Αρθρογραφία

ΚΑΣΤΑΝΑΔΕΣ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Γιορτή κάστανου σήμερα στη Γρίβα και ευκαιρία να γράψω για τους παλιούς καστανάδες, που τους θυμόμαστε όλοι να κάθονται σιωπηλοί σε μια γωνιά με τη φουφού ανάμεσα στα σκέλη τους, να πιάνουν με τη τσιμπίδα τα ξεροψημένα κάστανα και να μοσχοβολάει ο δρόμος από την ευωδιά που σκόρπιζαν. Μια ευωδιά που έχει μείνει κι αυτή ζωντανή μαζί με τις εικόνες στις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων.

Οι καστανοπώλες ή καστανάδες πουλούσαν τα ψημένα κάστανα «με το κομμάτι», ενώ τα βρασμένα με την οκά. Το εύγευστο προϊόν τους αποτελούσε ένα εξαιρετικό συμπλήρωμα διατροφής για όλη την οικογένεια, που συγκεντρωμένη τις χειμωνιάτικες νύχτες γύρω από τη σόμπα συμμετείχε στην «ιεροτελεστία» του ψησίματός τους. Τα κάστανα καταναλώνονταν και στους δρόμους από τους περαστικούς κάθε ηλικίας και κάθε κοινωνικής τάξης και ιδίως από τους μικρούς μαθητές που έβλεπαν μέσα στο αχνιστό καλάθι με τα κάστανα τα αντικείμενα του πόθου τους, όπως γραφόταν σε ένα δημοσίευμα του 1911: «Η φωνή του καστανά αντηχεί εις τα ώτα των μικρών μαθητάκων ως ο ευηχότερος των ήχων.
-Μαρόνια ζεστά … Ζεστά ωραία κάστανα.
Η ηχώ των ολίγων αυτών λέξεων πληροί από χαράν το μικρό προσωπάκι του μαθητού, όστις εξερχόμενος της οικίας ή του σχολείου του, σπεύδει προς συνάντησιν του και με μίαν ανέκφραστον αγαλλίασιν δαγκάνει τα … βραστά και αχνίζοντα κάστανα, αφού προηγουμένως επί αρκετήν ώραν ανατρέψη ολόκληρον το βρωμερό σακουλάκι δια … να διαλέξη» (ΕΜΠΡΟΣ 18-9-1911).
Το επάγγελμά τους ήταν εποχιακό και το εξασκούσαν τους φθινοπωρινούς και κυρίως τους χειμερινούς μήνες. Η εμφάνιση τους στις γωνιές των δρόμων προμήνυε την έναρξη του χειμώνα, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται και στην παροιμιώδη φράση: «Ήρθαν οι καστανάδες, χειμώνας πλάκωσε». Η εμφάνιση των καστανάδων ήταν μόνιμο θέμα σχολιασμού των εφημερίδων που δεν παρέλειπαν να επισημάνουν το τέλος του καλοκαιριού με την εμφάνιση των «χελιδονιών του φθινοπώρου», όπως, ποιητική αδεία, τους αποκαλούσαν.
Οι πλανόδιοι αυτοί βιοπαλαιστές ήταν μονίμως εκτεθειμένοι στο χειμωνιάτικο ψύχος γι’ αυτό και ντύνονταν με βαριά πανωφόρια, γάντια και σκούφο.
Μοναδικός εξοπλισμός τους ήταν η φουφού ή φουβού, μια κινητή θερμαντική εστία κυλινδρικού σχήματος, κατασκευασμένη από μαύρη λαμαρίνα. Η φουφού είχε δυο χερούλια στο πάνω μέρος της και στηριζόταν σε τρία πόδια. Στο εσωτερικό της υπήρχε μια μικρή σχάρα, πάνω στην οποία τοποθετούνταν τα αναμμένα κάρβουνα, ενώ κάτω από αυτήν συγκεντρωνόταν η στάχτη. Η επιφάνεια της ήταν ενιαία ή είχε χωρίσματα όπου τοποθετούνταν τα κάστανα ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα τους. Οι καστανάδες είχαν μαζί τους ένα σκαμνάκι για να κάθονται δίπλα στη φουφού, ένα σουγιά με τον οποίο χάραζαν τα κάστανα για να ψηθούν ευκολότερα και μια λαβίδα με την οποία τα «έβγαζαν από τη φωτιά» όταν είχαν πλέον ψηθεί.
Το εμπόρευμά του καστανά μπορεί να στοίχιζε ελάχιστα, από λίγες δεκάρες έως μια ή δυο δραχμές, αλλά σε κανέναν, σύμφωνα με τη γνωστή παροιμία, δεν «χάριζε κάστανα». Τα κάστανα που επέλεγε ο πελάτης, του τα προσέφερε στο χωνάκι, που ήταν ένα φύλλο εφημερίδας στο οποίο έδιναν κωνικό σχήμα.
Οι Κιλκισιώτες προμηθεύονταν κάστανα από τους χωρικούς των κατάφυτων με καστανιές ορεινών οικισμών του Πάικου, ιδιαίτερα της Γρίβας και της Καστανερής. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 κάτοικοι των χωριών αυτών μετέφεραν με μουλάρια τα κάστανά τους στις γειτονικές πόλεις και τα πουλούσαν ή τα αντάλλασσαν με σιτηρά. Τα κάστανα καταναλώνονταν βέβαια και στους δρόμους της πόλης και γι’ αυτό φρόντιζαν οι ευάριθμοι εντόπιοι καστανάδες, που τα ονόματά τους δυστυχώς έχουν ξεχαστεί, όπως το επάγγελμά τους.
Ένας από αυτούς, ο Κώστας Λαζαρίδης, που δούλευε σαν καστανάς από το 1947, μου περιέγραψε με αδρές γραμμές το επάγγελμά του, όπως το εξασκούσε την εποχή εκείνη. Προμηθευόταν τα κάστανα από την Αξιούπολη, που βρισκόταν στο μέσον περίπου της διαδρομής ανάμεσα στα καστανοχώρια του Πάικου και το Κιλκίς. Το ταξίδι του ως εκεί με τη σούστα και το γαϊδουράκι ήταν ιδιαίτερα κοπιαστικό, αφού ξεκινούσε χαράματα και έφτανε στον προορισμό του αργά το μεσημέρι ή το απόγευμα. Ο χρόνος της διαδρομής αυτής πολλές φορές επιμηκυνόταν εξαιτίας της δυστροπίας του υποζυγίου, ενώ το φορτίο κάστανων που μπορούσε να μεταφέρει με το δίτροχο αμάξι του έφτανε μέχρι τις 250 οκάδες. Τα ντόπια κάστανα ήταν κατάλληλα μόνο για βράσιμο ενώ τα καλύτερης ποιότητας κάστανα του Βόλου και της Μυτιλήνης, που ήταν κατάλληλα για ψήσιμο, τα προμηθευόταν από τη Θεσσαλονίκη. Το στέκι του ήταν μπροστά στην παλιά Εμπορική Τράπεζα, όπου κάθε πρωί πουλούσε μόνο βρασμένα κάστανα, τα οποία διατηρούσε ζεστά με τον εξής τρόπο: Πάνω στο μαγκάλι του τοποθετούσε ένα σκεύος με νερό και πάνω από το σκεύος τα κάστανα, τα οποία προηγουμένως είχε βράσει στο σπίτι του. Το νερό θερμαινόμενο εξατμιζόταν και χάρη στον εξερχόμενο αχνό ζεσταινόταν τα κάστανα. Οι πρωινοί πελάτες του ήταν συνήθως νεαροί που από το πενιχρό τους βαλάντιο μπορούσαν να διαθέσουν από 50 λεπτά έως 1 δραχμή, ποσό που αρκούσε για την αγορά 15-20 κάστανων. Το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ πουλούσε ψημένα κάστανα, τα οποία γινόταν κυριολεκτικά ανάρπαστα από τους πελάτες των παρακείμενων εστιατορίων και ταβερνών, αφού ως γνωστόν το κάστανο συνδυάζεται γευστικά με το κρασί και τη ρετσίνα. Άλλωστε οι θαμώνες αυτών των καταστημάτων πήγαιναν εκεί για να διασκεδάσουν και ποιο καλύτερο επιδόρπιο θα μπορούσαν να διαλέξουν, αφού όπως συνήθιζαν να λένε, «όταν τρως κάστανα, ξεχνάς τα βάσανα».

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα

Συγχαρητήριο του «Μαχητή»

Το δημοσιογραφικό συγκρότημα του «Μαχητή» συγχαίρει θερμά την Χριστίνα Ζώτου από τον Καμπάνη: -Για τις άριστες κύριες και μεταπτυχιακές σπουδές […]