Αρθρογραφία

Προβλήματα συμπεριφοράς στην σχολική τάξη

Όταν το παιδί αρχίζει να πηγαίνει σχολείο, ο δάσκαλος γίνεται ένα σημαντικό μέρος του κόσμου του παιδιού, «σπάζοντας», θα λέγαμε, το μονοπώλιο των γονιών. Ο δάσκαλος είναι για το νέο μαθητή ο μυθικός Πυγμαλίων και εξακολουθεί να κρατεί αυτόν τον ρόλο και κατά τη διάρκεια της εφηβείας, ανεξάρτητα αν ο έφηβος δεν εκδηλώνει πάντα αυτό του το θαυμασμό. Επηρεάζει, λοιπόν, ο παιδαγωγός, τόσο το ψυχολογικό κλίμα της τάξης, όσο και τη θέση που κατέχει το παιδί μεταξύ των συμμαθητών του. Επι πλέον, διαμορφώνει τη συμπεριφορά, τις ηθικές αξίες και τις αντιλήψεις του μαθητή, ενώ παράλληλα επιδρά και στη μαθησιακή του αποδοτικότητα. Ο παιδαγωγός, ωστόσο, δεν ασκεί επιρροή μόνο στο παιδί στο οποίο στρέφει κάθε φορά το ενδιαφέρον του, αλλά και στα παιδιά-«θεατές» που είναι συνολικοί αποδέκτες της κάθε αλληλεπίδρασης παιδαγωγού-μαθητή.
Λαμβάνοντας υπ’όψιν, λοιπόν, τον καθοριστικό ρόλο που κατέχει ο δάσκαλος στη διανοητική, ψυχολογική και συναισθηματική εξέλιξη του παιδιού, μπορούμε ευκόλως να υποθέσουμε ότι με τη στάση του ενδέχεται να ευνοεί ή να αποτρέπει την εμφάνιση πειθαρχικών προβλημάτων στα παιδιά. Επομένως, ένας εκπαιδευτικός που δε δείχνει προθυμία και ενδιαφέρον για τη διδασκαλία ούτε προσήνεια προς τους μαθητές του, είναι πολύ φυσικό να προξενεί σε αρκετούς από αυτούς αδιαφορία για το σχολείο και απειθαρχία προς το πρόσωπό του.
Επι πλέον, η έλλειψη συνέπειας, σταθερότητας και αντικειμενικότητας από τον εκπαιδευτικό είναι πολύ πιθανό να ευνοήσουν την εμφάνιση παραβατικής-προβληματικής συμπεριφοράς. Ο παιδαγωγός που τηρεί μια τέτοια στάση, ενισχύει τις εσωτερικές συγκρούσεις και το άγχος στα παιδιά, παρεμποδίζοντας την ανεξάρτητη σκέψη και το συναίσθημα της ατομικής ηθικής ευθύνης. Έχοντας ως πρότυπο έναν εκπαιδευτικό που αδιαφορεί για την εκπαιδευτική διαδικασία, το παιδί καλλιεργεί μια στάση απροθυμίας και αδιαφορίας για το σχολικό πλαίσιο, το οποίο καταλήγει να απαξιώνει.
Παράλληλα, η χρήση σωματικής και ψυχολογικής βίας είναι μέθοδοι που οδηγούν το παιδί σε συναισθήματα απόρριψης και απέχθειας, τόσο για τον «δάσκαλο-πρότυπο», όσο και για την εκπαιδευτική διαδικασία. Οι φωνές, οι κομπασμοί, η ειρωνεία και ο εξευτελισμός των μαθητών είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε καταστροφικά αποτελέσματα για την ψυχοσυνασθηματική ανάπτυξη του παιδιού και να καταλήξουν στην εμφάνιση παραπτωματικής συμπεριφοράς.
Γενικότερα, η χρήση της τιμωρίας ως μέσου διδασκαλίας αλλά και συμμόρφωσης στους σχολικούς κανόνες, προξενεί τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Οι ποινές μπορούν να λειτουργήσουν ως θετικές ενισχύσεις. Με άλλα λόγια, αν ο μαθητής με την προβληματική του συμπεριφορά επιδιώκει να προσελκύσει την προσοχή των συμμαθητών του, τότε η τιμωρία του εξασφαλίζει κάτι τέτοιο και λειτουργεί ως θετική ενίσχυση, η οποία όχι μόνο δεν αναστέλλει και εξαλείφει την προβληματική συμπεριφορά, αλλά αντίθετα την ενισχύει. Άλλωστε, οι ποινές είναι πιθανό να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στον ψυχισμό των μαθητών, γιατί δημιουργούν ή επιτείνουν το άγχος του μαθητή σε βαθμό που δεν ευνοεί τα κίνητρα μάθησης.
Η αδυναμία του παιδαγωγού να κάνει το μάθημα ελκυστικό, δημιουργικό και ενδιαφέρον, είναι ένας παράγοντας που μπορεί να προξενήσει προβληματικές συμπεριφορές ηπιότερης μορφής. Ο εκπαιδευτικός οφείλει να κάνει σωστή επιλογή της ύλης, η οποία θα συμβαδίζει με το επίπεδο της ικανότητας και του ενδιαφέροντος των μαθητών, καθώς και να χρησιμοποιεί ευχάριστες μεθόδους διδασκαλίας. Σε αντίθετη περίπτωση, η δυσαρέσκεια των μαθητών από την εκπαιδευτική διαδικασία ενδέχεται να αποτελέσει την αρχή για την εμφάνιση προβληματικής συμπεριφοράς για μια κατηγορία μαθητών.
Ο δάσκαλος, εκ των πραγμάτων, είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί πιστά μια προκαθορισμένη ύλη δίχως να λαμβάνει υπ’όψιν του τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες των μαθητών του. Συχνά, λοιπόν, δημιουργείται η εντύπωση στα παιδιά ότι η μελέτη της τάξης γίνεται για να εξυπηρετηθεί το πρόγραμμα της ύλης και όχι τα άτομα που συναποτελούν το σχολείο και ότι αυτό που μετράει είναι η ικανότητα να πάρει κανείς καλούς βαθμούς και όχι να αποκομίσει ικανοποίηση από το σχολείο. Επομένως, είναι αναπόφευκτο να δημιουργούνται προβλήματα ανίας, απάθειας και διατάραξης, από μια κατηγορία μαθητών, ιδίως καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και αρχίζουν να συνειδητοποιούν πόσα λίγα πράγματα έχει να τους προσφέρει το αναλυτικό και στείρο πρόγραμμα μιας συγκεκριμένης ύλης.
Η επαναλαμβανόμενη αποτυχία είναι μια ακόμα βασική αιτία δημιουργίας προβλημάτων μέσα στη σχολική τάξη. Αυτής της μορφής η αποτυχία είναι πολύ πιθανό να δημιουργεί στα παιδιά συναισθήματα απόρριψης και εχθρότητας, μιας και όπως είναι γνωστό η συμπεριφορά που δεν επιβραβεύεται τείνει να συνδέεται με αρνητικά συναισθήματα και να αποφεύγεται. Έτσι, λοιπόν, τα παιδιά που έχουν ένα ιστορικό αποτυχιών στο σχολείο έρχονται σε αυτό από υποχρέωση και με λίγη διάθεση να συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Δυστυχώς, όμως, η επαναλαμβανόμενη αποτυχία επηρεάζει και την αυταντίληψη του μαθητή. Τα παιδιά με αρνητικές αυταντιλήψεις νιώθουν ανίκανα και ανεπαρκή, αμφιβάλλουν για τις ικανότητες τους και θέτουν στόχους πολύ κατώτερους των δυνατοτήτων τους, βρίσκουν δικαιολογίες για να μην προσπαθήσουν δεύτερη φορά μετά από μια πρώτη αποτυχία ή υιοθετούν αντικοινωνικές συμπεριφορές και αντιδράσεις, που αδιαμφισβήτητα τους καθιστούν «ξεχωριστούς».
Επίσης, η άγνοια του επιπέδου λειτουργίας της σκέψης του παιδιού ανάλογα με την ηλικιακή φάση στην οποία βρίσκεται, ενδέχεται να ευνοεί ή τουλάχιστον να μην αποτρέπει την εμφάνιση προβληματικών συμπεριφορών. Πολλές φορές, ο εκπαιδευτικός αγνοεί τις νοητικές ικανότητες του παιδιού και δεν λαμβάνει υπ’όψιν τις τρέχουσες δυνατότητες του. Ο τρόπος, λοιπόν, με τον οποίο παρουσιάζει τις ιδέες του ο εκπαιδευτικός πρέπει να είναι συμβατός με τον τρόπο, με τον οποίο τα παιδιά ενός συγκεκριμένου ηλικιακού σταδίου μπορούν να τις ενσωματώσουν στις δομές που χρησιμοποιούν για να κατανοούν τον εξωτερικό κόσμο. Μπορούμε να εισάγουμε στα παιδιά έννοιες πολύπλοκες και προχωρημένες αλλά με τρόπο, που να ανταποκρίνεται στην αντιληπτική τους ικανότητα. Σε αντίθετη περίπτωση, θα καλλιεργήσουμε ένα αίσθημα συνεχούς αποτυχίας, ανικανότητας και χαμηλής αυτοεκτίμησης, το οποίο θα ενισχύσει την πιθανότητα εμφάνισης μιας προβληματικής συμπεριφοράς.
Η ανάγκη για δημιουργία προγραμμάτων παρέμβασης, πρόληψης αλλά και εκπαίδευσης των παιδαγωγών, για ζητήματα παραβατικής/προβληματικής συμπεριφοράς από επαγγελματίες ψυχικής υγείας είναι πραγματικά επιτακτική. Η παρακολούθηση τέτοιων εξειδικευμένων σεμιναρίων κρατά τους εκπαιδευτικούς ενήμερους και τους εκπαιδεύει για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να προλάβουν, αλλά και να αντιμετωπίσουν, φαινόμενα παραπτωματικής συμπεριφοράς. Η προθυμοποίηση, η κινητοποίηση και το ενδιαφέρον που εκδηλώνουν οι παιδαγωγοί, προκειμένου να εξειδικευθούν στη διαχείριση τέτοιων ζητημάτων στο σχολικό περιβάλλον είναι τα χαρακτηριστικά αυτά που καθιστούν την εκπαιδευτική διαδικασία λειτούργημα.
Τελειώνοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να λάβει υπ’όψιν του τις ατομικές διαφορές του κάθε παιδιού και να προβλέψει ειδική φροντίδα για μαθητές με ιδιαιτερότητες, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα παραπτωματικής συμπεριφοράς. Επίσης, ο ίδιος ο εκπαιδευτικός καλείται να αντεπεξέλθει στο δύσκολο ρόλο της αντιμετώπισης του κάθε παιδιού ανάλογα με το χαρακτήρα και τις ικανότητές του, προσαρμόζοντας ανάλογα τις δικές του διδακτικές ενέργειες. Χρέος του είναι να ελαχιστοποιήσει τα προβλήματα μάθησης και συμπεριφοράς που αντιμετωπίζει καθημερινά μέσα στη τάξη χρησιμοποιώντας διάλογο, επικοινωνία και συμμετοχικούς και δημιουργικούς τρόπους εκμάθησης. Τέλος, είναι εμφανές ότι για να έχουμε θετικά αποτελέσματα στις προαναφερθείσες επιδιώξεις είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε υποστηρικτικές δομές και προγράμματα τόσο για τους μαθητές όσο και για τους εκπαιδευτικούς.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα