Η βαρυχειμωνιά του 1963 στο Πολύπετρο
Το ημερολόγιο έγραφε Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 1963, ημέρα του Αγίου Αντωνίου. Παρότι ο καιρός ήταν αίθριος με ηλιοφάνεια και ξαστεριά από την προηγούμενη βραδιά, η μετεωρολογική υπηρεσία κατέγραφε χαμηλές θερμοκρασίες και πολικό ψύχος στην Βόρειο Ελλάδα. Στο Πολύπετρο οι πρώτες νιφάδες του χιονιού άρχισαν να πέφτουν δειλά – δειλά μετά τη δύση του ηλίου. Ολοένα δυνάμωναν κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Το πρωί της Παρασκευής 18 Ιανουαρίου, ημέρα του Αγίου Αθανασίου το τοπίο είχε αλλάξει χρώμα. Έγινε κατάλευκο. Ξυπνώντας, με το πρώτο φως της ημέρας οι κάτοικοι του Πολυπέτρου και ενώ συνεχιζόταν ακατάπαυστα η χιονόπτωση, έκπληκτοι αντίκρυσαν από τα παράθυρα, τις αυλές των σπιτιών τους καλυμμένες από ένα παχύ πέπλο χιονιού. Δεν τους ξάφνιασε ιδιαίτερα το γεγονός, διότι, ήδη από τις αρχές του Δεκέμβρη του 1962 χιόνισε αρκετές φορές. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν όπως οι προηγούμενες χιονοπτώσεις. Ήταν η χειρότερη του αιώνα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλον τον κόσμο σύμφωνα με ειδικούς.
Ο Τύπος της εποχής εκείνης μας πληροφορεί, πως ο χειμώνας του 1962-63 έμεινε στην ιστορία ως ο «Χειμώνας των πάγων» αφού σε ολόκληρη την Ευρώπη οι καιρικές συνθήκες θύμιζαν Βόρειο Πόλο.
Στην Αμερική ο Χειμώνας χαρακτηρίστηκε ο «βαρύτερος του αιώνα», και στην χώρα μας ο «χειρότερος Χειμώνας» των τελευταίων εκατό ετών αφού πολλοί άνθρωποι έχασαν την ζωή τους λόγω του ψύχους. Σε πολλές περιοχές το ύψος του χιονιού έφτασε και το ενάμιση μέτρο, ενώ η θερμοκρασία στις 26 Ιανουαρίου 1963 στην Πτολεμαΐδα έφτασε τους -23 βαθμούς. Ο ποταμός Έβρος στις 29 Ιανουαρίου 1963 καλύφθηκε από «στρώμα» πάγου που σε ορισμένα σημεία έφτανε ακόμα και τους 60 πόντους.
Στις 7 Φεβρουαρίου 1963 ο ποταμός Αξιός κατέβαζε τεράστιους όγκους νερού και πάγου από την Γιουγκοσλαβία προκαλώντας πλημμύρες. Στις 18 Ιανουαρίου 1963 όλος ο νομός Κιλκίς καλύφθηκε από το χιόνι, ενώ μέσα στην πόλη του Κιλκίς ένας 65 χρονος έχασε τη ζωή του από το ψύχος.
Με αφορμή το χιόνι που έπεσε τον Ιανουάριο του περασμένου έτους 2017, ο διευθυντής του Εργαστηρίου Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας του Α.Π.Θ. καθηγητής Θεόδωρος Καρακώστας στο ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο FM 104,9» επισήμανε τα εξής:
« Στις 23, 24 και 25 Ιανουαρίου του 1963 σημειώθηκε ολικός παγετός διάρκειας τριών ημερών, γεγονός που σημαίνει ότι και η ανώτερη θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν υπό το μηδέν. Τώρα έχουμε τέσσερις μέρες με ολικό παγετό και ίσως πάμε προς πέμπτη μέρα. Επομένως αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο ρεκόρ και δεν νομίζω ότι θα σπάσει από εδώ και πέρα».
Ένα κατόρθωμα
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στην χώρα μας και στον υπόλοιπο κόσμο τον Χειμώνα του 1963, να δούμε τι γινόταν στο χωριό μας το Πολύπετρο και πως οι κάτοικοί του αντιμετώπιζαν την πρωτοφανή βαρυχειμωνιά.
Για σαράντα περίπου ημέρες το χωριό μας ήταν αποκλεισμένο από τα χιόνια. Το ύψος του χιονιού έφτασε το ένα μέτρο ενώ σε πολλά σημεία το ξεπέρασε. Πολλά από τα χαμηλά σπίτια και μαντριά καλύφθηκαν εξ ολοκλήρου. Ο παγετός, που ακολούθησε τις επόμενες ημέρες, έριξε τον υδράργυρο πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν, παραλύοντας ολοκληρωτικά τον κανονικό ρυθμό της ζωής των κατοίκων του χωριού μας.
Αν και δεν υπήρχε η πολυτέλεια της ενημέρωσης στο ευρύ κοινό από τους μετεωρολόγους εκείνα τα χρόνια, οι άνθρωποι κυρίως των χωριών συνηθισμένοι από τις βαρυχειμωνιές προηγούμενων χρόνων, φρόντιζαν και εξασφάλιζαν τις προμήθειες τους από ξύλα και τρόφιμα εγκαίρως. Όσο από δουλειές, ήταν μια νεκρή περίοδος καθώς ασχολούνταν με την γεωργία. Μόνο οι κτηνοτρόφοι προβληματίστηκαν κάπως, κυρίως με το πότισμα των ζώων τους. Και μιας που δεν είχαν άλλες υποχρεώσεις και δεν διακατέχονταν από το άγχος των σημερινών υποχρεώσεων οι άνδρες γέμιζαν τα καφενεία της εποχής εκείνης.
Για δέκα ημέρες χιόνιζε σχεδόν ακατάπαυστα με μικρά μόνο διαλείμματα. Και όταν το «κύμα» κακοκαιρίας πέρασε, οι άνδρες του χωριού έπιασαν αμέσως δουλειά. Στο προσκλητήριο του προέδρου της κοινότητας Πέτρου Τζούλη ανταποκρίθηκαν όλοι οι δυνάμενοι άνδρες του χωριού. Στόχος, ο αποχιονισμός των δρόμων του χωριού και του δημόσιου δρόμου προς το κοντινότερο γειτονικό χωριό τον Εύρωπο. Πήραν, λοιπόν, τα φτυάρια και ξεκίνησαν. Αισθανθήκαν την υποχρέωση απέναντι στις οικογένειες τους, στα παιδιά και τους ηλικιωμένους γονείς τους να ανοίξει ο δρόμος για «παν ενδεχόμενο».
Σε μια μόνο ημέρα αποχιόνισαν μια απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων, απεγκλωβίζοντας το χωριό. Ήταν ένα κατόρθωμα για τα δεδομένα της εποχής, αλλά πάνω από όλα η τρανή απόδειξη της δύναμης του εθελοντισμού και της αλληλεγγύης.
Μνήμες κατοίκων
Η βαρυχειμωνιά του 1963 έχει μείνει χαραγμένη ανεξίτηλα στη μνήμη μικρών και μεγάλων της εποχής εκείνης. Όλοι τους έχουν να μας διηγηθούν κάποιο περιστατικό που αποτυπώνει χαρακτηριστικά το μέγεθος της θεομηνίας. Αξίζει λοιπόν να ακούσουμε κάποια από αυτά.
– Ο Θωμάς Κωνσταντίνου είχε αρραβωνιαστεί λίγες μέρες πριν με την Αικατερίνη Τσιώλη από το χωριό Μικρό Μοναστήρι. Η οικογένεια του, όπως συνηθιζόταν τότε, κάλεσε την νύφη να της κάνει το τραπέζι, για την ημέρα του Αγίου Αντωνίου. Στις 17 Ιανουαρίου 1963 ημέρα του Αγίου Αντωνίου η νύφη με την αδελφή της και πέντε ξαδέλφες της έφθασαν στο σπίτι τους. Την άλλη μέρα το πρωί που ξυπνήσανε δεν μπορούσανε να βγούνε έξω από το σπίτι από το πολύ χιόνι. Έτσι αποκλείστηκαν για αρκετές μέρες στο χωριό.
– Πολλά σπίτια στο Πολύπετρο ήταν του Εποικισμού, χαμηλά και το χιόνι σκέπασε και τα παράθυρα ακόμη. Κάποια από αυτά τα σπίτια που βρίσκονταν στην βόρεια πλευρά του χωριού και λόγο της κλίσης του εδάφους, ήταν περισσότερο εκτεθειμένα στο χιονιά. Τα σπίτια αυτά τα σκέπασε τελείως. Για να βγούνε από το σπίτι ανοίξανε «γαλαρίες». Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σπίτι του Αθανασίου Ζαρφειάδη. Ο Στράτος Ναλμπάντης θυμάται: «Πήγαμε στο σπίτι τους. Σκεπάστηκε τελείως από το χιόνι. Δεν φαινόταν τίποτα. Αφού περπατούσαμε πάνω στην στέγη και δεν καταλάβαμε. Όταν πατήσαμε πάνω στην κληματαριά που επίσης δεν φαινόταν, βρεθήκαμε ξαφνικά καταγής.
– Για το ίδιο σπίτι ο Χρήστος Καδίγκος μας λέει: « Εδώ στην γειτονιά μας, τα αδέλφια Ζαρφειάδη είχαν αγελάδες. Από το σπίτι να πάνε στο στάβλο που ήταν στην αυλή τους δεν μπορούσαν. Έκαναν «γαλαρίες» και πηγαίνανε στο στάβλο μέσα από αυτές για να τα ταΐσουν. Οι βρύσες του Εποικισμού με τις γούρνες ήταν παγωμένες. Πηγάδια σε αυτή την γειτονιά δεν είχαμε. Υποφέραμε πολύ.
– Ο Ηλίας Κουκουλεκίδης λέει χαρακτηριστικά, «Είχαμε και ζώα και έπρεπε να τα ποτίσουμε. Νερό δεν είχαμε και έπρεπε να το μεταφέρουμε με κουβάδες από μια δημόσια βρύση της γειτονιάς. Αυτό γινόταν τις πρώτες μέρες. Μετά, τα πηγαίναμε στο ποτάμι το «Κοτζά Ντερέ». Άστα να πάνε. Ρεύμα τότε ακόμα δεν είχαμε, μια λάμπα μικρή πετρελαίου είχαμε για όλες τις δουλειές. Θυμάμαι την μητέρα μου που κάθε λίγο μας φώναζε στην γλώσσα μας την κιζδερβενιώτικη « πιπρούσαεε λάμπατα – πιπρούσαεε λάμπατα », δηλαδή χαμηλώστε τη λάμπα – χαμηλώστε τη λάμπα. Το έλεγε αυτό για να μην ξοδεύουμε πετρέλαιο. Φτώχια καταραμένη».
– Η κακοκαιρία κράτησε πέραν του προβλεπόμενου χρόνου που σε πολλά σπίτια τα καυσόξυλα τέλειωσαν. Η Ελένη Μαυρουδή – Καδίγκου μας λέει. «Δεν είχαμε ξύλα και πήγαινα στο μαγαζί του μπάρμπα Κύρου και έπαιρνα κάρβουνα για το μαγκάλι. Εκείνα τα μικρά τουβλάκια που πουλούσαν τότε. Με αυτά ζεσταινόμασταν όλοι μαζί δέκα αδέλφια. Φτώχια μεγάλη και ο πατέρας μας είχε πεθάνει».
– Στο νερόμυλο των Γώγηδων και Κωνσταντιναίων εργαζόταν την εποχή εκείνη ένας μυλωνάς ο Πασχάλης Καραμάτης από την Αξιούπολη. Η γυναίκα του η κυρία Άννα όταν είδε ότι έκλεισαν οι δρόμοι από το χιόνι, αποφάσισε να έρθει στο Πολύπετρο για να φέρει ρούχα στον άνδρα της. Στην Αξιούπολη συνάντησε τον Θεοφάνη Γώγο του Γεωργίου από το Πολύπετρο και τον παρακάλεσε να την συνοδέψει έως το Πολύπετρο. Ξεκίνησαν με τα πόδια. Λίγο πριν μπουν στο χωριό εξαντλήθηκαν από το κρύο και την ταλαιπωρία και δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. Κάποιος τους είδε και ειδοποίησε τον Θεόδωρο Γώγο τον ιδιοκτήτη του νερόμυλου. Ο Θόδωρος στέλνει τον γιο του Γιώργο και αυτός τους φέρνει στο σπίτι σε άσχημη κατάσταση. Τους περιποιήθηκαν και ευτυχώς συνήλθαν γρήγορα.
– Η Νίκη Αθανασοπούλου – Οργαντζή θυμάται μικρό κορίτσι που στο σπίτι της γιαγιάς της περπατούσαν τα κορίτσια πάνω στην κληματαριά.
– Ο Γιάννης Τζούλης του Χρήστου, δωδεκάχρονο παιδί τότε αναφέρει: «Ήμουν 12 χρόνων τότε. Όταν ξυπνήσαμε το πρωί του Αγίου Αθανασίου το χιόνι ήταν τόσο πολύ που έκλεισε την είσοδο του σπιτιού. Τότε ο πατέρας μου πήρε το φτυάρι και έκανε μια σήραγγα και από κει βγαίναμε. Θυμάμαι επίσης που ο αέρας μάζευε το χιόνι και σε διάφορα σημεία δημιουργούσε «βουνά» απροσπέλαστα. Πάνω σε αυτά σκαρφαλώναμε και κάναμε τσουλήθρα».
– Η Χρυσούλα Γραμματικού – Χειμωνίδου μας περιγράφει μια εικόνα που σίγουρα θα ενέπνεε πολλούς ζωγράφους. «Μου έχουν μείνει εικόνες πολλές από εκείνο το χειμώνα. Στην πλατεία που ήταν και το σπίτι μας, θυμάμαι τα ζώα που έφερναν οι κτηνοτρόφοι στη βρύση της πλατείας με την τριπλή ποτίστρα της για να τα ποτίσουν. Δεν ξεχνώ μια εικόνα που θα την χαρακτήριζα και πολύ όμορφη και λίγο αστεία θα έλεγα. Ήταν όταν είδα τον Δημήτρη Κιτσούκη τον (Γερμανό) που έφερε τα πρόβατα του για πότισμα. Έκανε τόση παγωνιά που το νερό στην ποτίστρα είχε παγώσει. Το πρόσωπο του Δημήτρη παγωμένο, ανέκφραστο, άχνιζε…. Βρισκόταν σε αμηχανία δεν ήξερε τι να κάνει.
Ολόκληρος μια φιγούρα ανθρώπινη σταματημένη στο χρόνο, έτσι όπως έστεκε ακίνητος, ακουμπισμένος στη γλίτσα του και χωμένος μέσα στην κάπα του στο κατάλευκο τοπίο. Μετά γύρισε τα πρόβατα προς το ποτάμι για να τα ποτίσει. Και αυτά πιστά και υπάκουα χωρίς δεύτερη κουβέντα ακολουθούσαν τα πατήματα του ποιμένα τους».– Ο Νικόλαος Κωνσταντίνου ήταν ένας από τους μεγαλύτερους κτηνοτρόφους στο χωριό με διακόσια και πλέον πρόβατα και λίγα γίδια. Η φροντίδα τόσων πολλών ζώων ήταν δύσκολη υπόθεση στις ακραίες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν. Ο γιος του Γιάννης θυμάται: «Τα μαντριά μας τα είχαμε τότε στις αυλές των σπιτιών μας. Και τα πρόβατα για πότισμα τα μεταφέραμε στο ποτάμι. Τα βγάζαμε στο δρόμο, πήγαινε ο τσομπάνης μπροστά και αυτά τον ακολουθούσαν το ένα πίσω από το άλλο δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα μονοπάτι έως το ποτάμι. Για την τροφή τους δεν είχαμε μεγάλο πρόβλημα, επειδή τα χρόνια εκείνα οι Χειμώνες κρατούσαν πολύ, προετοιμαζόμασταν ανάλογα από το Φθινόπωρο ακόμα».
– Τον Χειμώνα του ΄΄63, δεν ξεχνάει ούτε ο Νίκος Γώγος του Φιλίππου: «Ο πεθερός μου είχε το καφενείο και του είχαν τελειώσει οι προμήθειες του μαγαζιού, καφές, ζάχαρη, τσάι, και ότι άλλο χρησιμοποιούσε. Και μέσα σε εκείνο το χιόνι ξεκινήσαμε στον Εύρωπο μαζί με τον κουνιάδο μου Ηλία Πεχλιβάνη να τα φέρουμε. Λίγες μέρες μετά του τέλειωσε η φιάλη του υγραερίου που χρησιμοποιούσε στο καφενείο. Ξεκινήσαμε πάλι με τον Ηλία, αυτή την φορά για το διπλανό χωριό Αγριοσυκιά να την αγοράσουμε. Την μεταφέραμε στις πλάτες μας σε όλη την διαδρομή. Άδεια προς τα κει, γεμάτη στην επιστροφή. Τέτοιο χιόνι δεν ξανάδα στην ζωή μου. Μαζί με την φιάλη κάθε τόσο, πέφταμε σε κενά που μας σκέπαζε το χιόνι. Έπεφτε ο ένας, τον τραβούσε ο άλλος και με κόπο μεγάλο συνεχίζαμε την πορεία μας. Όσο για το άνοιγμα του δρόμου προς τον Εύρωπο συμμετείχα και γω. Με το που φτάσαμε στον Εύρωπο, έκπληκτοι οι Ευρωπιώτες, μας αντίκρισαν να ξεπροβάλλουμε μέσα από τα χιόνια. Έμειναν με τα στόματα ανοικτά για το κατόρθωμά μας».
– Ο Δημήτρης Μητσόπουλος γραμματέας της κοινότητας τότε με τον πρόεδρο Πέτρο Τζούλη ως διοργανωτές της μεγάλης επιχείρησης της διάνοιξης του δρόμου για τον Εύρωπο θυμάται: «Τις πρώτες μέρες του χιονιά ο αποκλεισμός ήταν τέτοιος που ούτε από το ένα σπίτι στο άλλο δεν μπορούσες να πας. Έπεσε χιόνι πολύ, τα σπίτια του Εποικισμού σχεδόν τα σκέπασε, τα νεκροταφεία το ίδιο. Εκεί στο ρέμα το «Κοτζά- Ντερέ» όταν ανοίγαμε το δρόμο, το χιόνι ήταν πολλά μέτρα. Αναγκαστήκαμε να ανοίξουμε «γαλαρία» από κάτω για να συνεχίσουμε. Μέχρι και το τρακτέρ που ερχόταν από πίσω μας για βοήθεια, πέρασε και αυτό από μέσα.
Όταν φτάσαμε έξω από τον Εύρωπο, μας είδαν οι Ευρωπιώτες και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Θαύμασαν το κατόρθωμα μας. Μας επευφημούσαν.
Και δεύτερη φορά επιχειρήσαμε παρόμοιο έργο. Ήταν ο Χειμώνας του 1967- 68, όταν ανοίξαμε το δημόσιο δρόμο μέχρι την Αγριοσυκιά, διότι το λεωφορείο για Θεσσαλονίκη και Γιαννιτσά πήγαινε από εκεί. Χιονοστιβάδες σε όλη την διαδρομή είχε, δεν περνούσε τίποτα. Μέχρι και ο Αξιός είχε παγώσει και τα κάρα περνούσαν πάνω από το πάγο. Είχε έρθει το Πάσχα κι οι χαράδρες είχαν χιόνια ακόμη».
– Σε όλο αυτό το διάστημα της κακοκαιρίας πολύ σημαντική ήταν και η συνδρομή του ιδρύματος «Σπίτι Παιδιού Πολυπέτρου» της τότε «Βασιλικής Πρόνοιας» και μετέπειτα «Εθνικού Οργανισμού Προνοίας». Επίσης, πολύ σημαντική ήταν και η συνεισφορά του δασκάλου του χωριού Δημητρίου Χατζηβασιλείου που συμμετείχε σε όλες τις επιχειρήσεις αποχιονισμού και σε όποια ανάγκη παρουσιαζόταν. Από την στρατιωτική του θητεία στις ειδικές δυνάμεις γνώριζε πώς να διαχειρίζεται έκτατα συμβάντα και η γνώση του αυτή διευκόλυνε πολύ στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιούργησε ο χιονιάς. Του ζητήσαμε να θυμηθεί τη βαρυχειμωνιά του 1963 και με προθυμία μας είπε τα εξής:
«Τέτοιο χιόνι δεν είχε ξαναδεί ο κόσμος μέχρι τότε. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους. Ανοίγαμε «σήραγγες» και τους απεγκλωβίζαμε. Μαζί με όλους τους άνδρες συμμετείχα και γω στην μεγάλη εκείνη προσπάθεια τους, να ανοίξει ο δρόμος για τον Εύρωπο. Κράτησε μήνες το χιόνι. Και η αρχηγός του ιδρύματος «Σπίτι Παιδιού» η Σόφη Πομώνη με τους εργατοτεχνίτες που διέθετε βοήθησε πολύ. Ήταν κοντά στο κόσμο. Μάλιστα στο περιστατικό εκείνο με τους μαθητές του γυμνασίου που επέστρεφαν στο χωριό μέσα στο χιόνι και λιποθύμησαν από το κρύο, μαζί προσφέραμε πρώτες βοήθειες στα παιδιά. Το ίδρυμα αυτό διέθετε ένα μικρό φαρμακείο για τέτοιες περιπτώσεις».
– Ο δρόμος για τον Εύρωπο ήταν απροσπέλαστος. Δεν μπορούσαν να προχωρήσουν όχι μόνο αυτοκίνητα αλλά και τρακτέρ ακόμη από το πολύ χιόνι. Ο Χρήστος Καδίγκος μας εξηγεί: «Μπροστά εμείς με τα φτυάρια ανοίγαμε και από πίσω μας ερχόταν τα τρακτέρ. Του Θωμά Χειμωνίδη ένα Ζετόρ και του μπάρμπα Γιάννη του Μουρτιάδη ένα μικρότερο και αυτό Ζετόρ. Σε κάποια σημεία που το χιόνι ήταν λίγο, τα τρακτέρ το πατούσαν και το έλειωναν».
– Η διάνοιξη του δρόμου για τον Εύρωπο, ενθουσίασε τα πιτσιρίκια του χωριού. Τους φαινόταν σαν παιχνίδι. Ο Βασίλης Γώγος του Γεωργίου θυμάται: «Εγώ ήμουν 14 χρονών τότε. Είχαμε και τις σαΐτες στις τσέπες μας και στο δρόμο σημαδεύαμε πουλιά. Θυμάμαι όταν φτάσαμε στον Εύρωπο ήρθε ο Νίκος Μπεκτασιάδης (Ντερέμπεης) με το τρακτέρ του, μας φόρτωσε στην πλατφόρμα και μας έφερε πίσω στο χωριό».
– Πολυκράτης Παντσίδης: «Στις αυλές των σπιτιών τους οι οικογένειες, άνοιγαν μονοπάτια που οδηγούσαν στο στάβλο, στην αποθήκη, στο πηγάδι για να πηγαίνουν στα ζώα τροφή και νερό. Στη συνέχεια άνοιγαν μονοπάτια προς τις κεντρικές βρύσες του χωριού και τα παντοπωλεία. Τα ορύγματα αυτά στα μάτια μας, μικρά παιδιά τότε, μας φαινόταν θεόρατα, όπως και οι τεράστιοι σταλαγμίτες που κρέμονταν σαν κοφτερά σπαθιά από τις στέγες των σπιτιών. Ήταν από τις πρώτες εικόνες που κατέγραφε η μνήμη μου, στους πρώτους εκείνους δυνατούς χειμώνες της ζωής μου».
«Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα “ΜΑΧΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ” στις 6.2.2018»