Αρθρογραφία

ΓΕΝΕΣΙΣ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην και εν συνεχεία το Κιλκίσιον, ίνα το θαύμα της Δημιουργίας ολοκληρωθή. Φευ, όμως, το θαύμα δεν ολοκληρώθη, διότι ήλθεν η εσπέρα της έκτης ημέρας και ο Δημιουργός εξαντληθείς εκ της συνεχούς εργασίας επροτίμησεν να διακόψη το έργον Του και να αναπαυθή.
Ούτως η πόλις εγένετο άμορφος και έρημος και σκοτεινή ως η άβυσσος, μετά δε την ενδεκάτην νυκτερινήν μηδέ άρκτος μελανά εκυκλοφόρη, μηδέ ψυχή ζώσα.
Και είπεν ο Θεός ας συναχθώσι τα ύδατα τα υποκάτω του ουρανού και ας καταμετρηθώσι ταύτα υπό την εποπτείαν εταιρείας, ΔΕΥΑΚ καλουμένης, αλλ’ ενέσκηψεν μαμουνιά εις τα ψηφιακά υδρόμετρα και το πράγμα εμπερδεύθη τα μάλα.
Και είπεν ο Θεός ας βλαστήση η γη χλωρόν χόρτον και θάμνους αυτοφυείς και ας κόπτονται ταύτα παρά της Υπηρεσίας Πρασίνου του Δήμου. Αλλά τα μεν ξηρά χόρτα πέριξ της πόλεως άκοπα ως αθέριστοι στάχεις παρέμενον, οι δε πλάτανοι, ενώ δεν ήτο αναγκαίον, παρά την ρίζαν εκόπησαν, ώσπερ αι τρίχαι του προσώπου από το ξυράφιον του κουρέως εις το εν τη καθομιλουμένη αποκαλούμενον «κόντρα ξύρισμα».
Και είπεν ο Θεός ας γείνωσι φωστήρες εν τω εκλογικώ στερεώματι, διότι δημοτικαί εκλογαί επίκεινται, ίνα διαχωρισθή το έμπροσθεν εκ του όπισθεν, το νέον από του παλαιού, η συσπείρωσις εκ της αποσυσπειρώσεως. Και έγεινεν ούτω. Κι έκαμεν ο Θεός φωστήρας υποψηφίους δημάρχους, άπαντας εκ Κρουσσίων καταγομένους ή κατοικοεδρεύοντας, ώστε η πόλις πανομοιότυπος των εν Κρουσσίοις χωρίων καταστή εις το εγγύς μέλλον.
Και είπεν ο Θεός ας κάμωμεν υποψήφιους δημοτικούς και κοινοτικούς συμβούλους κατ’ εικόναν και καθ’ ομοίωσιν των ψηφοφόρων, «διότι αυτοί είσαστε», και ευλόγησεν αυτούς λέγων: Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε τα ψηφοδέλτια αλλά και την Δέλτον Προσώπων, ή άλλως fb, με αναρτήσεις διαβεβαιούσας δια την άφατον υμών αγάπην προς τον γενέθλιον τόπον και την σθεναράν απόφασιν όπως εργασθείτε μετά ζήλου δια την πρόοδον αυτού.
Και είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησεν και εκάθησεν εις παγκάκιον τι του σιμεντοπάρκου, ίνα θαυμάση τα συντελεσθέντα. Και ενώ επίστευεν ότι θα εκάθητο εις πλατείαν με τον Κήπον της Εδέμ προσομοιάζουσα, με βλάστησιν δαψιλήν και ποικίλην, ετσουρουφλίσθη υπό του ηλίου το τραχύ καύμα, κοινώς «κάηκε η κορφή του», διότι ουδέν δένδρον πλατύφυλλον υπήρχε, ουδέ το Δένδρον της Γνώσεως, το οποίον ως γνωστόν δεν ευδοκιμεί εις αυτόν τον τόπον, μηδέ λωτός τις όστις θα εξήγει τον λόγον δια τον οποίον οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης ως λωτοφάγοι συμπεριφέρονται. Και απογοητεύθη σφόδρα ο Πανάγαθος από την εγκατάλειψιν και τη ξηρασίαν, αλλ’ επαρηγορήθη πάραυτα σκεπτόμενος: «Εδώ ένα κολυμβητήριο δεν έχει αυτή η πόλη, ούτε καν η πισίνα του Ειδικού Σχολείου δε λειτουργεί, τα σιντριβάνια που δεν έχουν νερό μας μάραναν;»
Εν συνεχεία έλαβεν ο Κύριος ο Θεός το αυτοκίνητόν Του και κατηυθύνθη προς το κέντρον της πόλεως, το οποίον ίδιον και απαράλλακτον παρέμενε από αμνημονεύτων ετών. Αλλ’ η σκέψις του Πανσόφου διόλου σοφή απεδείχθη, διότι δεν είχεν πού να σταθμεύση νομίμως. Και εφόσον οι ανοικτοί χώροι σταθμεύσεως εις τας διδύμους καπναποθήκας και έναντι της ΛΑΦ παρέμενον κλειστοί, περιφραγμένοι δια κιγκλιδώματος και αφού όσους «γύρους» κι αν επραγματοποίη ούτε τα έτη που έζησεν ο Μαθουσάλας δε θα ήρκουν για να εύρη θέσιν σταθμεύσεως, ηγανάκτησεν σφόδρα και εκατηφίασεν το πρόσωπον Αυτού εκ δικαιολογημένης αγανακτήσεως. Και εμακάρισε τα πετεινά του ουρανού όχι μόνον διατί σταθμεύουν άνευ ουδεμίας ταλαιπωρίας, επικαθήμενα εις τα τηλεφωνικά σύρματα αλλά και διότι δεν διατρέχωσι κίνδυνον να γκρεμοτσακισθούν εις τους ανορυγμένους χάνδακας των κονιορτοβριθών οδών, αίτινες σκάπτονται και ανασκάπτονται αενάως, την μίαν δια την τοποθέτησιν οπτικών ινών, την άλλην δια την υπογειοποίησιν του εναέριου δικτύου, την παράλλην δια τους αγωγούς φυσικού αερίου, υδρεύσεως, αποχετεύσεως κτλ. Και άγνωστον όπως αι βουλαί του Κυρίου, αυτού του ιδίου δηλαδή, παραμένει γιατί δεν επρογραμματίσθη να ανασκαφή η πόλις άπαξ, δις, έστω πεντάκις το μέγιστον;
Ανευρών δε μετά μυρίων κόπων και ανεκδιηγήτων βασάνων να σταθμεύση το όχημα Του εις τας παρυφάς του λόφου Αγίου Γεωργίου και με την αρτηριακήν πίεσιν εις τα ύψη, 18 η μεγάλη 14 η μικρά, ηθέλησεν να αστειευθή: «Οι κάτοικοι αυτής της πόλης όχι κασελάκι αλλά ψαροκασέλα, χρειάζονται, γεμάτη ρέγκες για να τους κλαίνε». Τα δε Χερουβίμ της συνοδείας του ακούοντα το ιλαρόν λογοπαίγνιον ανελύθησαν εις ηχηρούς παρατεταμένους γέλωτας αναφωνώντας εν χορώ ουχί εις την αραμαϊκήν γλώτταν αλλ’ εις εκείνην της Γηραιάς Αλβιόνος: Funny boss, very funny! Μειδιώντες δε ο Πανάγαθος και τα αγγελικά πλάσματα κατηυθύνθησαν πεζή προς το κέντρον της πόλεως, το γηρασμένον ως Παπαδιαμαντικόν γραΐδιον.
Ασθμαίνων από την μακράν πεζοπορίαν, διότι ήτο και κάποιας ηλικίας ο Ύψιστος, εστάθη δια να λάβη μίαν ανάσαν εις την διασταύρωσιν 21ης Ιουνίου και Καλούδη, έμπροσθεν του φωτεινού σηματοδότου. Και τακτοποιών δια της δεξιάς χειρός την εμπροσθίαν απόληξιν της λευκής Του κόμης, ήτις είχεν κατέλθη εις το ύψος των οφρύων, ήγειρε την κεφαλήν και ατένισεν με θλίψιν τα εν σειρά κλειστά μαγαζεία, τα σηματοδοτούντα την οικονομικήν καχεξίαν της πόλεως. Και ήκουσεν τους διερχομένους να διαμαρτύρονται εντόνως δια το «χάλι», ως έλεγον, του άστεως, εκφέροντες λαρυγγώδη επιφωνήματα και καταφερόμενοι με δριμύτητα και σκαιότητα κατά της δημοτικής αρχής. Και διερωτήθη εκ νέου, μονολογών: «Αφού ούτε ο όφις τους ηπάτησε, ούτε η Εύα τους εξαπάτησε, τι διάλο πάνε και τους ψηφίζουν και την επομένη τους βρίζουν;»
Και μεταμελήθη ο Κύριος ότι εποίησεν το Κιλκίς επί της γης και ελυπήθη εν τη καρδία αυτού και εγκατέλειψεν αυτό κατευθυνόμενος προς Θεσσαλονίκην. Εξερχόμενος δε του αθλίου κόμβου εισόδου της πόλεως ηγανάκτησεν από την απαράδεκτην εικόνα και εν συνεχεία από την οικτρήν κατάστασιν της κατ’ ευφημισμόν Εθνικής Οδού που συνδέει τας δυο πρωτεύουσας νομών και εβλαστήμησεν εν ύβρει ως αγυιόπαις: «Δώδεκα χρόνια πέρασαν και ακόμη δεν έχουν ξεκινήσει να κατασκευάζουν αυτόν τον κωλόδρομο. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν το Θεό τους!».

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα