Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης
Ο αυτοδίδακτος χαρτογράφος, γεωγράφος και ιστορικός Μιχαήλ Χρυσοχόος (1834-1921) δημοσίευσε το 1893 στο περιοδικό «Παρνασσός» ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τη λίμνη της Δοϊράνης με τίτλο «Η Πρασιάς λίμνη». Σε αυτό έγραφε ότι οι επαγγελματίες ψαράδες είχαν ιδιόκτητα ιχθυοτροφεία, τα λεγόμενα «διβάρια», τοποθετημένα μέσα στις καλαμιές.
Οι καλαμώνες καταλάμβαναν όλο το δυτικό μέρος της λίμνης, που εκτεινόταν από την παλιά πόλη της Δοϊράνης μέχρι το χωριό Πρες (Ακρολίμνι). Μέσα στις καλαμιές και σχετικά μακριά από την ακτή έμπηγαν σε σχήμα σταυρού μεγάλα και σκληρά ξύλα, τα οποία προμηθεύονταν από το εμπόριο ή ξύλευαν από τα γειτονικά δάση. Τα ξύλα αυτά προεξείχαν ένα ή δυο μέτρα από την επιφάνεια του νερού και τα συνέδεαν με άλλα, τοποθετημένα στα πλάγια, ώστε να στηρίζονται σταθερά. Πάνω σε αυτά κατασκεύαζαν τις καλύβες τους, που ήταν και η κατοικία τους, έχοντας πολλές φορές ξεχωριστά διαμερίσματα.
Οι καλύβες, που ξεπερνούσαν τις διακόσιες, επικοινωνούσαν με τη ξηρά με στενή γέφυρα ή με διόδους που έφτιαχναν ξεριζώνοντας τα καλάμια, μέσα στις οποίες έπλεαν οι βάρκες τους. Αυτές ήταν μακρόστενες μήκους 5-6 μέτρων και πλάτους μόνο ενός μέτρου, ενώ το κάτω μέρος τους ήταν επίπεδο και δεν είχε τρόπιδα. Στο ένα άκρο, όπου στεκόταν ο λεμβούχος, ήταν προσαρμοσμένο κάθετα ένα ξύλο μήκους 2 μέτρων, στο οποίο προσαρμόζονταν τα κουπιά της βάρκας. Το ξύλο αυτό αφαιρούνταν όταν έμπαιναν στις καλαμιές, οπότε έπαυε η χρήση των κουπιών και κινούσαν τις βάρκες με κοντάρια.
Την εποχή της αλιείας οι ψαράδες κατοικούσαν σε αυτές τις καλύβες με τις οικογένειες τους. Γύρω από κάθε καλύβα κατασκεύαζαν με πλεκτές καλαμωτές ιχθυοτροφεία, τα λεγόμενα «διβάρια», τα οποία διαιρούσαν σε δυο τμήματα, ένα μικρότερο γύρω από την καλύβα και ένα μεγαλύτερο προς τη λίμνη, τα οποία επικοινωνούσαν με ένα μικρό άνοιγμα που ανοιγόκλεινε. Τα ψάρια εγκλωβίζονταν μέσα στο ιχθυοτροφείο «κατά τρόπον πολύ παράδοξον και ίσως μοναδικόν», όπως έγραφε ο Χρυσοχόος. Όταν έφθανε ο χειμώνας και ιδιαίτερα όταν πάγωνε ο Δούναβης και οι λίμνες του βορά περισσότερα από 10 είδη ιχθυοφάγων πουλιών μετανάστευαν και κατέκλυζαν τις νοτιότερες λίμνες για να ξεχειμωνιάσουν και να εξασφαλίσουν ευκολότερα την τροφή τους.
Στη Δοϊράνη, λοιπόν, όταν έπνεαν βόρειοι άνεμοι, εξαιτίας των καλαμιών και των βουνών που περιέκλειαν τη λίμνη, το βόρειο μέρος της ήταν ήρεμο ενώ το ανατολικό είχε κύματα. Η κατάσταση αυτή ευνοούσε το κυνήγι των ψαριών από τα ιχθυοφάγα πουλιά που είχαν μεταναστεύσει, καθώς τα κυνηγημένα ψάρια, φοβισμένα, κατέφευγαν στο βόρειο μέρος της λίμνης και εισέρχονταν στους καλαμώνες για να αποφύγουν τον κίνδυνο.
Τα πουλιά, κορμοράνοι κατά το πλείστον, συνέχιζαν την καταδίωξη μέχρι εκεί, οι ψαράδες όμως που στέκονταν όρθιοι στις καλύβες τους με χειρονομίες και δυνατές φωνές τα έδιωχναν, χωρίς να τα φονεύουν ή να τα πυροβολούν. Εκείνα, τότε, ξαναγύριζαν στο ανατολικό μέρος της λίμνης και επαναλάμβαναν το κυνήγι τους. Για πολλές μέρες ακούγονταν οι δυνατές φωνές των ψαράδων μέρα και νύχτα και τη νύχτα μάλιστα φώτιζαν τις καλύβες τους για την εκδίωξη των πουλιών. «Το θέαμα τούτο και εκ της ξηράς, αλλ’ εκ της λίμνης ιδίως, είνε μαγευτικόν και ίσως μοναδικόν» γραφόταν στο άρθρο.
Όταν οι ψαράδες διαπίστωναν ότι έχουν μπει αρκετά ψάρια στα περιφραγμένα ιχθυοτροφεία έκλειναν την είσοδο και έπιαναν μερικά πουλιά, τα οποία τους ήταν απαραίτητα, όπως θα δούμε παρακάτω, με τον εξής τρόπο: Κατασκεύαζαν ένα μεγάλο κύλινδρο από καλάμια, τον οποίο έφραζαν από το ένα μέρος και τον τοποθετούσαν πλάγια μέσα στη λίμνη με τέτοιο τρόπο ώστε το μισό μέρος του να βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του νερού.
Εκεί έριχναν μερικά ψάρια για δόλωμα και τα πουλιά, θέλοντας να τα φάνε, ανυποψίαστα εισέρχονταν και εγκλωβίζονταν στον κύλινδρο. Οι ψαράδες που παραφύλαγαν τα συλλάμβαναν με δίχτυ και στη συνέχεια έκοβαν ένα μέρος από τα φτερά τους για να μη μπορούν να πετάξουν μακριά, αλλά μόνο εκεί γύρω. Στη συνέχεια άφηναν ελεύθερα τα πουλιά με τις κομμένες φτερούγες στο εξωτερικό τμήμα του ιχθυοτροφείου και έτσι τα ψάρια τρομαγμένα έφευγαν προς την αντίθετη κατεύθυνση και μέσα από τη στενή είσοδο κατέφευγαν στο μικρότερο περιφραγμένο τμήμα γύρω από την καλύβα. Τότε οι ψαράδες με ένα εργαλείο που λεγόταν «κουτάλα», αφού άνοιγαν την καταπακτή ή ευρισκόμενοι στη βάρκα τους, έπιαναν με μεγάλη ευκολία όσα ψάρια ήθελαν.
«Το είδος τούτο της αλιείας», σημειώνει ο Χρυσοχόος, «εις ουδεμίαν άλλην της Μακεδονίας λίμνην γίνεται, ούτε καλύβας έχουσιν εν αυταίς, ούτε ιχθυοτροφεία διατηρούσιν, αλιεύουσι δε δια των συνήθων μέσων, ως και εν θαλάσση».
Όταν εγώ επιμένω ότι ο τόπος μας σε πολλά πράγματα ήταν και είναι μοναδικός, ούτε υπερβολικός, ούτε τοπικιστής νομίζω ότι είμαι. Ε, μπορεί να είμαι και λιγάκι. Λίγο, όσο πατάει η γάτα…
*Τοπογράφος – συγγραφέας
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station