Σαν σήμερα: Οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν το Κιλκίς στις 26 Οκτωβρίου 1912
Στις 14 Οκτωβρίου 1912 η 7η βουλγαρική μεραρχία του στρατηγού Θεοδωρώφ, που ήταν συγκεντρωμένη μεταξύ Δούπνιτσα και Κιουστεντήλ, έλαβε διαταγή να κινηθεί προς τη Μακεδονία. Η προέλαση του Θεοδωρώφ ευνοήθηκε από τις περιστάσεις γιατί οι τουρκικές δυνάμεις, που βρίσκονταν στη βόρεια έξοδο των στενών της Κρέσνας, διατάχθηκαν την ίδια μέρα να εγκαταλείψουν την άμυνα των στενών και να σπεύσουν στη Θεσσαλονίκη.
Αυτό συνέβη γιατί ο Τούρκος αρχιστράτηγος Ταξίν πασάς, μη έχοντας επαρκείς δυνάμεις να αντιμετωπίσει τον προελαύνοντα ελληνικό στρατό, ανακάλεσε στη Θεσσαλονίκη όλες τις δυνάμεις του, επιτρέποντας στους Βουλγάρους να προελάσουν ανενόχλητοι προς την κοιλάδα του Στρυμόνα. Η δεξιά πτέρυγα του Θεοδωρώφ, ακολουθώντας το δρομολόγιο Τσάρεβο Σέλο – Ιστίπ – Στρώμνιτσα βρέθηκε στις 26 Οκτωβρίου στο Κιλκίς.
Το μικτό απόσπασμα Σέρβων και Βουλγάρων δε συνάντησε στο Κιλκίς καμία αντίσταση, αφού οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν ήδη αναχωρήσει. Αφού εγκαταστάθηκε ολιγάριθμη βουλγάρικη φρουρά, οι υπόλοιπες δυνάμεις κινήθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη.
Οι δυνάμεις αυτές έγιναν αντιληπτές από την ελληνική ταξιαρχία ιππικού στις 11πμ όταν τις συνάντησε στο ύψος του χωριού Αποστολάρ. Πίσω από την πρωτοπορία του μικτού συντάγματος ιππικού Σέρβων και Βουλγάρων, ακολουθούσε σε απόσταση τριών ωρών (12-15 χλμ) μικτή ταξιαρχία και σε απόσταση πάλι 3 ωρών ακολουθούσε η οπισθοφυλακή τους. Το μικτό σύνταγμα ανήγγειλε ότι θα διανυκτέρευε στο χωριό Γκιολ Όμπασι (Πικρολίμνη).
Την πληροφορία για τη προσέγγιση του βουλγαρικού στρατού ανήγγειλε στο ελληνικό στρατηγείο, που έδρευε σε μια έπαυλη στο Τόψιν (Γέφυρα), ο ανθυπίλαρχος Μαραθέας. Η είδηση της προσέγγισης βουλγαρικών στρατιωτικών δυνάμεων ήταν εξαιρετικής σημασίας και αμέσως ο διάδοχος και αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού Κωνσταντίνος απέστειλε στις 3μμ την κάτωθι επιστολή στο Βούλγαρο στρατηγό Θεοδωρώφ:
«Στρατηγέ μου,
Ταύτην την στιγμήν επληροφορήθην, ότι το ιππικόν σας έφθασεν εις το χωρίον Αποστολάρ και ότι τούτο ακολουθείται υφ’ υμών εις απόστασιν 10 χιλιομέτρων, ότι δε το τέρμα της πορείας υμών είνε η Θεσσαλονίκη.
Εκφράζων την χαράν μου δια την συνάντησιν ταύτην των στρατευμάτων μας, λαμβάνω ταυτοχρόνως την τιμήν να σας πληροφορήσω ότι ευρίσκομαι ήδη επικεφαλής του στρατού μου έμπροσθεν της πόλεως ταύτης, εις την οποίαν, επειδή δεν προβλέπω καμμίαν σοβαράν αντίστασιν, θα εισέλθω πιθανώς απόψε.
Σπεύδω να σας ανακοινώσω την πληροφορίαν ταύτην, ίνα μη υποβάλητε τα στρατεύματά σας εις τον κόπον της προελάσεως κατά της Θεσσαλονίκης και, εάν το θεωρήσητε επωφελέστερον, κατευθύνητε τας δυνάμεις σας όπου υπάρχη μάλλον επείγουσα στρατιωτική ανάγκη.
Αρχιστράτηγος του ελληνικού Στρατού Κωνσταντίνος, Δουξ της Σπάρτης
Διεύθυνσις: Προς στρατηγόν Θεοδωρέφ εις Κιλκίς»
Ο Κωνσταντίνος προειδοποιούσε με τον πιο κομψό τρόπο τους σύμμαχους Βουλγάρους να μην τολμήσουν να πλησιάσουν στη Θεσσαλονίκη. Έτσι αντί για την πόλη του Κυρίλλου και του Μεθοδίου οι Βούλγαροι θα έπρεπε να αρκεστούν στην πόλη του Ντέλτσεφ και του Ντάνεφ.
Στην πόλη εγκαταστάθηκε σαν κυβερνήτης ο Toma από το Ιστίπ, ο οποίος συγκέντρωσε τους κατοίκους και τους διαβεβαίωσε ότι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Οι υποσχέσεις του Toma αποδείχτηκαν ψευδείς και δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να φανούν οι πραγματικές προθέσεις των Βουλγάρων. Μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης αφοπλισμένοι Τούρκοι στρατιώτες, που επέστρεφαν στα σπίτια τους, πεζοπορώντας σε ομάδες των 200-300 ατόμων, κάποια στιγμή πέρασαν από το Κιλκίς.
Η τύχη τους ήταν τραγική. Συνελήφθησαν από βουλγάρικες συμμορίες και σφαγιάστηκαν, ίσως 2.000 από αυτούς. Δώδεκα μικρά μουσουλμανικά χωριά της περιοχής του Κιλκίς εξαφανίσθηκαν ολοσχερώς και περισσότεροι από 1.500 δολοφονήθηκαν ή απήχθηκαν κατά τον Α’ βαλκανικό πόλεμο και μετά τη λήξη του.
Η παρουσία των Βουλγάρων προκάλεσε κύμα φυγής του μουσουλμανικού στοιχείου της πόλης, που έντρομο προσπάθησε να διαφύγει με κάθε μέσο. Έτσι από τις 300 μουσουλμανικές οικογένειες απέμειναν στις Κιλκίς μόνο 22 καθώς οι υπόλοιπες κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη.
Όσοι δεν κατάφεραν ή δεν θέλησαν να εγκαταλείψουν το Κιλκίς κα τα χωριά του υπέστησαν κατ’ αρχήν τη βαριά φορολογία και στη συνέχεια την ατίμωση κα πολλοί από αυτούς το θάνατο. Μια επιτροπή από 30-40 άτομα, ορισμένη από τις βουλγαρικές αρχές κατοχής, συνέταξε λίστες των μουσουλμάνων κατοίκων της περιοχής. Στη συνέχεια κλήθηκαν στα τζαμιά και ενημερώθηκαν για το συγκεκριμένο ποσό που έπρεπε να πληρώσουν.
Για την αποπληρωμή του νέου αυτού κεφαλικού φόρου στο σύνολό του συνυπεύθυνοι θεωρήθηκαν όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού. Όσοι αδυνατούσαν να πληρώσουν φυλακίσθηκαν και υποχρεώθηκαν να πουλήσουν τα πάντα για να αποφυλακισθούν, ακόμη και τα οικογενειακά κειμήλια και τα χρυσαφικά των συζύγων τους.
Συχνά θανατώνονταν παρά την πλήρη καταβολή των χρημάτων.
Το Κιλκίς μετατράπηκε σταδιακά σε ορμητήριο ληστρικών επιδρομών εναντίον των χωριών που βρίσκονταν σε μια αρκετά μεγάλη ακτίνα δράσης γύρω από αυτό.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν έφθασε στο Κιλκίς η ομάδα του διαβόητου κομιτατζή Donchev, η απάνθρωπη δράση του οποίου ανάγκασε ακόμη και την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση, γνωστή και ως Κομιτάτο των Σαντραλιστών, να τον αποκηρύξει, να αποποιηθεί κάθε ευθύνη γι’ αυτόν και εν τέλει να τον καταδικάσει σε θάνατο.
Στο μεταξύ όμως ο Donchev με την ανοχή των βουλγαρικών αρχών είχε κάψε 345 τούρκικα σπίτια στα χωριά Ραγιάνοβο (Βάθη), Πλάνιτσα (Φύσκα) και Κιουρκιούτ (Τέρπυλλο). Αυτό όμως ήταν το λιγότερο καθώς η ομάδα αυτή κλείδωσε τους άντρες στα τζαμιά και τους έκαψε ζωντανούς ή τους πυροβολούσε καθώς προσπαθούσαν να αποδράσουν. Από τη σφαγή δε γλύτωσαν ούτε τα γυναικόπαιδα που εκτελέστηκαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο.
Οι βουλγάρικες θηριωδίες έγιναν ευρέως γνωστές μετά τη μεγάλη μάχη του Κιλκίς, όταν οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι των πολύπαθων χωριών υποδέχθηκαν με δάκρυα στα μάτια και αισθήματα ανακούφισης το νικηφόρο ελληνικό στρατό και αφηγήθηκαν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τις βουλγάρικες θηριωδίες.
*Τοπογράφος – συγγραφέας
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station