Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ
Η δεκαετία του 1960 έφερε στη χώρα μας την τηλεόραση, μια ηλεκτρονική συσκευή που επέτρεπε στον καθένα να διασκεδάζει στο σαλόνι του με αξιόλογους ανθρώπους που δε θα γνώριζε ποτέ ή στην χειρότερη με απαράδεκτους που δε θα δεχόταν ποτέ να μπουν στο σπίτι του. Κι απέκτησε τόση δύναμη αυτό το «χαζοκούτι» που αντί να το χαζεύουμε μας χαζεύει εκείνο, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που να δικαιώνεται απόλυτα ο Ουμπέρτο Έκο που έγραφε: «Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες με τανκς από τη στιγμή που υπάρχει η τηλεόραση». Μας αρέσει δε μας αρέσει όμως, η τηλεόραση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, κι αυτό αφορά περισσότερο όσους έχουμε κάποια ηλικία κι έχουμε ζήσει την τηλεόραση από τα πρώτα βήματά της.
Πώς όμως και πότε ξεκινά η ιστορία της τηλεόρασης στο Κιλκίς; Σε ένα μονόστηλο της εφημερίδας ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ στο φύλο της 6-8-1966 με τίτλο «ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ» διαβάζουμε: «Η τηλεόραση πριν ένα χρόνο ήταν κάτι το άγνωστο στη χώρα μας. Δύσκολα πιστεύανε στα χωριά μας, τους μετανάστες που μιλούσαν για την «τελεβίζιον», ένα μηχάνημα σαν ραδιόφωνο μέσα στο οποίο όμως έβλεπες ανθρώπους, τραίνα, βουνά, θέατρο, ό,τι ήθελε, ό,τι τραβούσε η ψυχή σου!… Τώρα – επί τέλους! – έγινε γνωστή και στην Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, η ελληνική τηλεόραση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο πειραματισμών. Είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα χωρίς τηλεόραση. Να κι άλλο ρεκόρ που κατέχουμε! Αν ήταν το μοναδικό κι αν ήμασταν μόνο σ’ αυτό τελευταίοι, το πράγμα δεν θα είχε και τόση σημασία… Στη φωτογραφία μας ένα γκρουπ Κιλκισιωτών, που παρακολουθεί στην τηλεόραση τους αγώνες του παγκόσμιου ποδοσφαιρικού κυπέλλου, που αναμεταδίδονται από γιουγκοσλαβικό σταθμό».
Ποιος ήταν ο πρώτος των πρώτων που έφεραν την τηλεόραση στο Κιλκίς; Το 1966 ο ηλεκτροτεχνίτης Ηλίας Σαλτσίδης έφερε από τη Γερμανία μια τηλεόραση – μπαούλο σαν έπιπλο, με οβάλ οθόνη. Και επειδή δεν υπήρχαν κεραίες στο εμπόριο κατασκεύασε μια αυτοσχέδια με αλουμινένιο σωλήνα, που κατέληγε σε δυο τεντζερέδες! Η κεραία αυτή, ύψους 18μ, τοποθετημένη στην αυλή του σπιτιού του, ανεβοκατέβαινε με συρματόσχοινα και περιστρεφόταν μέχρι να πιάσει τη συχνότητα του Γιουγκοσλαβικού σταθμού, γιατί ελληνικός τηλεοπτικός σταθμός δεν εξέπεμπε τότε. Η αυλή εκείνου του σπιτιού στην Κιολαλία γέμιζε ασφυκτικά από το πλήθος των θεατών που συγκεντρώνονταν για να παρακολουθήσουν τις τηλεοπτικές εκπομπές και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που ο φράκτης της αυλής υποχώρησε και έπεσε, καθώς το φιλοθεάμον κοινό στριμωχνόταν σαν σε σαρδελοκούτι για να χωρέσει. Η μικρή οθόνη γρήγορα έγινε κόκκινο πανί για τους αιθουσάρχες των τεσσάρων κινηματογράφων της πόλης μας, που διέβλεπαν τον κίνδυνο να χάσουν εξαιτίας της την πελατεία τους. Μάλιστα ένας από αυτούς πήγε έξαλλος στην κατάμεστη «τηλεοπτική αυλή» για να διαμαρτυρηθεί φωνάζοντας: «Ρε Καυκάσιε θα μας κλείσεις!»
Οι τηλεοράσεις, με πιο δημοφιλείς τις μάρκες Grundig, Saba, Philips, στοίχιζαν τότε γύρω στις 12.000 δρχ και άφηναν κέρδος για τον πωλητή 3.000 περίπου. Έτσι διάφοροι επιχειρηματίες, όπως ο Ηλίας Σαλτσίδης, ο Βαγγέλης Κέκος, ο Ρίζος Στοΐτσης, ο Δημήτρης Φελέκης, ο Κώστας Λαζαρίδης, η Σωτήρα Λαζαρίδου κ.α άρχισαν να πωλούν τηλεοράσεις, με κάποιους να έχουν τις συσκευές στις προθήκες των καταστημάτων τους. Ο Γρηγόρης Σαλτσίδης θυμάται ότι πούλησαν την πρώτη τηλεόραση στον Αηδονίδη που είχε την εκμετάλλευση του αναψυκτηρίου του Δημοτικού Κήπου έναντι 18.000 δρχ, ποσό αστρονομικό για την εποχή.
Τηλεοράσεις άρχισαν να διαθέτουν και τα καφενεία των χωριών, όπου συγκεντρώνονταν όλοι οι κάτοικοι, ιδιαίτερα το βράδυ της Τετάρτης που παιζόταν ο «Άγνωστος πόλεμος» για να δουν το συνταγματάρχη Βαρτάνη να διευθύνει την ελληνική αντικατασκοπεία κατά των Γερμανών. Και με τόση πελατεία πουλούσαν και κανένα αναψυκτικό παραπάνω και έβγαζαν και κανένα φραγκάκι οι καφεπώλες, εκτός από τα θρακιώτικα καφενεία που οι θαμώνες ζητούσαν μόνο νερό και οι καφετζήδες θυμωμένοι τους απαντούσαν «νερό πίνουν μόνο τα βατράχια!».
Έτσι η τηλεόραση, δειλά στην αρχή λόγω κόστους και με δόσεις πάντοτε, άρχισε να μπαίνει στα σπίτια και να τοποθετείται, διακοσμημένη με ένα σεμεδάκι και με ένα ανθοδοχείο, στο καθιστικό, γιατί το σαλόνι παρέμενε κλειστό και χρησιμοποιούνταν μόνο «τας Κυριακάς και τας εορτάς». Η παρακολούθηση των προγραμμάτων των δυο καναλιών που υπήρχαν τότε, του ΕΙΡΤ και της ΥΕΝΕΔ απέκτησε χαρακτήρα ιεροτελεστίας για τα μέλη της οικογένειας, που είχαν διακριτούς ρόλους.
Ο πατέρας επέβαλε την παρακολούθηση των βαρετών για τα παιδιά δελτίων ειδήσεων, με παρουσιάστριες τη Νάκυ Αγάθου, τη Ρίτα Ασημακοπούλου, την Κέλυ Σακάκου, πάντα γλυκομίλητες και με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά ακόμη και όταν εκφωνούσαν τις πιο θλιβερές ειδήσεις. Η μητέρα γκρίνιαζε μονίμως για το σεμεδάκι που παραμεριζόταν για να είναι πλήρης η οθόνη και υπενθύμιζε στα βλαστάρια της ότι η πολύωρη παρακολούθηση είναι επικίνδυνη γιατί η ακτινοβολία μπορεί να βλάψει τα μάτια. Η γιαγιά, που έπλεκε ταυτόχρονα για να μη χάνει χρόνο, απαντούσε στον παρουσιαστή που απεύθυνε την καλησπέρα του στους τηλεθεατές κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας χαμηλόφωνα «καλησπέρα παιδάκι μου». Το μικρότερο παιδί έπαιζε το ρόλο του τηλεχειριστήριου – δεν υπήρχε ζάπιγκ τότε- και εισέπραττε σφαλιάρες από το μεγαλύτερο αν δυστροπούσε να σηκωθεί και να πάει να πατήσει το κουμπί για ν’ αλλάξει κανάλι. Χτυπήματα με την παλάμη έτρωγε και η ίδια η συσκευή όταν «έπεφταν χιόνια» και διακοπτόταν το πρόγραμμα. Όσο για τις διακοπές, με την καρτέλα που έπεφτε χωρίς προειδοποίηση και έγραφε «Μας συγχωρείτε για τη διακοπή», ήταν ό,τι χειρότερο για τον τηλεθεατή.
Κι έτσι μεγαλώσαμε κι εμείς με την τηλεόραση παρακολουθώντας με τα αθώα παιδικά μας μάτια ελληνικές και ξένες σειρές, κινηματογραφικές ταινίες, μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις. Διασκεδάσαμε με τη «Λούσυ», το «Τζίνι και τη Τζίνυ», τη «Λάση», τις ταινίες με το Χονδρό και το Λιγνό. Μεταφερθήκαμε στην Άγρια Δύση με τη «Μπονάντσα», τον «Λόουν Ρέιτζερ», το «Μικρό σπίτι στο λιβάδι». Ταυτιστήκαμε με ήρωες αστυνομικών σειρών τον Στηβ Μαγκάρετ, τον Σάιμον Τέμπλαρ, τον επιθεωρητή Κολόμπο, τον Κότζακ. Παρακολουθήσαμε με αγωνία τον «Άγνωστο πόλεμο», τον «Παράξενο ταξιδιώτη και την καλύτερη τηλεοπτική σειρά όλων των εποχών «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Και η πιο δυνατή στιγμή απ’ όλες ήταν η προσελήνωση του Apollo 11 το 1969 με το Νιλ Άρμστρογκ να λέει εμφατικά: «Είναι ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, ένα μεγάλο άλμα για την ανθρωπότητα». Μόνο που η ανθρωπότητα τόσα χρόνια μετά το μεγάλο άλμα δεν κατάφερε να το κάνει. Και η μεγαλύτερη απόδειξη είναι οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι που δεν είναι πια «άγνωστοι» αλλά από την εποχή του πρώτου πολέμου στον Κόλπο το 1990 τους παρακολουθούμε στις τηλεοπτικές οθόνες σε live μετάδοση.
*Τοπογράφος – συγγραφέας
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station