ΤΑ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης
Πολλοί θα θεωρήσετε ότι το θέμα που επέλεξα είναι μακάβριο και δεν έχετε άδικο σ’ αυτό. Τα κοιμητήρια, όμως, η «πόλη των νεκρών», αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της πόλης, καθώς στους παλιούς τάφους αναγράφονται πολύτιμα στοιχεία για τους ανθρώπους που είναι συνδεμένοι με την ιστορία και την κοινωνική της ζωή και που έχουν εγκαταλείψει τα εγκόσμια πριν από δεκαετίες. Ονόματα, επίθετα, χρονολογίες γεννήσεων και θανάτων προσώπων και οικογενειών, τόποι καταγωγής, επαγγέλματα, ταφικές επιγραφές σε επιτάφιες στήλες, αποτελούν στοιχεία που συμπληρώνουν τον καμβά της μικροϊστορίας της πόλης.
Η αλήθεια είναι ότι στο παλιό νεκροταφείο του Κιλκίς δύσκολα θα ανακαλύψει κανείς ονόματα ιστορικών προσώπων, λογοτεχνών ή καλλιτεχνών πανελλήνιας ακτινοβολίας, ούτε θα θαυμάσει ανεκτίμητης αξίας ταφικά γλυπτικά μνημεία, σαν αυτά που υπάρχουν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Μπορεί, όμως, να αντλήσει πολύτιμες πληροφορίες εάν – με την ευκαιρία επίσκεψης στην τελευταία κατοικία προσφιλών του προσώπων- περιηγηθεί στους στενούς διαδρόμους του και στον ασφυκτικά γεμάτο από τάφους και θλίψη χώρο του.
Εν προκειμένω αναφερθώ στα κοιμητήρια της πόλης μας μετά την απελευθέρωση της, αλλά σε εκείνα που υπήρχαν στην παλιά πόλη κατά τη διάρκεια του 19ου αι. και για τα οποία ελάχιστα γνωρίζουμε.
Μέχρι το 1869 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπήρχε νομοθετικό πλαίσιο για τη λειτουργία νεκροταφείων καθώς οι στοιχειώδεις αστικές υπηρεσίες για τη δημιουργία δημόσιων χώρων και κοινωφελών εγκαταστάσεων εξασφαλίζονταν από ατομικές πρωτοβουλίες και δραστηριότητες των εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων. Το κενό αυτό καλύφθηκε με το νόμο «περί ιδρύσεως και λειτουργίας νεκροταφείων» που ακολουθούσε τα ευρωπαϊκά πρότυπα, καθώς οι χώροι αυτοί έπρεπε εφεξής να είναι οριοθετημένοι υπό τον έλεγχο των δημοτικών αρχών και εγκεκριμένοι από τις υγειονομικές υπηρεσίες. Ταυτόχρονα απαγορεύθηκε ρητά η εκτός των νεκροταφείων ταφή που ίσχυε με βάση το εθιμικό δίκαιο.
Μέχρι την περίοδο των Μεταρρυθμίσεων, γνωστή ως Τανζιμάτ, η χωροθέτηση των νεκροταφείων γινόταν στον περίβολο των εκκλησιών και υπήρχαν μικρά νεκροταφεία, χριστιανικά ή μουσουλμανικά, σε κάθε γειτονιά ανάλογα με την εθνικο-θρησκευτική της σύνθεση. Ένα τέτοιο χριστιανικό νεκροταφείο υπήρχε στην εκκλησία της «Παναγίας», όπως γράφει ο Туше Влахов στο βιβλίο του «Кукуш и неговото минало», που εκδόθηκε στη Σόφια το 1969. Η εκκλησία αυτή, που είχε ανεγερθεί το 1802, βρισκόταν στην 21ης Ιουνίου, δίπλα στο σημερινό βιβλιοπωλείο Ψάλτου και όπως γράφει ο Αριστείδης Σιδέρης «η εκκλησία αυτή εχρησίμευεν ως τοιαύτη του νεκροταφείου καθότι ευρέθησαν κοιμητήριες πλάκες εκ μαρμάρου με βουλγαρικές επιγραφές…»
Ένα άλλο νεκροταφείο, σύμφωνα πάλι με τον Влахов, βρισκόταν κοντά στην αρχή της σημερινής οδού Βενιζέλου, όπου υπήρχε μια μεγάλη δενδρόφυτη πλατεία, η «Μεράτα», που λειτουργούσε σαν ζωοπάζαρο. Το νεκροταφείο αυτό στη θέση του παλιού πάρκου που αποτελούσε το απώτατο όριο του αρχικού πυρήνα του οικισμού μέχρι τις αρχές του 19ου αι., αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των εκσκαφικών εργασιών για την υλοποίηση του έργου «Ανάπλαση της περιοχής Δημοτικού Πάρκου – Κήπου Κιλκίς» το 2013.
Σε κείμενο που δημοσιεύθηκε στον τόμο 68 του «Αρχαιολογικού Δελτίου» του Υπ. Πολιτισμού και υπογράφεται από τους Σπύρο Βασιλείου και Παγώνα Ιωαννίδου αναγράφεται: «Σε οικόπεδο που περικλείεται από τις οδούς Βενιζέλου, Χαρίτωνος, Σπάρτης και Αγίου Γεωργίου εντοπίστηκαν διάσπαρτες ταφές σε σημαντική έκταση. Κατά τη διενέργεια άμεσης σωστικής ανασκαφικής διερεύνησης του χώρου αποκαλύφθηκαν και ερευνήθηκαν με συνοπτικό τρόπο 36 ταφές αλλά και διαταραγμένες συγκεντρώσεις οστών και ευρημάτων.
Από τα ευρήματα προέκυψε ότι πρόκειται για τμήμα μουσουλμανικού νεκροταφείου της πόλης, οργανωμένου όπως φαίνεται από τη διάταξη των ταφών, το οποίο εγκαταλείφθηκε πιθανότατα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και την ανταλλαγή των πληθυσμών αργότερα μέχρι το 1924.
Το τμήμα αυτό του νεκροταφείου βρίσκεται αρκετά κοντά, στην προέκταση προς Δ. της τουρκικής συνοικίας στα νοτιοανατολικά της πόλης (τουρκομαχαλάς), σύμφωνα με γενικές πληροφορίες από διάφορες πηγές. Επιτύμβια σήματα ή άλλες υπέργειες κατασκευές δεν βρέθηκαν και αυτό πιθανότατα οφείλεται στην καταστροφή τους κατά τα μετέπειτα χρόνια της εγκατάλειψης του νεκροταφείου και της αλλαγής της χρήσης του χώρου.
Συλλέχθηκαν υπολείμματα οργανικών υλικών, όπως από ξύλινα φέρετρα, υφάσματα πράσινου χρώματος και υποδήματα. Ακόμη διαφόρων τύπων πινάκια, γυάλινα μπουκάλια, μετάλλινα αντικείμενα, δισκόμορφα «φλουράκια» με οπή προσάρτησης σε ύφασμα με αραβικά γράμματα, γυάλινα βραχιόλια, θραύσμα πήλινης πίπας καπνίσματος, σπάραγμα μαρμάρινης επιγραφής με αραβικούς χαρακτήρες κ.ά».
Τα δύο αυτά νεκροταφεία αφομοιώθηκαν από τον αστικό ιστό μετά τις συνεχείς επεκτάσεις του και στην πορεία προς τον 20ο αι. επικράτησε η χωροθέτηση των κοιμητηρίων στα όρια ή εκτός των ορίων του συνεκτικού τμήματος της πόλης.
Ελληνικό νεκροταφείο πιθανώς δεν υπήρχε, όπως προκύπτει από την έκθεση του αρχιμανδρίτη Θεόδωρου Ματζουρανή προς τον πρόξενο Ευγενιάδη στις 30-7-1901, όπου ο Ματζουρανής πρότεινε μεταξύ άλλων την ενοικίαση οικίας που θα μετατρεπόταν σε εκκλησία και την αγορά έκτασης 2 στρ. για δημιουργία νεκροταφείου.
Η επέκταση του οικισμού προς τα δυτικά με την έλευση αγροτών από γειτονικά χωριά στα τέλη του 19ου αι. προσέθεσε μια νέα συνοικία στους πέντε υπάρχοντες «μαχαλάδες του Κουκουσίου» που καταγράφονται το 1862. Σε έγγραφο της Βουλγάρικης Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής Κοινότητας Κιλκίς που υπογράφεται στις 18-11-1906 από τον πρόεδρο της Αρχιμανδρίτη Α. Βαρμπάνοφ και αφορά την ανέγερση της εκκλησίας της «Μεταμορφώσεως του Σωτήρος», που μετονομάσθηκε σε εκκλησία των «Δεκαπέντε Μαρτύρων», αναφέρεται ότι «Η ανέγερση αυτού του ιερού ναού άρχισε στις 25 Αυγούστου και τα θεμέλια τέθηκαν εντός των ορθοδόξων νεκροταφείων που βρίσκονται στην τοποθεσία με την ονομασία «Νέος μαχαλάς». Τα κοιμητήρια αυτά χαρακτηρίζονται ως «Γαλλικόν νεκροταφείον» στο ρυμοτομικό σχέδιο που εκπόνησε ο H.F.Trew το 1922.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση και πιθανώς μέχρι το 1923, ως κοιμητήριο των προσφύγων χρησιμοποιήθηκε ο περίβολος του ναϊδρίου του Προφήτη Ηλία. Γνωρίζω ότι το θέμα μπορεί μεν να είναι δυσάρεστο αλλά ευελπιστώ ότι τουλάχιστον κάτι προσέθεσε στην διερεύνηση της ιστορίας της πόλης μας.



