«Ο δρόμος από τον σταθμό του Σαρή Γκιολ προς το Κιλκίς είναι λίγο ανηφορικός και μόνο όταν φθάσαμε σ’ απόστασι 300 περίπου μέτρων από την πόλι, μας παρουσιάσθησαν αριστερά του δρόμου, δυο νεόχτιστα μεγάλα κτίρια, οι καπναποθήκες και δεξιά ένας συνοικισμός με χαμοκέλες και δεξιά κι αριστερά του δρόμου τα από παράγκες καταστήματα της αγοράς.
Εγνώριζε ο Αδοσίδης πως είχε διασωθή από τη φωτιά το Διοικητήριο, δεν ήτανε κι’ η πρώτη φορά που επισκεπτότανε το Κιλκίς και φθάσαμε στο Διοικητήριο χωρίς να πάρη κανείς είδησι.
Παρουσίαζε όψι εγκαταλελειμμένου κτιρίου, ανεβήκαμε στο γραφείο του Υποδιοικητή χωρίς να συναντήσωμε ψυχή. Μας έφερε σ’ αμηχανία κείνη η ερημιά. Τη στιγμή που ήμουνα έτοιμος νάβγω αναζητώντας άνθρωπο, παρουσιάσθηκε στην πόρτα του γραφείου μια γνωστή φυσιογνωμία, ο Κωστ. Χαλκιάς. Τον είχα γνωρίσει ως μαθητή στην Αθήνα. Είχε μάθει από τις εφημερίδες το διορισμό μου και μ’ ανεγνώρισε κι αυτός και μας συνεστήθηκε ως ακόλουθος της Υποδιοικήσεως.
Πήρε είδησι κι ο εκτελών χρέη αστυνόμου ενωμοτάρχης Γραμμένος, με την σειρά τους έκαμαν την παρουσία τους, κι’ οι οικονομικοί υπάλληλοι, Ταμίας κι’ Έφορος και δυο γραφείς, ο ένας τοποθετημένος στην υποδιοίκησι κι’ ο άλλος στο τμήμα αποκαταστάσεως προσφύγων, αυτοί και τέσσαρες χωροφύλακες ήσαν όλοι οι υπάλληλοι κι’ οι αρχές του Κιλκίς.
Ο ενωμοτάρχης ήταν Κερκυραίος, είχε όμως κουμπάρο το Ζαβιτσάνο και κράτησε την κουμπαριά, οι χωροφύλακες ήταν Κρήτες, οι Χαλκιάς κι’ οι δυο γραφείς ήσαν πρόσφυγες εκ Στρωμνίτσης, αυτούς τους κράτησαν οι οικογένειές τους, είχανε εγκατασταθεί οικογενειακώς στο Κιλκίς. Όλοι οι άλλοι, ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων, προτίμησαν την Αθήνα από τη λασπουριά του Κιλκίς. Οι οικονομικοί υπάλληλοι, Γεώργιος Μουζουρίδης από την Σπάρτη, ταμίας και ο Γεώργιος Χατζόπουλος από την Χαλκίδα, έφορος ήσαν οι πρώτοι διορισθέντες υπάλληλοι της Άμυνας και μ’ είχαν προλάβει στο Κιλκίς.
Ήσαν της ηλικίας μου, χωρίς υποχρεώσεις, τους έκαμε ο μακαρίτης ο Σίδερης προϊσταμένους υπηρεσιών και εταύτισαν την τύχη τους με την Άμυνα. Μ’ αυτούς κινήσαμε και τα βγάλαμε πέρα.
Ο Χαλκιάς ήτανε παλαιός στην υποδιοίκησι, αν δεν κάνω λάθος, από τη σύστασί της, και μούδωσε ακριβείς πληροφορίες και για τον πληθυσμό της πόλεως και της υπαίθρου και για την σύνθεσι του εδάφους και την παραγωγή της περιφερείας Κιλκίς.
Δεν υπερέβαιναν οι κάτοικοι της πόλεως τις πέντε χιλιάδες, η δε ονομασία της σε δήμο ήτανε τιμητική κι’ ήσαν σωστό χαρμάνι. Από τους παληούς κατοίκους είχαν παραμείνει ο μυλωνάς κι ελάχιστες οικογένειες, που ‘χαν καταφύγει κατά τις μάχες στην σχολή Καλογραιών και δεν τους παρέσυρε ο βουλγαρικός στρατός κατά την φυγή του. Όλοι οι άλλοι ήσαν πρόσφυγες από την Στρωμνίτσα, την Θράκη και τον Πόντο κι’ ο Σάββας ο Καραμανλής, μια ανθρωπάρα με τους δικούς του από τα βάθη της Ανατολής. Ήσαν τουρκόφωνοι, έγραφαν όμως την τουρκική με ελληνικούς χαρακτήρες. Απ’ αυτό το χαρμάνι ελάχιστοι από την Θράκη κι’ οι Στρωμνιτσιώτες ήσαν αστοί, όλοι οι άλλοι ήσαν γεωργικός πληθυσμός.
Η τοποθεσία του Κιλκίς, με τη δική του εύφορη περιφέρεια και με το ιστορικό πλέον όνομά του, μας επέβαλαν να μη το αφήσωμε να εκφυλισθή σε χωριό κι’ από τις πρώτες κυβερνητικές πράξεις, στα νέα εδάφη μας, ήτανε η ανοικοδόμησις της πόλεως Κιλκίς.
Οι Στρωμνιτσιώτες ήσαν οι πρώτοι νέοι οικιστές, και δεν είχαν έρθει μ’ ένα μπόγο στην πλάτη. Είχαν ακολουθήσει τον στρατό μας κατά τη σύμπτυξί του και τους βοήθησαν κι είχαν παραλάβει όλη σχεδόν την κινητή περιουσία τους, βρήκαν και τα διασωθέντα σπίτια και καλοβολεύτηκε ένα μέρος κι οι άλλοι κατέβηκαν στη Θεσσαλονίκη. Όταν τελείωσε η ανοικοδόμησις του συνοικισμού, στην έλλειψι αστικού πληθυσμού, στάλθηκαν οι πρώτοι λαχόντες κι έγιναν κι οι Πόντιοι αστοί.
Οι Στρωμνιτσιώτες συνέχισαν την παληά δουλειά τους: Μανιφατούρες, είδη πολυτελείας, υαλικά και τα παρόμοια. Οι εκ Θράκης έμποροι είχαν τα είδη του γενικού εμπορίου και στους φτωχούς Πόντιους είχαν αφήσει τα μαγειριά και τα κέντρα ψυχαγωγίας. Με μια κατσαρόλα και μ’ ένα τηγάνι ήτανε έτοιμο το μαγειριό και μ’ ένα καφεδόμπρικο και δυο φλιτζάνια το καφενείο, κι όλοι τους Στρωμνιτσιώτες, Θράκες και Πόντιοι είχαν εγκαταστήσει τα καταστήματά τους σ’ αυτοσχέδιες παράγκες. Όλοι δε γενικώς από λίγο σε πολύ επεδίδοντο ιδίως στην καπνοφυτεία κι ιδιαιτέρως οι Θράκες του Κιλκίς, απ’ όλους τους κατοίκους της υποδιοικήσεως ήσαν και κτηνοτρόφοι σε πρόβατα.
Σε δυο μέρες γνώρισα την πόλι και τις ανάγκες της. Κι’ ήσαν πολλές και για την πόλι και για τους κατοίκους της κι’ εχρειάζοντο χρόνο για την επούλωσι των πληγών πούχε ανοίξει ο πόλεμος κι’ η προσφυγιά».