«Ο άγνωστος στρατιώτης» του Πολυπέτρου – Ο «φαντάρος του Γιωργάκη»
Ο θείος μου Γιώργος, αδελφός του πατέρα μου, ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά του Πολυκράτη Παντσίδη και της Χαρίκλειας Χατζηκεχαγιόγλου.
«Γιωργάκη» τον φώναζαν οι συγχωριανοί του. Έτσι τον φωνάζαμε και μείς από πολύ μικρά με την αδελφή μου, «θείο Γιωργάκη!», εκδηλώνοντας ταυτόχρονα την απορία μας! «αφού είναι μεγάλος και δίχως μαλλιά στο κεφάλι, γιατί τον φωνάζουμε Γιωργάκη;», και οι γονείς μας γελούσαν από υπερηφάνεια για την έξυπνη παρατήρηση των μικρών τους.
Ο πράος χαρακτήρας του, το αργό βάδισμα του, λες και μετρούσε τα βήματα του, το στριφτό τσιγάρο μονίμως κρεμασμένο στα χείλη του, η φαλάκρα του, η χαλαρότητα και η ηρεμία του, ο μόνιμος πιστός του σύντροφος του, η μικρή σκυλίτσα του «Λίζα» να τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα, το όλο παρουσιαστικό του γενικά, παρέπεμπαν σε φιλοσοφημένο άνθρωπο λες και είχε πιάσει το νόημα της ζωής. Σίγουρα βίωνε τον κόσμο από μιαν άλλη οπτική, όχι σαν αυτή που επέβαλε ο τρόπος ζωής της μικρής κοινωνίας του χωρίου του. Αυτήν τη διαφορετικότητα εύκολα την μοιραζόταν στις συναναστροφές του με τους ανθρώπους.
Ήταν άνθρωπος κοινωνικός, εύθυμος με πηγαίο χιούμορ, χαρακτηριστικά που τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό στους συγχωριανούς του. Ο αυτοσαρκασμός του, οι εύστοχες ατάκες του, τα καλαμπούρια του, ακόμα και τα πειράγματα του, γίνονταν αποδεκτά από όλους ανεξαιρέτως. Πολλές φορές τα επιζητούσαν κιόλας, διότι τους έφερναν γέλιο μέχρι δακρύων.
«Αχ βρε Γιωργάκη να είσαι καλά, μας έκανες και γελάσαμε!» του έλεγαν οι γυναίκες. «Μόνο που δεν παντρεύτηκες στη ζωή σου!». Και αυτός ετοιμόλογος όπως πάντα, τις απαντούσε «Και σεις που παντρευτήκατε – αποκαλώντας τους συζύγους τους με τα παρατσούκλια τους-, τι καταλάβατε!». Και άντε πάλι τα γέλια από την αρχή να ακούγονται σε όλη την γειτονιά. Όσο κακόκεφος και να ήταν κάποιος, η επαφή του με τον Γιωργάκη τον έφερνε το χαμόγελο στα χείλη, ξεχνώντας προς στιγμή τα βάσανά του.
Άλλα ο Γιωργάκης δεν λειτουργούσε μόνο ως ψυχοθεραπευτής για τους συνανθρώπους του, ήταν και ένας πολυτάλαντος άνθρωπος. Τα χέρια του έπιαναν τα πάντα. Την γεωργία την έβρισκε βαρετή και μονότονη.
Όταν κάποια περίοδο ασχολήθηκε με την εκτροφή γουρουνιών, λάξευσε το ασβεστολιθικό υπέδαφος του αγρού του, και το μετέτρεψε σε ένα πρωτότυπο φυσικό χοιροστάσιο. Αλλά αυτά κάθε λίγο τον έφευγαν αναζητώντας τροφή στις πλαγιές του Παίκου. Η διαδικασία αυτή να τα αναζητεί και να τα επαναφέρει τον κούρασε. Ένα πρωινό ο ίδιος άνοιξε την πόρτα από μόνος του και τα ελευθέρωσε!
Στη ζωή του αναζητούσε πρωτότυπες ασχολίες που θα μπορούσαν να αναδείξουν την φαντασία του μετουσιώνοντάς την σε ένα έργο τέχνης. Πνεύμα καλλιτεχνικό, σε μια διαρκή αναζήτηση πέρα της πεπατημένης.
Ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη φωτογραφία στο χωριό την δεκαετία του 1950, δημιούργησε εμφανιστήριο και εκτύπωνε ο ίδιος τις φωτογραφίες στο σπίτι του. Εκεί να δείτε πλάκες, τους κοντούς τους έδινε ύψος, τους χονδρούς τους παρουσίαζε μοντέλα και τους αγέλαστους να ξεκαρδίζονται στα γέλια. «Φωτο Παντσίδης – Πολύπετρο» ήταν η σφραγίδα τυπωμένη πίσω από κάθε φωτογραφία του.
Για αρκετά χρόνια έκανε και τον μπαρμπέρη. Κατασκεύασε ένα λυόμενο ξύλινο δώμα στην άκρη του οικοπέδου του σπιτιού του, τοποθέτησε ένα τεράστιο καθρέπτη εποχής Λουδοβίκου, μία περιστρεφόμενη καρέκλα για τον πελάτη και στην είσοδό του κρέμασε μια ξύλινη πινακίδα που εικονογράφησε ο ίδιος και με καλλιγραφικά γράμματα «Κουρείον το χρυσό ψαλίδι».
Μια φορά χειρούργησε με επιτυχία την κατσίκα συγχωριανού του, που κατάπιε σύρμα στο στομάχι, από τότε πήρε και το τίτλο του γιατρού από τους συγχωριανούς του.
Μιαν άλλη εποχή είχε ένα τρίκυκλο χορτοκοπτικό μηχάνημα, ειδικό για τριφύλλια. Άλλοτε πάλι ένα μηχάνημα αλέσεως σιτηρών που το έλεγαν «τρίωρη». Επίσης άσκησε το επάγγελμα του γανωτή και ακονιστή μαχαιριών. Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούσε στο χωριό με ένα πιεσόμετρο στο χέρι μετρώντας την πίεση των συγχωριανών του. Λίγο πριν το απρόσμενο χαμό του έγινε και γλύπτης.
«Ο φαντάρος»
Μια μέρα του ήρθε στο μυαλό να κάνει ένα άγαλμα, ένα γλυπτό στρατιώτη σε κανονικές διαστάσεις. Τον στρατιώτη της μικρασιατικής εκστρατείας, έτσι όπως τον εμπνεύστηκε από τα λόγια της μικρασιάτισας – Κιζδερβενιώτισας μητέρας του, όταν αυτή με τα παιδικά της μάτια, αντίκρισε τον έλληνα στρατιώτη στο κατώφλι του σπιτιού τους στο Κίζδερβεντ, και την μητέρα της να γεμίζει την καραβάνα του φαγητό.
Ήταν το καλοκαίρι του 1920, όταν ένας λόχος διείσδυσε κρυφά στην ουδέτερη ζώνη που βρισκόταν απροστάτευτο το χωριό τους το Κίζδερβεντ λίγα χιλιόμετρα από την Νίκαια, για να εμψυχώσει και να στηρίξει τους απειλούμενους τρομαγμένους από τους τσέτες του Κεμάλ Κιζδερβενιώτες. Αυτόν τον άγνωστο στρατιώτη ήθελε να ξαναζωντανέψει και με τον τρόπο αυτό να τον τιμήσει.
Δεν ήταν γλύπτης, ούτε ποτέ του σε μουσείο δεν πήγε, ούτε το δημοτικό σχολείο πρόλαβε να τελειώσει λόγω του πολέμου. Ήταν απορίας άξιον πως αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να συγκεντρώσει τόση εμπειρία και γνώση που του έγειραν δημιουργικά την φαντασία του, ώστε να πετυχαίνει ότι έβαζε στο νου του να κάνει. Δικαίως θα μπορούσαμε να του προσδώσουμε το προσωνύμιο του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, ως ο «Θεόφιλος» του Πολυπέτρου.
Το καλοκαίρι του 1990 όρθωσε τον φαντάρο του, υπερήφανο να κρατά το όπλο θριαμβευτικά, με πλήρη πολεμική εξάρτηση, στην γωνία του οικοπέδου, του σπιτιού του, που τύχαινε να βρίσκεται στο κεντρικό δρόμο του χωριού. Ο φαντάρος έγινε γρήγορα αποδεκτός από τους συγχωριανούς του και ιδιαιτέρως από τη γειτονιά. Οι ίδιοι οι κάτοικοι του χωριού τον αποκαλούσαν «ο φαντάρος του Γιωργάκη».
Ήταν ένα ακόμα σημείο αναφοράς στο χωριό. Η στάση για το λεωφορείο, το ταξί, ο τόπος συνάντησης. Σε μια νεκρώσιμη ακολουθία το 1993 στο Πολύπετρο, που τη συνόδευε άγημα του στρατού, μετά το πέρας της κηδείας το άγημα αυθορμήτως κατευθύνθηκε στον άγνωστο φαντάρο για να του αποτίσει φόρο τιμής, παρατάσσοντας τα όπλα.
Λίγους μήνες μετά φιλοτέχνησε και ένα δεύτερο στρατιώτη, πανομοιότυπο και το χάρισε στον αγαπημένο του φίλο Γιάννη Παπαδόπουλο στο γειτονικό χωριό Αγροσυκιά για να το τοποθετήσει στην είσοδο του σπιτιού του.
Προς μεγάλη έκπληξη, ενδιαφέρον εκδήλωσαν και άλλοι γνωστοί και άγνωστοι από τα γύρω χωριά, να τους κάνει το δικό τους στρατιώτη.
Δεν γνωρίζω αν είχε την διάθεση να συνέχιζε να κατασκευάζει στρατιώτες, δεν πρόλαβε όμως. Μια κρύα μέρα του Φλεβάρη του 1994 σε ηλικία 64 ετών, έφυγε ξαφνικά από την ζωή του. Φρόντιζε να ενημερώνει τους συνανθρώπους του για την αρτηριακή πίεσή τους, και πολλοί πρόλαβαν το εγκεφαλικό εξαιτίας του, αλλά ο ίδιος δεν φρόντιζε την δική του υγεία. Λάτρης του τσίπουρου και του μεζέ, μετά από ένα απολαυστικό δείπνο με τσίπουρο και εκλεκτό μεζέ με σαλιγκάρια και σκαντζόχοιρους που ο ίδιος μάζευε, λίγες ώρες μετά στον ύπνο του, έφυγε από την ζωή από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Δυστυχώς, λίγα χρόνια μετά, την ίδια τύχη είχε και ο φαντάρος του. Όχι, δεν «πέθανε» φυσιολογικά, ούτε σκοτώθηκε στο πόλεμο από βόλι του εχθρού, αλλά πληγώθηκε θανάσιμα, «κατά λάθος!!!», σε καιρό ειρήνης το 2008, κατά τις εργασίες ανάπλασης του δρόμου».