Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης
Με ποιον τρόπο ένας χαφίζ (αποστηθιστής του Κορανίου) γίνεται περιηγητής και μάλιστα ο σπουδαιότερος της εποχής του; Η απάντηση είναι ακολουθώντας το όνειρό του. Κυριολεκτικά. Αυτό ακριβώς έκανε ο 21χρονος Εβλιά Τσελεμπί, που τη νύχτα της 10ης Μουχαράμ του 1631 συνάντησε στο όνειρό του τον ίδιο τον Προφήτη Μωάμεθ. «Τι θέλεις να σου δώσω;», τον ρώτησε ο Προφήτης. Τόσο σαστισμένος ήταν ο νεαρός χαφίζ που αντί να ζητήσει «σιφαάτ» (μεσιτεία στο Θεό) ζήτησε «σεγιαχάτ» (ταξίδι). Ο Προφήτης του χαμογέλασε και του υποσχέθηκε και τα δυο. Κι έτσι ο Εβλιά Τσελεμπί, που το όνομά του σημαίνει πολύξερος κύριος ή αρχοντάνθρωπος, για 40 χρόνια περιηγήθηκε σε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία. Ταξίδεψε στη Συρία, Αίγυπτο, Μεσοποταμία, πήγε στον Καύκασο και στην Κριμαία, έφθασε στην Ουγγαρία, Αυστρία, Ολλανδία, Δανία και Σουηδία. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά τα μέρη, από τα βάθη της Ανατολής μέχρι τη Βόρεια Ευρώπη, επισκέφθηκε και την περιοχή μας αφήνοντας μας, λιγοστές είναι αλήθεια αλλά πολύτιμες πληροφορίες για τον τόπο μας.
Ο Τσελεμπί επισκέπτεται την περιοχή του Κιλκίς το 1667 όταν ταξιδεύει στην Ελλάδα απ’ άκρου σ’ άκρο, από τη Θράκη μέχρι τη Κρήτη, ενώ κατά την επιστροφή με αντίστροφη πορεία από το Χάνδακα προς την Ήπειρο και την Αλβανία περνάει και από τη Στρώμνιτσα, την πόλη που σύμφωνα με το μύθο που επικαλείται ίδρυσε ο δάσκαλος του Μεγαλέξανδρου ο Αγιαντάντζα. (Ποιος είναι αυτός ο δάσκαλος με το παράξενο όνομα, μην το ψάχνετε. Ο Εβλιά μπορεί να καταγράφει με ευσυνειδησία τις πληροφορίες που του δίνουν οι Τούρκοι αλλά δεν είναι ιστορικός κι ακόμη χειρότερα δεν έχει την παραμικρή γνώση για την αρχαιοελληνική ιστορία).
Το ταξίδι του Τσελεμπί στην Ελλάδα και οι πληροφορίες για την περιοχή μας καταγράφονται στον όγδοο από τους δέκα τόμους με το γενικό τίτλο «Σεγιαχατναμέ» (Οδοιπορικό), αποσπάσματα του οποίου μεταφράστηκαν από τουρκομαθείς Έλληνες τη δεκαετία του 1930 και κυρίως από τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο που τα δημοσίευσε στην Επετηρίδα Βυζαντινών Σπουδών το 1938-40.
Ο Τσελεμπί επισκέπτεται το Γυναικόκαστρο, το Αβρέτ Χισάρ, για το οποίο ήδη έχει γράψει ένας άλλος σπουδαίος περιηγητής και γεωγράφος του 17ου αι. ο Μουσταφά Χατζή Κάλφα ή Χατζή Χαλίφα. Η ονομασία του οικισμού, που είναι ο σπουδαιότερος στην περιοχή μέχρι τις αρχές του 18ου αι., σύμφωνα με τον Εβλιά οφείλεται στον ότι τον έκτισε η σύζυγος του «παραπλανημένου» – χριστιανού δηλ.- βασιλιά της Θεσσαλονίκης σε χρονολογία που παραλείπει να αναφέρει. Ο Γαζή Εβρενός το κυρίευσε με έφοδο και έκτοτε το φρούριο αυτό, κτισμένο σε ψηλό λόφο, κατάντησε άχρηστο με τους προμαχώνες του κατεστραμμένους. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε διοικητής του φρουρίου, στρατιώτες και πυρομαχικά.
Η μικρή αυτή πολίχνη κτισμένη σε μεγάλη πεδιάδα είχε μονώροφες και διώροφες κατοικίες, λιθόκτιστες και κεραμοσκεπείς, με κήπους και εγκαταστάσεις άντλησης νερού. Είχε δυο τζαμιά, τα ονόματα των οποίων ο Εβλιά δεν αναφέρει, μεντρεσέδες (ιεροδιδακτήρια), γραμματοδιδασκαλεία, τεκέ δερβίσηδων, χάνια, (καραβάν σαράι) και σουλτανικές δηλ. καλά διατηρημένες οδούς. Όσο για τις διοικητικές, θρησκευτικές και στρατιωτικές αρχές το Γυναικόκαστρο ήταν έδρα καδή (ιεροδίκη), βοεβόδα (υποδιοικητή), αγορανόμου, κεχαγιά, οικονομικού εφόρου, κεχαγιά – γερί των σπαχήδων (αξιωματικός των γενιτσάρων). Επειδή βρισκόταν κοντά στη Θεσσαλονίκη δεν είχε σεϊχουλισλάμη (ανώτατος αξιωματούχος του Ισλάμ) και αντιπρόσωπο των απογόνων του Προφήτη.
Ο Εβλιά παραθέτει πληροφορίες για τους κατοίκους, περισσότερο για τους ομόφυλους του και λιγότερο για τους Έλληνες που αποκαλεί «κιαφίρ» (άπιστους) και τους Βούλγαρους που είναι «φετζιρέ» (άσωτοι). Κάποιες από τις πληροφορίες του ξεπερνούν τα όρια της παραδοξολογίας επηρεασμένος καθώς είναι από την ασυγκράτητη ερωτική ζωή του με άτομα και των δυο φύλων, το πλήθος των γανυμηδίων (ογλάν) που τον συνοδεύουν στα ταξίδια του και τις «μουχραμπέ» δηλ. τις ερωμένες ή αξιέραστες γυναίκες που συνευρίσκεται. Έτσι φτάνει στο σημείο να αποδώσει την ωραία εμφάνιση των κατοίκων του Γυναικοκάστρου στο καλό κλίμα ενώ η θηλυπρέπειά τους αποδεικνύεται και από την ονομασία του χωριού: «Ως εκ του καλού κλίματος υπάρχουν ωραίοι και ωραίαι. Οι κάτοικοι δικαιολογούντες την ονομασίαν της πόλεως είναι ως γυναίκες, ομιλούντες και συμπεριφερόμενοι ως γυναίκες, αποκλίνοντες εις γυναικείαν αμφίεσιν. Είναι εγγράμματοι, πολιτισμένοι, τίμιοι, με πρόσωπον αιδήμον, υπακούουσι δε πολύ εις τον άρχοντά των. Οι πλείστοι εξ αυτών επιδίδονται εις το εμπόριον και τας τέχνας»
Ο Εβλιά περιγράφει και το Γιαϊτζιλάρ, την Ξυλοκερατιά, ένα πλούσιο χωριό με 500 σπίτια, τζαμί, μικρό τέμενος, μερικά πρατήρια και ένα χάνι. Οι κάτοικοι, αθλητικοί και τοξότες, ήταν οι μισοί Έλληνες και Βούλγαροι και οι άλλοι μισοί Μουσουλμάνοι. Η ονομασία του χωριού προερχόταν από το Ατζί γκολ, που ήταν η ονομασία της λίμνης Πικρολίμνης. Η λίμνη είχε περίμετρο μικρότερη από πέντε μίλια, βάθος κυμαινόμενο από 7-10 οργιές, είχε νερό αλλά όπως και σήμερα ξηραινόταν εύκολα. Επειδή το νερό της δεν ανανεωνόταν γι’ αυτό δεν υπήρχαν μέσα σ’ αυτήν ψάρια, αλλά είχε πολλά μύδια, στρείδια και θαλασσινά, τα οποία προτιμούσαν να τρώνε οι άπιστοι. Στις όχθες της λίμνης παραγόταν αλάτι που μεταφερόταν σε όλη την περιοχή της Θεσσαλονίκης και στις έξω από αυτήν πόλεις και χωριά. Κοντά στη λίμνη βρισκόταν το χωριό Ασίκ που κατοικούνταν από χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Η άλλη λίμνη της περιοχής μας που αναφέρει είναι αυτή της Δοϊράνης, για την οποία γράφει: «… ηλιεύσαμεν παντός είδους ηδυτάτους ιχθύς, ιδία δε λουκίους (λούτσους) και κυπρίνους. Υπάρχουν εκεί και άλλοι χιλίων ειδών πολύχρωμοι ιχθύς. Η περιφέρεια της λίμνης είναι 13 μιλλίων. Το ύδωρ της γλυκύτατον και ψυχρόν, χρησιμοποιούμενον δια την ύδρευσιν ολοκλήρου περιοχής».
Ο Εβλιά στην περιοδεία του γύρω από τη Θεσσαλονίκη δεν επισκέφθηκε το Κιλκίς, που την εποχή εκείνη ήταν ένας μικρός και μάλλον ασήμαντος οικισμός. Εάν το είχε επισκεφθεί εκτός από τις πληροφορίες για τα χωρικά και πληθυσμιακά του δεδομένα την εποχή εκείνη πιθανόν να είχαμε και μια εξήγηση για την ετυμολογία της ονομασίας του. Γιατί, κατά κανόνα, το πρώτο πράγμα που εξέταζε ο Εβλιά στην περιγραφή κάθε πόλης ήταν η προέλευση του ονόματός της. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες από τις ερμηνείες που παρέθετε ήταν ψευδοετυμολογίες, είτε δικής του έμπνευσης είτε στηριγμένες στις πληροφορίες των κατοίκων των πόλεων που περιέγραφε. Έτσι, θεωρούσε ότι η Στρώμνιτσα πήρε αυτό το όνομα από τη φράση «ustu rumca» (από πάνω ελληνικά), τα Σκόπια επειδή ο Γαζή Εβρενός βρήκε στην πόλη όταν την κατέλαβε επτά κιούπια γεμάτα χρυσάφι, το Μοναστήρι γιατί υπήρχε εκεί ένα μοναστήρι από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου που γκρεμίστηκε από ένα σεισμό ο οποίος προκλήθηκε από τη γέννηση του Προφήτη Μωάμεθ! Συνεπώς, θα είχαμε έστω μια εξήγηση για το ανεξήγητο όνομα της πόλης μας, που στο «Σεγιαχατναμέ» του Τσελεμπί θα φάνταζε ακόμη πιο παράξενο, αφού το αραβικό αλφάβητο στερείται φωνηέντων. Αλλά, μάλλον, η εξήγηση αυτή θα μας άφηνε άφωνους ή ακριβέστερα όπως το γράφει ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος στο πόνημα του Η ΕΛΛΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΒΛΙΑ ΤΣΕΛΕΜΠΗ «ο μελετών το πρωτότυπον μένει ενεός, μη γνωρίζων αν ονειρεύεται ή πραγματικόν κείμενον αναγιγνώσκει».
*Τοπογράφος – συγγραφέας
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station