Η πρόσφατη συνέντευξη του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου και ο Μακαριστός Χριστόδουλος

Την Κυριακή 31 Μαΐου 2020 δημοσιεύθηκε στην εφημρίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, η πρόσφατη και πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμου με κύριο θέμα “τις προκλήσεις που γέννησε η πανδημία του Κορωνοϊού COVID-19 αλλά και άλλα θέματα που προέκυψαν κατά τη συζήτηση.
Απάντησε ο Αρχιεπίσκοπος σε σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου ότι “Η Εκκλησία συμφώνησε με το κλείσιμο των ναών κατά την διάρκεια της πανδημίας γιατί “υπέρτατος νόμος είναι η σωτηρία του ανθρώπου”.
Οι άνθρωποι που έχουν νου είπε υιοθέτησαν αυτή την άποψη και θα πρέπει να πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους μόχθησαν σε αυτή την περιπέτεια ώστε το αποτέλεσμα να είναι για την Ελλάδα ένα αποτέλεσμα επαινετό”. Για το θέμα της Θείας Κοινωνίας, ο Αρχιεπίσκοπος είπε οτι “Δεν μπορεί να γίνει θέμα συζητήσεως. Δεν είναι θέμα ούτε προσωπικό του καθενός, ούτε γενικότερο”.
Για το αν υπονομεύεται το Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας,σε περίπτωση που δίνεται στους πιστούς με κουταλάκια μιάς χρήσης απάντησε ο Αρχιεπίσκοπος: “Δεν το υπονομεύει. Διότι έχουμε άλλη λειτουργία στην Εκκλησία μας μιας άλλης εποχής που δεν είχαμε κουταλάκι, που ο άρτος το Σώμα εβαπτίζεται.
Πρώτη φορά αντιμετωπίζουμε αυτό το πράγμα για αυτό νομίζω οτι δεν θα είναι αντικείμενο συζητήσεως, ούτε ενός κληρικού με έναν γιατρό λοιμοξιολόγο ή με έναν πιστό… Είναι ένα θέμα που πρέπει πανορθόδοξα να αντιμετωπισθεί”. Στην ερώτηση αν έχει κάποια προσωπική πικρία από τους χειρισμούς της πανδημίας του κορωνοϊού από την κυβέρνηση ή από τους επιστήμονες που ανέλαβαν τη διαχείριση της κρίσης απάντηση:
“Όχι υπήρξε συνεργασία. Με τον πρωθυπουργό μίλησα πολλές φορές, σεβάστηκα αυτά που είπε. Όμως τον παρακάλεσα να σεβαστεί και εκείνος αυτά που είπε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος. Η Δ.Ι.Σ. δεν μπορούσε ποτέ να πει: “Κλείνω τους ναούς”. Η Πολιτεία όμως έχει το δικαίωμα να το κάνει αυτό.
Πολλές φορές υπάρχουν υπερβολές αλλά γενικότερα θα έπρεπε να πούμε ένα μεγάλο “ευχαριστώ” σήμερα έστω και μέσα από τις υπερβολές της μιάς ή της άλλης πλευράς για την αποφασιστικότητα που είχε η κεντρική διεύθυνση του κράτους ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί που κινήθηκαν δραστήριαγρήγορα.
Εγώ δεν χω μετανοήσει που συνεργάστηκα με όλους τους πρωθυπουργούς πάντοτε με την ένοια ότι έχω τις πολιτικές μου απόψεις αλλά η συνεργασία είναι το άλφα και το ωμέγα διότι έχουμε υποχρέωση να δουλέψουμε για αυτό το λαό. Και αυτό νομίζω οτι κατά έναν μεγάλο βαθμό το επιτύχαμε σε αυτή την περίπτωση (πανδημία).
Συνοπτικά αυτά είναι τα κυριότερα σημεία της συνέντευξης του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερώνυμου στον δημοσιογράφο κ. Παπαχελά με την οποία διευκρίνισε τη στάση της Εκκλησίας κατά την πανδημία του κορωνοϊού και την συνεργασία με την Πολιτεία για την αντιμετώπιση εξάπλωσης του κορωνοϊού.
Μία στάση καθόλα επαινετή, με την οποία συμφωνεί και η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών «την έχουσα νου (λογική»), όπως είπε και ο Αρχιεπίσκοπος.
Κατά την διάρκεια, όμως, της συνέντευξης προέκυψαν και θέματα γιά τα οποία, οι απαντήσεις του κ. Ιερώνυμου δεν ικανοποιούν τον ακριβοδίκαιο λαό. Στην ερώτηση «αν υπάρχει κάποια λογική στο να μπει όριο ηλικίας στην θητεία των Μητροπολιτών, ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε λέγοντας: «Εγώ θα έλεγα να βρούμε μία μέση λύση. Όταν πάει κάποιος σε ηλικία 70-75 ετών να δηλώσει στην παραίτησή του στην Ιεραρχία της Συνόδου και η Σύνοδος να αποφασίζει.
Όχι, σε χρειαζόμαστε ακόμη. Αλλά με κριτήρια αντικειμενικά. Να υπάρχει, γίνεται αυτό το πράγμα γιά όλους». Η απάντηση αυτή είναι μεσοβέζικη και θυμίζει το «ήξεις αφήξεις» της Πυθίας. Χρειάζεται ξεκάθαρη απάντηση: Πρέπει ή όχι να παύονται αυτοδίκαια και υποχρεωτικά οι Μητροπολίτες από τα καθήκοντά τους, με την συμπλήρωση κάποιου ορίου ηλικίας; Διαφωνίες υπάρχουν και γιά την άποψη του Αρχιεπισκόπου ότι «η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη από παλικαρισμούς ούτε από παλικάρια, έχει ανάγκη από αγίους».
Είναι γνωστό, ότι η Εκκλησία μας συντίθεται από δύο τμήματα. Ένα είναι η «στρατευόμενη» και σε αυτό ανήκουν οι ζώντες επί της γης και το άλλο είναι η «θριαμβεύουσα» στο οποίο βρίσκονται οι θανότες.
Το τμήμα της στρατευμένης Εκκλησίας έχει ανάγκη από παλικάρια, πρώτης γραμμής, που μάχονται γιά της Αρχές και τα Δίκαια της Εκκλησίας, κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες και τις κοσμικές εξουσίες αν χρειαστεί. Φωτεινά παραδείγματα υπάρχουν στην Εκκλησιαστική Ιστορία πολλά.
Αναφέρουμε τον ιεράρχη Ιωάννη Χρυσόστομο, της Βυζαντινής περιόδου και τον σύγχρονό μας μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Πράγματι στην θριαμβεύουσα Εκκλησία δεν χρειάζονται παλικάρια, εκεί αναπαύονται οι άξιοι, τα παλικάρια της στρατευόμενης Εκκλησίας.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί και το γεγονός, ότι ο Αρχιεπίσκοπος π. Ιερώνυμος, δεν αξιοποίησε την ευκαιρία που του έδωσε ο κ. Παπαχελάς, να δείξει μεγαλοψυχία απέναντι στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, που υπήρξε εν ζωή αντίπαλός του στην διεκδίκηση του θρόνου της Αρχιεπισκοπής.
Στην τοποθέτηση του κ. Παπαχελά, ότι κάποιοι λένε γιά την τωρινή συγκυρία «λείπει ο μακαριστός Χριστόδουλος» απάντησε με υπεκφυγές.
Αναγνώρισε βεβαίως, ότι ο μακαριστός είχε πολλά προσόντα, αναφέροντας, ότι ήταν παρορμητικός και είχε το χάρισμα του ομιλητικού, τον χαρακτήρισε φίλο του και αδελφό, αλλά απέφυγε να πει λίγα επαινετικά λόγια γιά τις αρετές του προκατόχου του και γιά την ανιδιοτελή προσφορά του στην Εκκλησία και την κοινωνία γενικότερα.
Επί πλέον άφησε και υπονοούμενα λέγοντας: «Δεν επτρέπεται αυτή την στιγμή επειδή είναι απών να πω γι’ αυτόν. Θα πω γιά τον εαυτό μου».
Πράγματι δεν είναι σωστό να αναφερόμαστε γιά κάποιον νεκρό, όταν πρόκειται να τον κακολογήσουμε. Αντίθετα πρέπει να εκθειάζουμε τα καλά έργα των νεκρών αφού οι ίδιοι δεν μπορούν να προβάλουν.
Μπορούσε, λοιπόν, ο κ.κ. Ιερώνυμος αν ήθελε να εκθειάσει το έργο του προκατόχου του, χωρίς να παρεξηγηθεί.
Γιατί δεν το έκανε;
Άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων!