Αρθρογραφία

Χαράλαμπος Κυφωνίδης: Η ιστορία ζωής του μοναδικού Πόντιου κατοίκου του Πολυπέτρου

Λεκάνη Καβάλας

Του Πολυκράτη Παντσίδη

Σε μία ορεινή περιοχή, περί τα 50 χλμ βορειοανατολικά της πόλεως της Καβάλας, βρίσκεται το χωριό Λεκάνη (Μούντζινος), το οποίο κατοικείται από Μικρασιάτες, Θρακιώτες και επί τω πλείστων Ποντίους πρόσφυγες, οι οποίοι μετοίκησαν στον οικισμό την περίοδο 1922-1924.

Ο Ποντιακής καταγωγής Λεκανιώτης συγγραφέας Χάρης Τσιρκινίδης, ιδιαίτερα γνωστός από την τηλεοπτική διασκευή του βιβλίου του «Το κόκκινο ποτάμι», τιμώντας την γεννέτηρά του, αναφέρεται με ιδιαίτερη γλαφυρότητα στον πληθυσμό του χωριού του σε ένα όχι τόσο δημοφιλές στο ευρύ κοινό βιβλίο του, με τίτλο «Συνταγματάρχης Θεμιστοκλής». Συγκεκριμένα στο εν λόγω βιβλίο περιγράφει τους κατοίκους της μεταπολεμικής Λεκάνης ως εξής: « … Άνθρωποι νοικοκυραίοι, πειθαρχικοί, ευφυείς και εργατικοί, που δεν μπορούσαν όμως να απαλλαγούν από τον ασφυκτικό κλοιό της φτώχιας, γιατί: Είχαν πολυπληθείς οικογένειες. Η κρατική βοήθεια ήταν ανύπαρκτη. Και η γη ήταν λίγη, ξερή και άγονη….».

Οικογένεια Χαράλαμπου Κυφωνίδη (Καμπούρογλου)

Οι Ποντιακής καταγωγής οικογένειες της Λεκάνης κατάγονται από τις περιοχές του δυτικού και βορείου Πόντου και εξήντα από αυτές από το χωριό Απτουραχμανλί του Ακ Νταγ Μα(ν)τέν. Μία από τις εξήντα αυτές οικογένειες είναι και η οικογένεια της χήρας Ελισάβετ συζύγου του Χαράλαμπου Καμπούρογλου. Ο Χαράλαμπος Καμπούρογλου την περίοδο του πολέμου πέθανε στα τάγματα εργασίας στα βάθη της Ανατολής σε ηλικία μόλις τριάντα χρόνων. Το 1924, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών που πραγματοποιήθηκε βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης (3-1-1923), η σύζυγος του Χαράλαμπου, η Ελισάβετ Καμπούρογλου, μαζί με τα τέσσερα παιδιά της, την Ανατολή (1904), τον Αναστάση (1910), τον Παναγιώτη (1914), και τον Θεόδωρο (1912), έφτασαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Λεκάνη της Καβάλας. Την ίδια περίοδο οι τούρκοι κάτοικοι της Λεκάνης μετέβησαν στην Κεσσάνη της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία.

Επειδή το όνομα Καμπούρ-ογλου προσέδιδε τούρκικη προέλευση, κατά την άφιξη τους στην Λεκάνη και τις εγγραφές των προσφύγων στο Ελληνικό δημοτολόγιο, παρουσιάζεται στην οικογένεια η ευκαιρία να το αλλάξουν. Έτσι μεταφράζοντας το Καμπούρ-(καμπούρα), που στην αρχαία ελληνική η λέξη σημαίνει «κυφός» δηλαδή «κύφωση» το Καμπούρογλου πολύ έξυπνα το μετατρέπουν σε Κυφωνίδης.

 

Ο γάμος του Αναστάση Κυφωνίδη και η πολυμελής οικογένειά του

Το 1927 η Ελισάβετ Κυφωνίδη παντρεύει τον γιο της Αναστάση (1910) με την Παρθένα (1910) κόρη του συγχωριανού της από την πατρίδα Θόδωρου Δελιορίδη που εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Δυτικό του νομού Πέλλας.

Ο γάμος του Αναστάση Κυφωνίδη και της Παρθένας Δελιορίδη γίνεται σε νεαρή ηλικία, στα δεκαοκτώ τους μόλις χρόνια, στο χωριό της Παρθένας το Δυτικό, και σηματοδοτεί ένα νέο ελπιδοφόρο ξεκίνημα για τους ίδιους και τις οικογένειες τους, προσμένοντας μια καλύτερη ζωή στα πρώτα εκείνα «πέτρινα» χρόνια στην νέα τους πατρίδα.

Δυστυχώς όμως για το νεαρό ζευγάρι το ξεκίνημα της νέας τους ζωής δεν ήταν το προσδοκώμενο. Τα πρώτα δύο παιδιά από τα εννέα που αποκτούν, την Ελένη το 1929 και την Ευγενία το 1931, πεθαίνουν από παιδικές αρρώστιες. Παρά το δυσβάσταχτο πόνο, το νεαρό ζευγάρι, δεν το βάζει κάτω. Το 1932 γεννιέται ο Χαράλαμπος και ακολουθούν το 1933 και το 1936 η Ελένη και η Ευγενία (πήραν τα ονόματα των αδικοχαμένων κοριτσιών), το 1938 ο Δωρόθεος, το 1940 η Ουρανία, το 1942 η Ευθυμία και το 1946 ο Γιώργος, ο βενιαμίν της οικογένειας.

 

Αγώνας για την επιβίωση

Οι συνθήκες ζωής την εποχή εκείνη του μεσοπολέμου ήταν σκληρές και ο αγώνας για την επιβίωση μεγάλος. Και σαν μην έφταναν τα υπάρχοντα ήδη προβλήματα, με νωπές ακόμη τις μνήμες από την μικρασιατική καταστροφή, ένας νέος πόλεμος ξεσπά που θα ταλαιπωρήσει για τα επόμενα δέκα χρόνια τον ελληνικό λαό. Η πολυμελής οικογένεια του Αναστάση Κυφωνίδη καλείται και αυτή εκ νέου να διαχειριστεί και να παλέψει για την επιβίωση. Παρά τις αντίξοες συνθήκες εν μέσω των πολέμων, ο Χαράλαμπος το μεγαλύτερο παιδί της οικογενείας καταφέρνει και τελειώνει το δημοτικό.

 

1950 μια νέα ελπιδοφόρα δεκαετία χαράζει.

Με το τέλος των πολέμων, το 1950, μια νέα δεκαετία, ελπιδοφόρα και πολλά υποσχόμενη, χαράζει για τον ταλαιπωρημένο και πληγωμένο λαό της πατρίδας μας, μετά την τριπλή κατοχή (Γερμανική, Ιταλική, Βουλγαρική) και το αδελφοκτόνο εμφύλιο.

Οι πολύτεκνες οικογένειες την εποχή εκείνη συνήθιζαν να στέλνουν τα μεγαλύτερα παιδιά τους είτε να σπουδάσουν, είτε να μάθουν κάποια τέχνη, έτσι ώστε να ξεφύγουν από την μίζερη καθημερινότητα. Η οικογένεια Κυφωνίδη δεν αποτελεί εξαίρεση. Τον Σεπτέμβριο του 1950, ο πατέρας Αναστάσης στέλνει τον δεκαοκτάχρονο γιό του Χαράλαμπο στην Καβάλα, ώστε να μάθει την τέχνη του μηχανικού αυτοκινήτων στην νεοϊδρυθείσα τότε τεχνική σχολή μηχανικών «Πυθαγόρας».

 

Του έρωτα τα βέλη (μάτωσαν) την καρδιά του Χαράλαμπου

Τον Ιούνιο του 1951 με την λήξη των μαθημάτων, ο Χαράλαμπος επιστρέφει στο χωριό για τις καλοκαιρινές διακοπές. Είναι δεκαεννέα χρονών παλικάρι, πάνω στο άνθος της νιότης του. Γνωρίζει και ερωτεύεται κεραυνοβόλα το κορίτσι του παπά ενός γειτονικού χωριού. Στη μέθη του έρωτα, πάει στο σπίτι της και ζητά από τον πατέρα της να την κάνει γυναίκα του. Ο παπάς αρνείται επικαλούμενος την μη ενηλικίωση της. Ο Χαράλαμπος ασυγκράτητος και με την σύμφωνη γνώμη της κοπέλας του την κλέβει και την φέρνει στο σπίτι του.

Ο πατέρας του αντιδρά και αυτός. Οι αυστηροί ηθικοί κανόνες της εποχής , δεν του επιτρέπουν να συναινέσει στην απόφαση του επαναστατημένου γιού του.

Ο Χαράλαμπος δεν διαπραγματεύεται τον έρωτά του, παίρνει την κοπέλα του και φεύγει από το χωριό. Πηγαίνει στην αδελφή του την Ελένη που είναι παντρεμένη σε ένα χωριό κοντά στην Καβάλα.

Ο πατέρας της κοπέλας, που θεωρεί το γεγονός προσβλητικό για τον ίδιο και την κυρίως για την ιδιότητά του ως ιερέα, τους αναζητεί. Απευθύνεται στην αστυνομία και με την βοήθεια της εντοπίζει το ζευγάρι και παίρνει την κόρη του πίσω.

 

Σε περισυλλογή

Ο Χαράλαμπος χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Πλήγεται ο εγωισμός του. Τα συναισθήματά του δοκιμάζονται. Νοιώθει μεγάλη θλίψη και θυμό. Τα βάζει με τον πατέρα του! Με την τύχη του! Δεν τον χωρά πλέον ο περιορισμένος δύσβατος οροπέδιος τόπος της Λεκάνης που περικλείεται από βουνά. Η καρδιά του ασφυκτιά. Τώρα δίχως την αγαπημένη του, αισθάνεται το τόπο του μικρό, αφιλόξενο και εχθρικό, … πέφτει σε βαθιά περισυλλογή….!

Δεν θέλει να επιστρέψει στο χωριό, δεν έχει πλέον λόγους να επιστρέψει. Συλλογίζεται, τα έως τώρα χρόνια της ζωής του. Δε έχει να θυμάται τίποτα καλό, μόνο λύπες, ανέχεια, πολέμους, αγωνίες, κατοχή, εμφύλιο που του στέρησαν την παιδική του ηλικία. Ακόμη και η ελπίδα να αλλάξει την μοίρα του μέσα από τον έρωτά του για την αγαπημένη του, έπεσε στο κενό. Νοιώθει το ανήσυχο πνεύμα του φυλακισμένο και το σύμπαν να συνωμοτεί εναντίον του.

Περασμένα μεσάνυχτα, σκέφτεται όλα αυτά ακουμπισμένος σε μια «δέστρα» στην προκυμαία της Καβάλας με το βλέμμα του «χαμένο» στο πέλαγος. Η πόλη κοιμάται και ο νεαρός Χαράλαμπος μέσα στα σκοτάδια της νύχτας αναζητεί διέξοδο …… και την βρίσκει. Μια νέα δύναμη αισιοδοξίας τον κυριεύει! Ως πνεύμα ανήσυχο, ρομαντικό και ονειροπόλο οραματίζεται ένα καλύτερο μέλλον. Η ζωή συνεχίζεται μονολογεί. Πήρε την μεγάλη απόφαση, να τραβήξει μπροστά!

 

Η μεγάλη απόφαση –Δυτικό Πέλλας

Του έρχεται στο μυαλό ο παππούς και η γιαγιά του, οι γονείς της μητέρας του, που ζούνε σε ένα χωριό των Γιαννιτσών, το Δυτικό. Εκεί περνούσε τα καλοκαίρια μικρός μαζί με την μητέρα του, από τις λίγες ανέμελες στιγμές των παιδικών του χρόνων που έχει να θυμάται.

Το παλιό όνομα του Δυτικού ήταν Κονίκοβο και οι σλαβόφωνοι μακεδόνες κάτοικοι του το εγκατέλειψαν εξ ολοκλήρου και έφυγαν στην Βουλγάρα το 1924 με την συνθήκη της Λωζάνης. Στο χωριό, όπως και στην Λεκάνη Καβάλας μετοίκησαν το 1924 Απτουραχμανλιώτες πρόσφυγες.

Ο παππούς Θόδωρος Δελιορίδης και η γιαγιά Σοφία εκτός από την κόρη τους Παρθένα που παντρεύτηκε στην Λεκάνη, έχουν έναν ακόμη γιο, τον Αριστείδη (1930). Ο τρίτος τους γιος, ο Δημήτρης (1928) κατά την περίοδο του εμφυλίου υπηρετούσε στον Εθνικό Στρατό και σε μια μάχη με τους αντάρτες το 1949 σκοτώθηκε.

Εξηγώντας λοιπόν ο Χαράλαμπος τα γεγονότα στον παππού του ζητάει την φιλοξενία του για ένα χρονικό διάστημα «μέχρι να σκεφτεί τι θα κάνει». Ο Θόδωρος δέχεται τον εγγονό του σαν δικό του παιδί. Το έλεγε συχνά: «Τον Χαράλαμπο τον έστειλε ο Θεός να αναπληρώσει το μεγάλο κενό στην οικογένεια».

Ο Χαράλαμπος είναι εργατικός και φιλότιμος, δεν θέλει να είναι παρείσακτος στην νέα του οικογένεια και στρώνεται αμέσως στην δουλειά. Βοηθά τον παππού του στα χωράφια και όπου αλλού χρειάζεται.

Πολύπετρο – Κιλκίς

Λίγους μήνες μετά, την άνοιξη του 1952, βρίσκει δουλειά στο διπλανό χωριό, το Πολύπετρο του νομού Κιλκίς, που πριν το 1927 ονομαζόταν Κοσίνοβο. Συνάπτει συμφωνητικό με τους κατοίκους του χωριού για εξαμηνιαία εργασία ως βοσκός των αγελάδων τους.

Τραγουδά και γρατζουνά μια κιθάρα που αγόρασε. Με τον καιρό γίνεται μέλος της νεοϊδρυθείσας ομάδας μουσικών των χρόνων εκείνων στο Πολύπετρο. Η κοινωνικότητά του τον βοηθά να προσαρμοστεί εύκολα στο νέο του περιβάλλον. Κάνει γρήγορα φίλους και καταφέρνει με τον πρόσχαρο και ειλικρινή χαρακτήρα του να γίνει αγαπητός όχι μόνο από τους συνομήλικούς του, αλλά από όλο το χωριό.

Αξέχαστα θα μείνουν στη γενιά αυτή των ονειροπόλων μουσικών του Πολυπέτρου της εποχής εκείνης, τα γλέντια που έκαναν στα καφενεία του χωριού, με τον Χαράλαμπο να παίζει κιθάρα, τον Αριστομένη (Μένο) Αλέκογλου να παίζει μπουζούκι, τον Οδυσσέα Παντσίδη και τον Φώτη Μουρτιάδη βιολί.

Το Πολύπετρο είναι ένα μικτό χωριό που κατοικείτε από τους γηγενείς σλαβόφωνους μακεδόνες και τους πρόσφυγες μικρασιάτες από το Κίζδερβεντ της Βιθυνίας. Μετά από μια μακροχρόνια στάση επιφύλαξης μεταξύ των δυο κοινωνικών ομάδων η δεκαετία του 1950 σηματοδοτεί και την ραγδαία σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων με δεσμούς συγγένειας καθώς αυξάνοντα οι μεταξύ των δύο διαφορετικών «φυλών» γάμοι και τα κουμπαριά.

Μέσα από την νέα αυτή κοινωνική-πολιτισμική εξέλιξη στο Πολύπετρο η παρουσία ενός ξένου «πόντιου» παρ’ ότι δεν ανήκει ούτε στην μία ομάδα ούτε στην άλλη, γρήγορα γίνεται αποδεκτή. Αναμφισβήτητα στην αποδοχή του βοηθά και ο ίδιος ο Χαράλαμπος με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του. Ο ξένος και μοναδικός πόντιος του Πολύπετρου, Χαράλαμπος Κυφωνίδης, μόνο ξένος δεν είναι πια. Τα σπίτια του χωριού είναι ανοιχτά για αυτόν. Είναι νέος, έξυπνος και μορφωμένος για την εποχή εκείνη και προπαντός εργατικός. Χαρίσματα που τραβάν την προσοχή και το ενδιαφέρον των γονιών που έχουν κορίτσια για παντρειά.

 

Ο πρώτος γάμος

Στο Πολύπετρο η προσφυγικής οικογένεια του Δημήτρη Μουρτιάδη 1874-1960 και η Σοφίας Ερελιάδη 1889-1975 έχει έξι κορίτσια. Την Βασιλική(1915-), την Μαρία(1920-), την Ταρσί (1922-1959), την Τριανταφυλλιά (1925-1928), την Δόμνα (1928-1945) και την Ουρανία που πέθανε τριών χρόνων. Η Ταρσί ήταν το μόνο ελεύθερο κορίτσι της οικογένειας.

Το προξενιό δεν άργησε να έρθει. Του πρότειναν την Ταρσί. Ο Χαράλαμπος παρά το νεαρό της ηλικίας του είναι ώριμος και συνειδητοποιημένος για το τι ζητά από την ζωή του. Θέλει να κάνει οικογένεια και παιδιά και να πραγματοποιήσει τα όνειρά του μέσα από αυτήν. Δέχεται την Ταρσί για γυναίκα του και μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη Κυριακή του 1953 ενώνονται με τα δεσμά του γάμου στην εκκλησία του Αι Δημήτρη Πολυπέτρου με κουμπάρο τον Βασίλη Αθανασιάδη και ιερέα τον Πρόδρομο Ηλιάδη.

Μια νέα ζωή αρχίζει για τον Χαράλαμπο. Μένουν στο προσφυγικό σπίτι της Ταρσί με τους γονείς της.

Το ίδιο χρόνο το 1953 έρχεται να συμπληρώσει την ευτυχία τους το πρώτο τους παιδί ο Γιώργος και το 1957 ο Γιάννης.

Η μοίρα του όμως, του επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις. Τα ευτυχισμένα χρόνια της οικογένειας δεν κρατούν πολύ. Εντελώς απρόσμενα το 1959 η σύζυγός του Ταρσί φεύγει από την ζωή. Ο Χαράλαμπος μένει μόνος με τα μικρά παιδιά του που χρειάζονται φροντίδα. Παρά τον μεγάλο πόνο του, ο αισιόδοξος χαρακτήρας του και το πείσμα του για ζωή, χαρακτηριστικά των «ποντίων», τον ενθαρρύνουν να κοιτάξει και πάλι μπροστά.

 

Ο δεύτερος γάμος

Ένα χρόνο μετά τον Απρίλιο του 1960 παίρνει την μεγάλη απόφαση να ξαναπαντρευτεί. Η νέα του σύζυγος είναι η Αικατερίνη Κιλίκη (1928-1978) από τα Γιαννιτσά, Μικρασιάτικης καταγωγής, ένα από τα πέντε παιδιά του Αντώνη Κιλίκη και της Χαρίκλειας. Παιδί της πόλης με τρόπους ευγενείς, και χρυσοχέρα. Είναι η γυναίκα που με τα προσόντα και τον χαρακτήρα της αντιστρέφει την βαριά ατμόσφαιρα της οικογένειας. Γίνεται ιδιαίτερα αγαπητή στην γειτονιά και σε όλο το χωριό. Γρήγορα αποκτούν και τον Αναστάση (1961) και η οικογένεια μεγαλώνει. Αναζητώντας μια καλύτερη ζωή για την οικογένεια του μαζί με φίλους του Πολυπετριανούς, μεταναστεύει το 1962 στο Βέλγιο. Οι συνθήκες εργασίας στο ανθρακωρυχείο που εργάζεται ήταν τόσο σκληρές που κλόνισαν σοβαρά την υγεία του λίγους μήνες μετά από την άφιξη του στο Βέλγιο. Τα γεγονός αυτό τον αναγκάζει να επιστρέψει στο Πολύπετρο. Τα επόμενα χρόνια κυλούν όμορφα και δημιουργικά για την οικογένεια. Αλλά τα γραμμένα της μοίρας του Χαράλαμπου φέρουν ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα γι’ αυτόν. Στις 6 Ιουλίου του 1978 η Αικατερίνη φεύγει από την ζωή.

 

Ο τρίτος γάμος

Λίγους μήνες μετά, τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, και αφού τα παιδιά του έχουν βρει το δρόμο τους, ο Χαράλαμπος ξαναπαντρεύεται για τρίτη φορά. Σύντροφο για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του επιλέγει την Αναστασία Πολυμένη από το γειτονικό χωριό Μεσιά. Η ζωή του κυλά ήρεμα μεταξύ των δύο χωριών, Μεσιάς και Πολυπέτρου. Χαίρεται με την πρόοδο των παιδιών του και των εγγονιών του.

 

Το τέλος του (ταξιδιού)

Όμως η μοίρα του όπως και τις άλλες φορές απροειδοποίητα και ξαφνικά του στερεί για μια ακόμα φορά τις ανθρώπινες απλές χαρές.

Στης 24 Μαρτίου του 2002, η αδύναμη καρδιά του παύει για πάντα να κτυπά. Ο (επαναστάτης) της ζωής ο ασυμβίβαστος Χαράλαμπος Κυφωνίδης, ο σπουδαίος αυτός πόντιος του Πολυπέτρου σε ηλικία εβδομήντα χρονών αποδημεί.

Ο Χαράλαμπος Κυφωνίδης ήταν πνεύμα ανήσυχο, ρομαντικό και ονειροπόλο σε όλη του τη ζωή. Με τον χαρακτήρα και την δυναμική του άφησε ισχυρά αποτυπώματα στο Πολύπετρο. Ασχολήθηκε με τα κοινά, διατέλεσε πρόεδρος του αγροτικού συνεταιρισμού, κοινοτικός σύμβουλος, υπήρξε υποψήφιος για πρόεδρος του χωριού και αγωνίστηκε για την ίδρυση της ποδοσφαιρικής ομάδας μας. Στην περίοδο υδροδότησης του Πολυπέτρου, το 1971, ήταν ένας από τους τεχνίτες που εργάστηκε τότε ως υδραυλικός, συνδράμοντας στην διανομή του νερού στα σπίτια του χωριού. Το 1978 όταν πρωτοήρθε το τηλέφωνο στο χωριό, ήταν πάλι αυτός που προσέτρεξε και βοήθησε πολλούς συγχωριανούς μας, κάνοντας ο ίδιος τις αιτήσεις τους για σύνδεση στο δίκτυο του ΟΤΕ.

Θετική και μόνο χαρακτηρίζεται η παρουσία του στο χωριό μας και μία θητεία στην προεδρία της κοινότητάς μας που επαξίως την δικαιούτο, αδίκως δεν του την προσφέραμε.

Αυτή είναι η ιστορία του μοναδικού Ποντιακής καταγωγής κατοίκου του Πολυπέτρου και το ταξίδι ζωής του από την Λεκάνη Καβάλας στο χωριό μας.

Περισσότερα

Δυσαναπλήρωτο κενό….

Πριν πέντε χρόνια, στις 8 Δεκεμβρίου 2019, σύσσωμη η κοινωνία της Αξιούπολης μαζί με δεκάδες συναδέλφους σιδηροδρομικούς και φίλους από […]

ΤΟ ΚΙΛΚΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 200 ΧΡΟΝΙΑ

Στον πρόλογο του βιβλίου μου «ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ 1913-1940» σημείωνα: «Εκατό χρόνια μετά την απελευθέρωση του Κιλκίς, η ιστορία της […]

Δείτε ακόμα