις έπεφτε το σκοτάδι αλλά και η αίσθηση του αυθεντικού θερινού σινεμά με την ευωδιά του γιασεμιού ν’ ανακατεύεται με τη μυρωδιά του ψημένου ποπ-κορν, που είναι εκ των ων ουκ άνευ για μια κινηματογραφική προβολή.
Και πιο πολύ απ’ όλα ήταν η πανάκριβη αναλογική μηχανή προβολής με την εικόνα και τον ήχο τυπωμένα πάνω στο φιλμ που χειριζόταν ο παλιός ιδιοκτήτης του κινηματογράφου «Αβέρωφ» Ιπποκράτης Παπαβραμίδης ο οποίος από το 1956, σε ηλικία 16 ετών, ήταν μηχανικός προβολής.
Αυτό, όμως, που με συγκινούσε πιο πολύ ήταν η ονομασία του κινηματογράφου, που απέδιδε φόρο τιμής σ’ έναν άνθρωπο που συνέδεσε το όνομα του με την κινηματογραφοφιλία στην πόλη μας, τον Δημήτρη Ζωηρό, που φέτος συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τον πρόωρο χαμό του.
Μιας και οι προβολές στο δημοτικό θερινό κινηματογράφο της πόλης μας και στο στέκι πολιτισμού της ΤΕΧΝΗΣ στο Μεταλλικό έχουν ήδη ξεκινήσει ευκαιρία να κάνω μια σύντομη ιστορική αναδρομή στους θερινούς κινηματογράφους του Κιλκίς.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 οι αδελφοί Θεοδοσιάδη, Χαράλαμπος και Μιλτιάδης, επηρεασμένοι ίσως από την κινηματογραφική άνθιση της Θεσσαλονίκης δημιούργησαν τον πρώτο κινηματογράφο του Κιλκίς. Δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία ίδρυσης του, αλλά σε δημοσίευμα της 6-11-1925 στα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΝΕΑ για εκδήλωση του συλλόγου «Αναγέννησις» αναγράφεται ότι «η ευρεία αίθουσα του κινηματοθεάτρου αδελφών Θεοδοσιάδου είχε πληρωθή ασφυκτικώς με κόσμον επιστημόνων διανοουμένων αποτελούντων την αφρόκρεμαν της κοινωνίας μας».
Ο κινηματογράφος που έφερε το όνομα «Ολύμπια» βρισκόταν στην οδό αγίου Γεωργίου και Πόντου εκεί που βρίσκεται το 2ο νηπιαγωγείο και στεγαζόταν σε κτίσμα με ορθογωνική κάτοψη και διαστάσεις 19 Χ 10, όπως φαίνεται στα διαγράμματα της Πρόνοιας του 1930. Δυστυχώς δε βρέθηκε φωτογραφικό υλικό που θα μπορούσε να τεκμηριώσει μια αξιόπιστη περιγραφή του κτιρίου.
Οι μόνες πληροφορίες προέρχονται από συγγενείς των πρώτων αυτών αιθουσαρχών. Σύμφωνα με αυτές η είσοδος του κτιρίου ήταν εντυπωσιακή. Στην πλατεία ήταν τοποθετημένες ψάθινες καρέκλες, ενώ μεγάλες βελούδινες κουρτίνες κάλυπταν το χώρο μπροστά από την οθόνη.
Η διαμόρφωση της αίθουσας και η επίσημη ενδυματολογική περιβολή του αιθουσάρχη υπαγορεύονταν από την καθιέρωση του κινηματογράφου αυτήν την εποχή ως μέσου που προσέλκυε περισσότερο το ενδιαφέρον της μεσαίας και της ανώτερης κοινωνικής τάξης και λιγότερο των λαϊκών στρωμάτων.
Στην αυλή του οικοπέδου λειτουργούσε θερινός κινηματογράφος με τα καθίσματα απλωμένα κατά μήκος της οδού αγίου Γεωργίου και την καμπίνα προβολής κοντά στη θέση που βρίσκεται το κτήριο της Επιθεώρησης Α’βάθμιας Εκπαίδευσης. Οι ταινίες προβάλλονταν χωρίς ήχο, αφού ήταν η εποχή του βωβού κινηματογράφου, αλλά υπήρχε μουσική υπόκρουση από δίσκους γραμμοφώνου.
Στο όριο του υπαίθριου χώρου προβολής τοποθετούνταν παραπετάσματα για να αποθαρρύνουν τους περαστικούς να παρακολουθήσουν λαθραία τις ταινίες που προβάλλονταν.
Ο κινηματογράφος είχε άδοξο τέλος, αφού καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1931, πράγμα συνηθισμένο εκείνη την εποχή εξαιτίας των πυρακτωμένων κάρβουνων της μηχανής προβολής, όπως περιγράφεται και στην ταινία «Σινεμά ο Παράδεισος» του Τζουσέπε Τορνατόρε.
Σε ένα αφιέρωμα για τους κινηματογράφους του Κιλκίς στο περιοδικό ΠΡΙΣΜΑ το Σεπτέμβρη του 1997 ο Γιάννης Τσιτσίμης έγραψε σχετικά: «Όταν άνοιξε το σινεμά ο Μιλτιάδης πρέπει να ήταν 35 με 40 χρονών. Το 1931 ο κινηματογράφος, από άγνωστη αιτία, κάηκε. Πολλοί από τους σημερινούς και λίγο μεγάλους σε ηλικία φίλους θα το θυμούνται το οικόπεδο με το ερείπιο όπου έπαιζαν μικροί. Με την αποζημίωση ο Θεοδοσιάδης έφυγε οριστικά από το Κιλκίς, αφήνοντας στις στάχτες τις σκιές εκείνης της αξιοπρεπούς κοινωνίας που τολμούσε να μπει στη σκοτεινή αίθουσα χωρίς να φοβάται. Παράλληλα άφησε και το πεδίο ανοικτό για έναν καινούργιο αιθουσάρχη που έφτανε στην πόλη ένα χρόνο μετά…».
Το 1932 δημιουργήθηκε από τους αδελφούς Επαμεινώνδα και Χαρίλαο Σταμπουλή ο δεύτερος κινηματογράφος του Κιλκίς. Το «Εθνικόν» όπως ονομάστηκε στεγάστηκε σ’ ένα ψηλό κτήριο στη συμβολή των οδών 21ης Ιουνίου και Βασιλέως Αλεξάνδρου, όπως λεγόταν τότε η Κ. Γαβριηλίδη. Το κτήριο, που για πολλά χρόνια παρέμενε χωρίς επιχρίσματα στις όψεις του, ξεχώριζε από το κόκκινο χρώμα των συμπαγών τούβλων της εξωτερικής τοιχοποιίας. Αριστερά και δεξιά της εισόδου, που βρισκόταν επί της 21ης Ιουνίου, υπήρχαν δυο ξύλινα ταμπλό με την αφίσα και τις φωτογραφίες της ταινίας στερεωμένες με πινέζες. Ο κινηματογράφος, που στην Κατοχή ονομάσθηκε «Κεντρικόν» και το 1949 «Ορφέας», διέθετε ευρύχωρη αίθουσα με εξώστη και σκηνή όπου μπορούσε να δοθεί θεατρική παράσταση κι αυτό εξηγεί το χαρακτηρισμό του ως κινηματοθέατρο.
Οι ώρες προβολής δεν ήταν σταθερές και η έναρξη γινόταν μόνο όταν ο αιθουσάρχης εκτιμούσε ότι η προσέλευση του κόσμου ήταν ικανοποιητική.
Στην ταράτσα του κτηρίου, επιφάνειας 320τμ, τους καλοκαιρινούς μήνες λειτουργούσε θερινός κινηματογράφος με την καμπίνα προβολής να έχει στην οροφή της τη μοναδική σειρήνα του Κιλκίς που με τον οξύ δαιμονιώδη ήχο της προειδοποιούσε τους κατοίκους για έκτακτα γεγονότα. Λίγο πριν αρχίσει η προβολή το τσιμεντένιο δάπεδο, που έβγαζε φωτιές από καυτό καλοκαιρινό ήλιο, καταβρεχόταν με ποτιστήρι για ν’ αποκτήσει λίγη δροσιά.
Ο Λύσανδρος Φάσσος, φανατικός λάτρης του κινηματογράφου, στο βιβλίο του «ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ» έγραψε σχετικά: «Το καλοκαίρι ανεβαίναμε στην ταράτσα είχε θέα πανοραμική από κει πάνω το Κιλκίς με τα χαμηλά τότε σπίτια του. Ωραία δροσιά και τις νυχτερινές ώρες ψυχρούλα. Στο τοιχάκι που περιέβαλε την ταράτσα ήταν τοποθετημένες λουρίδες λινάτσα, κάνα μέτρο ύψος, για να μη φαίνεται η οθόνη ένα γύρω από τυχόν λαθροθεατές.
Όσο γέμιζε ο χώρος οι μεγάλοι μας εκτόπιζαν από τα καθίσματα αλλά βρίσκαμε τη λύση καθισμένοι οκλαδόν, μπροστά – μπροστά, στο τσιμεντένιο δάπεδο που έκαιγε ακόμα από τον καλοκαιριάτικο ήλιο της ημέρας. Και όποιου από μας τουρχόταν, πήγαινε στις γωνιές, δεξιά και αριστερά από την οθόνη και στο σκοτάδι της προβολής… κατουρούσε στο λούκι που ήταν για τα «όμβρια ύδατα» της ταράτσας.
Πρόβλημα βέβαια οι καλοκαιρινές ξαφνικές βροχές, κοβόταν η προβολή, έπρεπε να επιστραφούν τα εισιτήρια. Αν όμως υπολειπόταν λίγη ώρα για να τελειώσει το έργο, έπεφτε εκείνη η αμίμητη, προφορική από το μεγάφωνο περιληπτικότατη περιγραφή της έκβασης, του τέλους της ταινίας για να φύγουν οι θεατές ικανοποιημένοι. Όπως σε μια ταινία ναυαγίου, διευκρινίσθηκε από το μεγάφωνο, λόγω αρξαμένης βροχής, το ευτυχές τέλος με εκείνο το αξέχαστο «το πλοίο εσώθη».
Τα χαμηλά μαγαζιά στην 21ης Ιουνίου και η στρωμνιτσιώτικη λογική των αιθουσαρχών που άφηναν μόνο τα κουνούπια να μπουν χωρίς εισιτήριο εμπόδιζαν τους «τζαμπατζήδες», συνήθως πιτσιρικάδες, να δουν την ταινία χωρίς να πληρώσουν. Υπήρχε μόνο ένα σημείο, κι αυτό βρισκόταν στο διώροφο χάνι του Τσιτσίμη, ακριβώς απέναντι, απ’ όπου οι λαθραίοι θεατές μπορούσαν να δουν πάνω από το φράγμα της προστατευτικής λινάτσας, αλλά μόνο τη μισή οθόνη. Έτσι, όσοι είχαν δει την ταινία εξηγούσαν στους υπόλοιπους τις σκηνές που δεν μπορούσαν να δουν ολόκληρες.
Παρόλο που ο ομιλών κινηματογράφος είχε εφευρεθεί από το 1927, οι ταινίες εξακολουθούσαν να προβάλλονται βουβές με μουσική συνοδεία από δίσκους γραμμοφώνου ή με ζωντανή μουσική από οργανοπαίκτες της πόλης μας, κυρίως τον ακορντεονίστα Σωκράτη Κάκαρη. Τα Χριστούγεννα του 1935 έγινε η πρώτη ομιλούσα προβολή ταινίας στην πόλη μας, όπως έγραφε η εφημερίδα ΠΡΟΟΔΟΣ: «Η έναρξις του ομιλούντος κινηματογράφου υπήρξεν επιτυχής από πάσης απόψεως και εδικαίωσεν πλήρως τας απόψεις μας, όσον αφορά την διαφοράν αυτού από του βωβού τοιούτου».
Ο κινηματογράφος λένε ότι «είναι ένα παράθυρο στον κόσμο» αλλά αυτό το παράθυρο παρέμεινε κλειστό για τους ανήλικους στα χρόνια που ακολούθησαν. Με τον Α.Ν 445/20-1-1937 η μεταξική δικτατορία απαγόρευσε την είσοδο των ανηλίκων στους κινηματογράφους ακόμη και στις κατάλληλες ταινίες. Βάσει της παραγράφου 9: «απαγορεύεται απολύτως η εις δημοσίους κινηματογράφους είσοδος ανηλίκων..». Το άρθρο 11 παρ.2 προέβλεπε ποινή φυλάκισης ενός έως 6 μηνών στους γονείς, κηδεμόνες και γενικά των συνοδών που θα έβαζαν ανήλικους σε κινηματογράφο. Έτσι οι μαθητές του Κιλκίς μπορούσαν να πάνε στον κινηματογράφο μόνο για να παρακολουθήσουν κάποια εκδήλωση της δεσποινίδος Ειρήνης ή της μεταξικής νεολαίας, της γνωστής ΕΟΝ. Ήταν βλέπετε μια εποχή που οι κυβερνώντες πίστευαν ότι ο κινηματογράφος βλάπτει σοβαρά την ηθικοπλαστική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας και την ηθική ακεραιότητα των γυναικών. Αυτό πίστευε και ο καθηγητής εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γαρδίκας που όταν του ζητήθηκε σχετική γνωμοδότηση από τις ελληνικές αρχές εκείνος απεφάνθη: «Ο εκ του κινηματογράφου κίνδυνος είναι μείζων ή ο εκ της ρυπαράς βιβλιογραφίας και του ασέμνου θεάτρου. Διότι η εν τω σκότει δια της προβολής φωτεινής εικόνος παράστασις των συμβάντων και των διαφόρων σκηνών είναι πολύ ζωηροτέρα της δια του γραπτού ή προφορικού λόγου περιγραφής και διεγείρει πλειότερον την αδημονίαν και τους καρδιακούς παλμούς του θεατού.
Ούτως εισδύει βαθύτερον εις την ψυχήν και μάλιστα των νεωτέρων ατόμων και γυναικών, άτιναν υφίστανται ευχερέστερον και ισχυρότερον την υποβολήν». Στην τελευταία πρόταση ο κύριος καθηγητής είχε δίκιο όσον αφορά τους κατοίκους του Κιλκίς. Ο κινηματογράφος έμελλε να διεισδύσει όχι μόνο την ψυχή των παιδιών και των γυναικών αλλά στην ψυχή όλων και να γίνει κομμάτι της ψυχής αυτής της πόλης, όπως συνέβη στα χρόνια που ακολούθησαν.
Στα χρόνια του Εμφυλίου ο κινηματογράφος των αδελφών Σταμπουλή εξακολουθούσε να είναι ο μοναδικός στην πόλη μας. Την περίοδο αυτή, όπως έγραφε το περιοδικό ΕΚΡΑΝ στις 15-10-1947, στην Ελλάδα υπήρχαν 179 χειμερινοί κινηματογράφοι που λειτουργούσαν επί 7 μήνες και 223 καλοκαιρινοί που άνοιγαν επί 5 μήνες. Όσο για τις ταινίες 82% ήταν αμερικάνικες και μόνο 2% ελληνικές.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές του 1960 τα πράγματα άλλαξαν άρδην καθώς το φιλοθεάμον κοινό άρχισε να στρέφεται στις ελληνικές ταινίες, με το μελόδραμα και τη φαρσοκωμωδία να αρθρώνουν τους δύο βασικούς άξονες του ελληνικού κινηματογράφου. Ο κόσμος συνωστίζονταν στις σκοτεινές αίθουσες για παρακολουθήσει δακρύβρεχτες ελληνικές ταινίες με μανάδες που κουβαλούσαν το σταυρό του πόνου, με εγκαταλειμμένα ορφανά που έχασαν τη μανούλα τους στην Κατοχή και βιοπορίζονταν σαν λούστροι, με παραστρατημένες παρθένες και απατημένους γηραλέους συζύγους, με τυφλούς που έβρισκαν το φως τους μετά από πολύωρες εγχειρήσεις και γενικά με όσους τραβούσαν ένα Γολγοθά μέχρι να δικαιωθούν στο τέλος μ’ έναν καλό γάμο. Ο κινηματογράφος, αυτή η βιομηχανία ονείρων, άρχισε να κερδίζει ολοένα περισσότερο έδαφος και οι κινηματογραφικές αίθουσες να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σε όλες τις ελληνικές πόλεις και στη δική μας.
Έτσι το 1958 ο Δημήτρης Λαμπρόπουλος ίδρυσε το «ΚΟΛΟΣΑΙΟΝ», στην αρχή της 21ης Ιουνίου στον αρ. 39, χειριζόμενος τη μηχανή προβολής ο ίδιος. Το 1974 όλη η «μαθητιώσα νεολαία» του Κιλκίς, κατόπιν εντολής του Υπουργείου Παιδείας, παρακολούθησε εκεί την ταινία «Παύλος Μελάς» του Φίλιππα Φυλακτού.
Το 1961 ο Ευριπίδης Τσομπανόπουλος και Δημοσθένης Τουλέκης με καταγωγή από το Σιδηρόκαστρο ίδρυσαν τον «ΑΒΕΡΩΦ» στην οδό Σπάρτης, που ήταν αρχικά θερινός, αφού περικλείονταν μόνο από τοίχους χωρίς σκεπή. Το σινέ Αβέρωφ, που μάλλον πήρε το όνομα του από το ξενοδοχείο στο όμορο οικόπεδο, έζησε στιγμές δόξας με την πλατεία και τον εξώστη να γεμίζουν πολλές φορές ασφυκτικά σε σημείο που να μην πέφτει καρφίτσα. Στην πρεμιέρα της ταινίας «Μελωδία της ευτυχίας» η δεσποινίς Ειρήνη ρωτούσε εναγωνίως τον ταμία αν υπήρχε κενή θέση, ενώ στη «Δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά» με τη Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ η χωρητικότητας 490 θεατών αίθουσα είχε πάνω από 700. Το 1976 πέρασε εξ ολοκλήρου στα χέρα του Ιπποκράτη Παπαβραμίδη μέχρι να κλείσει το 1990, μια εποχή που η μικρή οθόνη άρχισε να παραγκωνίζει τη μεγάλη και η κοινωνικότητα του σινεμά να παραχωρεί τη θέση της στη μοναξιά του καναπέ.
Το 1962 οι αδελφοί Ιωσήφ και Γαβριήλ Ποζίδης ίδρυσαν τον «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ» που λειτούργησε μέχρι το 1973. Η πρώτη ταινία που έπαιξε ο «σινεμάς του Τσάρκαλη», όπως τον αποκαλούσαν, ήταν το «Μάνα γιατί με γέννησες» και η δεύτερη το «Κλάψε φτωχή μου καρδιά», με την αίθουσα να μεταβάλλεται σε ωκεανό δακρύων.
Το 1962 ο Επαμεινώνδας Σταμπουλής ίδρυσε την «ΈΛΛΗ» στο οικόπεδο που το 1972 χτίστηκε ο τελευταίος κινηματογράφος του Κιλκίς το «ΑΣΤΡΟΝ». Η «ΕΛΛΗ» λειτούργησε ένα χρόνο μαζί με τον ΟΡΦΕΑ και μετά έμεινε ο μοναδικός θερινός κινηματογράφος της πόλης μας. Μηχανικός προβολής ήταν ο Χαρίλαος Σταμπουλής, ο Χαριλάκης όπως τον αποκαλούσαν, και κλακαδόρος ο Ιπποκράτης Παπαβραμίδης που «έριχνε γράμματα» διαβάζοντας τα χείλη των ηθοποιών. Κάποιες φορές μπερδεύονταν οι υπότιτλοι ή απομακρύνονταν τα «κάρβουνα» και μαύριζε η οθόνη, οπότε οι θεατές διαμαρτύρονταν φωνάζοντας «χασάπη γράμματα» ή «χασάπη κάρβουνο». Ο Ηλίας, ο «άνθρωπος της πόρτας», που έκοβε τα εισιτήρια παρουσία εφοριακού ήταν επιφορτισμένος και με το καθήκον να διώχνει τα παιδιά που για να παρακολουθήσουν λαθραία την ταινία σκαρφάλωναν σαν τον Ταρζάν στο μεγάλο δέντρο που υπήρχε κοντά στην παλιά Εμπορική Τράπεζα.
Η ΕΛΛΗ ήταν ο θερινός κινηματογράφος των εφηβικών μας χρόνων με αστυνομικές ταινίες, σπαγγέτι γουέστερν, καράτε και σπανίως κάποιες ποιοτικές. Έτσι, με τη φωτεινή δέσμη του προβολέα να διαπερνά το σκοτάδι και έχοντας το βλέμμα μας στην οθόνη αλλά ρίχνοντας και κλεφτές ματιές που και που προς τη μεριά που καθόταν το κορίτσι που μας ενδιέφερε, περάσαμε την εφηβεία μας στο Κιλκίς. Κάποιοι συνομήλικοι μας που μπορεί να μην είχαν δει την εμβληματική θεατρική κωμωδία του Ντάριο Φο «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» αλλά την εφάρμοζαν στην πράξη, καλυπτόμενοι από το σκοτάδι πηδούσαν σαν τους κομάντος κρυφά από τα χαμηλά σπιτάκια και τη συρματοπερίφραξη στο βόρειο μέρος του οικοπέδου και ανακατεύονταν με τους θεατές που είχαν κόψει εισιτήριο. Όλα αυτά βέβαια με φόβο ψυχής γιατί εκτός από τους αιθουσάρχες καραδοκούσαν και αστυνομικοί να τους συλλάβουν για την παράνομη είσοδο. Κάποιοι άλλοι προτιμούσαν ν’ ανέβουν στο απέναντι γιαπί αλλά κι αυτό εμπεριείχε στοιχεία του vivere pericolosamente, όπως λένε οι Ιταλοί για το ζην επικινδύνως. Κάποιος μάλιστα είχε πέσει από το δεύτερο όρο της νεοανεγειρόμενης οικοδομής στην Εθνικής Αντίστασης χωρίς να πάθει απολύτως τίποτε, ούτε μια γρατζουνιά, πράγμα απολύτως φυσιολογικό για τα παιδιά της «Κιολαλίας» που ήταν τα πλέον σκληροτράχηλα. Περιττό να θυμίσω ότι μετά το τέλος της προβολής ένα παχύ στρώμα από τα τσόφλια των ηλιόσπορων που αγοράζαμε από τον «Κουτσούλη» ανακατεμένα με τις γόπες από τα τσιγάρα που καπνίζαμε αρειμανίως κάλυπταν το δάπεδο και οι αιθουσάρχες χρησιμοποιούσαν δυο μεγάλα ανοξείδωτα καζάνια για να τα μαζέψουν.
Στην ΕΛΛΗ γίνονταν και οι προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης Κιλκίς που συστάθηκε το 1981 και πρώτη ταινία την θεωρούμενη από πολλούς ως καλύτερη όλων των εποχών τον «Πολίτη Κέιν» του Όρσον Γουέλς, με τον πρόεδρο της τον Δημήτρη Ζωηρό να την προλογίζει. Και μιας και αναφέρθηκα στον αξέχαστο φίλο μου ας εκμυστηρευτώ και ένα προσωπικό περιστατικό. Σε μια από τις συχνές επισκέψεις στο δισκάδικο του, του είπα ότι το προηγούμενο βράδυ είχα παρακολουθήσει ταινία «πριβέ» στο ΑΣΤΡΟΝ, καθώς οι μόνοι θεατές στην αίθουσα ήμασταν εγώ και ο μεγάλος μου γιος. Θυμάμαι μάλιστα και την ταινία, ήταν «Ο ράφτης του Παναμά». Ο Τάκης γέλασε κάτω από τα μουστάκια του και μου είπε με μια δόση πικρίας: «Τουλάχιστον εσύ είχες και παρέα. Εγώ ξέρεις πόσες φορές έχω παρακολουθήσει ταινία εντελώς μόνος μου;». Έτσι ήταν ο Τάκης. Δεν παραδέχθηκε ποτέ την ήττα του σινεμά, που τόσο αγαπούσε από μικρό παιδί. Ακόμα κι όταν ο τελευταίος εναπομείνας κινηματογράφος στην πόλη ετοιμαζόταν να ρίξει τίτλους τέλους ελλείψει θεατών, αυτός στη θέση του παρέμενε σαν τον καπετάνιο που τελευταίος εγκαταλείπει το καράβι που πρόκειται να βυθιστεί. Κι έμενε εκεί έστω και μόνος του γιατί «έβλεπε πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσει», όπως λέει το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη.

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα