ΑΛΩΝΙΣΜΟΣ
Καλό μήνα διαδικτυακοί φίλοι και μιας και ο Ιούλιος στα παλιότερα χρόνια είχε συνδεθεί με τον αλωνισμό, γι’ αυτό και ονομαζόταν «Αλωνάρης», ας θυμηθούμε την παραδοσιακή διαδικασία διαχωρισμού των σπόρων των σιτηρών από τα στάχια, που ακολουθούσε το θερισμό.
Για να γίνει ο διαχωρισμός τα στάχια έπρεπε να χτυπηθούν πολλές φορές με πολλή δύναμη και αυτό γινόταν με διάφορους τρόπους: με τον ξύλινο κόπανο, με τη βοήθεια ζώων, με τη χρήση μηχανών. Ο χώρος που γινόταν ο αλωνισμός ήταν το αλώνι που είχε κυκλικό σχήμα και βρισκόταν λίγα εκατοστά χαμηλότερα από τη στάθμη του εδάφους. Μερικές φορές η επιφάνεια του ήταν λιθόστρωτη.
Στο κέντρο του χώρου αυτού ήταν τοποθετημένος ένας στύλος, γύρω από τον οποίο και σε όλη την επιφάνεια του αλωνιού τοποθετούνταν τα δέματα των σιτηρών, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, έτσι ώστε τα στάχια να βρίσκονται στην επιφάνεια. Ο αλωνάρης διασκόρπιζε τα στάχια με το «δικράνι» ή «πιρούνα», που ήταν ένα σιδερένιο εργαλείο σε σχήμα περόνης με δυο δόντια και μακρύ ξύλινο στειλεό. Πολλές φορές η περόνη ήταν ξύλινη και αποτελούσε τη συνέχεια του ξύλινου στειλεού.
Στη συνέχεια έμπαιναν στο αλώνι τα ζώα, που δένονταν από τα περιλαίμια τους στο ένα από τα άκρα ενός σκοινιού, ενώ το άλλο άκρο δενόταν στον κεντρικό στύλο. Τα ζώα περιστρεφόμενα στην επιφάνεια του αλωνιού πατούσαν και έτριβαν τα στάχια. Κατά την περιστροφή το σκοινί τυλιγόταν γύρω από τον στύλο και έτσι τα ζώα διαρκώς πλησίαζαν προς το κέντρο. Κατόπιν περιστρέφονταν αντίθετα ξετυλίγοντας το σκοινί και απομακρύνονταν από τον στύλο. Μετά από μερικές περιστροφές των ζώων τα στάχια είχαν τριφτεί. Ο γεωργός που εκτελούσε τον αλωνισμό πρόσεχε τα ζώα να μην κοπρίσουν και λερώσουν τα στάχια γι’ αυτό είχε μαζί του ένα τενεκέ, ενώ οι Θρακιώτες συνήθιζαν να βάζουν στα ζώα φίμωτρο για να μην τρώνε τον καρπό.
Η εργασία αυτή γινόταν πιο αποδοτική με τη χρήση ενός ξύλινου εργαλείου που το έσερναν τα ζώα και ονομαζόταν «δουκάνη». Η δουκάνη αποτελούνταν από δυο χοντρές ξύλινες σανίδες, συναρμολογημένες έτσι ώστε να σχηματίζουν ενιαίο σώμα, στενότερο μπροστά και πλατύτερο πίσω. Το μπροστινό μέρος της ήταν ελαφρά κυρτωμένο, για να διευκολύνεται το γλίστρημα πάνω στα στάχια. Στην κάτω επιφάνεια και μέχρι το ύψος της κύρτωσης υπήρχαν σφηνωμένες κοφτερές πέτρες ή λεπίδες, οι οποίες έκοβαν τα στάχια καθώς η δουκάνη περνούσε από πάνω τους. Συνήθως πάνω στη δουκάνη τοποθετούσαν ένα βάρος ή καθόταν κάποιο παιδί.
Το αλώνισμα γινόταν τις ζεστές μέρες από τις 10 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα, γιατί με το λιοπύρι ξεραίνονταν τα στάχια και έτσι διευκολυνόταν η εργασία. Αντίθετα τις συννεφιασμένες μέρες ή τις βραδινές ώρες δε γινόταν αλώνισμα, γιατί τα στάχια μαλάκωναν από την υγρασία και δεν κοβόταν.
Μετά και τα τελευταία γυρίσματα, όταν το σιτάρι είχε πλέον διαχωριστεί από το άχυρο, οδηγούσαν τα ζώα με την δουκάνη έξω από το αλώνι και τα ξέζευαν. Στη συνέχεια τα αλωνισμένα στάχια που ήταν απλωμένα σ’ όλο το χώρο του αλωνιού τα συγκέντρωναν με τους «σύρτες» στην αρχή, και με τις «φουρκαλιές» στο τέλος και δημιουργούσαν έναν επιμήκη σωρό, το «λαμνί» ή «τουγ», όπως το ονόμαζαν οι Πόντιοι. Η μεγάλη πλευρά του σωρού ήταν κάθετη στο νοτιά. Οι σύρτες ήταν ξύλινοι με μεγάλο άνοιγμα και η χρήση τους απαιτούσε μεγάλη δύναμη. Άλλος τρόπος συγκέντρωσης ήταν με ένα μεγάλο ξύλο το «καπτόν», που το έσερναν τα ζώα.
Ύστερα από αυτό, συνήθως το σούρουπο, γινόταν το λίχνισμα που σαν σκοπό είχε να ξεχωρίσει τον καρπό από τα άχυρα. Για να γίνει το λίχνισμα έπρεπε να φυσάει αέρας συνεχής αλλά όχι δυνατός. Όταν δε φυσούσε ο άνεμος το λίχνισμα μπορούσε να διαρκέσει πολλές ημέρες.
Μόλις άρχιζε να φυσάει οι λιχνιστές με το «καρπολόι» ή «λεγμετέρ», που ήταν ένα ξυλόφτυαρο με τρία ή τέσσερα δόντια, έπαιρναν μια ποσότητα από τα αλωνισμένα στάχια και την πετούσαν ψηλά και κόντρα στον αέρα. Η εργασία αυτή λεγόταν «βόρισμα». Με αυτόν τον τρόπο ο καρπός που ήταν πιο βαρύς έπεφτε μπροστά του και το άχυρο παρασυρόταν μακρύτερα από τον αέρα. Αυτή η φάση του πρώτου διαχωρισμού του καρπού από τα άχυρα λεγόταν «ξεχέρισμα». Με το ξεχέρισμα αποχωριζόταν το μεγαλύτερο μέρος του άχυρου παρέμεναν όμως μαζί με τον καρπό τα πιο χοντρά άχυρα που ήταν βαριά και δεν τα έπαιρνε ο αέρας. Για να απαλλαγεί ο καρπός από αυτά σχηματιζόταν καινούργιος σωρός και αφού σκουπιζόταν το αλώνι άρχιζε το ξελίχνισμα με έναν μόνο λιχνιστή, που επαναλάμβανε την εργασία με ένα πλατύστομο ξύλινο φτυάρι. Ταυτόχρονα οι βοηθοί του μικρές σκούπες απομάκρυναν τα άχυρα που δεν μπορούσε να παρασύρει ο αέρας. Έτσι ο καθαρός καρπός συγκεντρωνόταν σε κωνικούς σωρούς.
Ακολουθούσε το κοσκίνισμα που γινόταν με το «ρεμόνι», που ήταν ένα κόσκινο με ξύλινο πλαίσιο και πάτο από τρυπητή λαμαρίνα ή συρμάτινο πλέγμα. Με το κούνημα του ρεμονιού αριστερά – δεξιά και πάνω – κάτω ο καρπός από τις τρύπες έπεφτε στο αλώνι. Οι Πόντιοι ονόμαζαν την εργασία αυτή «ταπούρισμα» και χρησιμοποιούσαν δυο κόσκινα.
Μετά το ξελίχνισμα ο καθαρισμένος καρπός σακκιαζόταν σε τσουβάλια που αγόραζαν από το εμπόριο. Την προπολεμική περίοδο τα λέγανε «Καλκούτα» και χωρούσαν 100 οκάδες. Υπήρχε και ένας άλλος τύπος σακιού το «γαζίλι», που ήταν φτιαγμένο από κατσικίσιες τρίχες.
Τα γαζίλια ήταν ανοιχτά, τοποθετούσαν το στάρι και στη συνέχεια το έραβαν με σακοράφες. Τα γαζίλια χωρούσαν μέχρι 200 κιλά και τα σήκωναν με δυσκολία 3 άντρες.
Στη συνέχεια μεταφερόταν με ζώα στο σπίτι του γεωργού όπου αποθηκευόταν στα «αμπάρια».
Τα άχυρα μεταφέρονταν στον αχυρώνα και χρησιμοποιούνταν για τη διατροφή των οικόσιτων ζώων. Το άχυρο το έριχναν από ένα παράθυρο που υπήρχε στη στέγη του αχυρώνα ενώ ένα δεύτερο άτομο που βρισκόταν στο εσωτερικό το έσπρωχνε προς τους τοίχους και το πατούσε για να εξοικονομήσει χώρο. Η εργασία αυτή ήταν δύσκολη γιατί η ατμόσφαιρα μέσα στον αχυρώνα ήταν πνιγηρή εξαιτίας της σκόνης που εκπεμπόταν. Αλλά και ποια από τις εργασίες του γεωργού δεν ήταν δύσκολη;
*Τοπογράφος – συγγραφέας
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station