Το πρώτο θύμα
Γράφει ο Ιγνάτιος Σαμουηλίδης*
Στα πέτρινα χρόνια των σπουδών μου στο Γυμνάσιο Κιλκίς μαθαίναμε απ’ το Συντακτικό του Αχιλλέα Τζαρτζάνου ότι «τα ρήματα μνήμης και λήθης σημαντικά συντάσσονται με πτώση των αντικειμένων στη γενική» και σαν παράδειγμα αν θυμάμαι καλά το: «Δέσποτα μέμνησο των Αθηναίων». Φαίνεται πως κάποτε έπαθε σοβαρή νίλα από τους Αθηναίους ο Πέρσης Ηγεμόνας και μετά υποχρέωσε τον υπηρέτη του να του αναφέρει κάθε βράδυ την παραπάνω φράση.
Όμως εμείς κάθε χρόνο στις μέρες του Μαϊού και του ξανθού Απρίλη πρέπει να θυμόμαστε, όχι για λόγους εκδικητικούς, όπως ο Πέρσης Ηγεμόνας, αλλά καθαρά για λόγους ιστορικούς και πατριωτικούς, την εισβολή και κατοχή των Γερμανών από το 1941 μέχρι το 1944 και μάλιστα διατυπώνοντας την άλογη ρήση: «Λαέ μας μέμνησο των εισβολέων»
Κάποια μέρα αρχές Δεκεμβρίου του 1942 είδαμε ξαφνιασμένοι τον Κόλια Αυγητίδη, ένα παλικάρι ψηλό, μελαχρινό, με μαύρα πυκνά και ίσια μαλλιά να κατηφορίζει τον κεντρικό δρόμο του χωριού μας.
Ήρεμος μα σκεφτικός χωρίς να χαιρετά κανέναν που τυχόν συναντούσε. Και επειδή δύο συγγενικά του άτομα βλέποντάς τον έτσι σχεδόν απογοητευμένο, ένιωσαν την ανάγκη να τον πλησιάσουν και να μάθουν για το απροσδόκητο της παρουσίας του, καθότι ήταν πολύ πιθανόν να έπεσε στην αντίληψη κάποιων επικίνδυνων στην κατοχική εκείνη περίοδο. «Πώς από δω;» τον ρωτάνε με αγωνία. «Δε φοβάσαι; Μάτια δοσίλογων από παντού κυκλοφορούν ετούτο τον καιρό. Πότε ήρθες; Μήπως αρρώστησες;». Πιο σοβαρό φάνηκε τώρα το πρόσωπό του και μίλησε ευθέως χωρίς περιστροφές. «Δε γινόταν διαφορετικά. Αλλά ήρθα για λίγες μέρες, πιστεύω. Το αντάρτικο, δεν περιμέναμε να είναι ακόμα στα σπάργανά του, κι έτσι περιορίστηκε η ομάδα μου σε κάποιες κινήσεις σαμποτάζ. Δεν μπόρεσε η δική μας ομάδα να συνδεθεί με άλλες και επιπλέον παρουσιαστήκανε κι άλλα απρόβλεπτα προβλήματα. Ίσως αργότερα οργανωθούμε καλύτερα. Θα δούμε. Θα περιμένουμε.»
Τα πράγματα, όμως, δεν τα περίμενε να γίνουν τόσο γρήγορα. Και σε λίγες μέρες, οι Γερμανοί κυκλώνουνε το σπίτι του που βρίσκεται στα ριζά του ανατολικού μας λόφου, με τον απαραίτητο διερμηνέα τους. Ένα σπίτι από τα πιο πλούσια του χωριού με γελάδια, πρόβατα, καματερά κι αποθήκες γεμάτες με πάσης φύσεως αγαθά, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής που αποκομίζουν οι γεωργοί όλο το περασμένο καλοκαίρι.
Μόλις φτάσανε στο σπίτι έβγαλαν έξω τον μπάρμπα – Γιάννη, τον πατέρα του, κι απειλώντας ότι θα τον εκτελέσουν επιτόπου, αν δεν παρουσιαστεί ο γιός του. Ακούγοντας ο Κόλιας από απόσταση ολίγων μέτρων που κρυβόταν σε μια ρεματιά, σηκώθηκε και πλησίασε με τα χέρια υψωμένα να προλάβει το ενδεχόμενο κακό.
Με τη βοήθεια και πάλι του διερμηνέα, τον ρωτούν πού βρίσκονται οι άλλοι σύντροφοί του και ποιός ο τόπος καταγωγής τους.
Όμως παρεμβαίνοντας, πετιέται αμέσως η μάνα του Μαρία και του διαμηνύει στα ποντιακά να μην καταλάβει ούτε ο διερμηνέας και μάλιστα με έναν συμβολικό τρόπο: «Κόλια, το γενικόν μη κρούς». Δηλαδή, Κόλια, μην χτυπήσεις την οργάνωση. Ο Κόλιας εκείνη την ώρα ήταν ανάμεσα σε δυο δίβουλες κοτρώνες που του χτυπούσαν το κεφάλι δυνατά κι ανελέητα: Από τη μια η όλη πικρία για τους συντρόφους που πίστεψε εκείνην τη στιγμή ότι τον πρόδωσαν κι από την άλλη η συμβουλή της πανέξυπνης μάνας του.
Όταν δε είδε και τη σταθερή στάση του πατέρα του, πως δεν γνωρίζει τίποτε γι’ αυτά που τους ρωτάνε, πήρε την τελική απόφαση να μην αποκαλύψει τίποτε, παρά τις απειλές που τους επέβαλαν. Αγανακτισμένοι πια οι Γερμανοί αποφασίσανε να μεταφέρουν και τους δύο στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά και μάλιστα σε διπλανά γραφεία – κελιά.
Εκεί υφίστανται τα φοβερά, επί τρεις εβδομάδες, βασανιστήρια με στόχο να αποκαλύψουν κρησφύγετα των ανταρτών και προπαντός την καταγωγή και τα ονόματά τους. Κανένας τους όμως δεν υπέκυψε στις απειλές, στο ξύλο και σ’ ό,τι απάνθρωπο που ξέραν εκείνο τον καιρό να εφαρμόσουν. Έτσι αποφασίστηκε από τη Γκεστάπο να μεταφερθεί μόνο ο Κόλιας στο χωριό.
Η τελευταία μέθοδος, για να αποκαλύψει όσα γνώριζε, ήταν να κάψουν το σπίτι και όλες τις αποθήκες, μπροστά στα μάτια του. Για τον σκοπό αυτό επιστρατεύσανε από τη γειτονιά άντρες και γυναίκες να αδειάσουν πράγματα πολλά από το σπίτι, να το γεμίσουν με ξερά πουρναρόκλαδα κι ύστερα να τα ποτίσουν οι ίδιοι με βενζίνη από τα κάνιστρά τους. Πυκνός καπνός ανασηκώθηκε στον ουρανό σαν η φωτιά κατάκαιγε σπίτι, αποθήκες κι αχυρώνα, απομακρύνοντας εν τω μεταξύ όλα τα ζωντανά σε άλλο μέρος και βέβαια προς ίδιον όφελος.
Ο Κόλιας, χωρίς καμιά γκριμάτσα λύπης ή φόβου, ατένιζε ατάραχος να καίγονται αυτά που επί είκοσι χρόνια έστησε η πολυμελής του οικογένεια. Μαθημένος και σκληρός πια από το ξύλο και τις ψυχολογικές πιέσεις στη φυλακή, άντεξε μέχρι να γίνει το σπιτικό του στάχτη και αποκαΐδια.
Κι οι γερμανοί απογοητευμένοι, σαν είδαν πως κι αυτή η μέθοδος δεν κατέληξε σε θετικό αποτέλεσμα, τον έμπασαν αλυσωμένο σ’ ένα πολιτικό αυτοκίνητο και το αράξανε έξω στη γωνιά της αυλής του μπαρμπα – Ηράκλη και τους χωριανούς να τους υποχρεώνουν να βλέπουν την όλην όπως εξελίσσεται τραγωδία. Απ’ το παράθυρο του σπιτιού μας παρακολουθούσα τους αναθρώσκοντες καπνούς και τους οπλοφόρους γερμανούς να πηγαινοέρχονται στον δρόμο μας συνήθως ανά δυο. Κάποια στιγμή ξεπέρασα τους φόβους και τους ενδοιασμούς, βγήκα έξω και τα μάτια μου καρφώθηκαν στο μαύρο και γυαλιστερό αυτοκίνητο.
Ένας γερμανός με το όπλο κρεμασμένο στον ώμο και με αργά βήματα πηγαινοερχόταν ήρεμος και αδιάφορος θα έλεγα ότι φρουρούσε κάποιον εκεί μέσα. Κι αυτός, όπως έμαθα μετά, δεν ήταν άλλος παρά ο Κόλιας.
Η ατμόσφαιρα εκείνη την ώρα ήταν κατακάθαρη. Ο ήλιος έλαμπε έντονα και η ορατότης έδειχνε το τοπίο στις πιο μικρές του λεπτομέρειες. Τα χιόνια στραφταλίζανε ολούθε και ξαφνικά από το απέναντι γωνιακό οικόπεδο ξεμύτισε μεσόκοπη γυναίκα κρατώντας ένα ζευγάρι σκουρόχρωμες μάλλινες κάλτσες. Τις είχε μπροστά της έτσι για να μην προκαλέσει κάποια πονηρή κίνηση. Και πλησιάζοντας τον φρουρό τον παρακάλεσε με νοήματα, ότι θέλει να δώσει τις κάλτσες στον δεσμώτη. Με όλα αυτά η έξυπνη και δραστήρια ΕΑΜίτισσα Θυμία δείχνοντας τα γύρω χιόνια, πέτυχε να καταλάβει ο αγαθός φρουρός την επιθυμία της… Και τότε ευγενέστατα της άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, ώστε να συνεννοηθεί καλύτερα με τον Κόλια.
Η Θυμία κουνούσε τα χέρια διαρκώς δείχνοντας έτσι στον φρουρό ότι κουβέντιαζε αποκλειστικά και μόνο για τον καιρό και τις ζεστές μάλλινες κάλτσες. Εκείνη όμως τον συμβούλευε για πράγματα σπουδαία: «Οι καιροί είναι δύσκολοι, ο κόσμος οργανώνεται μέρα τη μέρα, αλλά οι κίνδυνοι από παντού παραμονεύουν. Τους γνωρίζεις από τα σημερινά. Πρόσεξε, πουλί μου Κόλια, μη σου ξεφύγει κουβέντα για κείνους που γνώρισες κι ό,τι άλλο για την οργάνωση. Καμιά πληροφορία, ούτε τα ονόματα, ούτε τα χωριά τους. Η παρανομία και οι μάχες στα βουνά και στους κάμπους τώρα αρχίζουν. Σου εύχομαι όλα να πάνε καλά». Ύστερα ευχαρίστησε τον φρουρό ακουμπώντας τη δεξιά παλάμη της στο στήθος και γύρισε με ανάμικτα συναισθήματα στο σπιτικό της. Ένα σπιτικό με χίλιες της Κατοχής εκείνης ιστορίες.
Το πείραμα να «σπάσει» και να προδώσει τους συντρόφους του ο Κόλιας απέτυχε και λίγο μετά το μεσημέρι τον μεταφέρανε ξανά στην κόλαση του μαρτυρίου. Εκεί στο στρατόπεδο στου Παύλου Μελά, δίπλα στο κελί του πατέρα του. Εν τω μεταξύ πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων και έπρεπε οι Γκεσταπίτες να τελειώσουν μ’ αυτά τα «δύσκολα», μέρες που ήταν… Κάθε πρωί και λίγο πριν φωτίσει η μέρα, χτυπούσε με τη γροθιά του ο μπάρμπα – Γιάννης, υπόκωφα για να μην ακούγεται προς τα έξω, τον κοινό τους τοίχο, που σήμαινε πως δεν «μετακόμισε» για κάπου αλλού, κι ο Κόλιας ανταπαντούσε με τον ίδιο τρόπο. Ώσπου ένα πρωί, μετά τους πολλούς του χτύπους ο γιός δεν ανταποκρίθηκε του πατέρα και έτσι κατάλαβε και πίστεψε πως από τούδε και για πάντα θα λείψει από τα μάτια του.
Ο ήρωας Κόλιας, λέγανε οι φήμες, πως εκτελέστηκε μαζί με άλλους αντιστασιακούς πίσω από τα τείχη της Επταπυργίου Θεσσαλονίκης των «σύντομων κραυγών». Και το φινάλε όλου αυτού του τραγικού επεισοδίου καλύφθηκε με μια απρόσμενη χαρμολύπη: Οι Γκεσταπίτες βγάλανε έξω από το στρατόπεδο τον μπάρμπα – Γιάννη και του δείξανε το δρόμο για το Κιλκίς. Κι αυτός με το δυνατό κουράγιο που δε χάθηκε ποτέ, έφτασε στο Μεταλλικό χωρίς σταθμό, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, αργά το απόγευμα.