Αρθρογραφία

Η «βόλτα» της Κυριακής στο Πολύπετρο

Του Πολυκράτη Παντσίδη

«Η βόλτα της Κυριακής» στο Πολύπετρο έχει την δική της ενδιαφέρουσα, γραφική, ίσως μάλιστα και ρομαντική ιστορία. Αποτελούσε έκφανση μίας γενικότερης νοοτροπίας κοινωνικοποίησης των κατοίκων της υπαίθρου, οι οποίοι υιοθέτησαν την ευχάριστη αυτή συνήθεια των μεγαλουπόλεων, αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής από την χώρα μας.

«Η βόλτα της Κυριακής» στο χωριό μας ταυτίζεται με την έλευση των προσφύγων του εμφυλίου από τα χωριά του Πάϊκου, (Καστανερή, Γρίβα, Ομαλό, Κάρπη) τον Γενάρη του 1947. Γινόταν εντός του οικισμού στο δρόμο από την πλατεία έως την διασταύρωση όπου βρίσκονται τα σπίτια του Νικολάου Μπεκτασιάδη (Ντερέμπεη), και του Θανάση Ήλκου. Πρόκειται για έναν ευθύ, επίπεδο δρόμο τριακοσίων μέτρων. Τα καλοκαίρια η «βόλτα» επεκτεινόταν από την διασταύρωση του δρόμου αυτού και εκτός του οικισμού σε δύο κατευθύνσεις – διαδρομές που οδηγούσαν, η μια προς το Πλατανόρεμα στην πηγή «Σιόπουρ» και η άλλη στον παλιό δρόμο προς Γουμένισσα (Γκουμέντζα πτ) έως και την ρεματιά «Έβρο ντόλου».

Αξίζει ωστόσο, να αναφερθεί ότι η συνήθεια της Κυριακάτικης «βόλτας», προϋπήρχε του 1947 στο χωριό, στο διάστημα 1945-1946, καθώς αυτή ταυτιζόταν χωροταξικά με τον δρόμο της σημερινής δυτικής εισόδου του χωριού. Άρχιζε δηλαδή από το «μικρό σχολείο» όπου σήμερα στεγάζεται η λαογραφική συλλογή του πολιτιστικού συλλόγου Πολυπέτρου και τελείωνε στο Πλατανόρεμα στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται η γέφυρα, μία διαδρομή τριακοσίων πενήντα μέτρων. Ωστόσο, η «βόλτα» αυτή πραγματοποιούνταν μόνο από παιδιά εφηβικής ηλικίας και ως εκ τούτου δεν είχε τα χαρακτηριστικά της καθιερωμένης «Κυριακάτικης βόλτας» καθώς γινόταν περιστασιακά, κυρίως στις αργίες.

Τα αγόρια και κορίτσια «βόλταραν» ξεχωριστά σε μικρές παρέες, αφού τα αυστηρά ήθη της εποχής δεν τους επέτρεπαν να είναι σε κοινές παρέες. Η απαγόρευση όμως, αυτή δεν αποτελούσε ουσιαστικό εμπόδιο, ώστε και από μακριά ακόμη τα κορίτσια να δέχονται τα «πειράγματα» των αγοριών, γεγονός που τροφοδοτούσε ατελείωτες συζητήσεις τόσο μεταξύ των κοριτσιών όσο και των αγοριών.

Πριν και μετά την «βόλτα», τα κορίτσια συνήθιζαν να συγκεντρώνονται στην αυλή του «μικρού σχολείου» όπου περνούσαν ευχάριστα την ώρα τους σχολιάζοντας τα ενδιαφέροντά τους, τραγουδούσαν τραγούδια της εποχής ή και χόρευαν.1 Η κοριτσοπαρέα όπως ήταν φυσικό, γινόταν πόλος έλξης των αγοριών, που κι αυτά δημιουργούσαν την δική τους ομάδα από την άλλη πλευρά του δρόμου, δίδοντας την ευκαιρία στους πιο τολμηρούς να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους σε κάποιο κορίτσι.

Στο ερώτημα γιατί η «βόλτα» δεν καθιερώθηκε να γίνεται στον εν λόγο δρόμο αλλά επικράτησε ο δρόμος εντός του οικισμού, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε δύο βασικούς λόγους που συνετέλεσαν στην επιλογή.
Ο ένας λόγος ήταν η ανασφάλεια που επικρατούσε στους κατοίκους, οι οποίοι λόγω της εμπόλεμης εμφύλιας κατάστασης που επικρατούσε την περίοδο εκείνη, δεν επιθυμούσαν να απομακρύνονται από το χωριό (ο δρόμος τότε βρισκόταν εκτός του χωριού), και ο δεύτερος λόγος ήταν η απότομη αύξηση του πληθυσμού (1947-1950) εξ αιτίας της εγκατάστασης των προσφύγων από τα χωριά του Πάϊκου, γεγονός που οδήγησε και στην θεαματικά γρήγορη εξέλιξη της «βόλτας».

Η «βόλτα» της Κυριακής αποτελούσε το μεγάλο κοινωνικό γεγονός στο χωριό μας. Ήταν προνόμιο ψυχαγωγίας καθαρά των ελεύθερων κοριτσιών και αγοριών, των αρραβωνιασμένων και των νιόπαντρων ζευγαριών και φυσικά των μικρών παιδιών. Ο κόσμος φορούσε τα «καλά» του ρούχα και έβγαινε στο δρόμο δημιουργώντας ατμόσφαιρα χαρούμενη και γιορτινή.

 


Οι μεγαλύτερες ηλικίες δεν συμμετείχαν. Έπρεπε να περάσουν μερικά χρόνια για να καθιερωθεί η «βόλτα» και σε μεγαλύτερες ηλικίες γυναικών και ανδρών, οι οποίοι έβγαιναν πλέον έξω μαζί με τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Τυχερές ήταν οι γιαγιάδες που τα σπίτια τους ήταν στο δρόμο αυτό, καθώς τις δινόταν η ευκαιρία να κάθονται στις αυλές τους και να παρατηρούν τους νέους. Φυσικά δεν παρέλειπαν να σχολιάζουν τα διαδραματιζόμενα που, την άλλην μέρα διαδίδονταν σε όλο το χωριό με «δικτυακή» ταχύτητα.

Τα κορίτσια της παντρειάς πιασμένα «αγκαζέ» δυο τρία μαζί, πηγαινοέρχονταν στο δρόμο και τα αγόρια από πίσω τους σε ανάλογη ομάδα τα ακολουθούσαν. Τα «πειράγματα» και τα φλερτ είχαν την τιμητική τους. Πόσων άραγε αγοριών και κοριτσιών οι καρδιές φτερούγισαν ερωτικά και αργούσε ο ύπνος να τους πάρει τις κυριακάτικες εκείνες νύχτες!

Η ιστορία της «βόλτας» στο δρόμο από την πλατεία προς το σπίτι του Μπεκτασιάδη θα κρατήσει για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια (1947-1965) καταγράφοντας μνήμες ανεξίτηλες για τους ανθρώπους που την έζησαν καθώς η δεκαετία του ΄΄50 χαρακτηρίζεται από κοσμογονικές αλλαγές που συνετέλεσαν στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή της ελληνικής υπαίθρου.

Έως τότε ήταν ταμπού οι προσωπικές σχέσεις και επαφές μεταξύ των αγοριών και κοριτσιών δημοσίως. Η «βόλτα» έδωσε την δυνατότητα να συνομιλούν, να γνωρίζονται μεταξύ τους καλύτερα και να ερωτεύονται. Δεν ήταν λίγες η γνωριμίες της ρομαντικής αυτής εποχής που κατέληξαν σε γάμο.

Στην εδραίωση και θεαματικά γρήγορη εξέλιξη της «βόλτας» στην δεκαετία του ‘’50 συνέβαλαν και τα καταστήματα ψυχαγωγίας που για πρώτη φορά δημιουργήθηκαν στο Πολύπετρο και αναμφίβολα η ίδρυση του «σπίτι του Παιδιού» το 1956 από το Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας.

Καφενείο μπάρμπα Κύρου
Όταν το Πάσχα του 1950 έφυγαν οι πρόσφυγες του εμφυλίου από το Πολύπετρο, ο Κυριάκος Κύρου γνωστός ως «μπάρμπα Κύρος» ανέλαβε την λειτουργία του καφενείου του πρόσφυγα από την Κάρπη Λάζαρου Μίνσιου2 γνωστός ως «Μπαϊγάνης» (1947-1950).

Παρότι υπήρχαν και άλλα καφενεία3 την περίοδο εκείνη στο χωριό, και παλαιότερα από του «μπάρμπα Κύρου» ο Κυριάκος είχε την έξυπνη ιδέα να αξιοποιήσει το καφενείο του όχι μόνο για την συνάθροιση των ανδρών, αλλά και για την ψυχαγωγία των νέων. Έτσι λοιπόν τις Κυριακές και τις αργίες, το παραδοσιακό κατά τα άλλα καφενείο λειτουργούσε ως κέντρο ψυχαγωγίας της νεολαίας. Για το σκοπό αυτό, ο Κυριάκος αγόρασε από τον συγχωριανό του Βασίλη Παντσίδη ένα γραμμόφωνο που ήταν «της μόδας», και δίσκους με τραγούδια της εποχής. Περιστασιακά υπήρχε και ζωντανή μουσική από το παραδοσιακό μουσικό συγκρότημα νέων του Πολυπέτρου που ιδρύθηκε το 1951. Για πρώτη φορά συμμετείχαν και κορίτσια με την συνοδεία πάντα των αδελφών ή ξαδέλφων τους.

Από την περίοδο αυτή μας είναι γνωστές και οι περίφημες «καντάδες» των αγοριών έξω από τα σπίτια των κοριτσιών, που ήταν ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο της γενιάς εκείνης. Έτσι το «σύγχρονο» για την εποχή καφενείο του «μπάρμπα Κύρου» έδινε την ευκαιρία, στις νέες και νέους του χωριού να συνεχίζουν την διασκέδαση τους μετά το πέρας της «βόλτας» της Κυριακής, συμβάλλοντας καθοριστικά στην αναβάθμιση της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής του μικρού χωριού μας. Ήταν η εποχή που τα αγόρια και κορίτσια άρχισαν να χορεύουν μαζί δημοσίως και να εκδηλώνουν ελεύθερα τα συναισθήματα τους.

Το υπαίθριο αναψυκτήριο του Πέτρου Χειμωνίδη
Στα μέσα του ΄΄50 ο «δαιμόνιος» Πέτρος Χειμωνίδης πνεύμα επιχειρηματικό (χαρακτηριστικό της οικογένειας των Χειμωνιδαραίων) παρατηρώντας την μεγάλη κίνηση που δημιουργούνταν από όλες τις ηλικίες επί του δρόμου της «βόλτας», σκέφτηκε να ανοίξει ένα υπαίθριο αναψυκτήριο και να το λειτουργεί μόνο τα καλοκαίρια. Επέλεξε το οικόπεδο του Πέτρου Τζούλη, που βρίσκεται στο μέσον του δρόμου της «βόλτας». Στο αναψυκτήριό του ο Πέτρος πουλούσε ξηρούς καρπούς, ζαχαρωτά και αναψυκτικά που είχε στην παγωνιέρα αλλά πρόσφερε και μουσική για τους νέους από ένα γραμμόφωνο.

Το «Σπίτι του Παιδιού»
Με την επωνυμία «Σπίτι του Παιδιού» χαρακτηρίζονται τα ιδρύματα που συστήθηκαν από τη Βασιλική Πρόνοια σε ακριτικά χωριά της Βόρειας Ελλάδας την περίοδο 1950 -΄΄56, με διακηρυγμένους στόχους την ηθική και πνευματική εξύψωση των παιδιών και την ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων. Το «Σπίτι του Παιδιού» στο Πολύπετρο ιδρύθηκε το 1956 και στεγάστηκε σε ενοικιαζόμενη οικία ιδιοκτησίας του Νικολάου Μπεκτασιάδη. Βρισκόταν επί του δρόμου της «βόλτας» και αποτελούσε σημείο συνάντησης για τους νέους πριν και μετά την «βόλτα».

Το «εξοχικό» κέντρο στο Πλατανόρεμα
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και αρχές του ‘’60, (1957-1963) στο Πλατανόρεμα στην θέση που σήμερα είναι η γέφυρα, ο Γιώργος Μουρτιάδης και Δημήτρης Σαββόγλου άνοιξαν ένα κέντρο διασκέδασης για τους καλοκαιρινούς μήνες σε ένα τμήμα του μαντριού που είχε εκεί ο πρώτος. Τα καλοκαίρια λοιπόν μετά την «βόλτα» της Κυριακής οι νέοι κατηφόριζαν στο «εξοχικό» όπως το αποκαλούσαν για να συνεχίζουν την διασκέδασή τους.4

Δεκαετία του ’60 – Μεταφορά της «βόλτας» – Η «βόλτα» στην ακμή της
Με την αναγγελία κατασκευής της γέφυρας στο πλατανόρεμα απο τον βουλευτή Κιλκίς Χρήστο Αβραμίδη κατά την επίσκεψή του στο χωριό μας.

(7/4/1965), το καλοκαίρι του ιδίου έτους η “βόλτα” μεταφέρετε εκ νέου στην προηγούμενη θέση της από εκεί δηλαδή που ξεκίνησε, από το “μικρό σχολείο” μέχρι το πλατανόρεμα.

Αυτή τη φορά όμως, ο δρόμος που φιλοξενεί την «βόλτα» της Κυριακής είναι πολύ διαφορετικός με σημαντικές αλλαγές που τον κάνουν πιο ελκυστικό.

Πέρα από τα λιγοστά σπίτια που κτίστηκαν εκατέρωθεν αυτού, έχει πλέον κατασκευαστεί το (1966) η γέφυρα, η θέση της οποίας γίνεται σημείο αναφοράς καθώς αποτελεί ένα από τα πιο ρομαντικά σημεία συνάντησης της νεολαίας. Επίσης δίνει την δυνατότητα η «βόλτα» να επεκταθεί και από την αντίπερα όχθη έως και τον δημόσιο δρόμο που οδηγεί προς Γουμένισσα και Γιαννιτσά. Ο δρόμος φωτίζεται από τις κολόνες της ΔΕΗ με τον ερχομό του ηλεκτρικού στο χωριό (1966) δίδοντας την δυνατότητα μεγαλύτερης διάρκειας της «βόλτας» και μετά την δύση του ηλίου.
Ο Αβραάμ Μουρτιάδης το καλοκαίρι του 1966 άνοιξε ένα σύγχρονο καφενείο που βρίσκεται στο δρόμο αυτό και συγκέντρωσε κυρίως το ενδιαφέρον της νεολαίας του χωριού. Διέθετε τηλεόραση (urania), ηλεκτρόφωνο (jukebox) και παγωτά ΕΒΓΑ. Μετά την «βόλτα» οι άνδρες και τα παιδιά συνωστίζονταν σε αυτό για να παρακολουθήσουν κάποιο ποδοσφαιρικό αγώνα ή για να διασκεδάσουν οι νέοι αργά το βράδυ με μουσική από το ηλεκτρόφωνο (jukebox).

Και μαζί με όλα αυτά έχουμε και θεαματικές αλλαγές στο ντύσιμο των νέων και στο τρόπο ζωής τους. Το κίνημα των χίπις, επιδρά καταλυτικά στη νέα γενιά. Τα αγόρια και κορίτσια της εποχής κάνουν την επανάσταση τους. Τα κορίτσια φορούν παντελόνια και μίνι φούστες, ενώ τα αγόρια ράβουν παντελόνια καμπάνα, και φορούν τζιν παντελόνια. Έχουν άποψη για την ζωή και πλέον την εκφράζουν ανεπηρέαστα, χωρίς αναστολές. Στην «βόλτα» αγόρια και κορίτσια περπατούν μαζί, συζητούν για θέματα που τους απασχολούν, φλερτάρουν και επικοινωνούν ελεύθερα αδιαφορώντας για τα σχόλια του κόσμου.

Την εποχή αυτή, (το 1970 περίπου) κυκλοφορούν ευρέως και τα τραντζιστοράκια. Οι νέοι κάνουν την «βόλτα» κρατώντας τα στο χέρι. Είτε ακούνε μουσική, είτε ακόμη την απευθείας ραδιοφωνική μετάδοση ποδοσφαιρικών αγώνων, που τότε διεξάγονταν μόνο τα απογεύματα της Κυριακής.5

Ο μικροπωλητής της βόλτας Χρήστος Τζούλης
Το 1972 μέχρι το 1974 η βόλτα αποκτά και τον μικροπωλητή της. Δεν είναι άλλος από τον αξιαγάπητο συγχωριανό μας Χρήστο Τζούλη. Με το τρίκυκλό του (Zundapp) σταθμευμένο στα μισά του δρόμου της «βόλτας» και την καρότσα του γεμάτη ξηρούς καρπούς, γλειφιτζούρια, σοκολάτες, ικανοποιούσε τις γαστρονομικές ανάγκες των βολταδόρων μικρών και μεγάλων. Στην αναζήτηση «ψιλών» για να δώσει ρέστα τα πιτσιρίκια έβρισκαν την ευκαιρία να απλώσουν τα χέρια στην ελκυστική πραμάτεια του. Όταν το αντιλαμβανόταν ο Χρήστος γινόταν έξαλλος, όμως τα πανούργα «διαβολάκια» κατάφερναν και ξέφευγαν.

1975-1980- Τέλος εποχής
Από το 1975 και μετά η «βόλτα» σταδιακά χάνει την λάμψη των προηγούμενων δεκαετιών και μοιραία αρχίζει η υποβάθμισή της έως το οριστικό τέλος της στις αρχές του 1980. Οι λόγοι που συνετέλεσαν σε αυτό είναι οι εξής:
α) Η σταδιακή μείωση του πληθυσμού του χωριού εξαιτίας της εγκατάλειψης του από τους νέους προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως την Θεσσαλονίκη, είτε για σπουδές, είτε για αναζήτηση εργασίας. Β) Η ραγδαία είσοδος της τηλεόρασης στα σπίτια, με αποτέλεσμα να κρατάει τον κόσμο μέσα, γ) Η αύξηση των Ι.Χ αυτοκίνητων, τα οποία έδιναν την δυνατότητα της εύκολης μετακίνησης σε άλλα μεγαλύτερα κέντρα της περιοχής για αναζήτηση διασκέδασης.

Καταλυτικό σημείο στην συρρίκνωση της «βόλτας» του χωριού ήταν όταν το άνοιγμα πολλών χώρων συνεστίασης, κυρίως καφετεριών (αρχές τις δεκαετίας του 1980 και μετά) τόσο στο ίδιο το χωριό, όσο και στα γύρω μεγαλύτερα χωριά. Οι νέοι προτιμούσαν πλέον να συναναστρέφονται μεταξύ τους σε αυτές. Η «βόλτα» αποτελούσε μία μακρινή ιστορία για αυτούς, μία συνήθεια άλλης εποχής.

Πλέον η «βόλτα» των Πολυπετρινών αποτελεί μία ατομική/μοναχική διαδικασία. Ο κάθε ένας κινείται μόνος του ή με την μικρή παρέα του. Δεν έχει το χαρακτήρα της γενικευμένης εξόδου του απογεύματος της Κυριακής που την έκανε ξεχωριστή και ιστορική.

1) Ένα πολύ δημοφιλές την εποχή εκείνη δημοτικό θρακιώτικο τραγούδι στους γάμους και στα πανηγύρια ήταν το «Τσαλιά κι αγκάθια πάτησα, μέχρι να σ’ αγαπήσω, και τώρα που σ’ αγάπησα μου λένε να σ’ αφήσω», και το χόρευαν σε ρυθμό χασάπικο αργό.

2) Η αύξηση του πληθυσμού το 1947 έδωσε την δυνατότητα λειτουργίας και άλλου καφενείου στο χωριό. Ο πρόσφυγας Λάζαρος Μίνσιο (Μπαιγανης) από την Κάρπη αντιλαμβανόμενος την ανάγκη αυτή ανοίγει καφενείο στην αποθήκη του Μπάρμπα Κύρου στην πλατεία στο σπίτι του οποίου φιλοξενούνταν. Ο (Μπαιγάνης) όταν επέστρεψε στο χωριό του το καφενείο ανέλαβε ο Κυριάκος Κύρου.

3) Έως το 1950 η πολιτιστική και κοινωνική ζωή των κατοίκων του χωριού μας περιοριζόταν στα στενά πλαίσια των εθίμων και παραδόσεων με τα πανηγύρια και τους γάμους που πραγματοποιούσαν οι κάτοικοι αναλλοίωτα γενιές και γενιές. Επίσης περιορίζονταν στα τρία καφενεία, αυτά των Νέστορα Γραμματικού, Γιώργου Χειμωνίδη στην πλατεία και λίγα μέτρα παραπέρα δίπλα στην εκκλησία το καφενείο του Φώτη Μπεκτασιάδη, τα οποία εν μέρη λειτουργούσαν και ως παντοπωλεία με περιορισμένο αριθμό βασικών αγαθών.

4) Ηλεκτρονική εφημερίδα Μαχητής του Κιλκίς -Το παραδοσιακό συγκρότημα νέων του Πολυπέτρου κατά την δεκαετία του ’50 του Πολυκράτη Παντσίδη.

5) Το τρατζιστοράκι του Βασίλη Χειμωνίδη. Πολυκράτης Παντσίδης:

«Θυμάμαι κάποια φθινοπωρινή Κυριακή, τον Βασίλη (Λάκη) Χειμωνίδη, (γνωστός για την ζωντάνια και τον αυθόρμητο χαρακτήρα του), να βολτάρει με τους φίλους του. Είχε το τραντζιστοράκι κολλημένο στο αυτί και άκουγε την αγαπημένη του ομάδα ΑΕΚ. Κάθε τόσο, εξιστορούσε τα επιτεύγματα των ηρώων παικτών του στους φίλους του με ακόμα περισσότερο ζήλο από ότι ο σχολιαστής του αγώνα. Εμείς οι ποδοσφαιρόφιλοι πιτσιρικάδες ξωπίσω τους να ακούμε τον (Λάκη) να μας ενημερώνει. Το αποτέλεσμα παρά τις ηρωικές προσπάθειες των αντιπάλων παικτών ήταν 0-0, αλλά η υπεροχή της ΑΕΚ φανερά μεγαλύτερη τουλάχιστον από την αναμετάδοση δια στόματος Λάκη. Το γκολ ήταν θέμα χρόνου να μπει και ο θρίαμβος μεγάλος. Το παιχνίδι έφτασε στο 90΄ και ή αγωνία να κορυφώνεται. Στην τελευταία φάση του αγώνα γίνεται η έκπληξη, η ΑΕΚ δέχεται γκολ και ο Λάκης Χειμωνίδης δεν μπορούσε να αποδεχτεί το γεγονός. Πετά το τραντζιστοράκι του με όση δύναμη διέθετε στο παρακείμενο λασπωμένο και γεμάτο νερά της βροχής αγρό, αναθεματίζοντας τους παίκτες της αγαπημένης του ομάδας που έως εκείνη την στιγμή τους αποθέωνε.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα

«Μεγαλεία»… ο πρόεδρος!

Παρούσα στον τελικό του κυπέλλου ΕΠΣΚ… η αχρείαστη συστάσεων Βούλα Πατουλίδου! Παρών… ο σεβασμιώτατος μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου κκ Βαρθολομαίος! […]