Συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια: Τρόποι παρέμβασης και αντιμετώπισης
Οι συγκρούσεις και οι διαμάχες είναι ένα αναπόσπαστο μέρος των ανθρωπίνων σχέσεων. Είναι αναπόφευκτες και είναι απαραίτητο όχι μόνο να τις αναμένουμε αλλά και να γνωρίζουμε με ποιο τρόπο μπορούμε να τις αντιμετωπίζουμε.
Μέσα στην οικογένεια οι διαφωνίες και οι συγκρούσεις είναι μέρος της φυσιολογικής λειτουργίας. Το ζήτημα δεν είναι εάν θα υπάρξουν ή όχι διαμάχες αλλά το πως θα αντιμετωπιστούν με επιτυχία.
Τα μέλη της οικογένειας πρέπει να ξέρουν πως να διαπραγματεύονται και να επιλύουν τις διαφορές που προκύπτουν. Για να γίνει αυτό εφικτό τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά θα πρέπει να κάνουν ειλικρινείς προσπάθειες για να κατανοήσουν τα αισθήματα, τη θέση και τις επιθυμίες των άλλων.
Σε ορισμένες οικογένειες φαίνεται ότι υπάρχει αδυναμία επίλυσης των κρίσεων. Τα μέλη της οικογένειας μπορεί να αρνούνται ότι υπάρχει πρόβλημα. Ακόμη πιθανόν να εμπλέξουν ένα τρίτο άτομο στη διαμάχη. Το άτομο αυτό αντί να μεσολαβήσει για να διευθετηθεί το πρόβλημα, πιθανόν να πάρει το μέρος του ενός από τους διαφωνούντες, κάνοντας έτσι την υπόθεση δυσκολότερη.
Μέσα σε κάθε οικογένεια υπάρχουν συμμαχίες και αντιπαλότητες. Κάποτε η μητέρα και η κόρη μπορεί να συνασπισθούν εναντίον του πατέρα και του γιου. Κάποτε οι δύο γονείς μπορεί να ενωθούν εναντίον του ενός από τα παιδιά τους για ένα συγκεκριμένο ζήτημα.
Όμως μέσα σε μια υγιή οικογένεια οι συμμαχίες αυτές δεν είναι σταθερές και αμετακίνητες αλλά μεταβάλλονται ανάλογα με τις καταστάσεις που προκύπτουν. Εάν οι συμμαχίες αυτές μεταξύ ορισμένων μελών της οικογένειας καταστούν πάγιες και μακροχρόνιες, ανεξάρτητα από το είδος των προβλημάτων που προκύπτουν, τότε είναι πιθανόν να δημιουργηθούν δυσλειτουργίες στην οικογένεια, οι οποίες μακροχρόνια θα έχουν κακές επιπτώσεις.
Συνήθως τα μέλη μιας οικογένειας δεν συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν ορισμένες συμμαχίες. Για να το αντιληφθεί κάποιος θα πρέπει να διερωτηθεί: Με ποιο μέλος της οικογένειας μου έχω συνήθως την τάση να συμφωνώ; Όταν τα παιδιά μου μαλώνουν μεταξύ τους, ποιου το μέρος παίρνω πιο συχνά; Με ποιόν στην οικογένεια μου ξοδεύω τον περισσότερο μου ελεύθερο χρόνο; Ποιος στην οικογένεια μου, με θυμώνει ευκολότερα;
Ένα από τα βασικά ερωτήματα που θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να θέσουμε στους εαυτούς μας, είναι το κατά πόσο η οικογένεια μας, λειτουργεί κανονικά ή όχι. Πολλοί γονείς βασανίζονται από την ερώτηση αυτή. Η απάντηση δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε απλή. Ο λόγος είναι ότι οι διακυμάνσεις του φυσιολογικού είναι πολλές στα θέματα αυτά.
Ορισμένα χαρακτηριστικά συσχετίζονται κατά γενικό κανόνα με μια ομαλή και καλή λειτουργία της οικογένειας. Τέτοια χαρακτηριστικά είναι η αγάπη, η φροντίδα και η υποστήριξη που υπάρχει μεταξύ των μελών μιας οικογένειας. Το αίσθημα ασφάλειας, η ανοικτή επικοινωνία, η εκτίμηση και ο σεβασμός στο κάθε άτομο της οικογένειας, η ιδιαίτερη σημασία για την αξία του κάθε ατόμου είναι ενδείξεις της καλής λειτουργικότητας της οικογένειας.
Η διατήρηση μιας υγιούς και λειτουργικής κατάστασης στην οικογένεια λοιπόν, εξαρτάται πολύ από την προσέγγιση που θα υιοθετήσουν οι γονείς.
Κατά την εφηβεία, όσο πιο κοντά βρίσκονται οι γονείς με τα παιδιά, τόσο η ένταση κινδυνεύει να αυξηθεί. Άρα η εγγύτητα των γονιών για το παιδί είναι πηγή ηρεμίας, ενώ για τους εφήβους είναι πηγή δυσφορίας: «Με εκνευρίζεις!», λέει ένας έφηβος στη μητέρα και τον πατέρα του. Αυτή η αντιστροφή οπτικής είναι θεμελιώδης για την εφηβεία. Εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την απαραίτητη ανοικοδόμηση των σχέσεων μεταξύ γονιών και εφήβων, καθώς και την ανάγκη «αποχωρισμού».
To παράδοξο της εφηβείας είναι ότι ο έφηβος νιώθει την ανάγκη να αποχωριστεί εκείνους με τους οποίους ταυτόχρονα έχει ανάγκη να ταυτιστεί!
Για τον έφηβο ο πιο συνηθισμένος τρόπος επαφής με τους γονείς είναι να δημιουργήσει συγκρούσεις, ώστε να μπορέσει να αξιολογήσει τα δικά του όρια. Την ίδια στιγμή που ζητά να τον ακούσουν, να τον καταλάβουν φοβάται μήπως αποκαλυφθεί και βρεθεί εκτεθειμένος. Έτσι μοιάζει να αμφιταλαντεύεται και υπερασπίζεται μία την μία και μία την άλλη άποψη με τρόπο ακατανόητο.
Οι γονείς τον παρατηρούν με αμηχανία. Μέσα από τις λογομαχίες και τις συγκρούσεις με το γονέα, ο έφηβος ικανοποιεί ταυτόχρονα δύο αντιφατικές ανάγκες:
-την ανάγκη του να προκαλέσει τους γονείς του, να τους «μπει», να επιβεβαιώσει τη διαφορά του από αυτούς
-την ανάγκη του να συνεχίσει να εξαρτάται από τους γονείς του, διατηρώντας αυτό το δεσμό, όπως δείχνει η εμμονή του σε ατελείωτες και ανεδαφικές αντιπαραθέσεις
Οι γονείς των εφήβων θα πρέπει να αποδεχτούν ότι θα δεχτούν συμβολικά χτυπήματα από τα παιδιά τους. Το σημαντικό είναι «να επιβιώσουν», δηλαδή να μην καταστραφούν, να μην πληγωθούν βαθιά, να μην πάθουν κατάθλιψη, να μην τα χάσουν εξαιτίας αυτής της επιθετικότητας.
Με λίγα λόγια, να μην αποποιηθούν το ρόλο τους. Να είναι ικανοί να παραμείνουν ευαίσθητοι, να έχουν συναισθήματα απέναντι στις συμπεριφορές του εφήβου, αλλά παράλληλα να συνεχίσουν να ενδιαφέρονται, να νοιάζονται και να μπορούν να απαγορεύουν κάποια πράγματα στο παιδί τους.
Ο έφηβος είναι ιδιαίτερα ευάλωτος γιατί δεν έχει συνείδηση των ορίων του. Η αναζήτηση αυτών των ορίων μπορεί να τον οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις. Ο ρόλος των γονιών είναι να προσέχουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται ο έφηβος, ώστε να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο αφορμή τραυματικών εμπειριών.
Οι γονείς παραμένουν ένα καταφύγιο για τα παιδιά τους, ιδίως στην αρχή της εφηβείας. Την ίδια στιγμή που ο έφηβος δηλώνει με έμφαση την ανάγκη του για ανεξαρτησία και την επιθυμία του για αυτονομία, ταυτόχρονα έχει βαθιά την ανάγκη να νιώθει προστασία.
Μέσα στην οικογένεια, οι γονείς είναι εκείνοι που θέτουν τους κανόνες και τις αρχές. Οι αρχές αυτές αποτελούν αφορμή συγκρούσεων. Οι γονείς δεν θα πρέπει να παραιτηθούν, να αντιδράσουν με ηττοπάθεια ή με αμέλεια. Ο έφηβος θα εκλάβει αυτές τις αντιδράσεις σαν αδιαφορία ή εγκατάλειψη.
Από την άλλη μεριά, θα πρέπει να αποφύγουν μία πολύ αυταρχική και δύσκαμπτη στάση. Μια τέτοια στάση αποτρέπει το διάλογο και δίνει στον έφηβο μόνο δύο επιλογές: ή μια ανοιχτή διαμαρτυρία, ή την υποταγή και τη συμμόρφωση. Και οι δύο αυτές λύσεις ανακόπτουν την πορεία του εφήβου προς τη διαφοροποίηση.
Συχνά, είναι οι γονείς που αναζητούν μία εγγύτητα με τα παιδιά τους, επιθυμώντας να γίνουν κατανοητοί. Ο γονιός που προσπαθεί να αναιρέσει τη διαφορά γενιάς, επιθυμεί ενδόμυχα να διατηρήσει τη νοσταλγία μίας παρατεταμένης δικής του εφηβείας ή να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της νεότητάς του. Επιχειρεί να «γοητεύσει» το παιδί του, για να μπορεί καλύτερα να ταυτιστεί μαζί του και να αναβιώσει τα χρόνια που πέρασαν.
Ο έφηβος όμως κινδυνεύει, στην περίπτωση αυτή, να μην μπορέσει να βρει τα όρια που αναζητά. Από την άλλη μεριά, όταν ένας γονιός θέλει να μοιάζει στον έφηβο, του δυσκολεύει τα πράγματα, εφόσον δεν του δίνει τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί και να αυτονομηθεί.
Επομένως, αποφεύγοντας την άκαμπτη αυστηρότητα ή την υπερβολική ταύτιση, οι γονείς θα πρέπει να δεχτούν την ιδέα ενός διαλόγου, να δεχτούν ότι ο διάλογος αυτός σπάνια θα είναι ικανοποιητικός και συγχρόνως να επιμείνουν να συνεχίζεται.
Να μην εγκαταλείψουν τις ιδέες και τις πεποιθήσεις τους, να τις εκφράσουν και να τις μοιραστούν με το παιδί τους, γνωρίζοντας ότι εκείνο πιθανότατα δεν θα δεχτεί τις ιδέες τους. Έχει όμως ανάγκη να τις γνωρίζει, για να μπορέσει να διαμορφώσει και να προσδιορίσει τη δική του σκέψη.