Ήταν κάποτε το αρτοποιείο του Πολυπέτρου
Η έλευση του ηλεκτρικού ρεύματος στην ελληνική περιφέρεια, σε συνδυασμό με την ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας σε άλλους τομείς, έδωσε την δυνατότητα, της εξάπλωσης πολλών σύγχρονων αρτοποιείων σε μικρά και μεγάλα χωριά.
Το “αγοραστό” ψωμί, όπως πλέον το αποκαλούσαμε, μπαίνει με μεγάλη ευκολία στα σπίτια μας. Οι νοικοκυρές στα χωριά, που χρησιμοποιούσαν τους παραδοσιακούς φούρνους στις αυλές των σπιτιών τους, απαλλάσσονται από την πολύκοπη διαδικασία του ζυμώματος και φουρνίσματος. Εμείς τα παιδιά μετά μανίας, απαιτούσαμε από τους γονείς μας, το νέο φρέσκο «αγοραστό» ψωμί. Μια αρχέγονη διαδικασία φτάνει σταδιακώς στα τέλη του ’60 αρχές του ’70 στο τέλος της.
Στο Πολύπετρο το ηλεκτρικό έφτασε τον Ιούνιο του 1966. Τον Γενάρη του 1968 ανοίγει το πρώτο σύγχρονο αρτοποιείο με ηλεκτρικό ρεύμα. Ιδιοκτήτες του αρτοποιείου ήταν οι, Ευστράτιος Ναλμπάντης του Δημητρίου και της Αναστασίας και Ευστάθιος Τσακρακίδης του Δημητρίου και της Ζωής Παντέλογλου.
Μαθητής της πρώτης δημοτικού τότε, τα θυμάμαι όλα αυτά. Μπήκε στην διατροφή μας η φραντζόλα, και γιά κολατσιό στο σχολείο το κουλούρι και το σταφιδόψωμο. Κάθε ημέρα και ένας άλλος μαθητής, με την άδεια του δασκάλου, αναλάμβανε να συγκεντρώσει τα χρήματα από τα άλλα παιδιά, και λίγο πριν το διάλειμμα πήγαινε στο φούρνο να φέρει τις παραγγελίες αντικαθιστώντας το ψωμοτύρι της μαμάς, που το είχαμε βαρεθεί.
Την ιστορία του αρτοποιείου, μας την περιγράφουν οι ιδιοκτήτες του Ευστράτιος Ναλμπάντης και η σύζυγος του Ευσταθίου (Στάθη) Τσακρακίδη, Χριστίνα:
Ευστράτιος Ναλμπάντης:Την περίοδο εκείνη άνοιξαν αρτοποιείο στην Τούμπα, ο Ιορδάνης Αλατζίδης από τον Γερακώνα μαζί με τον Γιάννη Πέικο από την Κάρπη.
Αυτούς είδα και σκέφτηκα να κάνω και εγώ το ίδιο στο Πολύπετρο. Πίστευα ότι ήταν μία δουλειά, που θα επιτύχαινε. Σαράντα ημέρες μετά, τον Φεβρουάριο του 1968, άνοιξε αρτοποιείο και ο Νικόλαος Σπυρίδης στον Εύρωπο. Επειδή ήταν μία δουλειά, που χρειαζόταν χέρια, σκέφτηκα να προτείνω τον κουνιάδο μου, τον Στάθη Τσακρακίδη, να την κάνουμε μαζί. Ο Στάθης δέχτηκε, και ξεκινήσαμε αμέσως.
Στην αποθήκη, που είχα κτίσει ένα χρόνο πριν για τα καπνά δίπλα στο σπίτι μου, στεγάσαμε τον φούρνο. Αγοράσαμε τα μηχανήματα, γερμανικής τεχνολογίας, από την Θεσσαλονίκη, κάναμε την σύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος, αγοράσαμε ένα αυτοκίνητο Φολξβάγκεν τύπου «βαν», γιά να μεταφέρουμε τα ψωμιά στα χωριά. Την τροφοδοσία των πρατηρίων στα δώδεκα χωριά, που είχαμε, την ανάλαβα εγώ.
Βρήκαμε ένα καλό τεχνίτη αρτοποιό, τον Παναγιώτη Μάγγο από το Πολύκαστρο, ο οποίος δούλευε στο αρτοποιείο του Αλατζίδη στην Τούμπα και μόλις είχε φύγει από εκεί. Μαζί του έφερε και τον βοηθό του, τον ανιψιό του Χρήστο Μελίδη. Έμεναν σε ένα δωμάτιο στον επάνω όροφο του σπιτιού μας και έτρωγαν μαζί μας. Μόνο τις Κυριακές πήγαιναν στα σπίτια τους, στο Πολύκαστρο. Η αμοιβή του μάστορα ήταν 7.000 δραχμές τον μήνα και 1.500 δραχμές του βοηθού του.
Αρχίσαμε πολύ καλά. Ξεκινούσαμε την δουλειά στις 3 το πρωί και τελειώναμε στις 2 μετά το μεσημέρι. Σε γιορτές και αργίες δουλεύαμε περισσότερες ώρες.
Παρήγαμε ψωμιά, τσουρέκια, κουλούρια, σταφιδόψωμα. Όταν ξεκινήσαμε, παρήγαμε 150 κιλά την ημέρα, και γρήγορα φτάσαμε να φουρνίζουμε 800 κιλά. Γιά την ακρίβεια, το ένα κιλό ψωμί ζύγιζε 940 γραμμάρια.
Με εκατό κιλά αλεύρι φτιάχναμε 145 ψωμιά. Ο κόσμος τότε δεν είχε λεφτά, και οι συναλλαγές γίνοταν με άλλα είδη. Δίναμε κουπόνια στους πελάτες. Ένα κουπόνι αντιστοιχούσε σε ένα ψωμί. Ελάχιστοι ήταν αυτοί, που αγόραζαν τα κουπόνια με χρήματα, ή το ψωμί με χρήματα κατ’ ευθείαν. Πληρωνόμασταν στο θέρος σε σιτάρι ή όταν πουλούσαν τα καπνά.
Πολλοί μας έφερναν σιτάρι ή αλεύρι. Το σιτάρι το υπολογίζαμε 62 ψωμιά στα 100 κιλά, και 95 ψωμιά στα 100 κιλά αλεύρι. Το αλεύρι το κρατούσαμε, το σκληρό σιτάρι το πουλούσαμε σε έμπορο και παίρναμε χρήματα στο χέρι. Το μαλακό σιτάρι το πηγαίναμε στον μύλο και το κάναμε αλεύρι. Στην πραγματικότητα παίρναμε χρήματα μήνες μετά που δίναμε το ψωμί. Επειδή, όμως, είχαμε πολλή δουλειά δεν μας πείραζε. Να φανταστείς μόνο από τον Γερακώνα μαζέψαμε 75 τόννους σιτάρι σε μία χρονιά.
Στον χρόνο επάνω ο αρτοποιός με τον βοηθό του έφυγαν. Αλλά επειδή όλο αυτό τον χρόνο δίπλα στον αρτοποιό την δουλειά την μάθαμε, με τον κουνιάδο μου τον Στάθη αναλάβαμε εμείς την παραγωγή. Μας βοηθούσαν και οι γυναίκες μας, όταν μπορούσαν. Πήραμε βοηθούς από το χωριό τον Γιώργο Ήλκο στην αρχή και μετά τον Θανάση Καδίγκο. Έμαθαν και αυτοί γρήγορα την δουλειά και συνεχίσαμε εξ ίσου καλά μόνοι μας. Ο Γιώργος Ήλκος αργότερα, όταν πήγε στην Θεσσαλονίκη, δούλεψε σε αρτοποιείο και μετά έγινε ιδιοκτήτης αρτοποιείου εκεί.
Κατά καιρούς είχαμε πολλούς βοηθούς. Είχαμε τον Ιωακείμ Πετρίδη, τον Θανάση Πεχλιβάνη, τον Θανάση Μισίρκο, τον Απόστολο Τοκαλάκη από τον Εύρωπο, τον Νίκο από την Φιλυριά και άλλους, που δεν θυμάμαι. Ο Βασίλης Σαββόγλου του Χρίστου, ερχόταν και έπαιρνε κουλούρια και τα πουλούσε στο χωριό, έγινε ο κουλουράς του χωριού. Όταν αυτός σταμάτησε, συνέχισε να πουλά κουλούρι στο χωριό ο Ηρακλής Γραμματικός. Δύο χρόνια μετά που ξεκινήσαμε, πουλήσαμε το Φολξβάγκεν και αγοράσαμε ένα φορτηγό Μερσεντές, γιά να μεταφέρω τα σιτηρά και το αλεύρι. Με αυτό μετέφερα και τα ψωμιά στα χωριά.
Οκτώ χρόνια δουλέψαμε το φούρνο, έως και το Φθινόπωρο του 1974.
Χριστίνα Τσακρακίδου: «Είναι έτσι όπως τα περιέγραψε ο Στράτος. Ξεκινήσαμε με πολύ μεράκι και επενδύσαμε σε αυτήν την δουλειά. Δουλεύαμε πολλές ώρες. Ο φούρνος ήταν ανοικτός συνέχεια. Στους γάμους, τα βαφτίσια και τις κηδείες ο κόσμος έφερνε τα φαγητά γιά ψήσιμο. Παράλληλα δουλεύαμε και ως αγρότες με τα καπνά και τα σιτηρά. Η δουλειά στον φούρνο ήταν πολύ κουραστική και είχε πολύ άγχος.
Δεν πληρωνόμασταν στην ώρα μας. Τα σιτάρια, που μαζεύαμε στα αλώνια, τα κρατούσαμε στην αποθήκη μέχρι να τα δώσουμε στον έμπορο και να πάρουμε χρήματα στο χέρι. Μία φορά τα συγκεντρώσαμε στην αποθήκη του Βαγγέλη Καλδή, που είναι δίπλα στο σπίτι του Πασχάλη, έπιασε μια δυνατή βροχή, η αποθήκη πλημμύρησε και το σιτάρι την χρονιά εκείνη το πετάξαμε.
Την ίδια ώρα τα έξοδα “έτρεχαν”, η ΔΕΗ, τα ημερομίσθια, τα υλικά. Και από οργάνωση δεν τα πηγαίναμε πολύ καλά. Όλα αυτά μαζί μας κούρασαν, και αναγκαστήκαμε τον Φθινόπωρο του 1974 να κλείσουμε τον φούρνο, και να ασχοληθούμε αποκλειστικώς με την γεωργία».
Υποσημειώσεις:
Γιώργος Ήλκος: Πενήντα χρόνια φούρναρης. Από 14 ετών αρτοποιός. Εργάσθηκε στον φούρνο από το Καλοκαίρι του 1967 έως το Καλοκαίρι του 1969. Στην συνέχεια εργάσθηκε σε φούρνο στην Θεσσαλονίκη έως και το 1985. Από το 1985 έως και το 2014, που «βγήκε» στην σύνταξη, ήταν ιδιοκτήτης του φούρνου που εργαζόταν στην οδό Ταντάλου στο στενό απέναντι από το φαρμακείο Ζωγράφου, στην Μοναστηρίου.