Αρθρογραφία

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΑΙΩΝΑ: ΑΓΡΟΤΙΣΣΕΣ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Ποιά ήταν η κατάσταση της γυναικείας εργασίας την προπολεμική περίοδο σε μια πόλη που οι περισσότερες γυναίκες ασχολούνταν με τα «οικιακά» ή είχαν έναν συμπληρωματικό ρόλο στην επαγγελματική απασχόληση των γονέων ή των συζύγων τους;
Ξεκινώ με την ανάλυση της επαγγελματικής κατανομής των οικογενειών που δραστηριοποιούνταν στο Κιλκίς, όπως αυτή καταγράφεται στην πτυχιακή διατριβή με τίτλο «Συμβολή εις την γεωργοοικονομική έρευναν της κωμοπόλεως Κιλκίς», που εκπόνησε Κοσμάς Παρασκευόπουλος το 1937. Από τις 1845 οικογένειες:
411 ζούσαν από τη γεωργία
115 ασχολούνταν με την καπνοκαλλιέργεια και άλλα αστικά επαγγέλματα
7 με την κηποκομία
380 εκτός της αμπελουργίας και με άλλα επαγγέλματα όπως εργάτες γης, καραγωγείς, βοσκοί, αγροφύλακες κλπ
1 με τη σηροτροφία
270 ασχολούμενες εκτός της γεωργίας και με άλλα αστικά επαγγέλματα
647 ασχολούμενες με αστικά επαγγέλματα.
Εύκολα διαπιστώνουμε ότι ο αγροτικός πληθυσμός υπερτερούσε κατά πολύ έναντι του αστικού και αυτό οφειλόταν σε κυρίως σε δυο λόγους. Ο πρώτος είχε να κάνει με την προέλευση του προσφυγικού πληθυσμού, καθώς οι πρόσφυγες προτιμούσαν να συνεχίσουν να εξασκούν το επάγγελμα που έκαναν στις πατρίδες τους. Στην «Έκθεσι περί των εν Μακεδονία προσφύγων» που υπογράφεται από τον υπουργό οικονομικών Στέφανο Δραγούμη στις 14-11-1915 και στον πίνακα που τους εμφανίζει «κατ’ επαγγέλματα άτινα εξήσκουν εις τας πατρίδας των» από το σύνολο των 25.506 εγκατασταθέντων προσφύγων στη Μακεδονία οι 13.232 (52%) ήταν σιτοπαραγωγοί και συνολικά οι απασχολούμενοι στον πρωτογενή τομέα 17.319 (68%).
Οι οικογένειες που εγκαταστάθηκαν τελικά στο Κιλκίς με βάση την προέλευση τους κατατάσσονταν ως εξής: από τον Πόντο 375, από τον Καύκασο 625, από τη Μικρά Ασία 25, από τη Θράκη 125, από τη Σερβία 200, από την Ανατολική Ρωμυλία 345, από διάφορα μέρη 150. Από τις προσφυγικές ομάδες αυτοί που διέθεταν μεγαλύτερη γεωργική εμπειρία, σύμφωνα με τον Κοσμά Παρασκευόπουλο, ήταν οι Θρακιώτες: «Εις τας πλείστας γεωργικάς εργασίας και δη εις την καλλιέργειαν των φυτών της μεγάλης καλλιεργείας παράδοσιν μακράν οικογενειακήν και επιτηδειότητα μεγαλυτέραν έχουν οι Θράκες. Οι εκ Βουλγαρίας πρόσφυγες ιδίως οι εκ Στενημάχου και Μεσημβρίας είναι μάλλον αμπελουργοί και δενδροκόμοι. Οι Ποντιοκαυκάσιοι δεν έχουν παράδοσιν μακράν γεωργικήν». Ο βαθμός απασχόλησης με τα γεωργικά επαγγέλματα συναρτούνταν από το αν ήταν αστικός, ημιαστικός ή αγροτικός ο οικισμός που ζούσαν και από το πόσο απείχε από τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Ο δεύτερος λόγος απασχόλησης με τη γεωργία ήταν η πολιτική της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων που προσανατόλιζε τους πρόσφυγες στον πρωτογενή τομέα, όπου τα έξοδα αποκατάστασης τους ήταν λιγότερα και οι πιθανότητες επιτυχίας μεγαλύτερες.
Στα δημοσιεύματα του Τύπου της προπολεμικής περιόδου συχνές είναι οι αναφορές για τη δυσχερή οικονομική θέση των αγροτών προσφύγων και το οικονομικό αδιέξοδο που είχαν περιέλθει εξαιτίας της αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων που τους καθιστούσε έρμαια των τοκογλύφων ή των τραπεζών και αναγκάζονταν να «πωλούσι και αυτόν ακόμη τον μοναδικόν των βουν ίνα συλλέξωσι το απαιτούμενον προς εξόφλησιν των χρεών των ποσόν». Συχνές ήταν και οι αναφορές για τις δυσκολίες της αγροτικής αποκατάστασης με τις ελλείψεις στη χορήγηση αροτριώντων κτηνών, εργαλείων, σπόρων ή για τις αντιξοότητες που αντιμετώπιζαν οι αγρότες, καθώς ήταν δέσμιοι των στοιχείων της φύσης. Ελάχιστα, όμως, ήταν τα δημοσιεύματα που αφορούσαν τις αγρότισσες της περιοχής μας, τις νεαρές κοπέλες που από τα άγρια χαράματα πήγαιναν στα χωράφια «ανεβασμένες στα κασσόνια των αραμπάδων, σοβαρώτατες, με τα χέρια γεμάτα κοψιές από το κρύο, [να] πλέκουν ακατάπαυστα» ή για τις γυναίκες κάθε ηλικίας, τυλιγμένες με το τσεμπέρι για να προστατευθούν απ’ το λιοπύρι να οδηγούν ένα ψωραλέο άλογο στη διαδικασία του οργώματος, να σβαρνίζουν για να θρυμματιστούν οι «μπλάνες», να θερίζουν με το δρεπάνι και να δένουν με μακριά καλαμόσταχα τα «χερόβολα».
Ποια ήταν η συμβολή και ποιος ήταν ο βαθμός εντατικοποίησης στις αγροτικές εργασίες των γυναικών ανάλογα με την προσφυγική τους προέλευση; Σύμφωνα με τον Παρασκευόπουλο «Η θέσις της γυναικός εν τη οικογενεία διαφέρει κατά προέλευσιν των οικογενειών. Η θέσις της γυναικός εν τη οικογενεία των εκ Πόντου και Καυκάσου διαφέρει της των άλλων (Θρακών και εκ Βουλγαρίας). Αι γυναίκες βοηθούν τον άνδρα κατά τας γεωργικάς εργασίας, ως τα θερίσματα, βοτανίσματα, σκαλίσματα, αλώνισμα, λύχνισμα, μεταφοράν γεωργικών προϊόντων, εις την κατεργασίαν πολλάκις του εδάφους δια πτύου, επίσης ασχολούνται με την διατροφήν και περιποίησιν των αγροτικών ζώων (χοίρους, όρνιθας, αγελάδας κλπ).
Η συμβολή της γυναικός εις την παραγωγικήν εργασίαν είναι αρκετά σημαντική. Αι γυναίκες των Καυκασίων εργάζονται καθ’ όλον τον χρόνον και περισσότερον των ανδρών, δύναται να είπη τις. Τουναντίον αι γυναίκες των εκ Θράκης και εκ Βουλγαρίας προσφύγων βοηθούν τον άνδρα εις τας γεωργικάς εργασίας, αλλ’ εις μικρόν βαθμόν, μάλλον ασχολούνται περισσότερον με τα της οικιακής οικονομίας, περιποίησιν και καθαριότητα της κατοικίας, διατροφήν και άμελγμα των αγελάδων». Ακόμη και πριν από λίγα χρόνια ακούγονταν αστεϊσμοί για το πώς ξεχωρίζεις από το πρόσωπο την Πόντια από τη Θρακιώτισσα: της πρώτης είναι ηλιοκαμένο και ρυτιδωμένο από τη σκληρή εργασία και της δεύτερης η επιδερμίδα είναι λεία και ροδαλή λες και έχει χρησιμοποιήσει τις ακριβότερες κρέμες και τα καλύτερα καλλυντικά!
Αντίστροφη ήταν η εικόνα για τους άνδρες: «Οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι οι πλέον εργατικοί της κωμοπόλεως είναι οι εκ Βουλγαρίας πρόσφυγες (Στενημαχίται και Μεσημβρινοί), κατόπιν έρχονται οι Θράκες και οι Ποντιοκαυκάσιοι».
Σύμφωνα με τον αείμνηστο Παρασκευόπουλο, λοιπόν, ο καλύτερος συνδυασμός σε ένα ζευγάρι αγροτών ήταν Στενημαχίτης άνδρας και Πόντια γυναίκα. Επ’ αυτού θα διαφωνήσωμεν πολλοί εξ ημών οίτινες μπορεί αγρόται να μην είμεθα, ενυμφεύθημεν όμως Θρακιώτισσαν.
Οι εργάσιμες μέρες του έτους για τους προπολεμικούς αγρότες ήταν 180 περίπου. Ημέρες αργίας ήταν οι Κυριακές και οι εορτές, οι μέρες κακοκαιρίας και ψύχους και οι μέρες ασθενείας. Κατά μέσο όρο οι αγρότες του Κιλκίς, σύμφωνα με τον Κοσμά Παρασκευόπουλο, δεν εργάζονταν περισσότερο από 100 μέρες το χρόνο κυρίως λόγω του μικρού μεγέθους του κλήρου τους. Για τους εργάτες γης στην περιοχή μας το ημερομίσθιο στα μέσα της δεκαετίας του 1930 ήταν γύρω στις 50 δρχ για τους άνδρες και 30-40 δρχ για τις γυναίκες.
Οι εργάσιμες μέρες μπορεί να φαίνονται λίγες, η δουλειά του αγρότη όμως ήταν ιδιαίτερα σκληρή και ακόμη πιο σκληρή για τις αγρότισσες, που κάποιες φορές ακόμη και ετοιμόγεννες πήγαιναν στα χωράφια ή ξεγεννούσαν πάνω στις θημωνιές όταν τις έπιαναν οι ωδίνες του τοκετού. Άλλες αναγκάζονταν τα παίρνουν τα βρέφη τους στη δουλειά και τα κουβαλούσαν δεμένα με ένα ζωνάρι στη μέση τους, τα έβαζαν σε πρόχειρες κούνιες από κομμένους κορμούς ή τα απίθωναν κάτω από τη σκιά ενός δέντρου.
Η γεωργική απασχόληση που και για τις γυναίκες ξεκινούσε από την παιδική ηλικία καθόριζε ακόμη και τις συνθήκες του γάμου τους. Την προπολεμική περίοδο τα όρια ηλικίας γάμου των γυναικών ήταν από το 17ο έως το 24ο έτος. Εποχή γάμων ήταν κυρίως το Φθινόπωρο, αμέσως μετά το τέλος της συγκομιδής μέχρι την Πρωτοχρονιά. Οι γονείς εφόσον «ξεχειμώνιαζαν» το κορίτσι τους, είχαν επιβαρυνθεί δηλαδή με τα έξοδα της χειμερινής διαβίωσης, ήθελαν να εργαστεί κοντά τους όλη τη θερινή περίοδο και έτσι την παρέδιδαν στο γαμπρό μετά τη συγκομιδή.
Αύξηση των γάμων είχαμε μετά την οριστική διανομή του αγροκτήματος Κιλκίς το 1929, γιατί ο χορηγούμενος γεωργικός κλήρος ήταν ανάλογος με τη σύνθεση της οικογένειας και οι άγαμοι δεν δικαιούνταν ξεχωριστό κλήρο. Έτσι παρουσιάστηκε το φαινόμενο της αθρόας τέλεσης γάμων πριν τη διανομή και στη συζυγική κλίνη οδηγήθηκαν αμούστακοι νεανίες και κοπέλες στα όρια της ενηλικίωσης. Από τους 17 γάμους που τελέστηκαν στο Κιλκίς το 1925 φθάσαμε στους 67 το 1928 και στους 87 το 1929. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙ στις 17-11-1930 και σχολίαζε με καυστικό τρόπο το φαινόμενο αυτό: «Από την ΕΑΠ και το υπουργείο Προνοίας είχε ορισθή η πεδιάς του Κιλκίς ως ένα από τα καλύτερα κέντρα της αγροτικής προσφυγικής εγκαταστάσεως.
Αφού επί χρόνια εβασάνιζε τον πληθυσμό σε καλύβες και τσαντήρια, τους έκτισε τα σπιτάκια και τους μοίρασε πρόχειρα – πρόχειρα κομμάτια καλλιεργησίμου γης. Τριάντα ως σαράντα στρέμματα σε κάθε οικογένεια. Δεν ενδιεφέρθησαν οι αρμόδιοι περί του ποιός είναι ο αριθμός των μελών κάθε οικογενείας, ούτε υπελόγισαν αν με τα 30 ή 40 στρέμματα της γης αυτής ημπορούσαν να συντηρηθούν πολυμελείς οικογένειες. Τους μέτρησαν, με άλλα λόγια, τις μπουκιές του ψωμιού τους. Ετήρησαν ακόμη ένα μέτρο φαιδρό. Εις τα ανύπανδρα ενήλικα μέλη κάθε οικογενείας δεν έκριναν ότι έπρεπε να δοθή κλήρος γης, αλλά τους είπαν: Πανδρευθήτε και σας αποκαθιστούμε!
Το μέτρον αυτό είχε μια κωμικοτέρα γενική συνέπεια: κοπελλίτσες άγουρες παρεδόθησαν από ηλικίας 14 ετών στη σφαγή του γάμου σε χοντρομπαλάδες ενηλίκους και αμούστακα παιδιά που επήραν όποια κι όποια για να «κληρίσουν»! Έτσι αφ’ ενός έγιναν γάμοι με ζευγάρια ανίσου ηλικίας και αφ’ ετέρου άρχισε ένα άγριο γεννοβόλημα παιδιών. Και αντί καλού χίλια κακά εδημιουργήθηκαν. Όλοι τώρα είναι παντρεμένοι εδώ πάνω, αλλά και οι οικογενειακές ανάγκες που εδημιουργήθησαν είναι τόσο πολλές, ώστε η μικτή αυτή προσφυγική αγροτιά μόλις κατορθώνει να ζη».
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και ο Εμφύλιος που ακολούθησε μετά την Κατοχή ανάγκασε πολλές από γυναίκες που οι άντρες τους είχαν σκοτωθεί ή βρίσκονταν στην εξορία να αναλάβουν μόνες τους το βάρος των αγροτικών εργασιών ή να συμμετέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό σε αυτές, καθώς η βοήθεια των συγγενικών προσώπων ή η αλληλοβοήθεια δεν αρκούσε για την ολοκλήρωσή τους. Το ίδιο συνέβαινε και με τις γυναίκες των μεταναστών, που συνηθιζόταν αρχικά να φεύγουν μόνοι τους και στη συνέχεια να μεταναστεύει και η γυναίκα παίρνοντας μαζί της τα παιδιά ή αφήνοντας τα πίσω να μεγαλώνουν με τους παππούδες και τις γιαγιάδες.
Η μεγάλη αλλαγή στη ζωή της αγρότισσας μετά τον πόλεμο ήταν ότι τεκνοποιούσε λιγότερο σε σχέση με την προπολεμική περίοδο που οι αγροτικές οικογένειες ήταν πολυμελείς και έτσι είχε μικρότερο αριθμό ατόμων για να φροντίζει. Γιατί η φροντίδα της οικογένειας απαιτούσε και την ολοκλήρωση μιας σειράς εργασιών, εξίσου κουραστικών και χρονοβόρων με αυτές στο χωράφι ή στο στάβλο, όπως το μαγείρεμα με ξύλα αντί θερμαντικής εστίας, το πλύσιμο των ρούχων στη σκάφη ή στο ποτάμι με άμμο και στάχτη, ή ύφανση των ρούχων και των εσωρούχων, η καθαριότητα των εσωτερικών χώρων του σπιτιού και της αυλής. Κι όλα αυτά δεν της άφηναν ούτε ελάχιστα λεπτά για ξεκούραση, διασκέδαση ή συναναστροφές, ενώ οι άντρες τουλάχιστον είχαν και ένα καφενείο για να πηγαίνουν στο τέλος της μέρας.
Η επίδραση της τεχνολογίας τη μεταπολεμική περίοδο με τη χρήση των μηχανών στην καλλιέργεια, τη συγκομιδή, την αποθήκευση και την επεξεργασία των αγροτικών προϊόντων περιόρισε τα απαιτούμενα γυναικεία χέρια στις αγροτικές εργασίες. Στη σιτοκαλλιέργεια η συμμετοχή τους στο θερισμό ήταν μόνο στο άνοιγμα των διαδρόμων με δρεπάνια για να περάσουν οι αλωνιστικές μηχανές. Στην καπνοκαλλιέργεια, κυρίαρχη στα βουνοχώρια των Κρουσίων, η γυναικεία συμμετοχή ήταν καθοριστική σε όλες τις φάσεις, από την μεταφύτευση, την περιποίηση του αγρού, τη συγκομιδή, την αποξήρανση και τη χωρική συσκευασία. Η δουλειά της αγρότισσας δεν είχε ηλικιακούς περιορισμούς, καθώς δίπλα στις κοπελίτσες εργάζονταν συχνά συμπαθητικές γριούλες με τα γυαλάκια τους, όπως στο «μπούρλιασμα» του καπνού. Έτσι τα καλοκαίρια έβλεπε κανείς γυναίκες κάθε ηλικίας να παίρνουν από τα μεγάλα κοφίνια τα πράσινα καπνόφυλλα, να τα περνούν με μεγάλες βελόνες σε στέρεους σπάγκους και να τα κάνουν «σαντάλια» με μέθοδο και υπομονή. Στα χωριά του κάμπου πολλές γυναίκες δούλευαν στη συλλογή του βαμβακιού και εντυπωμένη στη μνήμη των παλαιότερων είναι η εικόνα τους να ταξιδεύουν στη συρόμενη πλατφόρμα ενός τρακτέρ προς τα χωριά της Παιονίας όπου ήταν πιο εκτεταμένη η βαμβακοκαλλιέργεια.
Υπήρχαν και πρωτοπόρες αγρότισσες, όπως η Χρύσα Κυπραίου, κόρη του Μακεδονομάχου Αργυρίου Κυπραίου, που ήταν η πρώτη γυναίκα στο Κιλκίς με δίπλωμα οδήγησης τρακτέρ. Η φωτογραφία της με το κομψό καπέλο, το παντελόνι και τα γυαλιά ηλίου πάνω στο τρακτέρ που οδηγεί είναι ανάμεσα σε αυτές που επισυνάπτω. Ακόμη πιο εντυπωσιακή η φωτογραφία της από το μάθημα μηχανολογίας στην Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή το 1957, όπου ξεχωρίζει γιατί είναι η μοναδική γυναίκα ανάμεσα σε άνδρες εκπαιδευόμενους, οι οποίοι προθυμοποιούνται να της δείξουν πώς να κάνει τη συνδεσμολογία των εξαρτημάτων της μηχανής. Είναι ίσως από τις καλύτερες φωτογραφίες που αποτυπώνουν τη θριαμβευτική είσοδο της γυναίκας στους ανδροκρατούμενες εργασιακούς χώρους.

 

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα

Εσύ… δεν «έφυγες» ποτέ!

Σε λίγα εικοσιτετράωρα μπαίνουμε στο 2025, τον χρόνο κατά τον οποίο θα συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από την «μετοίκηση» σου στα […]