Ανήμερα της εορτής του αγίου Δημητρίου και μαζί με τα χρόνια πολλά στους εορτάζοντες ευκαιρία να αναφερθούμε στην εκκλησία του αγίου Δημητρίου στην Στρώμνιτσα, απ’ όπου ήρθαν οι πρώτοι 1.590 πρόσφυγες στο Κιλκίς μετά την απελευθέρωση.
Πριν τη μεγάλη πυρκαγιά του 1869 στην πόλη της Στρώμνιτσας υπήρχαν δυο ναοί, ο μητροπολιτικός ναός του αγίου Δημητρίου και ο ενοριακός των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που αποτεφρώθηκαν και οι δυο. Στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ (1883) σε άρθρο με τίτλο «Ολίγα τινά περί Στρουμνίτσης» διαβάζουμε σχετικά: «Εν έτει 1869 επέσκηψεν εν Στρουμνίτση μεγάλη και δεινή πυρκαϊά αποτεφρώσασα τα τρία τέταρτα της χριστιανικής συνοικίας, της αποτελούσης και το ωραιότερον μέρος της πόλεως. Προ ταύτης είχεν η πόλις αύτη και οικοδομάς ωραιοτέρας και πλούτον πλείονα ή νυν. Πυρποληθέντων των δυο ναών αυτής, ετέθησαν τα θεμέλια μεγαλοπρεπεστάτης εκκλησίας επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου, η οικοδομή προχωρούσα ήδη περατωθήσεται ίσως μετ’ έν έτος. Ρητέον ενταύθα ότι υπέρ της εν λόγω εκκλησίας έξωθεν μεν ελάχισται απεστάλησαν συνδρομαί, άπασαι δε αι δαπάναι σχεδόν, ανερχόμεναι κατ’ επιπολαίους, υπολογισμούς εις 4.000 λιρών, καταβάλλονται υπό της άλλως πτωχής ταύτης πόλεως».
Η συνοικία που βρισκόταν η εκκλησία, το «Βαρός», όπως γράφει ο Παίων ο Τιβεριουπολίτης στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 1909, ήταν «το κέντρον της πόλεως, επί των λόφων Τιβερίου και νεκροταφείου, όπερ κατοικείται υπό μόνον ομογενών και όπου εύρηνται η ιερά μητρόπολις, ο μόνος ναός της πόλεως, ο του Αγίου Δημητρίου ευμεγέθης, νεόκτιστος και απέριττος, το αρρεναγωγείον με ημιγυμνάσιον, το παρθεναγωγείον με 6 τάξεις και το έν νηπιαγωγείον».
Στο βιβλίο του Αθανάσιου Αγγελόπουλου «ΒΟΡΕΙΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΗΣ» αναφέρεται ότι παρά τις προσπάθειες της Εξαρχίας να κερδίσει θέσεις στο εκκλησιαστικό πεδίο ουδέποτε έγινε θεία λειτουργία στη σλαβική στον καθεδρικό ναό του αγίου Δημητρίου, όπως επίσης και ότι δόθηκε σκληρός αγώνας από την ελληνική κοινότητα για να αποτραπεί η ανέγερση εκκλησίας σχισματικών κοντά στο μητροπολιτικό αυτό ναό. Στον κώδικα των τριών σωματείων της ελληνορθόδοξης κοινότητας Στρωμνίτσης (Δημογεροντία, Εφορεία σχολείων, εκκλησιαστική επιτροπή) στο πρακτικό της 13-5-1907 «περί αγοράς κώδωνος εκκλησίας» διαβάζουμε: «Επειδή ο ιερός ναός του αγίου Δημητρίου έχει ανάγκην κώδωνος, αχρήστου καταστάντος του υπάρχοντος, να αποσταλή επιστολή προς την Ιεράν Μονήν και σεβασμίαν εν αγίω Όρει των Ιβήρων περί αγοράς τοιαύτης μιας άνω των 150 οκάδων».
Πάντως οι καμπάνες της εκκλησίας του αγίου Δημητρίου ήχησαν χαρμόσυνα όταν ο ελληνικός στρατός εισήλθε νικητής στην πόλη στις 26-6-1913. Η Ειρήνη Ευθυμιάδου περιέγραψε τις σκηνές ενθουσιασμού που ακολούθησαν: «Εκεί λοιπόν που ήμασταν μαζεμένοι και κρυμμένοι στα σπίτια μας, μουδιασμένοι και φοβισμένοι, κατά τις 12 το μεσημέρι, νταν, νταν, οι καμπάνες χαρούμενα. Μας φάνηκε ένας ήχος αλλιώτικος, σαν ξέσπασμα. Τι να γίνεται, κανείς δεν αποφάσιζε να πάει να δει. Ο πατέρας μου φοβάται να πάει και στέλνουν εμένα.
-Πήγαινε να δεις, οι καμπάνες είναι δικές μας, του Αγίου Δημητρίου.
Πήγα στην πλατεία, μπροστά στην εκκλησία. Εκεί είδα τους πρώτους Έλληνες καβαλάρηδες. Τους βλέπαμε εκστατικοί, τι όμορφοι μας φάνηκαν. Όλοι μελαχρινοί, με μάτια που άστραφταν, με τα πηλίκια και το υποσιάγωνο κατεβασμένο».
Η μεγαλοπρεπής εκκλησία του αγίου Δημητρίου είχε την τύχη του προγενέστερου ναού, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Μόνο που αυτή τη φορά τη φωτιά την έβαλαν οι ίδιοι οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης που δεν ήθελαν να παραδώσουν τις εστίες και στα ιερά τους στους Βούλγαρους, στους οποίους επιδικάστηκε αρχικά η Στρώμνιτσα με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Περιγραφή της πυρπόλησης της ελληνικής συνοικίας και του ναού του αγίου Δημητρίου βρίσκουμε σε δημοσίευμα της ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ στο φύλο της 21-8-1913: «Οι Στρωμνιτσιώται τους οποίους ηρώτησα μοι αφηγήθησαν ότι αφήκαν την πατρίδα τους την παρελθούσαν Παρασκευήν 9 Αυγούστου. Τα σπήτια τους αφήκαν όπως ήσαν, διότι ήτο αδύνατον να παραλάβουν τίποτε μαζί των ως εκ της ελλείψεως μεταγωγικών. Τα μαγαζειά των επίσης αφήκαν εις την κατάστασιν που ευρίσκοντο, έρημα ευτυχώς, ύστερα από την αποχώρησιν του κυκλουμένου Βουλγαρικού στρατού, όστις όπως πάντοτε φεύγων ήνοιγε τα ξένα καταστήματα και ήρπαζε κάθε τι πολύτιμο που έβλεπεν.
Μόνον από την εκκλησίαν, την ωραίαν καλλιμάρμαρον του Αγίου Δημητρίου, αφήρεσαν ό,τι είχεν ιερόν, τας εικόνας, την αγίαν Τράπεζαν το δεσποτικόν, τους πολυελαίους. Επίσης και από το γυμνάσιο τη βιβλιοθήκη.
Το Σάββατον έθεσαν φωτιά πρώτα στα σχολεία των και στην εκκλησίαν και έπειτα στας οικοδομάς και όταν το έν μετά το άλλο τα ωραία οικοδομήματα έπιπτον εις ερείπια υπό το παμφάγον πυρ, οι αναλαβόντες το έργον της καταστροφής ανεχώρησαν ήσυχοι. Η πατρίς των ήτο πλέον έν ιερόν ολοκαύτωμα και ως τοιούτο θα την παρελάμβανον οι κατακτηταί της Συνθήκης».
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station