Αρθρογραφία

ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥΣ ΧΟΡΟΥΣ ΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 100 ΧΡΟΝΙΑ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του 1920 οι περισσότεροι κάτοικοι του Κιλκίς διασκέδαζαν στα σπίτια τους ή στα σπίτια συγγενικών προσώπων, γειτόνων και φίλων. Οι συναντήσεις τους κατέληγαν πολλές σε γλέντια υπό τους ήχους παραδοσιακών μουσικών οργάνων, που οδηγούσαν σε ατελείωτους χορούς. Οι χοροί είχαν την τιμητική τους στους γάμους, τους αρραβώνες και τα πανηγύρια.
Η αλλαγή του τρόπου ζωής στη νέα δεκαετία έφερε αλλαγές και στον τρόπο διασκέδασης. Οι νέοι και οι νέες, που όλο και συχνότερα έβγαιναν από τα σπίτια τους, άρχισαν να δείχνουν την προτίμησή τους στους νέους χορούς που έρχονταν από την Ευρώπη, για τους οποίους η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια έγραφε: «Μετά τον πόλεμον εκσπά αίφνης αληθής χορευτική φρενίτις καθ’ όλον τον κόσμον. Υπό τους συγκομμένους και αλαλάζοντας ρυθμούς της μουσικής των τζαζ μπαντ, δαιμονιωδώς και μανιωδώς ταραχοποιών, χορεύονται μόνον και αποκλειστικώς οι χοροί των μαύρων και των αγρίων κατά το μάλλον ή ήττον εξημερωμένοι ή και παραμορφωμένοι: το Φοξ τροτ, το Ταγκό, το Μπλουζ, το Σίμμυ, τώρα τελευταία η Ρούμπα». Το 1919 σε αθηναϊκό ξενοδοχείο το ισπανικό χορευτικό ζεύγος Μπαρκουιλέρο δίδαξε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το ταγκό, που ήταν ο νέος χορός της μόδας σ’ όλη την Ευρώπη, ενώ το 1923 ένας καινούργιος χορός που απαιτούσε ευλυγισία των γονάτων και των αστραγάλων, το Τσάρλεστον, άρχισε να κάνει θραύση στα χορευτικά κέντρα.
Έτσι κι εδώ στο Κιλκίς οι διάφοροι σύλλογοι άρχισαν να διοργανώνουν χοροεσπερίδες, στις οποίες η γνώση των μοντέρνων χορών ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Η αίθουσα όπου πραγματοποιούνταν οι χορευτικές αυτές εσπερίδες ήταν ο κινηματογράφος «Ολύμπια» των αδελφών Θεοδοσιάδη στην Αγίου Γεωργίου ενώ στον «Κήπο» γινόταν οι σαββατιάτικες χορευτικές βραδιές. Ο Σταύρος Λίβας περιέγραψε τα χορευτικά αυτά σαββατόβραδα στο προπολεμικό Κιλκίς: «Ενώ μια ορχήστρα, εξ εγχωρίων οργανοπαικτών, στημένη πάνω σε μια πρόχειρη εξέδρα, συνόδευε με το παίξιμό της, τα ζευγάρια που στριμώχνονταν στην πίστα στο ρυθμό της «Κομπαρσίτας» ή των άλλων αργεντίνικων ταγκό του Εντουάρντο Μπιάνκο, που ήτανε τότε πολύ της μόδας. Στις χορευτικές αυτές βραδιές όπου ανακηρύσσονταν «βασίλισσες του χορού» και της «βραδιάς» είχαμε την ευκαιρία να χειροκροτήσουμε την «ελίτ» των Ποντίων συμπολιτών μας που, με πρώτον και καλύτερον, το γιατρό τον Κοσμίδη, μας μετέφεραν με τα θεαματικά του βαλς, τις πόλκες και τις μαζούρκες, στα σαλόνια της τσαρικής Ρωσίας». Εκτός από τους δεξιοτέχνες υπήρχαν και οι απρόσεκτοι που κινδύνευαν να βρεθούν στη χαβούζα που υπήρχε δίπλα στην πίστα του χορού. Όπως γράφει ο Λύσανδρος Φάσσος τη χαβούζα αυτή «αργότερα τη σκεπάσανε γιατί ήταν κίνδυνος για τους χορευτές, τους μερακλήδες του βαλς, κανα δυο παραπατήσανε και πέσανε μέσα».
Καθιερωμένοι ήταν οι αποκριάτικοι χοροί ενώ χοροεσπερίδες δίνονταν και με την ευκαιρία του γιορτασμού εθνικών επετείων. Τα όσα συνέβαιναν κατά τη διάρκεια των χορευτικών αυτών εκδηλώσεων στο Κιλκίς αναφέρονταν σε μικρά μονόστηλα στις εφημερίδες της συμπρωτεύουσας που περιέγραφαν «τα ζεύγη που εχόρευον ελληνικούς και ευρωπαϊκούς χορούς με ακράτητον ενθουσιασμόν» μέχρι «τας μεταμεσονύκτιας ώρας» άλλοτε υπό «τους ήχους κλειδοκυμβάλου και βιολίου» και άλλοτε «υπό πλήρους τζαζ μπαντ»..
Την ανάγκη των Κιλκισιωτών για εκμάθηση ευρωπαϊκών χορών κάλυψε το χοροδιδασκαλείο Ραπτόπουλου που λειτουργούσε ήδη από το 1925. Ο χοροδιδάσκαλος Παύλος Ραπτόπουλος είχε σπουδάσει χορό στη Ρωσία και το χοροδιδασκαλείο, που βρισκόταν στην οδό Λεοναρδοπούλου, λειτουργούσε ταυτόχρονα και ως καφενείο. Διέθετε μεγάλη πίστα όπου με τη συνοδεία γραμμοφώνου τα νεαρά ζευγάρια μάθαιναν βαλς, ταγκό, σάμπα, ρούμπα αλλά και λαϊκούς χορούς. Στον κήπο υπήρχε υπαίθρια πίστα στρωμένη με χαλίκι για τους καλοκαιρινούς μήνες. Τα μαθήματα ήταν ανάλογα με ικανότητες των εκπαιδευομένων: απλοί βηματισμοί για τους αρχάριους, σύνθετες χορευτικές φιγούρες για τους πιο έμπειρους. Οι μαθητές ήταν κυρίως νεαροί άνδρες και λιγότερο κοπέλες, οι οποίες όχι σπάνια επιτηρούνταν από το άγρυπνο βλέμμα του αυστηρού αδελφού που τις συνόδευε. Πολλές φορές οι «ντάμες» ήταν λίγες και έτσι αρκετά ζευγάρια σχηματίζονταν από δυο «καβαλιέρους» που περίμεναν ανυπόμονα την αλλαγή προσμένοντας να χορέψουν με ντάμα. Έτσι, οι αξιομακάριστοι παππούδες μας χαλούσαν πλέον τις σόλες των παπουτσιών τους στις χορευτικές πίστες και όχι στα καλντερίμια και τους χωματόδρομους, σουλατσάροντας κάτω από τα παράθυρα των κοριτσιών και άδοντας με συνοδεία κιθάρας ρομαντικά άσματα του τύπου «ω! αργυρά πανσέληνος». Και οι σεβάσμιες γιαγιάδες μας δεν αρκούνταν να ακούν αυτές τις θρηνωδίες κοιτάζοντας κρυφά από τη γρίλια του παραθύρου αλλά μπορούσαν να έχουν μια αίσθηση ελευθερίας χορεύοντας βαλς ή τσάρλεστον.
Η λειτουργία των χοροδιδασκαλείων προκάλεσε την άδικη κατακραυγή των ηθικολόγων και των ιερωμένων που θεωρούσαν τους χώρους αυτούς άντρα διαφθοράς και ακολασίας, γιατί ερχόταν σε επαφή τα δυο φύλα, τα οποία η κρατούσα κοινωνική ηθική ήθελε παρασάγγας μακριά το ένα από το άλλο. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Κιλκίς στη συνεδρίαση της 4ης Σεπτεμβρίου 1925 όπου αναφέρεται: «Επί του λειτουργούντος χοροδιδασκαλείου να γίνει σχετική αναφορά προς την ενταύθα αστυνομικήν αρχήν ίνα προβή αυτή εις τα ληπτέα μέτρα προς πρόληψιν ανήθικων γεγονότων». Βέβαια τo χοροδιδασκαλείo δεν ήταν ηθικοπλαστικό ίδρυμα και ο ίδιος ο χοροδιδάσκαλος φρόντιζε για την ευπρέπεια του, αλλά την εποχή του Πάγκαλου όλα μπορούσε να τα περιμένει κανείς. Ακόμη και να επαναφέρουν το μαντήλι που παλαιότερα μεσολαβούσε ανάμεσα στις παλάμες των χορευτών του βαλς ώστε να μην υπάρχει καμία σωματική επαφή.

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα