Στέφανος Παραστατίδης: “Είμαστε όλοι αδέρφια”
Ειδικευόμενος στις αρχές, θυμάμαι, “ψαράς” που λέμε στο στρατό, ξεκινώ το μέρος της ειδικότητας στην καρδιολογία. Μπαίνω στο γραφείο των ιατρών, συναντώ τον διευθυντή, θρύλος για το επαρχιακό νοσοκομείο που εργαζόμουν, με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι να κοιτάζει ένα καρδιογράφημα. Ήταν λίγο πριν φύγει, έχοντας κάνει μία δύσκολη εφημερία.
Μου έκανε εξαιρετικά αρνητική εντύπωση το αλκοόλ, ακόμη και αν ήταν πλέον στο τέλος της υπηρεσίας. Απαιτείται νηφαλιότητα, καθαρή σκέψη και σίγουρα είναι και το παράδειγμα που δίνει κανείς. Δεν μίλησα, έστρεψα στιγμιαία το βλέμμα αλλού, σαν να μη θέλω να γίνω μάρτυρας της εικόνας. Αλλιώς φανταζόμουν την ιατρική, τους ιατρούς, τα νοσοκομεία.
Δύσκολο όργανο η καρδιά, για τον άνθρωπο κ για τον ιατρό. Τα βράδια, αργά στις εφημερίες, με την υγρασία, έρχονται τα πνευμονικά οιδήματα σαν φαντάσματα. Φοβάσαι την υγρασία όπως ο διάολος το λιβάνι. Το ένα σου μάτι είναι σταθερά στο τηλέφωνο που θα χτυπήσει από τα επείγοντα κ η νοσηλεύτρια θα σου πει απνευστί »έχω μια δύσπνοια, γιατρέ -ελάτε γρήγορα».
Ξενυχτήσαμε πολλές φορές παρέα με τον συγκεκριμένο διευθυντή, δύσκολο το τμήμα αλλά φανταστική η παρέα. Συζητούσαμε, φιλοσοφούσαμε, γελούσαμε, κάπου ανάμεσα σε εμφράγματα και αρρυθμίες, λες και περνούσαν ξυστά από τον κόσμο μας. Όμως κάθε απώλεια αφήνει και κάτι.
Ερχόντουσαν βραδιές που μου έλεγε »παίξε άμυνα, Στέφανε», όταν δεν περίσσευαν τα κρεβάτια στην κλινική κ έπρεπε να κάνουμε μετρημένες εισαγωγές. Και εγώ κατέβαινα στα επείγοντα, έβλεπα περιστατικά και έπαιρνα το οκ να διώξω με οδηγίες τα αμφίβολα -με την ψυχή στο στόμα μη γυρίσει κανείς νεκρός. Μα ήξερα πως θα συνέβαινε και αυτό.
Στην παρέα ερχόταν τα βράδια κ ένας φίλος χειρουργός, κολλητός μου πια, αδερφός. Έπαιζε ένα μπεγλέρι, τα λόγια μετρημένα, κάθε τραγούδι και μια ιστορία, κάθε ανέκδοτο κ ένα ξέφωτο. Αυτός μού είπε ότι το υψηλότερο ποσοστό αλκοολισμού το έχουν οι χειρουργοί. Ψάχνοντας, είδα κ το αρνητικό ρεκόρ στις αυτοκτονίες των γιατρών.
Δεν είναι μόνο η ένταση, οι τύψεις από τα λάθη, οι στιγμές που θα μοιραστείς την απώλεια. Είναι οι ζωές που χάνονται και δεν φεύγουν από τη μνήμη σου.
Μου έρχονται αυτές οι παλιές σκέψεις στο μυαλό, με αφορμή μία είδηση που διαβάζω για τις μηνύσεις που γίνονται στο ιατρικό προσωπικό στην Ιταλία και σκέφτομαι πώς δεν θα τους νοιάζει πια. Κείνοι έχουν να ζήσουν μια ζωή παρέα με τα φαντάσματα. Ανθρώπους που έχασαν και ανθρώπους που δεν είχαν την ευκαιρία να σώσουν. Αυτό είναι που γυροφέρνει εμμονικά στο μυαλό τους. Nothing else. Και θα προσπαθήσουν να ζήσουν με αυτό -όχι όλοι.
Γυρίζοντας πίσω και μήνες μετά, ήταν που μεσημέριασε και μεις με τον διευθυντή της καρδιολογικής να μετράμε 40 ώρες άυπνοι. Τελευταία μου εφημερία στο τμήμα. Σηκώνεται, ανοίγει το ντουλάπι, βγάζει το ουίσκι με 2 ποτήρια και βάζει να πιούμε. Ξέρω πια για κείνον καλά, κάθε γουλιά που κατεβάζει διώχνει και από ένα φάντασμα. Κάπως σαν ξόρκι.
Η πόρτα χτυπάει· ο νέος ειδικευόμενος που θα με αντικαταστήσει παρουσιάζεται να συστηθεί. Βλέπει την εικόνα με το ουίσκι, εστιάζει εκεί. Είναι εύκολο να διακρίνει κανείς στο βλέμμα του την απέχθεια.
Τον κοιτάζω· χαμογελάω μέσα μου και τον καλωσορίζω. Πίνω μια μεγάλη γουλιά, αυτή που σε μουδιάζει και ξεχνάς, μαζεύω τον σάκο, κάνω ένα νεύμα στον διευθυντή μου κ ξεκινώ για το σπίτι. Με κοιτάζει στενοχωρημένος, περνούσαμε καλά. Μα τώρα ήρθε ο επόμενος. Και μετά ο επόμενος. Όχι τόσο να τον βοηθήσουν, μα να του κρατούν συντροφιά που την έχει ανάγκη. Άλλωστε, είμαστε όλοι αδέρφια σε αυτό.
Γυρίζω ξανά στο τώρα, πατάω το play από ένα βίντεο που μου έστειλαν στο μέσεντζερ, και βλέπω τον Τσιόδρα ανάμεσα στους Ρομά, να περπατάει αδιάκριτα. Σε κάποια φάση τους μιλάει και τους λέει »είμαστε όλοι αδέρφια σε αυτό». Έρχεται και ξαναέρχεται η ρημάδα η φράση, υπό διαφορετικές συνθήκες, μα έρχεται. Και όσο πιο πολλούς αγκαλιάζει, χωρίς να τους χωρίζει από φύλο, χρώμα, θρησκεία, γλώσσα, τόσο μεγαλύτερη αξία αποκτά, τόσο περισσότερο νόημα για τον άνθρωπο.
*Γραμματέας Οργανωτικού – Κίνημα Αλλαγής