Πολιτική

Σ.Τσομίδης: «Οταν αφήσαμε να σκοτώσουν την Δημοκρατία»

Ιστορικό Αφήγημα


Ι.
Οταν είσαι μικρός, πολύ μικρός ,5 χρονών, ο κόσμος σου είναι τα παιχνίδια, οι πλατείες και οι φίλοι σου. Δεν ξέρεις ότι γεννήθηκες δεκαεφτά χρόνια μετά το τέλος του δεύτερου Μεγάλου Πολέμου, ούτε ότι αναμεσά μας, κυκλοφορούν άνθρωποι που έβαψαν τα χέρια τους με αίμα ,αδελφικό.
Και όταν βιώνεις κάποια γεγονότα, θέλει πολλά χρόνια για να καταλάβεις ,και ακόμη περισσότερα, για να τα εξηγήσεις. Αλλωστε ο T.S. Eliot το λέει καθαρά “…Η ιστορική αίσθηση περιλαμβάνει μια αντίληψη όχι μόνον όσων από το παρελθόν έχουν τελεσίδικα παρέλθει, αλλά του παρελθόντος που είναι παρόν”.
Αυτήν την αίσθηση , ανα κάλυψα πολύ γρήγορα, για την ιστορικότητα εκείνων των ημερών.


ΙΙ.
Ξύπνησα απότομα, από την φωνή του μπαμπά μου, ήταν χαράματα ,σίγουρα. Δεν κατάλαβα τί έλεγε στη μαμά μου, που εκείνη όλο ξεφυσούσε και κάτι ,ψιθυριστά του έλεγε. Και ύστερα έκλεισε την εξώπορτα δυνατά, σαν να ‘θελε να πει κάτι στους γείτονες. Συνέχισα να λαγοκοιμάμαι.
Και ξαφνικά, η εξώπορτα άνοιξε και ο μπαμπάς ήταν πάλι πίσω. Πώς έγινε αυτό, αναρωτήθηκα. Ηξερα πως θα πήγαινε στη Λάρισα για δικαστήριο. Την προηγουμένη, μου ζήτησε να είμαι καλό παιδί-πάντα ήμουν για τα δικά μου μέτρα, και όχι των άλλων- την ημέρα που θα πήγαινε στη Λάρισα ,και να μην στεναχωρέσω την μαμά και την γιαγιά ,την μάνα του την “χήρα”.
Και τώρα, γιατί γύρισε? Και το δικαστήριο τί έγινε. Ο μπαμπάς, ακουγόταν να μιλάει σιγά,αλλά έντονα στη μαμά. Ακουσα που σήκωσε το τηλέφωνο μια δυό φορές και μετά “Ελένη το έκοψαν..”. Δεν άντεχα άλλο, πετάχθηκα και πήγα στην κουζίνα. Ο μπαμπάς ήταν κατακόκκινος. Το πρόσωπό του σφιγμένο, έτοιμος να εκραγεί και η μαμά, είχε το χέρι της στο στόμα,σαν να μην ήθελε να πιστέψει αυτά που άκουγε.
Προσπάθησα να του χαμογελάσω, αυτός ,όμως, με κοίταξε, όπως δεν με είχε κοιτάξει μέχρι εκείνη την στιγμή. Και ύστερα,ο μπαμπάς δεν έφυγε ,όπως κάθε μέρα, ούτε για το Δικαστήριο στη Λάρισα ,ούτε για το γραφείο, όπως κάθε μέρα.
Πίστευα, ότι έμεινε για να παίξουμε ,όπως κάθε Κυριακή, βώλους, ξαπλωμένοι στα πατώματα, χωρίς κανένας να μας λέει τίποτα. Τί ευτυχισμένες στιγμές ,να παίζεις σβώλους με τον μπαμπά στο σαλόνι, το καθιστικό, στα πατώματα και να μην ακούς παρατηρήσεις, από κανένα.
Αντίθετα να βλέπεις τα χαμογελαστά πρόσωπα της μαμάς και της γιαγιάς. Ηθελα να κάνουμε κουτρουβάλες, να με φωνάξει με το χαϊδευτικό μου-κουτσουλίκο- ποτέ δεν έμαθα τί σημαίνει, αλλά ήταν δείγμα ,όχι της αγάπης του, αλλά της έναρξης των ελάχιστων ωρών που πέρασα μαζί του, στην παιδική μου ηλικία.
Τίποτε από όλα αυτά δεν έγιναν. Ο μπαμπάς, ήταν λιοντάρι στο κλουβί, άνοιξε το ραδιόφωνο και άκουγε κάτι παράξενα: “…Ο στρατός ανέλαβεν την διακυβέρνησίν της χώρας, ίνα την προστατεύσει από τον επερχόμενον κουμμουνιστικόν κίνδυνο” και μετά ο εθνικός ύμνος και μετά κάτι νούμερα από ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, τί ήταν αυτό πάλι, δεν ήξερα. Και ο μπαμπάς κάπνιζε, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ήταν κατακόκκινος, μέχρι που ήρθε και η γιαγιά, κάτι της είπε.
Αυτή, κοίταξε εμένα και την μαμά. Μου χαμογέλασε, αλλά όχι όπως άλλες φορές που δεν μου άρεζαν οι φακές και μου τηγάνιζε πατάτες. Οχι-όχι ,και η γιαγιά κατάλαβε, μόνον εγώ δεν κατάλαβα…
Πίνοντας το “απαίσιο” γάλα μου, χτύπησε το θυροτηλέφωνο, η μαμά απάντησε στην ερώτηση του μπαμπά “ήρθανε”, και ο μπαμπάς έλυσε την γραβάντα του. Πρώτη φορά έβλεπα τον μπαμπά με κουστούμι και χωρίς γραβάντα. Μετά το σκεφτόμουν, αλλά γιατί. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω, η εξώπορτα άνοιξε χαλαρά, διστακτικά και έκανε την εμφάνιση ο ατυνομικός…ο κ. Μηνάς.
Αυτός ο μισητός άνθρωπος ,που μας έσχιζε τις μπάλες μας, όταν παίζαμε στα Μάρμαρα, μπροστά στο Διοικητήριο, κρυφά , και αυτός ερχόταν και κυνηγούσε και τελικά έπιανε την μπάλα και με σαρδόνιο χαμόγελο την έκοβε με ένα σουγιαδάκι ,και ύστερα έφευγε.
Ούτε καλημέρα δεν είπε, είπε στο μπαμπά να πάνε μαζί “στο Τμήμα”, το όγδοο, δίπλα μας. Ο μπαμπάς δεν είπε τίποτε ,κοίταξε εμένα πρώτα, του χαμογέλασα, αλλά, μετά την χήρα μάνα του και στο τέλος έκλεισε το μάτι του στη μαμά. Εφυγαν.


ΙΙΙ.
Οταν μετά από ώρες, γύρισε είχε νυχτώσει. Ο μπαμπάς χάρηκε που με είδε, δεν είχα κοιμηθεί, ήθελα να τον δω να επιστρέφει. Από κείνη την μέρα, ποτέ δεν είχα κοιμηθεί πριν ακούσω το κλειδί στην εξώπορτα. Ζήτησε νερό, άναψε τσιγάρο και πήγε στο δωμάτιο της γιαγιάς,τ ην ξύπνησε, αν και δεν κοιμόταν, αφού ήρθε ξοπίσω του, λέγοντας κάτι στα ποντιακά, και ύστερα, πάλι το ραδιόφωνο, πάλι κάτι ακαταλαβίστικα, και μετά εμβατήρια, που άλλοτε με ενθουσίαζαν, τώρα όμως, τα μισούσα. Ο μπαμπάς ενώ ήταν στο σπίτι ,δεν ήθελε να παίξει μαζί μου, αλλά και δεν μου είπε να πάω να κοιμηθώ. Ηταν φανερό κάτι συμβαίνει ,αλλά τί?
Η μαμά πηγαινο-ερχόταν και δοκίμαζε το τηλέφωνο που ήταν ακόμη νεκρό. Οταν ο μπαμπάς βγήκε στο μπαλκόνι, τον ακολούθησα. Θεέ μου τανκς, δύο τανκς,και στρατιώτες ,κάτω από το σπίτι μας, μέσα στην αυλή του Διοικητηρίου, και στρατιώτες. Ενιωσα την ανάγκη να “χαιρετίσω στρατιωτικά”, δεν πρόλαβα, με άρπαξε και με σκούντησε μέσα, κλείνοντας τα παραθυρόφυλλα, αλλά και τις κουρτίνες. Είχε ζέστη εκείνη την μέρα,δεν είπα τίποτα. Ο μπαμπάς, πήγε και είπε στις δυο γυναίκες του σπιτιού κάτι.
Μάλλον ήτανε κακό, αυτές δεν κοιτάχθηκανε, η γιαγιά άρχισε να συγυρίζει το σαλόνι, και η μαμά άνοιξε την πόρτα να πάει στην κ. Ευγενία και την κυρία Αναστασία.
Η κ. Ευγενία , η “διπλανή μας” ήταν η μαμά του Ρούλη και του Κωστάκη. Καλά παιδιά, αλλά πολύ μεγάλα, δεν έπαιζαν ποτέ μαζί μου. Και η κ. Αναστασία ήταν ο φόβος και ο τρόμος μου, ήταν “ η από κάτω μας”, όπως έλεγε η γιαγιά και είχε για άνδρα τον “κ. Γυμνασιάρχη”. Τί “κακοί άνθρωποι που ήταν για μένα”?
Οποτε με συναντούσαν, όλο παρατηρήσεις μου έκαναν, και η μαμά και η γιαγιά κουνούσαν το κεφάλι και συμφωνούσαν. Είχαν, λέει ,και αυτοί παιδιά ,αλλά σπούδαζαν στην Ελβετία. Θεέ μου αυτή η Ελβετία, ήταν η καλύτερη χώρα του κόσμου, γιατί όταν “ερχόταν τα παιδιά” η κ. Αναστασία μου έδινε θεϊκές σοκολάτες. Λες να με αγαπούσε ,σκεφτόμουν τότε, για μια στιγμή ,αλλά μετά και πάλι παρατηρήσεις, που χτυπάω τα πόδια μου, που φωνάζω ,που…που….
Ηρθε ο κ. Νίκος,ο εργολάβος ο μπαμπάς του Ρούλη και του Κωστάκη, και ο κ. Πολύκαρπος, ο κ. Γυμνασιάρχης και η κ. Αναστασία. Πέρασαν στο σαλόνι. Εντύπωση μου έκανε .Στο σαλόνι ήταν η γιαγιά μου, με τους άνδρες και οι γυναίκες και εγώ μείναμε στην κουζίνα. Οι πόρτες έκλεισαν, τίποτα δεν άκουγα, η μαμά με είχε αγκαλιά της.
Τα πράγματα ήταν σοβαρά, πολύ σοβαρά, αφού κανένας δεν μου έλεγε να πάω να κοιμηθώ, ήταν πάρα πολύ σοβαρά. Και εγώ νύσταζα πλέον, αλλά είχα και απορία…


IV.
Την άλλη μέρα, ο μπαμπάς ήταν στο σπίτι. Ντύθηκε με το κουστούμι και την γραβάντα του, κάπνισε με τον καφέ του και πάλι στο ραδιόφωνο, μέχρι που ήρθε και πάλι εκείνος ο “μισητός αστυνομικός”. Σήμερα χαμογελούσε, αλλά σήμερα έφερε μαζί του και έναν άλλο, έναν…..στρατιώτη.
Πάλι ο μπαμπάς έφυγε μαζί τους, χωρίς να με κοιτάξει ,ούτε εμένα ,ούτε τις γυναίκες του σπιτιού. Τόλμησα να πω “να έρθω μαζί σου” και το ΟΧΙ του ήταν πιο σκληρό από τα μάρμαρα στην πλατεία. Ζάρωσα.
Μαζί του πήραν και τον κ. Νίκο και τον “αχώνευτο κ. Γυμνασιάρχη”, σκέφτηκα θα πάνε όλοι μαζί στο καφενείο, αλλά οι αστυνομικοί γιατί ήρθαν δύο σήμερα….
Η μαμά δεν μαγείρεψε, η γιαγιά δεν μου έκανε πατάτες που ζητούσα, ούρλιαζα, χτυπούσα τα πόδια μου, ανέβηκε η κ. Αναστασία και ήταν η μοναδική φορά που μου χαμογέλασε. Πάγωσα, κάτι πολύ κακό συμβαίνει ,αλλά τί?
Το βράδυ, ο μπαμπάς, ο κ. Νίκος και ο Γυμνασιάρχης, γύρισαν και κλείστηκαν πάλι στο σαλόνι, χωρίς την γιαγιά. Εμείς πήγαμε στο σπίτι “της απο κάτω μας”, όλες οι γυναίκες και εγώ. Θεέ μου, υπήρχε και μια γιαγιά εκεί. Φιλήθηκε με την γιαγιά μου και την μαμά μου,στράφηκε να φιλήσει και εμένα. Εφυγα τρέχοντας και αυτή με τον λευκό της κότσο έβαλε τα γέλια.
Πρώτη φορά έβλεπα γιαγιά τόσο τρομακτική, να γελάει τόσο δυνατά. Και ύστερα σκέφτηκα τη μαμά μου που μου έλεγε να μην φωνάζω, αυτή με το γέλιο της ακούγεται μέχρι πίσω στο σχολείο, σκέφτηκα, και κρύφτηκα στην κουζίνα τους.
Αρχισαν και οι γυναίκες να μιλάνε σιγά, εγώ κέρδισα μια σοκολάτα, γιατί παιχνίδια δεν υπήρχαν στο σπίτι, και έβλεπα με δισταγμό την νέα γιαγιά της “από κάτω”, όταν αυτή δεν με έβλεπε. Την έλεγαν κ. Συντρόφισσα. Περίεργο όνομα, δεν το είχα ξανακούσει…Και η γιαγιά μου, που πάντα την φώναζαν κ. Ολγα, και αυτή την έλεγε “Συντρόφισσα”. Περίεργα πράγματα.
Το ραδιόφωνο, εδώ , έπαιζε όχι εμβατήρια και λέξεις που δεν καταλάβαινα, ακόμη χειρότερα, μιλούσε μια άγνωστη, σκληρή γλώσσα, γερμανικά….Και ξαφνικά, χωρίς κανείς να κάνει κάτι άκουσα ελληνικά…
“Εδώ Ντόϋτσε Βέλλε η εκπομπή του ελληνικού τμήματος….”, και απλώθηκε σιωπή στο δωμάτιο. Μέχρι η “γιαγιά της αποκάτω” σταμάτησε και πήγε κοντά για να ακούει καλύτερα. Πω-πω Θεέ μου, ήταν τεράστια….διπλή από την αγαπημένη μου γιαγιά.
Δεν ξέρω ούτε τί έλεγε το ραδιόφωνο ,ούτε πόση ώρα άκουγαν τα ελληνικά. Και ξαφνικά, άρχισαν πάλι αυτά τα γερμανικά και η κ. Ευγενία έκλεισε το ραδιόφωνο τελείως.
Ενας περίεργος ήχος ακούστηκε, ήταν το κουδούνι της εξώπορτας της “απο κάτω μας” και μετά η φωνή της κ. Νίτσας, της παραμάννας μου, το σπίτι της ήταν ακριβώς δίπλα από εκεί που είμασταν. Μπήκε και είπε “ήρθε ο Στέφανος…”.
Ο κ. Στέφανος,, ο πρωταθλητής της πυγμαχίας , και καφετζής στην αγορά στην πλατεία Αθωνος, πήρε διαταγή, από το 4ο , να ανοίξει το καφενείο να εξυπηρετήσει αυτούς που “είχαν υπηρεσία και έφερνε νέα…”
Για πότε όλοι βρεθήκαμε στο σαλόνι μας, δεν το κατάλαβα, ευτυχώς ήρθε και η Σούλη, η δασκάλα μου και κόρη της παραμάννας μου.Θα είχα να ακούσω παραμύθια, αφού δεν μπορούσα να παίξω, σκέφτηκα.
Τώρα ,όλοι ηταν στο σαλόνι μας, μόνον που η γιαγιά, σφάλισε πρώτα τα παντζούρια, μετά τα παραθυρόφυλλα και μετά τις κουρτίνες, για να ανάψει τα φώτα. Είχε, λένε, “συσκώτιση”, άλλο πάλι αυτό, αλλά εμένα δεν με νοιάζει, η Σούλη άρχισε να μου λέει το παραμύθι μου. Κι αυτή όμως, έδειχνε να μην έχει όρεξη απόψε, κάτι γίνεται σκέφτηκα, αλλά τί?
Φύγανε χωρίς να πούνε καληνύχτα, μόνον η τρομακτική γιαγιά της “απο κάτω μας”, έσκυψε και μου έδωσε το χέρι της. Την χαιρέτησα, γιατί έτσι πρέπει ,είπε ο μπαμπάς ,και τότε πρόσεξα το μειλίχιο χαμόγελό της, μέσα στο αυλακωμένο πρόσωπό της και τα τεράστια γαλανά μάτια της που είχαν μια περίεργη λάμψη.


V.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου, με σήκωσε από το κρεβάτι. Ολοι ήταν γύρω από το τηλέφωνο, μέχρι και η γιαγιά με τα μαλλιά της ξέπλεκα. Ο μπαμπάς είπε στη μαμά να το σηκώσει. Η Θεία Δέσπω, από απέναντι, έδινε συνθηματικό ραπόρτο. Ολοι είναι καλά και στο Κιλκίς και στην Καβάλα και στην Αθήνα, είπε η μαμά κλείνοντας το τηλέφωνο και έκανε το σταυρό της, ενώ η γιαγιά ,αφού ετοιμάστηκε από την πρωινή της περιποίηση, θύμιασε το σπίτι.
Ο μπαμπάς ήθελε εφημερίδα, την “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”, αλλά ο κυρ Αντώνης, είπε ότι δεν βγήκε σήμερα και έτσι του έστειλε τον “ΒΟΡΡΑ”. Ο μπαμπάς αγρίεψε και αφού είδε το πρωτοσέλιδο, την πέταξε. Καλά της έκανε,σκέφτηκα.Είχα τότε μίσος στις εφημερίδες, ήταν αυτές που διάβαζαν συνέχεια όλοι μες στο σπίτι και δεν μου έδιναν σημασία. Αλλά γιατί ο μπαμπάς πέταξε την εφημερίδα του. Κάτι τραγικό συμβαίνει, σκέφτηκα, αλλά τί?
Τρίτη μέρα, ο μπαμπάς στο σπίτι. Δεν ξέρω γιατί αλλά εγώ είμαι ευτυχισμένος, και όλοι οι άλλοι δυστυχισμένοι.
Η γιαγιά μιλάει με τις αδελφές της στο τηλέφωνο. Και τον Θείο Σταύρο πήγαν στο όγδοο, γέρο άνθρωπο, και τον Θεόφιλο στην Αθήνα. Αλλά αυτός δικαιολογημένα. Ηταν δικηγόρο ς,σαν τον μπαμπά και ήταν του “Χριστιανο-σοσιαλιστικού Κόμματος”.
Ομως τα νέα ,ήταν άσχημα, όταν η Θεία Λιόλια, πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας. Είχε να δεί τον Γιώργο, τον μεγάλο εξάδελφό μου, φοιτητή της οδοντιατρικής ,δυό μέρες, ούτε τηλέφωνο.
Ο μπαμπάς τηλεφώνησε πρώτα στο όγδοο, και αφού ζήτησε να πάει εκεί, έφυγε. Οταν γύρισε ήταν κάτωχρος, η Θεία Λιόλια, που κάπνιζε δύο-δύο τα τσιγάρα, όπως έλεγε η γιαγιά μου, αλλά εγώ δεν την είχα δει ποτέ να το κάνει, έπεσε στην αγκαλιά του. Ο μπάμπας την αγκάλιασε και της είπε…ΖΕΙ. Και αυτή ξέσπασε σε ένα κλάμα ,που το ξαναέζησα όταν έθαψε τον μικρό της γιό τον Παντελή μου.
Ομως , η ώρα έφτασε, η απαγόρευση, έπρεπε να φύγει…και έφυγε κλαίγοντας, κρατώντας τον μπαμπά ,που στην αγκαλιά του, όλοι μα όλοι έδειχναν μικροί,μοιραίοι και άβουλοι.


V.
Η μέρα που ξημέρωσε, ήταν διαφορετική, πιό σκοτεινή κι ας είχε ήλιο, πιό πένθιμη κι ας είμασταν στην Πασχαλιά.
Αυτός που βρήκε το τηλέφωνο, ήταν πολύ κακός άνθρωπος σκέφτηκα. Ξανά χτύπησε, και η μαμά, άρχισε να κλαίει. Είχα, πλέον συνηθίσει. Η Καβάλα, με τον αγαπημένο μου, μοναδικό παππού που γνώρισα στη ζωή μου, είχε και αυτή το ίδιο πρόβλημα. Ο Θείος Στάθης, ήταν “δημοτικιστής”. Αλλο πάλι αυτό, αλλά ήταν και αυτός καλός θείος, για μένα. Τί συμβαίνει με αυτόν τον δημοτικιστή και η μαμά κλαίει , ενώ η θεία Τζένη φωνάζει από το τηλέφωνο? Κάτι πάλι συμβαίνει, και είναι πάρα πολύ κακό, αλλά τί?
Και εκεί, που όλα ήταν μαύρα….το ραδιόφωνο ανακοίνωσε “αίρεται από την επομένη η απαγόρευση της κυκλοφορίας…” και ήρθε το Πάσχα….Ο μπαμπάς πήγε να ξυριστεί, η μαμά μαγείρεψε, η γιαγιά έβαλε το ταγέρ της και εγώ άρχισα να φωνάζω “ΖΗΤΩ Ο ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ”. Η σφαλιάρα ακόμη μου κοκκινίζει το μάγουλο.
Το βράδυ, με τα ίδια μέτρα ασφαλείας ,ήταν όλοι στο σαλόνι μας,ούτε στην γιορτή του μπαμπά τόσος κόσμος στο σπίτι μας. Και εγώ χαρούμενος που “αίρεται η απαγόρευση”, αλλα στεναχωρημένος, που ο μπαμπάς αύριο πάλι θα έφευγε.
Η συζήτηση κρατούσε πολύ, δεν άντεχα άλλο. Για άλλη μια φορά ο μπαμπάς “αγόρευε”, το μόνο που θυμάμαι ήταν η φράση του “…Πώς αφήσαμε την Δημοκρατία να πεθάνει…”

Περισσότερα
Δείτε ακόμα