Το έθιμο της βροχής «Ντούντουλ», μία παράκληση στον Θεό γιά βροχή
Σε πολλά μέρη της χώρας μας, μετά από μεγάλης περιόδους ανομβρίας, οι κάτοικοι της υπαίθρου τελούσαν έως και το πρόσφατο παρελθόν ένα αρχαίο τελετουργικό έθιμο, γιά να «προσελκύσουν» την βροχή. Το έθιμο κατά τόπους είναι γνωστό με διαφορετικές ονομασίες, όπως «Περπερούνα», «Περπερίτσα», «Βερβερίτσα», «Κουσκουβάρα», «Ντούντουλ» κ.α.
Ετελείτο συνήθως μετά το Πάσχα και στα μέσα του Μαΐου, όταν οι αγρότες μας περίμεναν βροχές γιά την ανάπτυξη των παραγωγών τους, κυρίως των σιτηρών, τα οποία αποτελούσαν το βασικό είδος παραγωγής των καλλιεργειών τους την εποχή εκείνη, και αυτές δεν έρχονταν, με κίνδυνο να χάσουν την σοδειά τους.
Το έθιμο αναπαρίστατο έως και τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 στο χωριό μας, το Πολύπετρο, από τους γηγενείς Μακεδόνες κατοίκους του που το αποκαλούσαν «Ντούντουλ» και το τραγουδούσαν στην ντοπιολαλιά τους, όπως ακριβώς και στα γύρω χωριά της Γουμένισσας.
Περιγραφή του εθίμου
Μία ομάδα από ανύπανδρα κορίτσια εφηβικής ηλικίας το πρωί της ημέρας του εθίμου, συγκεντρώνονταν στο ποτάμι του χωριού. Μαζί τους μετέφεραν και ένα χάλκινο μαγειρικό σκεύος μεσαίου μεγέθους, που το έλεγαν «κότλια». Στην όχθη του Πλατανορέματος ευδοκιμούσε την εποχή εκείνη, όπως και τώρα, σε αφθονία ένα φυλλοβόλο πράσινο φυτό το «μπόζιλ», όπως το αποκαλούν οι κάτοικοι στην μητρική τους γλώσσα. Πρόκειται για το φυτό κουφοξυλιά ή αφροξυλιά ή ζαμπούκος, γνωστό στην Ελλάδα από την αρχαιότητα γιά τις φαρμακευτικές ιδιότητές του.
Μάζευαν τα φύλλα του φυτού αυτού και έντυναν ένα από τα κορίτσια της παρέας, δηλαδή σκέπαζαν το σώμα του από το κεφάλι μέχρι τα πόδια και το ονόμαζαν «Ντούντουλ». Το μεταμφιεσμένο με φύλλα κορίτσι, συμβόλιζε την διψασμένη γη, που αναζητούσε απεγνωσμένα το νερό, γιά να βλαστήσει. Μετά γέμιζαν το σκεύος, που είχαν φέρει μαζί τους με νερό, περνούσαν από το χερούλι του μία βέργα, και από τα άκρα της δύο κορίτσια το κρατούσαν γιά να το μεταφέρουν.
Άλλα κορίτσια κατασκεύαζαν ένα ανθρώπινο ομοίωμα με σκελετό από ξύλο και το έντυναν και αυτό, όπως και το κορίτσι, με τα φύλλα του ιδίου φυτού ή με φύλλα από ένα άλλο φυτό με μεγαλύτερα, το «μπλούστουρ». Το ομοίωμα αυτό το μετέφεραν δύο κορίτσια της παρέας. Όταν δεν υπήρχε διαθέσιμο κορίτσι, να υποδυθεί το «Ντούντουλ», το έθιμο αναβίωνε μόνο με το ανθρώπινο ομοίωμα, το οποίο το μετέφεραν από σπίτι σε σπίτι.
Όλα ήταν έτοιμα, γιά να ξεκινήσουν τις επισκέψεις στα σπίτια του χωριού. Το κορίτσι «Ντούντουλ» μαζί με το ανθρώπινο ομοίωμα και τα κορίτσια, που κρατούσαν το σκεύος, προηγούνταν από τα υπόλοιπα της ομάδας, ήταν αυτά που έμπαιναν πρώτα στην αυλή του κάθε σπιτιού.
Η νοικοκυρά, που περίμενε τα παιδιά, τα υποδεχόταν με ένα κόσκινο γεμάτο αλεύρι και ένα ποτήρι ή κανάτα με νερό. Με το νερό έβρεχε το κοριτσάκι «Ντούντουλ» και το ομοίωμά του και στην συνέχεια με το κόσκινο κοσκίνιζε λίγο αλεύρι στο κεφάλι του. Με το νερό και το αλεύρι που έριχνε η νοικοκυρά ζητούσε από τον Θεό να βρέξει καλή σιγανή βροχή, γιά να καρπίσουν τα γεννήματα και να πρασινίσει η γη, γιά να έχουν τροφή τα ζώα.
Μετά κυλούσε το κόσκινο σαν τροχό στην αυλή. Αν το κόσκινο κατέληγε στην γη με το πάτο του, τότε αυτό θα σήμαινε ότι θα έβρεχε. Αν έπεφτε ανάποδα με τον πάτο στον ουρανό δεν θα έβρεχε. Όσο η νοικοκυρά έκανε όλα αυτά, τα κορίτσια τραγουδούσαν στα ντόπια ένα τραγούδι, τα λόγια του οποίου ήταν έκκληση προς τον Θεό να βρέξει.
Κατά την διάρκεια του τραγουδιού το «Ντούντουλ» χόρευε με αργές κινήσεις των χεριών και των ποδιών του, παραμένοντας σχεδόν στην ίδια θέση.
Τελειώνοντας το δρώμενο, η νοικοκυρά προσέφερε στην ομάδα αλεύρι, το οποίο τα κορίτσια το συγκέντρωναν σε ένα τσουβάλι. Επίσης, αυγά, κρεμμύδια, πράσο κ.α. Φεύγοντας από το κάθε σπίτι, τα συνομήλικα αγόρια, που είχαν ήδη γεμίσει από κάποιο πηγάδι κουβάδες με νερό, παραμόνευαν στον δρόμο και έβρεχαν τα κορίτσια. Έκαναν ένα παιχνίδι, που άρεσε ιδιαιτέρως, αφού εκεί το αγόρι θα έδειχνε την προτίμησή του στο κορίτσι, που αγαπούσε, βρέχοντάς το.
Όταν τελείωναν, κατευθύνονταν σε ένα σπίτι κάποιου κοριτσιού, που είχαν προγραμματίσει, και εκεί ζύμωναν το αλεύρι και φούρνιζαν το ψωμί μόνα τους. Μέχρι το ψωμί να φουσκώσει, πήγαιναν τα κορίτσια στα σπίτια τους και έφερναν διάφορα άλλα υλικά, που έλειπαν, όπως δυόσμο, κρεμμύδι και λάδι, και μαγείρευαν ένα φαγητό σαν στιφάδο, που το ονόμαζαν «σουγιάιτσα». Άλλες φορές έκαναν ομελέτα βρασμένη στον ταβά, τα αυγά με το κρεμμύδι και το πράσο.
Όλα τα κορίτσια μαζί κάθονταν και έτρωγαν το φαγητό, με το ψωμί που παρασκεύαζαν. Το περίσσευμα, ψωμί και φαγητό, το μοιράζονταν οι ίδιες και επέστρεφαν στα σπίτια τους. Το έθιμο με αυτό τον τρόπο λάμβανε τέλος.
Όταν το έθιμο έπαυε να αναβιώνει, το συνέχισαν οι μουσικοί της Γουμένισσας, που περιόδευαν στα χωριά γιά βιοποριστικούς λόγους. Τον μουσικό με τον ζουρνά πλαισίωναν συνήθως η σύζυγός του, η οποία τραγουδούσε το εν λόγω τραγούδι, και το κοριτσάκι τους, γιά να χορεύει.
Το τραγούδι στο Πολύπετρο, στην βάση του, ήταν το ίδιο με αυτό, που τραγουδούσαν στα γύρω χωριά της Γουμένισσας. Διεφοροποιείτο μόνο στον στίχο με μικρές παραλλαγές από χωριό σε χωριό, δίχως να αποκλίνει από το κυρίως νόημά του.
Το τραγούδι του «Ντούντουλου»
Ντούντουλε Μάικα
Ντούντουλε μητέρα, (μάνα)
στρέι μορέ στόε, ή (σφετ μορέ στόε)
η στέγη μορέ στέκεται, ή (η πλάση μορέ στέκεται)
να Μπόγκα σι μόλια,
τον Θεό παρακαλάει
Μίλι Μπόζε
Αγαπημένε Θεέ
ντα ζαρόσα, σίτνα ρόσα
να ψιχαλίσει χορταστική (αρκετή) βροχή
τουλούμ βόντα να ντούντουλ
τουλούμι νερό στο ντούντουλο
μπερικιέτ να ντάβα, ή (ντα σι τσίνε μπερεκέτουτ)
αγαθά να δώσει, ή (να γίνει – να μεστώσει – να ωριμάσει – να δέσει η παραγωγή)
Έι ντουντουλέ, Έι ντουντουλέ
Έι ντουντουλέ, Έι ντουντουλέ
Στο Πολύπετρο οι κάτοικοι, εκτός από το έθιμο, τελούσαν και λιτανεία – παράκληση, γιά να βρέξει. Συνήθως μετά το εκκλησίασμα της Κυριακής ο παπάς με τους πιστούς κατευθύνονταν σε μία τοποθεσία του αγροκτήματος του χωριού «Λέσκα», που ήταν και το ψηλότερο σημείο, γιά να είναι πιό κοντά στον ουρανό.
Μερικές φορές τύχαινε να βρέξει πριν ακόμα ολοκληρωθεί το έθιμο ή η λιτανεία, και η χαρά όλων όσων συμμετείχαν ήταν μεγάλη, διότι πίστευαν, ότι οι παρακλήσεις τους εισακουστήκαν από τον Θεό.
Άλλοτε πάλι, που η βροχή δεν ήταν καλή, αλλά θυελλώδης με χαλάζι και καταστρεπτική για τα γεννήματα, ο Αναστάσης Οργαντζής, κιζδερβενιώτικης καταγωγής από το Πολύπετρο, θυμάται την μητέρα του να τελεί μία δοξασία.
«Έπαιρνε μία πυροστιά και ένα αυγό κόκκινο, που είχε κρατημένο από την Ανάσταση στο εικονοστάσι, και τα έριχνε στην βροχή, προσφωνώντας τρεις φορές στην κιζδερβενιώτικη διάλεκτο «Νταγλαρά – Τασλαρά» που σημαίνει στα βουνά, στις πέτρες, εννοώντας η καταιγίδα να φύγει και να πάει σε άγονες περιοχές, και όχι σε καλλιεργήσιμες».
Εγώ θυμάμαι μικρός την μητέρα μου, να βγαίνει στο κατώφλι της πόρτας και να ρίχνει μια χούφτα αλάτι στην βροχή, παρακαλώντας τον Θεό να μην ρίξει χαλάζι και καταστρέψει τα σπαρτά και άλλες παραγωγές, εκφωνώντας στα ντόπια, τρεις φορές «Ντα ζαστάνα μπόζε», (να σταματήσει Θεέ μου) φιλώντας φωναχτά την χούφτα της με το αλάτι πριν το ρίξει στη βροχή.
1«Ντούντουλ» Η ονομασία του εθίμου. Ως όρος η λέξη Ντούντουλ μας παραπέμπει στην παλαιοσλαβική λέξη Ντούντουλε “Dydyle”που σήμαινε το μεταμφιεσμένο κορίτσι ή το ομοίωμα του. Ένα έθιμο ευρέως γνωστό στις βαλκανικές χώρες.
Την μετάφραση έκανε ο Γεώργιος Τοσιλιάνης καθηγητής θεολόγος – ερευνητής τοπικής ιστορίας και λαογραφίας.