Λαχεία και λαχειοπόλες
Το πρώτο λαχείο που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα εκδόθηκε το 1874, έφερε τον τίτλο «Λαχείο υπέρ των αρχαιοτήτων της Ελλάδος» και στοίχιζε 3 δραχμές. Στα 1904 κυκλοφόρησε το πρώτο κρατικό λαχείο με τον τίτλο «Λαχείο υπέρ του εθνικού στόλου της Ελλάδος».
Ένα χρόνο αργότερα τα δύο λαχεία συγχωνεύθηκαν στο «Λαχείο υπέρ του εθνικού στόλου και των αρχαιοτήτων». Από τότε μέχρι σήμερα η πολιτιστική μας κληρονομιά και η άμυνα της χώρας επαφίενται στην …τύχη.
Το 1926 εκδόθηκαν το «Λαϊκό λαχείο» και το «Μέγα λαχείο» με κλήρωση ανά δεκαπενθήμερο. Η Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων ιδρύθηκε με Β. Διάταγμα τον Ιούλιο του 1929 με την αρχική ονομασία «Υπηρεσία του Λαχείου».
Με τον Α.Ν. 339/1936 μετονομάσθηκε σε Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων και άρχισε από το 1937 να εκδίδει το «Εθνικόν Λαχείον», το οποίο παρείχε στους τυχερούς κέρδη που αντιπροσώπευαν το 65% των ακαθάριστων εισπράξεων.
Στα μέσα Νοεμβρίου 1940 ανεστάλη λόγω του πολέμου η κυκλοφορία του Εθνικού Λαχείου και στις αρχές του Δεκεμβρίου εκδόθηκε το «Μέγα Πολεμικόν Λαχείον». Το γνωστό κρατικό λαχείο, που η κλήρωση του γίνεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, καθιερώθηκε στα 1932 με τον τίτλο «Ένωσις συντακτών» και αργότερα μετονομάσθηκε σε «Λαχείο συντακτών ημερησίων εφημερίδων Αθηνών».
Με τον τίτλο αυτό παρέμεινε μέχρι το 1967 οπότε με διάταγμα της δικτατορίας μετονομάσθηκε σε «Κρατικό λαχείο κοινωνικής αντιλήψεως».
Η διάθεση των λαχείων κατά το παρελθόν γινόταν όπως και σήμερα από τους πράκτορες λαχείων, τους αντιπροσώπους τους και τους λαχειοπώλες. Οι λαχειοπώλες εμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα και θα πρέπει να ήταν ταυτόχρονα και λούστροι, αφού έτσι ονομάζονται στα κείμενα της εποχής.
Έκτοτε οι συμπαθητικοί αυτοί βιοπαλαιστές, άλλοτε με μια αρμαθιά λαχεία στο χέρι ή έχοντας τα λαχεία αναρτημένα σε ένα κοντάρι, περιφέρονται στους δρόμους ή σε πολυσύχναστους χώρους προς άγραν πελατείας. Οι πελάτες τους ήταν κυρίως οι φτωχότεροι των πολιτών αλλά και όσοι ονειρεύονταν μια πολυτελή ζωή.
Η αγορά του λαχνού ήταν στην πραγματικότητα η αγορά ενός ονείρου, όπως γράφει – μεταφέροντας τις απόψεις ενός μανιώδη παίκτη λαχείων – ο Τίμος Μωραϊτίνης: «Λοιπόν δίδω μίαν δραχμήν και αγοράζω ένα ωραίον όνειρον. Επί δύο μήνας είμαι ευτυχής. Σχεδιάζω τι θα κάμω με τας 80.000 δραχμάς ή και με τας είκοσι.
Και είναι τάχα μικρόν πράγμα με μίαν παλιοδραχμήν να αγοράζης μίαν ντουζίναν ονείρων;». (Εφημερίς 9-12-1914).
Η προσέγγιση των πελατών γινόταν με υποσχέσεις για σίγουρα κέρδη που θα τους απέφερε η «τυχερή τετράδα» και με διαβεβαιώσεις ότι αυτοί ήταν που διέθεταν τους τυχερούς λαχνούς, που μάλιστα κόντευαν να εξαντληθούν («τελευταία και τυχερά»).
Μόνιμη επωδός ήταν υπόμνηση της κλήρωσης με την χαρακτηριστική φράση «σήμερα κληρώνει». Δεν παρέλειπαν να υπενθυμίσουν το αστρονομικό ποσό που κέρδιζε ο «πρώτος λαχνός» ώστε να δελεάσουν τους αναποφάσιστους.
Οι λαχειοπώλες ήταν πάντα ευγενικοί προκειμένου να πείσουν τους πελάτες προφέροντας με παρακλητικό τόνο τη γνωστή φράση, που πέρασε και στον κινηματογράφο, «πάρτε, κύριε λαχεία». Το μεγαλύτερο τζίρο της χρονιάς τον έκαναν την περίοδο των Χριστουγέννων και αυτή ήταν η μόνη περίοδος όπου οι πελάτες τούς αναζητούσαν και όχι αντίστροφα, όπως συνέβαινε όλο τον υπόλοιπο χρόνο.
Η περίοδος αυτή που οι λαχειοπώλες έκαναν «χρυσές δουλειές» συνεχιζόταν μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου, αφού πολλοί από αυτούς που κέρδιζαν συνέχιζαν να αγοράζουν λαχεία και μετά την Πρωτοχρονιά. Το κλίμα του τζόγου εντεινόταν από τις διαφημιστικές αφίσες του Κρατικού λαχείου που έδειχναν χαρακτηριστικές φιγούρες ανθρώπων να ψαρεύουν την τύχη τους με το καλάμι ή να μεταμορφώνονται από φτωχούς σε πλούσιους. Όσοι αγόραζαν κερδοφόρους λαχνούς όφειλαν σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο να δώσουν ένα γενναίο φιλοδώρημα στον λαχειοπώλη.
Η πώληση των λαχείων άφηνε σημαντικά κέρδη, πολύ περισσότερα από αυτά που μπορεί να υποθέσει κάποιος που δεν γνωρίζει περί του επαγγέλματος αυτού. Στη δεκαετία του 1970 από τις εισπράξεις του «λαϊκού λαχείου» ο λαχειοπώλης έπαιρνε το 12%, το 65% οι τυχεροί, το 1% το ΙΚΑ και το 22% αφού αφαιρούνταν τα γενικά έξοδα πήγαινε στο δημόσιο.
Στο Κιλκίς οι παλιοί λαχειοπώλες σύμφωνα με τις αφηγήσεις των οικείων τους πουλούσαν καθημερινά 200-300 λαχεία, ενώ το Σάββατο που ήταν μέρα παζαριού οι πωλήσεις ήταν υπερδιπλάσιες.
Πιο γνωστή φιγούρα λαχειοπώλη της πόλης μας ο Γώγος ο νάνος, με κρεμασμένο σταυρωτά το τσαντάκι του και πάντοτε πολύ φιλικός, ιδίως με τα παιδιά.
Οι λαχειοπώλες εξακολουθούν να διαθέτουν τα λαχεία τους με το ίδιο πανομοιότυπο τρόπο, περιδιαβαίνοντας τους δρόμους της πόλης, στεκόμενοι στο στέκι τους σε κάποιο σταυροδρόμι και φυσικά αναζητώντας στα υπαίθρια τραπεζοκαθίσματα τους σταθερούς πελάτες με τις σταθερές προτιμήσεις στον λήγοντα αριθμό.
Οι νέοι άνθρωποι δεν αναζητούν σήμερα την τύχη τους στην τυχερή «πεντάδα» του πλανόδιου λαχειοπώλη αλλά στην οθόνη του κινητού τους στα live casino με τις καθημερινές προσφορές και εκπλήξεις, με τις υποσχέσεις για διασκέδαση στο 100 %, με τις υποκριτικές συμβουλές «παίξε υπεύθυνα».
Δεν ξέρω γιατί μου προκαλούν απέχθεια όλες αυτές οι σύγχρονες διαφημίσεις για τα καζίνο που δυστυχώς τους αντιστοιχεί η μερίδα του λέοντος στον διαφημιστικό τηλεοπτικό χρόνο. Από τις εικόνες με τις εντυπωσιακές γκρουπιέρισσες με το βαθύ ντεκολτέ και την εικοσάποντη γόβα προτιμώ τις εικόνες με τους παραδοσιακούς λαχειοπώλες, κάθιδρους και ταλαίπωρους από το πολύ περπάτημα, να διαλαλούν τα εκατομμύρια που προσμένουν τους τυχερούς.
Και να προφέρουν τη λέξη «εκατομμύριο» με το ίδιο πάθος που την ξεστόμιζε ο γνωστός Ντιμίκος στη Γουμένισσα των παιδικών μου χρόνων. Κι από τις «τυχερές» παίκτριες που μας τις δείχνουν να αγκαλιάζονται και να χοροπηδάνε σα βλαμμένες στα πάρκα και στις πλατείες ή να βουτάνε στις πολυτελείς πισίνες, προτιμώ εκείνες τις γιαγιάδες της παλιάς εποχής με το μικρό πέτσινο μαύρο πορτοφολάκι τους, που το περιεχόμενο τους ανάδευαν με τρεμάμενο χέρι για να ξεχωρίσουν τα κέρματα του λαχειοπώλη.
Και στέκονταν αναποφάσιστες, μη γνωρίζοντας ποιο από εκείνα τα μικρά χαρτάκια έπρεπε να διαλέξουν. Κι όταν τελικά το διάλεγαν, καθώς η υπομονή τα λαχειοπώλη είχε αρχίσει να εξαντλείται, το σταύρωναν και το κομπόδεναν με προσοχή, με ευλάβεια θα ‘λεγα, στο μαντήλι τους.
Όχι, δεν ήταν φιλοχρήματες αυτές οι γιαγιάδες, τα «αγγόνια» θέλαν να βοηθήσουν να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια. Και αυτή η ελπίδα τις νανούριζε στον ύπνο τους, όπως νανουρίζει η μάνα το μικρό παιδί της.
Αλλά η αναθεματισμένη η Τύχη δεν γέλασε ποτέ στα ζαρωμένα χείλη τους. Και πέθαναν με τον καημό πως δεν κέρδισαν ποτέ…