Σεισμοί: 7 στα 10 δημόσια κτίρια δεν έχουν ελεγχθεί – 3 στις 10 οικοδομές χωρίς θωράκιση
Την ανάγκη διενέργειας ενός εθνικού προγράμματος αντισεισμικής θωράκισης των κτιρίων, δημόσιων και ιδιωτικών, επανέφεραν στο προσκήνιο οι πρόσφατοι σεισμοί στην Ελασσόνα την ώρα μάλιστα που οι μετασεισμικές δονήσεις συνεχίζοντας δοκιμάζοντας διαρκώς τις αντοχές τόσο των κατοίκων όσο και των κτιρίων της περιοχής.
Η περίπτωση του δημοτικού σχολείου στο Δαμάσι, από το οποίο ο διευθυντής κατάφερε να βγάλει την τελευταία στιγμή σώους τους μαθητές, ενώ το κτίριο είχε αρχίσει να καταρρέει, δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Το σχολείο είχε θεμελιωθεί το 1938 πολύ πριν εφαρμοστεί στην Ελλάδα ο πρώτος αντισεισμικός κανονισμός του 1959 και δεν είναι το μοναδικό καθώς πολλά είναι τα εκπαιδευτήρια και τα λοιπά δημόσια κτίρια, τα οποία χαρακτηρίζονται από μεγάλη παλαιότητα και είτε έχουν χτιστει προ του 1959 ή πριν το 1985, χρονιά που εφαρμόστηκε ο επόμενος αντισεισμικός κανονισμός.
Την ίδια στιγμή το πρόγραμμα του προσεισμικού ελέγχου των δημοσίων κτιρίων αν και θεωρείται κρίσιμο, εξακολουθεί να μην αποτελεί προτεραιότητα για την Πολιτεία με αποτέλεσμα σε περίπου 75% του συνόλου των κτιρίων να μην έχει διενεργηθεί ούτε πρωτοβάθμιος έλεγχος. Περισσότερο θολή είναι η εικόνα στα ιδωτικά κτίρια καθώς δεδομένου ότι έως τώρα δεν υπήρχε η Ηλεκτρονική Ταυτότητα Κτιρίου, δεν είναι σαφής η ηλικία και η αντοχή του κτιριακού αποθέματος της χώρας που ανήκει σε ιδιώτες.
3 στις 10 οικοδομές δεν έχουν αντισεισμική θωράκιση
Σήμερα εκτιμάται ότι περίπου το 30% των οικοδομών από οπλισμένο σκυρόδεμα στην Ελλάδα έχει κατασκευαστεί χωρίς μέριμνα για σεισμό (κατασκευές προ του 1959) και το 50% με λιγότερο αυστηρές προδιαγραφές για σεισμικά φορτία από αυτές που καθορίζει ο σημερινός αντισεισμικός κανονισμός (αφορά αρκετές κατασκευές της περιόδου 1959-1986). Ταυτόχρονα μεγάλο μέρος αυτών των κατασκευών έχουν ήδη συμπληρώσει πάνω από 50 έτη χρήσης χωρίς συντήρηση και έχοντας ήδη υποστεί σεισμικές δονήσεις στο παρελθόν.
Ως προς τα δημόσια κτίρια, σήμερα θεωρείται πως όσα έχουν κατασκευαστεί πριν το 1985 κατατάσσονται στην κατηγορία «υψηλής τρωτότητας» δεδομένου ότι ο πρώτος αντισεισμικός κανονισμός είναι εν πολλοίς «ξεπερασμένος». Σε αυτά εντάσσεται και ένας πολύ μεγάλος αριθμός σχολείων σε όλη την Ελλάδα. Η τεχνολογία δεν είχε προχωρήσει τόσο πολύ εκείνη την εποχή και δεν είχε ληφθεί υπόψη ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό, οι μελέτες επιτάχυνσης ενός σεισμού οι οποίες οδηγούν σε ασφαλείς σεισμικούς συντελεστές.
Οπως εξηγεί στο «ethnos.gr» ο διευθντής ερευνών του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ), Βασίλης Λεκίδης, από το σύνολο του δημόσιου δομικού πλούτου της χώρας αυτό αντιστοιχεί σε ποσοστό περίπου 72% -73%. Για το λόγο αυτό το 2001 καθιερώθηκε ο θεσμός του προσεισμικού ελέγχου στις παλαιές κατασκευές με στόχο την αναβάθμισή τους σε σύγχρονο επίπεδο. Ωστόσο από τότε μέχρι τώρα έχει ελεγχθεί μόνο το 27% – 30% των περίπου 85.000 κτιρίων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν προχωρήσει σε όλα οι απαραίτητες αναβαθμίσεις.
«Σήμερα η Ελλάδα έχει έναν από τους πιο σύγχονους αντισεισμικούς κανονισμούς παγκοσμίως. Είμαστε στο επίπεδο της Ιαπωνίας με προχωρημένη τεχνολογία και μηχανικούς απολύτως καταρτισμένους. Δε δίνουμε όμως προτεραιότητα στο θέμα της αντισεισμικής θωράκισης. Ασχολούμαστε με πλακάκια, κουφώματα, ενεργειακά, ενώ θα έπρεπε να προηγείται το ζήτημα της ασφάλειας» τονίζει ο κ. Λεκίδης. Και συνεχίζει: «Μαζί με την ενεργειακή αναβάθμιση θα έπρεπε να προχωρεί και η αντισεισμική θωράκιση. Αυτό όμως θα χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερα κονδύλια. Η Βόρεια Ευρώπη δεν αντιλαμβάνεται αυτήν την προτεραιότητα, διότι δεν έχει την ίδια σεισμικότητα. Θα πρέπει να υπάρξει μία πρωτοβουλία χρηματοδότησης εκ μέρους των μεσογειακών χωρών που αντιμετωπίζουν ίδια προβλήματα σε αυτήν την κατεύθυνση».
Οσ για τα ιδιωτικά κτίρια που έχουν κατασκευαστεί με τον σύγχρονο αντισεισμικό κανονισμό, ο κ. Λεκίδης επισημαίνει ότι η αντοχή τους μπορεί να φτάσει και τα 200 χρόνια, εφόσον συντηρούνται. Σύμφωνα με τον ίδιο, έλεγχος θα πρέπει να γίνεται απαραιτήτως σε τέσσερεις περιπτώσεις:
Μετά από ένα σεισμό στην περιοχή ή φυσική καταστροφή, όπως π.χ. πλημμύρα.
Εφόσον έχουν υπάρξει τροποποιήσεις στην αρχική κατασκευή (κατεδαφίσεις τοίχων, αλλαγές στη διαρρύθμιση, οι οποίες μπορεί να επηρεάζουν τη στατικότητα ενός κτιρίου). Ο ίδιος μάλιστα φέρνει ως παράδειγμα και τις αλλαγές που έχουν γίνει σε κατοικίες που χρησιμοποιούνται για βραχυχρόνιες μισθώσεις.
Σε κάθε αλλαγή χρήσης του κτίσματος.
Σε περίπτωση αγοράς παλαιού σπιτιού.
Να σημειωθεί, πάντως, ότι οι επιθεωρήσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα είναι θεσμοθετημένες. Ετσι, με βάση τις κείμενες διατάξεις, σε συνηθισμένες περιπτώσεις που δεν έχει προηγηθεί μεγάλος σεισμικό γεγονός, τα κατάλληλα χρονικά διαστήματα επιθεωρήσεων είναι για τις κατοικίες τα 10 έτη, για τα βιομηχανικά κτίρια τα 5-10 έτη.
Αντισεισμική θωράκιση και Ταμείο Ανάκαμψης
«Ο καλύτερος επιβλέπων σε μία οικοδομή είναι ο …σεισμός» λένε συχνά οι μηχανικοί μεταξύ τους προκειμένου να καταδείξουν τη μεγάλη σημασία της αντισεισμικής θωράκισης των κτιρίων. Ο τεχνικός κλάδος ζητεί εδώ και χρόνια την παροχή μόνιμων οικονομικών κινήτρων σε ιδιώτες προκειμένου να γίνει έστω και μερική αντισεισμική θωράκιση κτιρίων, ενώ πλέον με το Ταμείο Ανακαμψης αυτό δε φαντάζει τόσο αδύνατο.
Ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Γιώργος Στασινός έχει μιλήσει για ανάγκη του προσεισμικού ελέγχου με προτεραιότητα σε όσα κτίρια έχουν κατασκευαστεί με προηγούμενους αντισεισμικούς κανονισμούς ή χωρίς καθόλου αντισεισμικές προδιαγραφές.
«Το πρόγραμμα “Εξοικονομώ” θα μπορούσε να μετονομαστει σε <Αναβαθμίζω> συμπεριλαμβάνοντας τέτοιες προβλεψεις. Αλλωστε το Ταμείο δε λέγεται μόνο Ανάκαμψης αλλά και Ανθεκτικότητας. Δεν μπορείς να αναβαθμίζεις ενεργειακά μία κατοικία χωρίς να προβαίνεις στις απαραίτητες εργασίες σεισμικής ενίσχυσης και βελτίωσης της στατικής ενίσχυσης» επισημαίνει ο κ. Στασινός στο «ethnos.gr» συμπληρώνοντας ότι το ΤΕΕ βρίσκεται ήδη σε συνεργασία με τον Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ).
Ο κ. Στασινός μάλιστα σημειώνει ότι με την ευκαιρία της εφαρμογής της Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Κτιρίου, η οποία για τα παλαιότερα κτίρια είναι υποχρεωτική τη στιγμή της μεταβίβασής τους, θα μπορούσε να σχεδιασεί ένας προγραμματισμός παρεμβάσεων: «Εάν επιδοτηθεί η έκδοση της ΗΤΚ, θα μπορούσαμε να προβούμε σε μία προτεραιοποίηση των κτιρίων που έχουν ανάγκη ενίσχυσης. Με δεδομένο μάλιστα ότι στα επόμενα “Εξοικονομώ” θα παίζει ρόλο και η παλαιότητα των κτιρίων, θα μπορούσαμε να ενισχύαμε περίπου 50.000 κτίρια το χρόνο».
Το θέμα της ένταξης της αντισεισμικής θωράκισης κτιρίων στο Ταμείο Ανάκαμψης θίγει σε επιστολή που απέστειλε προ ημερών στον υπουργό Περιβάλλοντος, Κώστα Σκρέκα και ο πρόεδρος του ΤΕΕ Δυτικής Ελλάδας, μίας περιοχής που βρίσκεται στο «κόκκινο» από πλευράς σεισμικότητας, Βασίλης Αιβαλής προτείνοντας τη δημουργία ενός προγράμματος «Θωρακίζω».
«Ο πολύ πρόσφατος σεισμός στην Ελασσόνα άλλα και οι σεισμοί στη Σάμο και στην Αθήνα τον περασμένο χρόνο έφεραν για ακόμα μια φορά στην επιφάνεια τις χρόνιες ελλείψεις στην αντισεισμική θωράκιση των δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων στην χώρα μας. Ωστόσο είναι κάτι παραπάνω από πρόδηλη η απουσία ενός ολοκληρωμένου μηχανισμού προσεισμικού ελέγχου και μιας ολοκληρωμένης δράσης αντισεισμικής θωράκισης. Ζητούμενο χρόνων αλλά ποτέ προτεραιότητα» επισημαίνει στην επιστολή του.
Οπως εξηγεί στο ethnos.gr ο κ. Αιβαλής, το 75% του δομημένου περιβάλλοντος της χώρας είναι κατασκευασμένο πριν από το 1985. Αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για οικοδομές μελετημένες – στην καλύτερη περίπτωση – µε τον αντισεισμικό κανονισμό του 1959, δηλαδή µε µία πολύ απλοϊκή θεώρηση της πιθανής συμπεριφοράς τους σε ενδεχόμενο σεισμό, που απέχει παρασάγγας από τις σημερινές επιστημονικές απόψεις. Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε τη φυσιολογική γήρανση των υλικών, την κακή συντήρηση, τις εκ των υστέρων παρεμβάσεις στο φέροντα οργανισμό χωρίς μελέτη – επίβλεψη – συμβουλή ειδικού, αλλά και το ξεχωριστό τμήμα των αυθαίρετων κατασκευών, πολλές από τις οποίες έγιναν μετά το 1985, καθώς και τις σωρευτικές καταπονήσεις από δονήσεις στο πέρασμα του χρόνου, μπορούμε αβίαστα να συμπεράνουμε ότι ένα μεγάλο τμήμα της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων έχει ανάγκη τη στατική του ενίσχυση».
Προσθέτει επίσης ότι μια ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού μας αποθέματος θα πρέπει να απαρέγκλιτα να συνοδεύεται και από κίνητρα στατικής αναβάθμισης ή αλλιώς αντισεισμικής θωράκισης καθώς το γήρας των κατασκευών της χώρας σε συνδυασμό με την έντονη σεισμικότητα την καθιστά αναγκαία