Γενικά

Οι απαρχές ανάπτυξης του Κράτους Πρόνοιας στον σύγχρονο κόσμο

Του Πολύδωρου Καβακιώτη

«Κάθε προσέγγιση στο θέμα “κράτος- πρόνοιας” δεν μπορεί παρά να έχει ως αφετηρία της την αναγνώριση της κεντρικότητας της σχέσης κράτους-κοινωνίας των πολιτών και των αντιφάσεων της κρατικής παρέμβασης και να κινείται με γραμμή πλεύσης ανάμεσα στις δύο συμπληγάδες: την ανάγκη ανάπτυξης θεωρητικού προβληματισμού και την αμεσότητα ποσοτικής και ποιοτικής κάλυψης αναγκών στην καθημερινή πρακτική… Η θεωρία του κράτους- πρόνοιας αναπτύχθηκε στη μεταπολεμική περίοδο στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, με επικέντρωση στον αγγλόφωνο χώρο, χωρίς αυτό να αναιρεί τη σημασία της εμπειρίας των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η ύπαρξη πανεπιστημιακών σχολών κοινωνικής διοίκησης, καθαρά βρετανικό φαινόμενο, που συνδέεται με την πορεία και τον χαρακτήρα ανάπτυξης της κοινωνικής πολιτικής σ’ αυτή τη χώρα. Αποτελεί όχι μόνο το πιο ολοκληρωμένο και πλούσιο μέρος του θεωρητικού πλαισίου της, αλλά και ένα από τα πιο μεστά θέματα της θεωρίας του κράτους γενικότερα»1.

Ο όρος «Κράτος -πρόνοιας» συνιστά ιδεολόγημα φορτισμένο με ιδέες και αξίες κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης. Ο αγγλικός όρος «welfare state» (= κράτος της ευημερίας), εμπερικλείει την υπόθεση ότι στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες είναι δυνατή η ευημερία των πολιτών, κατ’ ακολουθίαν της κοινωνικής λειτουργίας του κράτους.2
Σήμερα, ο προβληματισμός και η αμφισβήτηση για το κράτος – πρόνοιας έχουν οδηγήσει στη διατύπωση πολλών θεωριών και σχεδίων για την αλλαγή, τη μεταρρύθμιση ή (και τη) συρρίκνωση των διαφόρων τύπων του κλασικού κράτους – πρόνοιας. Η πολιτική πρακτική του νεοφιλελευθερισμού προσδιόρισε αποφασιστικά το τοπίο της συζήτησης και της αμφισβήτησης και έθεσε τις βάσεις για μια διαρκή κριτική του κράτους – πρόνοιας. Η αρχική κριτική του νεοφιλελευθερισμού επικέντρωσε τα επιχειρήματά του στο δημοσιονομικό βάρος των κοινωνικών πολιτικών και την επιβάρυνση του κόστους εργασίας και της ανταγωνιστικότητας των οικονομικών. Δηλαδή ο νεοφιλελευθερισμός παραπέμπει με ευκολία τη λύση των κοινωνικών προβλημάτων στους μηχανισμούς της αγοράς.

Έτσι, η κοινωνική πολιτική, οι κοινωνικοί θεσμοί και οι κοινωνικές υπηρεσίες ανακηρύχθηκαν ως βάρος στην οικονομική ανάπτυξη, δηλαδή μη επιθυμητοί θεσμοί που έπρεπε να συρρικνωθούν στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο.3

Έτερες πτυχές της λειτουργίας του κοινωνικού κράτους, όπως ο στιγματισμός, η γραφειοκρατία, η αναποτελεσματικότητα, ο κοινωνικός έλεγχος, η άνιση μεταχείριση των φύλων κ.ά. είναι μερικά στοιχεία της συνολικότερης κριτικής που στόχευε στο κράτος – πρόνοιας. Ωστόσο η σφαιρική και συνολική «κριτική» προήλθε από την ίδια τη ζωή – όπως συμβαίνει πάντοτε με τις μεγάλες αλλαγές στην πολιτική πρακτική. Η μακροχρόνια ανεργία και ο αποκλεισμός των μακροχρόνια ανέργων από την κοινωνία και την οικονομία, αποτέλεσαν τα νέα κοινωνικά φαινόμενα που σηματοδότησαν την κρίση του κλασικού κοινωνικού κράτους. Εξ ετέρου μια σειρά από άλλες αλλαγές, όπως το τεχνολογικό μοντέλο, οι δομές της οικογένειας, οι δημογραφικές εξελίξεις κ.ά. αμφισβήτησαν από τη βάση τους τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων κοινωνικών θεσμών.4

Το μέλλον μας προδιαγράφεται σήμερα μέσα στις αίθουσες των χρηματοπιστωτικών αγορών, μέσα σε οικοδομικά μεγαθήρια εταιριών πληροφορικής, οι οποίες αποθηκεύουν και επεξεργάζονται πληροφορίες που μας αφορούν και σε διαβιβαστικούς δορυφόρους που βρίσκονται σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη μας. Οι σταθεροί θεσμοί με τους οποίους ζούσαμε δεν έχουν και πολλά κοινά σημεία με τον δικτυωμένο κόσμο, όπου τα πάντα κυκλοφορούν και αλληλοσυγκρούονται.5

 

2. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ – ΟΡΙΣΜΟΙ
2.1. Η κοινωνική προστασία.

«Οι άνθρωποι, μέσα στον χρόνο, προσανατολίστηκαν σε μια μορφή κοινωνικής προστασίας πoυ είχε ως βάση την ομάδα στην οποία ανήκαν. Για τους πρώτους ανθρώπους η προστασία περιελάμβανε το σύνολο των κινδύνων των οφειλομένων στη διαβίωσή τους σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον. Έπαιρνε δε τη μορφή είτε αμοιβαίων υπηρεσιών π.χ. προστασία του συλλογικού χώρου διαμονής, άμυνα της ομάδας κλπ., είτε τη μορφή διανομής ζωτικών υλικών αγαθών στα αδύναμα μέλη της ομάδας, που δεν μπορούσαν να κινηθούν από μόνα τους. Η άμεση βοήθεια δεν μπορούσε να χορηγηθεί, παρά μόνον όταν η διανομή αυτή δεν έθετε σε κίνδυνο την επιβίωση της ομάδας. Επιπλέον, εξαρτιόταν και από τον βαθμό της κοινωνικής συνείδησης, που είχαν αναπτύξει.

Σήμερα, βασικός παράγων της κοινωνικής προστασίας είναι η επιδίωξη της υλικής διασφάλισης τόσο για το ίδιο το άτομο όσο και για την οικογένεια του, οποιεσδήποτε και αν είναι οι εξωτερικές συνθήκες. Η κοινωνική προστασία, στην πιο ευρεία της έννοια, αφορά στο σύνολο της ζωής του ατόμου και στη σημερινή εποχή θα περιελάμβανε όλα τα είδη πολιτικής: από την πολιτική της άμυνας της ομάδας – αμυντική πολιτική – έως την οικονομική πολιτική – επιδίωξη του υψηλότερου επιπέδου απασχόλησης και ευημερίας – καθώς και την κοινωνική πολιτική, που αφορά στην υγεία, την οικογένεια, το γήρας κλπ».6

Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την κοινωνική προστασία «ως το σύνολο των βοηθειών, που χορηγούνται σ’ ένα άτομο και του επιτρέπουν να εξασφαλίσει μιαν ευπρεπή ζωή για τον ίδιο και την οικογένειά του, απέναντι σ’ ένα κοινωνικό κίνδυνο»7. Ο προσδιορισμός των κοινωνικών κινδύνων θα έπρεπε να είναι απλός, διότι η ανθρώπινη φύση είναι αιώνια και οι ίδιες, περίπου ανάγκες την ακολουθούν˙ οι επιδράσεις της κοινωνίας, όμως, είναι διαφορετικές και συνυφαίνονται με την οργάνωση και την εξέλιξή της.

Επομένως οι κοινωνικοί κίνδυνοι συνδέονται, αφενός με την έναρξη της ίδιας της ζωής, αφετέρου με τις ιδιαιτερότητες της εποχής. Δηλονότι ο τομέας του κοινωνικού διαφέρει μέσα στον χρόνο και τον χώρο. Μέσα στον χρόνο, οι ανάγκες άλλαξαν ανάλογα με τις διαφοροποιήσεις της κατανάλωσης. Μέσα στον χώρο, το άνισο επίπεδο κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης δεν διαφοροποίησε τον χαρακτήρα των αναγκών ή των κοινωνικών κινδύνων αλλά τις δεδομένες εκάστοτε απαιτήσεις.

Η οικογένεια, οι κινήσεις φιλανθρωπίας, οι προσωπικές και οι κοινωνικές ασφαλίσεις απετέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν τα τέσσερα επίπεδα κοινωνικής παρέμβασης.8

2.2. Η κοινωνική Ασφάλιση.

«Θα μπορούσε κανείς να δώσει τον εξής ορισμό των κοινωνικών ασφαλίσεων: ¨Πρόκειται για συστήματα κανόνων που ρυθμίζουν ποια οικονομικά μέσα {ασφαλιστικές παροχές} πρέπει να χορηγήσει ένας δημόσιος, συνήθως, οργανισμός (ασφαλιστικός φορέας) στα πρόσωπα που υπάγονται σ’ αυτόν (ασφαλισμένους), εφόσον συμπληρώνουν τις αναγκαίες χρονικές και οικονομικές προϋποθέσεις (χρόνο ασφάλισης, ασφαλιστικές εισφορές) και κινδυνεύουν από μείωση εισοδημάτων ή αύξηση των δαπανών τους (ασφαλιστικούς κινδύνους)¨. (Κρεμαλής, 1985).

Υπάρχουν ανομοιότητες ανάμεσα στα συστήματα των διαφόρων χωρών αλλά θα μπορούσαμε να δώσουμε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά:
1.Οι κοινωνικές ασφαλίσεις χρηματοδοτούνται με εισφορές των εργοδοτών και των εργαζομένων, με ή χωρίς συμμετοχή του κράτους, με τη μορφή της επιδότησης ή της συμπληρωματικής χρηματοδότησης.
2.Η ασφάλιση είναι υποχρεωτική, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις.
3.Οι εισφορές συγκεντρώνονται σε ειδικά ταμεία, απ’ όπου χορηγούνται οι διάφορες παροχές.
4.Τα κεφάλαια, που δεν είναι αναγκαία για τις πληρωμές των παροχών, επενδύονται ώστε να εξασφαλιστούν συμπληρωματικά έσοδα (πρόσοδοι περιουσίας).
5. Το δικαίωμα στις παροχές εξαρτάται από τις καταβαλλόμενες εισφορές του ασφαλισμένου, ανεξάρτητα από κάθε κριτήριο ανά¬γκης ή εσόδων.
6.Συχνά το ύψος των εισφορών και των παροχών συνδέεται με το ύψος του μισθού του ασφαλισμένου.
7.Οι κλάδοι των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών, συνήθως, χρηματοδοτούνται, αποκλειστικά από τους εργοδότες, με ή χωρίς συμμετοχή του κράτους».9

2.3. Η Κοινωνική Ασφάλεια.

Η έκφραση, ‘’Κοινωνική Ασφάλεια’’, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως όρος το 1935, στις ΗΠΑ (Social Security), δεν αποτελεί αντικείμενο νομοθετικού ορισμού, ούτε ορισμό γενικά αποδεκτό, αλλά παραμένει αρκετά αδιευκρίνιστη. Ερμηνευόμενη με μιαν ευρύτερη έννοια σε μερικές χώρες απ’ ότι σε άλλες, η Κοινωνική Ασφάλεια ορίζεται καταρχήν ως «η προστασία που η κοινωνία προσφέρει στα μέλη της, χάρη σε μια σειρά δημοσίων μέτρων ενάντια στην οικονομική και κοινωνική ένδεια, όπου θα μπορούσε να τα οδηγήσει η εξαφάνιση ή η αισθητή ελάττωση του εισοδήματος, η ασθένεια, ο τοκετός, τα ατυχήματα εργασίας και οι επαγγελματικές ασθένειες, η ανεργία, η αναπηρία, το γήρας και ο θάνατος» (BIT, 1986).

Στο άρθρο 22 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Φιλαδέλφειας, της 10ης -12-1948, το περιεχόμε¬νο της προσδιορίστηκε ως εξής: «Κάθε άνθρωπος, ως μέλος της κοινωνίας, έχει δικαίωμα για κοινωνική ασφάλεια, έχει αξίωση να γίνονται σεβαστά τα αναγκαία για την αξιοπρέπεια και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του οικονομικά, κοινωνικά και πολι¬τιστικά δικαιώματα, όπως διαμορφώνονται από τη χώρα του και τη διεθνή συνεργασία, έπειτα από στάθμιση της οργάνωσης και των πλουτοπαραγωγικών πηγών κάθε κράτους». Δεν καθορίζει όμως ποια είναι τα μέσα κοινωνικής προστασίας, που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν αυτό το σκοπό.
Κατά άλλον ορισμό η κοινωνική ασφάλεια περιλαμβάνει:

α) Την εξασφάλιση απασχόλησης, δηλαδή εξασφάλιση της απασχόλησης με αμοιβή όχι μόνο για τους μισθωτούς αλλά για κάθε εργαζόμενο, μέσα από κάποια οικονομική οργάνωση, που επιτρέπει την αποφυγή κρίσεων και πραγματοποιεί κάτω απ’ όλες τις συνθήκες την πλήρη απασχόληση (οικονομική πολιτική).
β) Την εξασφάλιση εισοδήματος με πολιτική μισθών, η οποία θα τους εξαρτά όχι μόνον από την απόδοση της εργασίας αλλά και από τις ανάγκες του ατόμου. Ο καθορισμός του ελαχίστου ορίου συντήρησης αποτελεί τμήμα της γενικής πολιτικής της κοινωνικής ασφάλειας (πολιτική διανομής εισοδήματος).
γ) Την εξασφάλιση της ικανότητας για εργασία, δηλαδή τη δράση ενάντια σε όλους τους παράγοντες, οι οποίοι απειλούν ολικά ή μερικά τη φυσική ικανότητα για εργασία, μέσα από την οργάνωση ιατρικών φροντίδων, τη λήψη μέτρων υγιεινής κλπ, (Αγαλόπουλος, 1955).
Εκτός από αυτά η κοινωνική ασφάλεια εμπεριέχει και την εξασφάλιση μιας ορισμένης ηθικής ισορροπίας στο περιβάλλον της ζωής του ανθρώπου. Είναι η εξασφάλιση της οικογενειακής σταθερότητας, η εγγύηση της σταθερότητας των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ του ατόμου ή της οικογένειας και των άλλων ατόμων ή των άλλων ομάδων με τους οποίους καλείται να ζήσει (πολιτική περιβάλλοντος). Η κοινωνική ασφάλεια είναι έννοια δυναμική, επηρεάζει την κοινωνική πολιτική στο σύνολό της και αποτελεί ένα από τα μέσα της «διαρθρωτικής αναπροσαρμογής» (Αγαλόπουλος, 1955).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, κοινωνική ασφάλεια σημαίνει κοινωνική δικαιοσύνη, με την ευρεία έννοια και όχι προστασία του ατόμου από συγκεκριμένους κινδύνους, όπως η κοινωνική ασφάλιση. Η πρώτη, δηλαδή, αποτελεί τελικό σκοπό, ενώ η δεύτερη ένα από τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται, εν μέρει, ο σκοπός αυτός. Με την κοινωνική ασφάλιση εξασφαλίζεται η υγεία και η οικονομική προστασία ορισμένης μερίδας του πληθυσμού, ενώ με την κοινωνική ασφάλεια απελευθερώνονται όλοι οπό την ανάγκη (Μελάς, 1953). Επιπλέον, η κοινωνική ασφάλεια βασίζεται στην εθνική αλληλεγγύη (Laroque, 1966), που εκδηλώνεται με τον ενεργό ρόλο του συνόλου και επιδιώκει την άμβλυνση των οικονομικών και κοινωνικών διαφορών, κυρίως, με την ορθή αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος αλλά και με την κοινωνικοασφαλιστική προστασία, βάσει των ατομικών αναγκών, ενώ η κοινωνική ασφάλιση επιβάλλει την ατομική συμβολή και εξαρτά, τελικά, την παροχή από το ύψος της συμβολής»10.

2.4. Η Κοινωνική Πρόνοια.

Ως Κοινωνική Πρόνοια μπορούμε να ορίσουμε την παροχή βοήθειας σε ολόκληρο τον πληθυσμό και ειδικά σε ομάδες που αντιμετωπίζουν προσωρινά ή μόνιμα κοινωνικά προβλήματα ή προβλήματα υγείας, για τη δημιουργία αξιοπρεπών συνθηκών ζωής, για την αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων και των ταλέντων τους και για την ενεργό συμμετοχή τους στην κοινωνικοοικονομική ζωή και ανάπτυξη της χώρας, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση και τον τόπο διαμονής τους .
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ.

Με την επιφύλαξη ότι «κάθε ορισμός είναι περιορισμός», θα επιχειρήσουμε να παραθέσουμε δύο προσεγγίσεις από διαφορετι¬κούς συγγραφείς :
1.«Ως κοινωνική πολιτική δύνανται να χαρακτηριστούν τα συστηματικά μέτρα, τα οποία λαμβάνονται υπό της πολιτείας προκειμένου η ανθρώπινη συμβίωσις να αποδίδη μέγιστον κοινωνικόν όφελος» (Κυριακουλάκος 1970).

2.«Κοινωνική πολιτική, είναι το σύνολο των μέτρων και των θεσμών, δια των οποίων επιδιώκεται η συνεχής βελτίωσις των ποσοτικώς σταθμητών όρων διαβιώσεως των κοινωνικών ομάδων και ιδίως των εξ αυτών οικονομικώς και κοινωνικώς ασθενεστέρων, προς τον σκοπόν, όπως εξασφαλισθούν προϋποθέσεις κοινωνικής ελευθε¬ρίας δι’ άπαντα τα μέλη της κοινωνίας» (Πάτρας 1974).

Τα μέτρα πρέπει να είναι συστηματικά κι όχι μεμονωμένα· η λήψη τους πρέπει να γίνεται μέσω κρατικής παρέμβασης και αποσκοπούν στην επίλυση ομαδικών προβλημάτων και την επίτευξη της μέγιστης ευημερίας».11

Εν αναφορά με τη σχέση μεταξύ διακονίας και των σύγχρονων εξελίξεων στην παροχή κοινωνικής φροντίδας αναφέρεται ότι οι θεσμοί της χριστιανικής διακονίας (νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, κοινωνικά ιδρύματα), οργανώθηκαν ως θετική αντίδραση στις κοινωνικές ανάγκες για οργανωμένη προσφορά με χαρακτηριστικά συνοχής και συνέχειας.12
Η κοινωνική πρόνοια, όπως ορίστηκε παραπάνω, ανήκει πλέον στις υποχρεώσεις του κράτους, δίχως αυτό να σημαίνει ότι τα κοινωνικώς δρώντα υποκείμενα στερούνται της ελευθερίας, πολλώ γε μάλλον(=πολύ περισσότερο βέβαια) της κοινωνικής ευθύνης για δραστηριοποίηση, ιδιαιτέρως σε κοινοτικό επίπεδο, όπου οι γραφειοκρατικές κρατικές δομές είναι συχνά αναποτελεσματικές.13

1) ΟΛΓΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ, (1992). «ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ». ΑΘΗΝΑ, εκδ. Gutenberg,σελ.12
2) ΟΛΓΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ, ό.,π. σελ. 19.
3) ΠΙΕΡ ΡΟΖΑΝΒΑΛΟΝ, «ΤΟ ΝΕΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ», μτφ. Σ. ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗΣ, πρόλογος Θ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2001, σελ. 9-10.
4)ΠΙΕΡ ΡΟΖΑΝΒΑΛΟΝ, ό.,π. σελ. 10-11.
5)ΕΥΑ ΖΟΛΥ, (2000), «Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ ΟΛΩΝ ΜΑΣ», μτφ. ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, σελ. 170.
6)Γ. Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, (1990). «ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ: ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ», πρόλογος Γ. ΚΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ, εκδ. ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ, σελ. 13.
7)Γ. Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό., π. σελ. 14.
8)Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 14-15.
9)Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 18-19.
10)Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 19-20.
11)Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 20-21.
12) Χ.Ν. ΤΣΙΡΩΝΗΣ, (2007). ‘’Παγκοσμιοποίηση και τοπικές κοινότητες. Συμβολή στην κοινωνική ηθική και το κοινοτικό έργο’’. Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Βάνιας, σελ. 220.
13)Χ.Ν. ΤΣΙΡΩΝΗΣ, ό.,π. σελ. 221.

3. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ- ΠΡΟΝΟΙΑΣ

3.1. ΔΙΕΘΝΗΣ

3.1.1. Γενικές παρατηρήσεις.

«Η εξέλιξη των συστημάτων της κοινωνικής προστασίας και, κυρίως, των κοινωνικών ασφαλίσεων μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους: την πρώτη που ονομάζεται από μερικούς συγγραφείς κλασική και την νεότερη. Η πρώτη περίοδος περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα μεταξύ του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά την περίοδο αυτή θεσπίζονται οι πρώτοι νόμοι που αφορούν: α) στα εργατικά ατυχήματα, β) στα οικογενειακά επιδόματα και γ) στις κοινωνικές ασφαλίσεις. Κατά τη νεότερη περίοδο, που περιλαμβάνει το διάστημα μετά τον πόλεμο, επικρατεί η έννοια της κοινωνικής ασφάλειας.

Η βιομηχανική επανάσταση κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, έφερε στο προσκήνιο μια νέα κοινωνική τάξη, την εργατική τάξη, τα μέλη της οποίας απολαμβάνουν εισοδήματα ή μισθό από την ενοικίαση της εργατικής τους δύναμης σε κάποιον εργοδότη. Η τύχη τους ήταν, πραγματικά, άθλια. Σύμφωνα με την επικρατούσα φιλελεύθερη φιλοσοφία, η εργασία θεωρείται ως ένα απλό εμπόρευμα˙ συνέπεια της παραπάνω θεώρησης ήταν ότι η εργατική τάξη υπέφερε από δύο δεινά: πρώτον, όταν ο εργάτης μπορεί να ενοικιάσει την εργατική του δύναμη, ο μισθός που απολαμβάνει καθορίζεται σύμφωνα με το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και, συνήθως, είναι ανεπαρκής. Δεύτερον, όταν ο εργάτης δεν μπορεί να ενοικιά¬σει την εργατική του δύναμη, είτε λόγω φυσικής αιτίας – ασθένεια, αναπηρία κλπ. – είτε λόγω οικονομικής – ανεργία – τότε χάνει το μοναδικό του εισόδημα»1.

3.1.2. Πρώτη περίοδος: (Δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο).

Διάφορες έρευνες που έγιναν κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα (Dupeyrauχ J.J. 1983) μας δείχνουν την τραγικότητα της κατάστασης: παιδιά που εργάζονται στις βιοτεχνίες από 6 ετών, συχνά δεμένα στις μηχανές, τις οποίες χειρίζονταν, φύλακες εξοπλισμένοι, συχνά με μαστίγια. Το 1841 ψηφίστηκε ο πρώτος νόμος στη Γαλλία, που απαγόρευε την εργασία σε παιδιά κάτω των 8 ετών! Ο εισηγητής του νόμου αναφέρει ότι από τα 10.000 άτομα, που παρουσιάστηκαν για τη στρατιωτική τους θητεία στους δέκα πιο βιομηχανοποιημένους νομούς της χώρας, τα 8980 παρουσίαζαν ένα ποσοστό αναπηρίας.2

Στην πρώτη περίοδο κυριαρχεί η διαμάχη για την έκταση και τη μορφή της ευθύνης που πρέπει να αναλάβει το κράτος για τη βιολογική και ιδεολογική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και για τον κοινωνικό έλεγχο των εξαθλιωμένων μαζών.3

«To κράτος πρόνοιας γεννήθηκε μετά από έναν παγκόσμιο πόλεμο που κατέστρεψε μέρος της Ευρώπης και συνέτριψε την Ιαπωνία. Οι πολιτικοί ηγέτες της εποχής είχαν σημαδευτεί από τις συνέπειες της μεγάλης οικονομικής ύφεσης και του χρηματιστηριακού κραχ του 1929 κατά τη διάρκεια της ανόδου του ναζισμού. Αναζητούσαν επιτακτικά το αντίδοτο στον ιό του ολοκληρωτισμού, καθόσον μάλιστα ο κομμουνισμός είχε επικρατήσει στο υπόλοιπο ήμισυ του κόσμου κι αποτελούσε μια επιπλέον διαρκή απειλή. Η πεποίθηση ότι οι κυβερνήσεις έπρεπε να ελέγχουν την οικονομία εν γένει και το χρηματοπιστωτικό τομέα ειδικότερα αποτελούσε βεβαιότητα που συμμερίζονταν τόσο η Ευρώπη όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες (με ιδιαίτερες βεβαίως αποχρώσεις της κάθε πολιτισμικής παράδοσης). Το κράτος είχε συνεπώς επιφορτιστεί με την εποπτεία του χρήματος. Το παιχνίδι της αγοράς εκτυλισσόταν υπό το προσεκτικό και συνοφρυωμένο βλέμμα της διοίκησης, η οποία με αυστηρές διαδικασίες έθετε όρια στον χρηματοοικονομικό τομέα».4

Κεντρικό ρόλο στη διαμάχη γύρω από τον χαρακτήρα και την έκταση της κρατικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση της φτώχειας τον 19ο αιώνα, έπαιξε το δόγμα Laissez-faire (γαλλ.).5 Βασισμένοι στα έργα των κλασικών οικονομολόγων, οι οπαδοί του φιλελευθερισμού θεωρούσαν τη διεύρυνση της κρατικής προστασίας επικίνδυνη και κύριο παράγοντα της δημιουργίας της τάξης των απόρων. Η οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με τη καλλιέργεια θετικών στάσεων στην εργασία και τον ανταγωνισμό, με επιβράβευση της ατομικής προσπάθειας, θεωρείται πολύ πιο αποτελεσματικό αντίδοτο στη φτώχεια.6

Ο Νόμος για τη φτώχεια του 1834 στην Αγγλία στηρίχθηκε στην έκθεση του Ε. Τσάντγουικ, ο οποίος έβλεπε τον μεγαλύτερο κίνδυνο όχι στην αύξηση του πληθυσμού αλλά στη διάβρωση της διάθεσης για εργασία στον αγροτικό πληθυσμό την οποία ενίσχυε το σύστημα παροχής βοήθειας από τις τοπικές κοινότητες. Με τον νόμο αυτόν του 1834 εδραιώθηκε η μυθολογία του εξαθλιωμένου εργάτη. Η έρευνα στην οποία στηρίχθηκε η εισηγητική έκθεση του νόμου, εξέφραζε με σκληρή και γλαφυρή γλώσσα τους στόχους του νόμου: μείωση των δαπανών της πρόνοιας, εφαρμογή αυστηρότατου συστήματος βοήθειας και εκ νέου επιβολή ελέγχου στην εργατική τάξη.7

3.1.2.1. Οι κοινωνικές ασφαλίσεις.

«Οι κοινωνικές ασφαλίσεις γεννήθηκαν στη Γερμανία και η ιδέα ‘’ορόσημο’’ θα πρέπει να αποδοθεί στον Bismark. Ανήσυχος από τις κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του ο καγκελάριος Bismark με το διάγγελμα της 17-11-1881, έδωσε μια σύγχρονη αντίληψη για το κράτος: ‘’Η προοδευτική εξέλιξη των σύγχρονων ιδεών για το κράτος το θέλει να εκπληρώνει, όχι μόνο μιαν αποστολή άμυνας, προσπαθώντας να προφυλάξει τα υπάρχοντα δικαιώματα, αλλά, επίσης, μιαν αποστολή, που τείνει να προάγει θετικά και με τους αντίστοιχους θεσμούς την ευημερία όλων των μελών του’’. Το διάγγελμα αυτό ακολούθησαν διάφοροι νόμοι πάνω στην ασφάλιση ασθένειας το 1883, εργατικών ατυχημάτων το 1884, γήρατος και αναπηρίας το 1899, θανάτου το 1911 και την ασφάλιση ανεργίας αργότερα, το 1927.

Έτσι γεννήθηκαν οι κοινωνικές ασφαλίσεις. Διατηρούν δε τη συναλλαγματική αρχή κάθε ασφάλισης ή αλληλοβοήθειας, δηλαδή «σε αντάλλαγμα μιας εισφοράς από τον ασφαλισμένο, του χορηγείται παροχή,όταν έχει προσβληθεί από τον αντίστοιχο κίνδυνο». Ταυτόχρονα, εφαρμόζονται μερικές βασικές τεχνικές, ουσιαστικές στην κλασική ασφάλιση, όπως: «αναλογία μεταξύ εισφορών και παροχών», «αρχή του δικαιώματος παροχών, αφού έχουν καταβληθεί οι εισφορές», «σύστημα κεφαλαιοποίησης για την κάλυψη μερικών κινδύνων ή διανεμητικό σύστημα για άλλους». Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τους: πρώτον είναι «υποχρεωτικές» για όλους τους εργαζόμενους, των οποίων οι αποδοχές είναι μικρότερες ενός ορισμένου ύψους, και δεύτερον «ο εργοδότης υποχρεούται να πληρώνει εισφορά συμμετρική αυτής του εργάτη»8.

1.«Στην Ιταλία το 1883, στη Γερμανία το 1884, στη Γαλλία το 1888, στο Βέλγιο και την Ολλανδία το 1903, στην Ελλάδα το 1915 (Ν 551), ψηφίστηκαν νόμοι, που έκαναν αυτομάτως δεκτή την υπευθυνότητα του εργοδότη.
2.Το Βέλγιο το 1930 και η Γαλλία το 1932 ήταν από τις πρώτες χώρες, που έκαναν υποχρεωτικό νόμο τα οικογενειακά επιδόματα, ενώ το 1928 καθιερώθηκαν και στη Νέα Ζηλανδία, με τη μορφή δημόσιας κοινωνικής υπηρεσίας. Η 87 Σύσταση του 1944 της ΔΟΕ είναι το πρώτο επίσημο ντοκουμέντο, που αναφέρεται στις οικογενειακές παροχές.
3.Οι κοινωνικές ασφαλίσεις βρήκαν μιμητές σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης. Στη Γαλλία καθιερώθηκαν κάπως αργά με νόμους του 1928 και 1930. Στην Αγγλία εισάγονται με νομοθέτημα,που κάλυπτε τους κινδύνους ασθένειας, αναπηρίας και ανεργίας, το 1911. Στη Σοβιετική Ένωση ο κλάδος ασφάλισης ασθένειας είχε αποτελέσει κρατική μέριμνα από το 1912, ενώ το δικαίωμα για σύνταξη αναπηρίας, γήρατος και θανάτου πρωτορυθμίστηκε το 1922».9
Εν κατακλείδι στο πρώτο στάδιο διεύρυνσης της κοινωνικής λειτουργίας του κράτους,κυρίως από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διαμορφώνεται σταδιακά η θεσμική και ιδεολογική βάση για τη δημιουργία του μεταπολεμικού κράτους- πρόνοιας στις αναπτυγμένες χώρες.

3.1.3. Δεύτερη περίοδος: Από τη χρυσή εποχή του κράτους – πρόνοιας στην κρίση και την αμφισβήτηση.

Οι σύγχρονες μορφές πολιτικής στο θέμα της κοινωνικής προστασίας τείνουν να αντικαταστήσουν τα αποσπασματικά και περιορισμένα συστήματα της πρώτης περιόδου με προσπάθειες για προστασία πολύ πιο ευρεία και με μεγαλύτερη συνοχή, η οποία είναι αποτέλεσμα μιας «αλληλεγγύης στο επίπεδο ολόκληρης της κοινότητας». Αυτό αποτέλεσε και το περιεχόμενο μιας νέας έννοιας, της κοινωνικής ασφάλειας.

3.1.3.1 Social security act

«O αμερικανικός νόμος της 14-8-1935 – Social security act – κάπως καταχρηστικά θεωρήθηκε η πράξη γέννησης της Κοινωνικής Ασφάλειας. Η παραπάνω έκφραση εμφανίζεται για πρώτη φoρά στην ιστορία. Ο νόμος, που την οριοθετεί, είναι αξιόλογος όχι τόσο για το περιεχόμενό του, το οποίο είναι περιορισμένο, αλλά γιατί αποτελεί μέρος της προσπάθειας του προέδρου Ρούσβελτ για την ανάκαμψη της οικονομίας, μετά την κρίση του 1929-1930. Για πρώτη φορά ένα μέτρο κοινωνικής ασφάλισης εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό της “οικονομικής πολιτικής” 10.

Το στάδιο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960 έχει χαρακτηριστεί ως η χρυσή εποχή του κράτους- πρόνοιας ή η περίοδος εδραίωσης του κλασικού κράτους- πρόνοιας. Η οικοδόμησή του στηρίχθηκε στο συνδυασμό του κεϋνσιανικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και του μοντέλου κοινωνικής πολιτικής του Μπέβεριτζ.11

3.1.3.2. Η αναφορά του Λόρδου Beveridge.

«Ο Λόρδος Beveridge, ανώτατος λειτουργός της Αγγλικής Κυβέρνησης, δημοσιεύει το 1942 την αναφορά του, η οποία είναι το συμπέρασμα μελέτης που του ανατέθηκε από την ίδια την Κυβέρνηση. Η αναφορά αυτή προτείνει ένα νέο πλάνο για κοινωνική ασφά¬λιση, του οποίου η βασική αρχή είναι η ακόλουθη: Μια σύγχρονη κοινωνία θα πρέπει να εξαλείψει την κατάσταση της ‘’ανάγκης’’ και η πραγμάτωση αυτής της εξάλειψης θα πρέπει να ‘’προγραμματιστεί’’. Φαίνεται, καταρχήν, πως ‘’αξίζει περισσότερο να προλαμβάνει κανείς παρά να επανορθώνει’’. Η κοινωνική ασφάλεια, ως επανόρθωση, δεν μπορεί, κατά τον Βeveridge, παρά να αποτελεί μια μερική ενέργεια μέσα σ’ ένα γενικό σύνολο ενεργειών, των οποίων ο τελικός σκοπός είναι να εξασφαλίσουν την πλήρη απασχόληση.

Ο Beveridge είναι κι αυτός επηρεασμένος από την καταστροφή του 1929-1930 και η αναφορά του, μάλιστα, φέρει τον τίτλο: ‘’Για πλήρη απασχόληση μέσα σε μια ελεύθερη κοινωνία’’.
Εμφανώς επηρεασμένος από τις θεωρίες του Keynes ο συλλογισμός του Beveridge μπορεί να συνοψισθεί σχηματικά, κατά τον ακόλουθο τρόπο:

1.Για να εξασφαλιστεί η πλήρης απασχόληση, θα πρέπει oι επιχειρήσεις να λειτουργούν πλήρως.2.Για τον λόγο αυτό θα πρέπει η πώληση των προϊόντων να είναι εξασφαλισμένη,
3.Για να συμβεί το παραπάνω θα πρέπει οι πολίτες να έχουν αρκετές δυνατότητες κατανάλωσης.
4.Η δημόσια εξουσία οφείλει να εφαρμόσει μια πολιτική με ειδικά πλάνα ενάντια σε όλες τις αιτίες ελάττωσης και – A Fortiori(=περισσότερο) – εξαφάνισης των δυνατοτήτων κατανάλωσης, αρχής γενομένης από την ανεργία αλλά, κυρίως, από τον πιο ουσιαστικό τομέα: εκείνον της ασθένειας. Στην πολιτική της πλήρους απασχόλησης επιβάλλεται να προστεθεί και μια πολιτική ‘’υγείας’’: η ιατρική θα πρέπει να εθνικοποιηθεί.

Ο επαναστατικός χαρακτήρας των συμπερασμάτων του Beveridge, ο οποίος ανήκε στην οικογένεια των φιλελευθέρων, βρίσκε¬ται, κυρίως, στα προτεινόμενα μέσα, που πρέπει να χρησιμοποιη¬θούν, ώστε να φτάσουμε σ’ αυτά τα αποτελέσματα. Καταλήγει ότι η δημόσια εξουσία οφείλει να επιτύχει την «απελευθέρωση των αναγκών» και κατά συνέπεια να εξασφαλίσει ένα πραγματικό αίσθημα ασφάλειας, μέσω μιας υποχρεωτικής ανακατανομής του εθνικού εισοδήματος.

Το παραπάνω επιφέρει τις ακόλουθες συνέπειες:
1.Όλος ο πληθυσμός, χωρίς διάκριση τάξης ή επαγγέλματος, θα πρέπει να καλύπτεται από ένα καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης.
2.Όλοι οι πιθανοί κίνδυνοι, οι ικανοί να βλάψουν ή να ελαττώσουν τα μέσα ύπαρξής του, θα πρέπει να καλυφθούν (ανεργία, ασθένεια, γήρας, οικογενειακά βάρη κ,λπ.).
3.Το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης οφείλει να εγκαταλείψει τους παραδοσιακούς μηχανισμούς ασφαλείας.
4.Θα πρέπει, επιπλέον, να αποτελεί έναν οργανισμό ενωμένο (κοινό) και κρατικό. Για λόγους απλοποίησης οι ασφαλισμένοι θα καλύπτονται για όλους τους κινδύνους από το ίδιο υποκατάστημα: ‘’όλες οι παροχές με ένα κοινό ένσημο σε μια μοναδική κάρτα’’.
5.Μέσα στο ίδιο πνεύμα το σύνολο του τομέα της υγείας θα πρέπει να μη λειτουργεί πλέον με τους νόμους του κέρδους, αλλά να ανήκει σ’ ένα εθνικό σύστημα υγείας, διαχειριζόμενο από την κεντρική εξουσία και την τοπική αυτοδιοίκηση».12

3.1.3.3. Το σοβιετικό σύστημα και το σύστημα της Νέας Ζηλανδίας.

Τα δύο αυτά συστήματα αναπτύχθηκαν πριν από το 1939 και πρακτικά καλύπτουν το σύνολο των κατοίκων· εκφράζουν, ωστόσο, αντίθετες αντιλήψεις.
Το σοβιετικό σύστημα αποτελεί προϊόν εξέλιξης της λογικής των κοινωνικών ασφαλίσεων. Τείνει να δει το άτομο ως εργάτη και όσον αφορά στην εφαρμογή της αρχής ‘’σε καθέναν την εργασία του’’, να του παράσχει, σε περίπτωση που δεν μπορεί να εργαστεί, παροχές ανάλογες με τον προηγούμενο μισθό του. Με αυτή την προοπτική η κοινωνική ασφάλεια αποτελεί περισσότερο ένα ‘’σύστημα εγγύησης των μισθών’’.

Το σύστημα της Νέας Ζηλανδίας αποτελεί προέκταση της λογικής της κοινωνικής πρόνοιας και προσπαθεί να εξασφαλίσει σε κάθε μέλος της εθνικής κοινότητας, που για οποιοδήποτε λόγο βρίσκεται σε ανέχεια, ένα ‘’ελάχιστο ποσοστό ζωτικών πόρων’’. Μ’ αυτή την προοπτική η κοινωνική ασφάλεια αποτελεί ‘’σύστημα εγγύησης ενός ελαχίστου ποσοστού ζωτικών πόρων’’. 13

3.1.3.4. Διεθνοποίηση των κοινωνικών ασφαλίσεων.

Οι κοινωνικές ασφαλίσεις εξελίχθηκαν στο διεθνή χώρο όχι μόνο με τις παραπάνω πρωτοποριακές ρυθμίσεις εθνικών νομοθεσιών αλλά και με σημαντικές διακηρύξεις και διεθνείς συμβάσεις.

Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας είναι οργάνωση κρατών και όχι οργανώσεων και ιδρύθηκε το 1919. Η γραμματεία της αποτελεί το γνωστό Διεθνές Γραφείο Εργασίας (BIT). Κατά την 26η σύνοδο της Γενικής Συνδιασκέψεως των αντιπροσώπων, που έγινε στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ το 1944, καθορίστηκαν οι νέοι σκοποί και οι επιδιώξεις της οργάνωσης. Με τη διακήρυξη της Φιλαδέλφειας υπογραμμίστηκε, υπό την επίδραση των αρχών του Ατλαντικού Χάρτη (14-2-1941), ότι ‘’η φτώχεια οπουδήποτε κι αν βρίσκεται αποτελεί κίνδυνο για την ευημερία όλων’’. Έτσι, αναγνωρίστηκε επίσημα η αποστολή της ΔΟΕ να διαδόσει, με διεθνείς συμβάσεις ή με άλλο τρόπο, συγκεκριμένα μέτρα κοινωνικής βοήθειας.

Απώτερος στόχος θεωρήθηκε η εξασφάλιση στοιχειωδών εισοδημάτων και πλήρους ιατρικής φροντίδας σε όσους έχουν ανάγκη προστασίας. Διατάξεις σχετικές με τη διακήρυξη της Φιλαδέλφειας περιέλαβαν το άρθρο 53 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και τα άρθρα (21-25) της γνωστής μας Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (10-12-1948). To 1952 υιοθετήθηκε στην 35η Διεθνή Συνδιάσκεψη Εργασίας η διεθνής σύμβαση, αριθ. (102)που αφορά στην κοινωνική ασφάλεια και αναφέρεται στα ελάχι¬στα όρια κοινωνικής ασφάλειας».14

3.2. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ

«Οι έννοιες ή τα μέτρα, που σχετίζονται με την κοινωνική προστασία, έχουν αναπτυχθεί πριν από αιώνες στον ελληνικό χώρο.
Στην αρχαία Ελλάδα, από τον 6ο π.Χ. αιώνα, συναντούμε ίχνη κοινωνικής ασφάλισης κατά της ασθενείας. Υπήρχε ο θεσμός των ‘’δημοσιευόντων ιατρών’’, που εκλέγονταν από την πόλη, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αντί ορισμένης αμοιβής, τα ‘’ιατρικά τέλη’’, από υποχρεωτικές εισφορές των πολιτών. Με συντάξεις αναπηρίας εξάλλου θα μπορούσαν να παραλληλιστούν τα βοηθήματα, από ιδιαίτερο ταμείο, που χορηγούσε στην Αθήνα η ¨εκκλησία του Δήμου¨, στους ανίκανους για εργασία πολίτες. Οι δικαιούχοι, μάλιστα, έπρεπε κάθε χρόνο να εξετάζονται από την ‘’βουλή των πεντακοσίων’’, για να ελέγχεται κατά πόσον συνέχιζαν να έχουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις παροχής.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο υπήρχε εκτεταμένη ιδρυματική περίθαλψη των απόρων πολιτών. Η αγία Ελένη και ο συγκλητικός Εύβουλος θεωρούνται ιδρυτές των πρώτων νοσοκομείων. Λειτούργησαν, τότε, ορφανοτροφεία, γηροκομεία και άλλα κοινωφελή ιδρύματα, με βάση τις αρχές της φιλανθρωπίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης στη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας». 15

Αξιόλογοι ήταν οι ναυτικοί συνεταιρισμοί της Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, που εξασφάλιζαν υγειονομική περίθαλψη στις χήρες και τα ορφανά, από εισφορές που υπολογίζονταν σε ποσοστό καθαρών κερδών κάθε ταξιδιού. Ατελής μορφή κοινωνικής ασφάλισης συγκαλύπτεται, επίσης, στα άρθρα 33 και 36 του καταστατικού της συντεχνίας υποδηματοποιών και βυρσοδεψιών Ζακύνθου, που υποχρέωνε τα μέλη να καταβάλλουν εβδομαδιαίες εισφορές για να «βοηθούν εκείνους εκ των εγγεγραμμένων, οίτινες περιπίπτουσιν εις δυστυχίαν ένεκα φυσικών και ηθικών αιτιών ή ένεκα γήρατος είναι ανίσχυροι όπως προμηθεύονται τον επιούσιον».16

«Η ανάπτυξη των κοινωνικών ασφαλίσεων δεν είναι καθόλου ‘’σπορά της τύχης’’ αλλά αποτέλεσμα: α) κοινωνικών, β) ιστορικών και γ) οικονομικών αναγκαιοτήτων, κοινών για όλες τις χώρες. Η βιομηχανική επανάσταση με την επέκταση της μισθωτής εργασίας και τη γέννηση της εργατικής τάξης, οι φόβοι των κοινωνικών αναταραχών, η ανάγκη αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και η κινητήρια δύναμη για την οικονομία, δηλαδή η αυξημένη καταναλωτική δυνατότητα των εργαζομένων, αποτέλεσαν τους άξονες της εγκαθίδρυσης και επέκτασης των κοινωνικών ασφαλίσεων. Αρχικά, με τη μορφή των κοινωνικών ασφαλίσεων του προηγουμένου αιώνα, με περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και περιεχόμενο καλύψεων, επεκτάθηκαν και αναπτύχθηκαν σε εθνικό επίπεδο, λαμβάνοντας σε πολλές χώρες σύγχρονη και πλήρη μορφή κοινωνικής ασφάλειας, στηριζόμενη στην κοινωνική αλληλεγγύη ολοκλήρου του έθνους.
Στη χώρα μας, τα πράγματα εξελίχθηκαν κάτω από τις ίδιες αναγκαιότητες αλλά με τις ιδιαιτερότητες, που σφράγισαν όλη την πορεία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, για να φθάσουμε στη σημερινή πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και πολυκερματισμό των φορέων, από αντιφατική νομοθεσία, ανισότητα χρηματοδοτικών πόρων καθώς και από έντονα οργανωτικά και λειτουργικά προβλήματα».17

1) Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ,(1990),Κοινωνικές Ασφαλίσεις:Ανάπτυξη και Κρίση, πρόλογος Γ.ΚΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ,Αθήνα,έκδ.ΚΕΝΤΡΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ,σελ. 25-26.
2) Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 42.
3)ΟΛΓΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ,(1992), Κράτος-Πρόνοιας,Αθήνα, εκδ.Gutenberg, σελ. 43.
4) ΕΥΑ ΖΟΛΥ,(2000),Η δικαιοσύνη είναι υπόθεση όλων μας,μετ.Γιακουμάκη Π,.εκδ.Καστανιώτη,Αθήνα,σελ. 171.
5) «Αφήστε να δρουν˙ απελευθερώστε την ιδιωτική πρωτοβουλία˙ μην παρεμβαίνετε στην αγορά˙ ελεύθερη αγορά. Το γνωστό δόγμα της απεριόριστης ελευθερίας στο εμπόριο, στη βιομηχανία και σε όλες τις άλλες ιδιωτικές πρωτοβουλίες και δραστηριότητες». Γ. ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ, (2013). «ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ», ΑΘΗΝΑ, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, σελ. 298.
6) ΟΛΓΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ, ό.,π. σελ. 44.
7) ΟΛΓΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ, ό.,π. σελ. 44-45.
8) Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 26-27.
9) Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 42.
10) Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 27-28.
11) ΟΛΓΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ, ό.,π. σελ. 52.
12) Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 29-30.
13) Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 28.
14) Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 30-31.
15) Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 31.
16) Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 42.
17) Γ.Δ. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ, ό.,π. σελ. 41.

 

4. Για την κρίση του κράτους – πρόνοιας και την παροχή φροντίδας

«Σε διάστημα μικρότερο των πέντε ετών, από το 1979 έως το 1984, η θεμελιώδης αρχή του κράτους πρόνοιας (δηλαδή ο έλεγχος του χρήματος από το κράτος) κατέρρευσε σε όλα τα δυτικά κράτη. Έκτοτε η κατάρρευση επιταχύνεται. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι όπως αβασάνιστα νομίζουμε η άφιξη μιας παγκόσμιας αγοράς εμπορευμάτων, η οποία προετοιμαζόταν από καιρό, αλλά μάλλον η δημιουργία ενός παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος υπεράνω εθνικών νόμων. Βεβαίως, το εσωτερικό των αγορών διέπεται από κανόνες ιδιαίτερα αυστηρούς: οι τράπεζες έχουν δείκτες οικονομικής αποτελεσματικότητας και φερεγγυότητας που οφείλουν να σέβονται και η διαφάνεια είναι απαραίτητη έναντι των μετόχων. Το όλο σύστημα όμως διαφεύγει από τον έλεγχο των κρατών-εθνών.

Η λεγόμενη ‘’οικονομική κρίση’’ επέφερε μια θεμελιώδη αλλαγή που επεκτάθηκε με ομόκεντρους κύκλους σε ολόκληρη την κοινωνία. Από τον οικονομικό ανταγωνισμό που χαλιναγωγούσε και ρύθμιζε η κρατική κανονιστική νομοθεσία (έτσι τουλάχιστον νομίζαμε), περάσαμε στον ανταγωνισμό που διεγέρθηκε ή οξύνθηκε (αναλόγως από ποια οπτική γωνία παρατηρεί κανείς το φαινόμενο) μέσω της κερδοσκοπίας. Η κερδοσκοπία αφέθηκε ελεύθερη να εξαπλωθεί μέσω των υπέρ-επιτηδευμένων τεχνολογικών δυνατοτήτων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές».1

Η κρίση του κράτους πρόνοιας σηματοδοτεί την αναδιάρθρωση στο χώρο των κοινωνικών υπηρεσιών – ως πλεγμάτων κοινωνικών σχέσεων – με έμφαση στη διαπλοκή κρατικού και μη κρατικού τομέα. Στις διαμορφούμενες συνθήκες ρευστότητας και όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων, το θέμα που τίθεται σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο συνυφαίνεται με το ρόλο του σύγχρονου κράτους σε διαφορετικές συνθήκες συγκρότησης τόσο του ΄΄κρατικού΄΄ όσο και του ΄΄ιδιωτικού΄΄ και με τον επαναπροσδιορισμό του ΄΄ατομικού΄΄ και του ΄΄συλλογικού΄΄ στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής.2

Η νέα τάξη πραγμάτων αναγορεύει την κερδοσκοπία σε κινητήρια δύναμη της οικονομίας, αποδυναμώνει ή καταργεί τις ενδιάμεσες μορφές του κράτους πρόνοιας, οι οποίες ήλεγχαν παλαιότερα το χρήμα και ανακατένειμαν τον πλούτο και τις αντικαθιστά μ’ ένα σύστημα που μοιάζει να είναι αποτελεσματικότερο. Οι ιδιωτικοποιήσεις απετέλεσαν το σπουδαιότερο στάδιο της οικονομικής επανάστασης. Τα κράτη απαλλάχθηκαν από τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που δεν μπορούσαν πλέον να χειριστούν αποτελεσματικά και σύμφωνα με τον ρυθμό των αγορών. Οι κοινωνικές κατηγορίες που θα υπολογίζουν στην αποταμίευση για να εξασφαλίσουν είτε τη σύνταξή τους είτε την αποζημίωση των ιατρικών τους εξόδων μελλοντικά θα αυξηθούν. 3

Στον τομέα της παροχής φροντίδας μέσα στο φάσμα των προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών σημαντική θέση κατέχει η λεγόμενη ΄΄μικτή οικονομία της Πρόνοιας΄΄ στα πλαίσια ενός προνοιακού πλουραλισμού. Σύμφωνα με τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού για μείωση της κρατικής παροχής και ενθάρρυνση της ατομικής πρωτοβουλίας και της αυτοβοήθειας ως τρόπων κάλυψης των αναγκών, η αναδιάρθρωση της φροντίδας εστιάζεται σε δύο πόλους:
α) Το ενδιαφέρον για τα άτυπα δίκτυα στα πλαίσια της οικογένειας και του ευρύτερου συγγενικού περιβάλλοντος, των φίλων, της γειτονιάς και την επίσημη αναγνώρισή τους ως σημαντικών φορέων φροντίδας.
β) Την ανάπτυξη υπηρεσιών από την τοπική κοινότητα με σημαίνοντα ρόλο των μη κυβερνητικών και εθελοντικών οργανώσεων, σε αναζήτηση σχέσης συνεργασίας με το κράτος.4
Ο όρος φροντίδα αναφέρεται σε ‘όλο το φάσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και εμπειριών όσον αφορά στην αίσθηση του προσωπικού ενδιαφέροντος για τους άλλους και την ανάληψη ευθυνών για την ποιότητα ζωής τους’.

Μπορεί να υποδηλώνει τη γενική έκφραση ενδιαφέροντος για τους άλλους και συναισθημάτων λύπης, χαράς, συμπαράστασης. Αφορά σε άτομα συγκεκριμένα, λιγότερο ή περισσότερο γνωστά ή και σε ολόκληρες ομάδες και συχνά εκφράζεται με πράξεις αλληλεγγύης, έκφρασης κοινής γνώμης, σε φορείς πίεσης για την καλυτέρευση συνθηκών, κοινωνικές οργανώσεις κ.ά. Σε στενότερο διαπροσωπικό επίπεδο εκφράζεται με πρακτική βοήθεια ή οικονομική στήριξη ή ηθική συμπαράσταση (π.χ. βοήθεια με λογαριασμούς, ή έξοδα παιδιών ή φίλων, συζήτηση και παρέα σε μοναχικά άτομα, πληροφόρηση για υπηρεσίες ή βοήθεια για την πρόσβαση σε αυτές, κ.ά.). Αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό του ενεργού και ευαισθητοποιημένου πολίτη ή/ και έκφραση θρησκευτικών και άλλων ιδεωδών, όψη της χριστιανικής διακονίας και της φιλοσοφίας του εθελοντισμού. Εκεί, όμως, που θεωρείται δεδομένη είναι ο ιδιωτικός / προσωπικός χώρος, ιδίως η οικογένεια και τα συγγενικά δίκτυα, όπου βιώνεται με πολλούς τρόπους στην καθημερινότητα των σχέσεων. 5

«Το κλειδί για την κατανόηση και διερεύνηση της κοινωνικής φροντίδας είναι ότι αποτελεί ταυτόχρονα είδος εργασίας και προσωπική σχέση με σημαντικές ιδιαιτερότητες. Η Graham συνοψίζει αυτή την πραγματικότητα με τον όρο ΄΄Δουλειά αγάπης΄΄ (a labour of love) (Graham 1983) υποδηλώνοντας έτσι ότι η φροντίδα απαιτεί ‘’ταυτόχρονα ταυτότητα και δραστηριότητα’’, όπου οι απαιτήσεις διαμορφώνονται κοινωνικά από τις σχέσεις της ευρύτερης κοινωνίας. Στις κοινωνίες με ανισότητες κατά φύλο ‘’η παροχή φροντίδας έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις για την ταυτότητα και τη δραστηριότητα των γυναικών’’ (Graham 1983, σ. 14).

Η κοινωνική φροντίδα παρέχεται από φάσμα φορέων του Δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, στα πλαίσια κρατικών υπηρεσιών, εθελοντικών οργανισμών και από άτομα και οργανισμούς στα πλαίσια της λειτουργίας της αγοράς. Ο χώρος, όμως, που θεωρείται ως η ‘’φυσική’’ κοιτίδα της είναι ο ιδιωτικός / οικιακός, ιδίως στα πλαίσια της οικογένειας, όπου αποτελεί κατά κύριο λόγο έργο των γυναικών και θεμελιακό στοιχείο της ταυτότητάς τους (Graham 1983˙ Land & Rose 1985˙ Finch & Groves 1983˙ Λαμπροπούλου 1993)».6

«Η Ελλάδα διέπεται από έντονη σχέση επικουρικότητας, με παράδοση διαπλοκής του οικογενειακού και ευρύτερου συγγενικού χώρου αφ’ ενός με το κράτος και αφ’ ετέρου με την Εκκλησία και τους μη-κυβερνητικούς οργανισμούς. Η έννοια ενός κράτους πρόνοιας εισάγεται αποσπασματικά και ιδίως σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση τύπου Βίσμαρκ. Παρ’ όλες τις εξελίξεις, όμως, ακόμα και στη δεκαετία του ’80 με την προσπάθεια δόμησης ενός ΕΣΥ, η οργάνωση και κατανομή της φροντίδας έχει όλα τα χαρακτηριστικά του μοντέλου της επικουρικότητας, ενός συντηρητικού, υπολειμματικού, προνοιακού καθεστώτος. Τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά στη σχέση – κράτους οικογένειας είναι η ‘’πολυσθένεια’’ των οικογενειακών και ευρύτερα συγγενικών δικτύων και η εξάρτηση των πολιτών από το κράτος μέσω του πελατειακού συστήματος αναγνώρισης δικαιωμάτων και κάλυψης αναγκών».7

Η συνέργεια μεταξύ εκκλησιαστικών κοινοτήτων και κρατικών προνοιακών φορέων στην Ελλάδα είναι μια πραγματικότητα κατ’ ακολουθίαν του Ν. 590/1977 (άρθρο 2 και άρθρο 10, παρ. 1), όπου αναφέρεται η συνεργασία της Εκκλησίας της Ελλάδος με το ελληνικό κράτος σε ζητήματα κοινωνικής πρόνοιας και τη σύσταση Συνοδικής Επιτροπής για το ίδιο θέμα. Η θεώρηση της συνέργειας με κάθε καλοπροαίρετο παράγοντα για τη διακονία του ανθρώπου κορυφώνεται με το αίτημα μιας διακονίας που απευθύνεται απροϋπόθετα προς κάθε άνθρωπο.8
Η κοινωνιολογική ανάλυση των θρησκευτικών κοινοτήτων και της ενορίας, επικεντρώθηκε στο παρελθόν σε -3- περιοχές ανάλυσης:
•Η ενορία ως ένας κοινωνικός θεσμός ή σύστημα δομημένων κοινωνικών αλληλεπιδράσεων,
•Ο ρόλος του κλήρου και οι σχέσεις του με τα λαϊκά μέρη της ενορίας και
•Ο βαθμός σύνδεσης της θρησκευτικότητας με την εκκλησιαστικότητα. 9
5. Κοινοτικό έργο και Εκκλησία.

Η αναζήτηση του νομιμοποιητικού πλαισίου.
«Στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη υπάρχει μια σημαντική λογική μεταστροφή σε ό,τι αφορά τον ορισμό της λέξης ‘’πλησίον’’. Ο Χριστός δεν ερωτά ποιος είναι ο πλησίον, έχοντας κατά νου τον άνθρωπο που δέχεται τη βοήθεια (δέκτης της βοήθειας), αλλά εννοώντας τον άνθρωπο που πρόσφερε την αλληλεγγύη του (υποκείμενο της ελεύθερης δράσης)».10
«Στη μακρά πορεία του χριστιανισμού η αυθόρμητη και πρωτογενής αλληλοβοήθεια των πρώτων κοινοτήτων οργανώθηκε, εντάχθηκε σε θεσμικό πλαίσιο και έφτασε σήμερα να αποτελεί ένα ιδιαίτερο κομμάτι της κοινωνικής φροντίδας. Η βασικότερη κριτική που ασκήθηκε από τις κοινωνικές επιστήμες προς το διακονικό έργο των χριστιανικών εκκλησιών εν γένει κάνει λόγο για μια μετατόπιση από το μοντέλο του Καλού Σαμαρείτη των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων στο μοντέλο του Ελεήμονα Πλουσίου. Σύμφωνα με την παραπάνω θεώρηση, στις αυστηρά ιεραρχημένες κοινωνίες του παρελθόντος πλούσια μέλη της κοινότητας πρόσφεραν χρήματα σε φτωχότερους, δημιουργούσαν σχέσεις εξάρτησης και αναπαρήγαγαν το κοινωνικό σύστημα της εποχής τους. Οι φτωχοί συνήθισαν να περιμένουν τις αφ’ υψηλού προσφορές, να δέχονται την πενία τους ως ατομική αποτυχία και να αναμένουν την προστασία της κοινότητας μέσα στο πλαίσιο μιας ελεγχόμενης κοινωνικής παθογένειας, καθώς στις παραδοσιακές κοινωνίες τα ακραία φαινόμενα τύγχαναν συλλογικής αντιμετώπισης ως μέσο εξισορρόπησης της κοινωνικής τάξης.

Στη σύγχρονη κοινωνική θεωρία τονίζεται από πολλές πλευρές η αναγκαιότητα μετάβασης από το μοντέλο της φιλανθρωπίας σε ένα μοντέλο διακονίας που αποτρέπει την εξάρτηση των ωφελουμένων ανθρώπων από άλλους ανθρώπους και τη διαιώνιση των προβλημάτων».11

«Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι ομάδες που ανήκουν σε κοινότητες πίστης είναι δυνατόν να δραστηριοποιηθούν ενεργά στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας με επίκεντρο ενδιαφέροντος δύσκολα και επίμονα κοινωνικά προβλήματα. Η ηθική βάση αναφοράς τους παρακινεί τα μέλη τους στην προσφορά κοινωνικού έργου, που εγγίζει τα πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας».12

«Το μοντέλο της χριστιανικής παράδοσης καταδεικνύει πως η προσφορά προς τον συνάνθρωπο συνδυάζεται με το στοχασμό για τα αίτια της πενίας ή της δυστυχίας του, την ανάλυσή τους και τις προτάσεις για αλλαγές. Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι πάντοτε ένα ζήτημα αιχμής στην Ορθόδοξη κοινωνική ηθική και παράδοση. Η ευθύνη προς τον άνθρωπο είναι ευθύνη προς την ανθρωπότητα και το αντίστροφο».13

Στην περίοδο του μεσοπολέμου τέθηκε το ζήτημα της προσαρμογής και της συνύφανσης των αρχών του Χριστιανισμού στη σύγχρονη πραγματικότητα. Επί του θέματος έκανε μια αξιόλογη πρόταση ο Oldham που διατύπωσε τη θεωρία των μεσαίων αξιωμάτων, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να βρεθούν κάποιες ενδιάμεσες αρχές που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στις βασικές αρχές του Χριστιανισμού και τη σύγχρονη πραγματικότητα, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό από όλους τους ενδιαφερόμενους στο πού οδηγούν οι αρχές αυτές και ποιες προεκτάσεις έχουν στην πράξη της καθημερινότητας.14 Μεταξύ των ανασταλτικών παραγόντων ανάπτυξης της κοινωνικής ηθικής στις Ορθόδοξες εκκλησίες τον εικοστό αιώνα, αναφέρεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αφενός αρνείται να συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι βρίσκεται στη μοντέρνα εποχή και αφετέρου να παραδεχθεί τον ρόλο του ανθρώπου. Η κυρίαρχη τάση της είναι να λειτουργεί με συγκεντρωτικό τρόπο και να αποφεύγει να αποδεχθεί τον ρόλο και την ελευθερία του ανθρώπου. Αυτά όμως αποτελούν βασική προϋπόθεση για την καλλιέργεια της κοινωνικής ηθικής, που έχει ως κριτήριο τον άνθρωπο και τα προβλήματά του. Για να αναπτυχθεί, πρέπει να υπάρχει και ο κατάλληλος χώρος για την ανάπτυξη της δραστηριότητας του ανθρώπου.15

1)ΕΥΑ ΖΟΛΥ,(2000),Η δικαιοσύνη είναι υπόθεση όλων μας ,εκδ.Καστανιώτη,σελ. 178-179.
2)Όλγα Στασινοπούλου, ‘Αναδιάρθρωση των προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών. Η επικαιρότητα της ανεπίσημης φροντίδας και οι σύγχρονες διαπλοκές’ στο: Π. Γετίμης – Δ. Γράβαρης (επιμ.). Κοινωνικό κράτος και κοινωνική πολιτική, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ, 1983, σελ. 271.
3)ΕΥΑ ΖΟΛΥ, ό.,π.,μετάφραση Γιακουμάκη Πηνελόπης, σελ. 179-180.
4) Ο. Στασινοπούλου, στο: Π. Γετίμης – Δ. Γράβαρης (επιμ.). Κοινωνικό κράτος και κοινωνική πολιτική’, ό.,π. ,σελ. 271-272.
5) Ο. Στασινοπούλου, (2002). ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΑΘΗΝΑ, εκδ. Gutenberg σελ. 211-212.
6) Ο. ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ, Ζητήματα σύγχρονης Κοινωνικής Πολιτικής, ό.π., σελ 213.
7) Ο. ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ, Ζητήματα σύγχρονης Κοινωνικής Πολιτικής, ό.π., σελ 220-221.
8) Χ.Ν. ΤΣΙΡΩΝΗΣ,(2007), Παγκοσμιοποίηση και Τοπικές Κοινότητες,εκδ.Βάνιας,Θεσσαλονίκη, σελ. 216.
9) Χ.Ν. ΤΣΙΡΩΝΗΣ, ό.π., σελ. 220.
10) Χ.Ν. ΤΣΙΡΩΝΗΣ, ό.π., σελ. 231.
11) Χ.Ν. ΤΣΙΡΩΝΗΣ, ό.π., σελ. 232-233.
12) Χ.Ν. ΤΣΙΡΩΝΗΣ, ό.π., σελ. 234.
13) Χ.Ν. ΤΣΙΡΩΝΗΣ, ό.π., σελ. 236.
14) Ι. ΠΕΤΡΟΥ, Χριστιανισμός και κοινωνία. Κοινωνιολογική ανάλυση των σχέσεων του χριστιανισμού με την κοινωνία και τον πολιτισμό, Θεσσαλονίκη, εκδ. Βάνιας, 2004, σελ. 248.
15) Ι. ΠΕΤΡΟΥ, ό.π., σελ. 256.

 

6.Η εξατομίκευση της σφαίρας του κοινωνικού
Το κράτος πρόνοιας, έτσι όπως έχει θεσμοθετηθεί και εξελίχθηκε διαχρονικά στην Ευρώπη, δεν αποτελεί πια πρότυπο για το μέλλον. Και τούτο διότι οι αρχές και οι διαδικασίες που οργανώνουν την αλληλεγγύη δεν είναι πια εφαρμόσιμες. Η παραδοσιακή αντίληψη για τα κοινωνικά δικαιώματα δεν μπορεί πλέον να απαντήσει στις νέες προκλήσεις που θέτει ο αποκλεισμός. Τα «υποκείμενα του κράτους – πρόνοιας» έχουν πλέον αλλάξει. Σήμερα πρέπει να ασχοληθεί με άτομα που το καθένα βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη κατάσταση.1

Το κράτος – πρόνοιας ιστορικά χρησιμοποίησε -3- εργαλεία: πληθυσμούς – στόχους (ανάπηροι ενήλικοι, μονογονεϊκές οικογένειες, ανήλικες μητέρες κ.λ.π.), ένα σύνολο κανόνων και παροχών προσαρμοσμένων σε αυτούς και ομάδες ειδικευμένων κοινωνικών λειτουργών. Η κοινωνική πρόοδος ανελίχθηκε σχεδόν με βάση αυτό το τριαδικό σχήμα. Αυτό το σύστημα, δεν είναι πλέον ικανό να χειριστεί τα πιεστικά προβλήματα που εμφανίζονται σήμερα. Έστωσαν δύο κεντρικά παραδείγματα, εκείνα των μακροχρόνια ανέργων και των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Και τα δύο παραδείγματα, ορίζουν έναν νέου τύπου «κοινωνικό υποκείμενο». Για την περίπτωση των μακροχρόνια ανέργων, οι έρευνες καταλήγουν όλες στο ίδιο συμπέρασμα: κανένα χαρακτηριστικό δε μας επιτρέπει να ορίσουμε εξαρχής τους μακροχρόνια ανέργους, για τους οποίους η αγορά εργασίας παραμένει σχεδόν οριστικά κλειστή.2

Οι διάφορες εξηγήσεις του χρόνιου χαρακτήρα της ανεργίας δεν πρέπει να αναζητηθούν μόνον στα συνήθη κοινωνιολογικά δεδομένα. Για να κατανοήσουμε την κατάσταση αυτή πρέπει να προχωρήσουμε σε μια προσέγγιση πολύ πιο εξατομικευμένη. Πρόκειται για ατομικές καταστάσεις, προσωπικές και όχι ομαδικές διαδρομές, τις οποίες να μπορούμε να περιγράψουμε ώστε να κατανοήσουμε τι είναι η μακροχρόνια ανεργία. Προκειμένου να αναλύσουμε την κοινωνική σφαίρα, οφείλουμε όλο και περισσότερο να καταφεύγουμε στις προσωπικές ιστορίες μάλλον, παρά στην Κοινωνιολογία.3

«Οι μακροχρόνια άνεργοι ή τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά δεν αποτελούν πληθυσμούς με την παραδοσιακή έννοια που χρησιμοποιεί η κοινωνική πολιτική. Τα άτομα αυτά δεν αποτελούν επίσης μια ομάδα με την κοινωνιολογική έννοια. Απλώς μοιράζονται κάποιο βιογραφικό προφίλ, η ζωή τους ακολούθησε διαδρομές που παρουσιάζουν κάποιες ομοιότητες: ίδια διαδοχή κοινωνικών ή οικογενειακών ρήξεων, ίδιος τύπος διακοπής επαγγελματικής δραστηριότητας. Οι «μορφές» της προσωπικής τους ιστορίας τους κάνουν να μοιάζουν και όχι τα κοινωνικο-επαγγελματικά τους χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και δεν αποτελούν ούτε κοινωνικό στρώμα ούτε στατιστική ομάδα.

Γενικότερα, από όλα τα φαινόμενα αποκλεισμού παίρνουμε το ίδιο μάθημα: η κλασική στατιστική προσέγγιση είναι ανεπαρκής για την κατανόηση τους. Δεν έχει νόημα να προσπαθήσει κανείς να κατανοήσει τους αποκλεισμένους ως κατηγορία. Αυτό που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι οι διαδικασίες αποκλεισμού…. Εκείνο που έχει κατ’ αρχάς σημασία είναι να αναλύσουμε τη φύση των διαδρομών που τους οδηγούν σε καταστάσεις αποκλεισμού, στο βαθμό που αυτές είναι κάθε φορά αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης διαδικασίας».4

«Παρόλο όμως που ο διαχωρισμός ανάμεσα στον κοινωνικό Αποκλεισμό και τη φτώχεια σήμερα είναι μάλλον γενικά αποδεκτός, δεν επικρατεί ομοφωνία ως προς ένα συγκεκριμένο ορισμό του φαινομένου. Είναι σαφές από τα παραπάνω πως τα χαρακτηριστικά στοιχεία στην ανάλυση του αποκλεισμού είναι το ευρύ πεδίο ανάλυσης που περιλαμβάνει την οικονομία, τον πολιτισμό, τη θέση στον εργασιακό χώρο, το δίκτυο των προσωπικών σχέσεων, τη δόμηση της προσωπικής ταυτότητας και τη συμμετοχή στις κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκει κανείς. Ο όρος αυτός λοιπόν είναι δυναμικός και όχι στατικός, αναφέρεται σε μια κατάσταση μη ενσωμάτωσης, αλλά και στους μηχανισμούς που είτε οδηγούν σε αυτήν, είτε αναπαράγονται από αυτήν. Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να επισημανθεί η μεθοδολογική δυσκολία μέτρησης του φαινομένου».5

Ενώ το κοινωνικό πεδίο οικοδομείται θετικά από τη σύνθεση της δραστηριότητας των ατόμων, ο αποκλεισμός είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αποσύνθεσης. Τα φαινόμενα του αποκλεισμού συνιστούν εκδήλωση κοινωνικής διαφοροποίησης και όχι κοινωνικής συσσωμάτωσης. Η έννοια του αποκλεισμού συνιστά έναν ιδιαίτερο τρόπο αναγνώρισης και ορισμού των κοινωνικών προβλημάτων καθώς και των κατηγοριών του πληθυσμού που αφορούν.6

«Υπό τον όρο Κοινωνικός Αποκλεισμός λοιπόν δομείται ένα μοντέλο ανάλυσης που χρησιμοποιεί το νέο αυτό όρο ως μια έννοια – ορίζοντα, ώστε να αποτυπώσει τη δισυπόστατη φύση του φαινομένου: από τη μια δηλαδή να αποδίδει μια κατάσταση αναγνωρίσιμη και δυνητικά ερμηνεύσιμη, και από την άλλη μια συνεχή διαδικασία εντοπισμού των μετεξελίξεων και των αιτιακών σχέσεων που αναπαράγουν το φαινόμενο. Ο Κοινωνικός Αποκλεισμός έχει άμεση σχέση με τις ιδιαιτερότητες του σύγχρονου κόσμου, αφού ερμηνεύεται στην πραγματικότητα ως μια μη πραγμάτωση κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία είναι και επίσημα αναγνωρισμένα στα επιμέρους κρατικά Συντάγματα ή τις διακρατικές συνθήκες (π.χ. ΕΕ). Τα τελευταία χρόνια μάλιστα αναλύεται με βάση την έννοια των «δημόσιων αγαθών», ώστε να είναι όσο πιο συγκεκριμένος γίνεται ο ορισμός του φαινομένου και παράλληλα να διευκολύνεται η λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή του».7

«Οι αποκλεισμένοι είναι κατά κάποιον τρόπο «μη αντιπροσωπεύσιμοι»: δεν αποτελούν μια τάξη η οποία θα μπορούσε να έχει τους αντιπροσώπους ή τους εκφραστές της. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν συνδικάτα ανέργων, γι’ αυτό όλες οι προσπάθειες να αποτελέσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα εκατομμύρια άνεργοι οργανωμένη συλλογική δύναμη έχουν πάντοτε αποτύχει. Η παραδοσιακή αντίληψη της αντιπροσώπευσης συνίσταται στην προσπάθεια να προκύψει από την κοινωνική δομή ένα πολιτικό όργανο. Υπονοείται λοιπόν, ως προαπαιτούμενο, μια κοινωνιολογική ανάλυση, καθότι αυτές που αντιπροσωπεύονται είναι οι τάξεις, οι ομάδες, οι κατηγορίες, οι βασικοί παράγοντες της κοινωνικής δομής.
Όμως οι αποκλεισμένοι δεν αποτελούν τάξη, ομάδα ή κατηγορία. Καταδεικνύουν μάλλον μια έλλειψη, μια διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Αυτό το χαρακτηριστικό κάνει σήμερα τους ανέργους μια ομάδα καθαρά δυνητική, χωρίς αντιπροσώπους. Γι’ αυτό και υπάρχει η τάση να αφήνουμε έναν ολόκληρο πληθυσμό να χάνεται πίσω από το πρόβλημα το οποίο τον χαρακτηρίζει. Μιλάμε για φτώχεια παρά για φτωχούς, για ανεργία παρά για ανέργους, για αποκλεισμό παρά για αποκλεισμένους. Σε αυτή την περίπτωση την κλασική διαδικασία αντιπροσώπευσης πρέπει να την αντικαταστήσει μια λογική κοινωνικής γνώσης. Για να γίνει αυτό πρέπει να μάθουμε να κατανοούμε διαφορετικά την κοινωνική σφαίρα, να την περιγράφουμε με καινούργιους ορούς».8

7. Κοινωνική Ασφάλιση: άλλο ένα θέμα της παγκοσμιοποίησης.
«Ένας μύθος που τελευταία καλλιεργείται συστηματικά στην Ελλάδα είναι ότι οι οικονομικές πολιτικές που εκφράζουν τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση στη χώρα μας, επιβάλλονται δήθεν από κάποια «επιστημονική» ανάλυση της πραγματικότητας. Φυσικά, τα οικονομικά έχουν από καιρό αμφισβητηθεί ότι έχουν οποιαδήποτε σχέση, με επιστήμη, που υποτίθεται μπορεί να μας δώσει «αντικειμενικές» αλήθειες για τη λειτουργία της οικονομίας. Στην πραγματικότητα τόσο η ορθόδοξη οικονομική «επιστήμη» (νεοκλασική, κεϊνσιανή, μονεταριστική κ.λπ.) όσο και η αντίστοιχη μαρξιστική, καθώς και άλλες προσεγγίσεις που αναπτύσσονται σήμερα, όπως αυτή της Περιεκτικής Δημοκρατίας, δεν είναι παρά τμήματα διαφορετικών «παραδειγμάτων». Δηλαδή, διαφορετικών τρόπων αντίληψης της οικονομικής πραγματικότητας, όπου το μεν ορθόδοξο παράδειγμα παίρνει δεδομένο το υπάρχον σύστημα της οικονομίας της αγοράς και εκφράζει βασικά τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ, η οποία κατ’ αρχήν ωφελείται από αυτό, το μαρξιστικό βλέπει το σύστημα αυτό ως μια φάση σε μια «αντικειμενική» ιστορική διαδικασία, το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας ως το αποτέλεσμα του κοινωνικού αγώνα σε συνάρτηση με τις «αντικειμενικές» συνθήκες κ.λπ.».9

«Επιστημονικές» προσεγγίσεις που λαμβάνουν δεδομένο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, οποιεσδήποτε «λύσεις» προτείνουν στα σημερινά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, θα πρέπει να παίρνουν ως δεδομένα:
i.Την «ελαστικοποίηση» της εργασίας,
ii.Τη μέγιστη δυνατή ιδιωτικοποίηση σε όλους τους τομείς (συμπεριλαμβανομένων και των κρίσιμων τομέων κάλυψης βασικών αναγκών, όπως υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση κ.λ.π.),
iii.Την ελαχιστοποίηση της φορολογίας του εισοδήματος της οικονομικής ελίτ (η οποία σε ένα προοδευτικό σύστημα φορολογίας αναγκαστικά σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος για την κάλυψη των κοινωνικών δαπανών),
iv.Τη συνακόλουθη δραστική περικοπή του κοινωνικού κράτους και την αντικατάστασή του με ένα «δίκτυο ασφαλείας» που ουσιαστικά θεσμοποιεί τη φτώχεια. Και τούτο διότι καμία οικονομική ελίτ δεν μπορεί πια να είναι ανταγωνιστική στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς εάν δεν ελαχιστοποιεί το άμεσο και έμμεσο κόστος παραγωγής.10
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που στοχεύουν στη δραστική συρρίκνωση του οικονομικού ρόλου του κράτους γενικά και του κράτους πρόνοιας ειδικότερα, δεν αποτελούν επιλογή στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών για τη μεγιστοποίηση της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας της αγοράς δεν αποτελεί θέμα επιλογής, αλλά θέμα επιβίωσής της μέσα στον διεθνή ανταγωνισμό. Και τούτο διότι το είδος κοινωνικής πολιτικής που εφαρμόζει μια χώρα ή ένα μπλοκ, όπως η Ε.Ε. στο πλαίσιο της ανοικτής οικονομίας, συνιστά τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα των διαφόρων πολιτικών.11

Επειδή κανένα ασφαλιστικό σύστημα στην οικονομία της αγοράς δεν έχει καλύψει μέχρι σήμερα τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, στηριζόμενο αποκλειστικά στις εισφορές των εργαζομένων και αυτές των εργοδοτών, τότε έρχεται το κρίσιμο ερώτημα εάν το έλλειμμα θα καλυφθεί από τα δημόσια έσοδα, την ιδιωτική ασφάλιση ή κάποιο συνδυασμό των δύο.
Στην περίοδο του σοσιαλδημοκρατικού κρατισμού, όταν η οικονομία της αγοράς δεν ήταν διεθνοποιημένη όπως σήμερα, το έλλειμμα καλυπτόταν βασικά από τα δημόσια έσοδα, μέσω της φορολόγησης κυρίως των ανωτέρων εισοδημάτων. Έτσι, ανάλογα με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της κάθε χώρας και της έκβασης του ταξικού αγώνα, προσδιοριζόταν στην κάθε περίπτωση ο βαθμός κάλυψης του ελλείμματος αυτού. Σήμερα όμως αυτή η λύση δεν είναι πια εφικτή, εφόσον εάν μια χώρα (ή ακόμη και ένα μπλοκ) αποπειραθεί να φορολογήσει τα ανώτερα εισοδήματα και τα κέρδη κατά τρόπο σημαντικά επαχθέστερο από ό,τι οι ανταγωνίστριες χώρες (ή μπλοκ) θα μειωθεί η ανταγωνιστικότητά της. Με απλά λόγια, θα μειωθούν τα «κίνητρα» των οικονομικών ελίτ για επενδύσεις στη χώρα αυτή και θα προκληθεί μια φυγή κεφαλαίου (κερδοσκοπικού στην αρχή και επενδυτικού στη συνέχεια) που θα έχει καταστροφικές συνέπειες στην αξία του νομίσματός της.12

Οι εθνικές κυβερνήσεις χάνοντας τον έλεγχο των χρηματοπιστωτικών αγορών έχασαν τον ρυθμιστικό τους ρόλο. Ωστόσο αυτοί που λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις διατηρούν ακόμη μια σχετική διακανονιστική εξουσία στα οικονομικά θέματα κατ’ ακολουθίαν της εποπτείας την οποία έχουν στις δημόσιες συμβάσεις και της δυνατότητάς των να αποφασίζουν για τις ιδιωτικοποιήσεις. Έτσι, ενώ η συλλογική πολιτική επιρροή συνολικά εξασθενεί, η προσωπική επιρροή των πολιτικών δεκαπλασιάζεται, διότι κάθε επιλογή διακυβεύει τεράστια χρηματικά ποσά που είναι ζωτικής σημασίας για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Η διακύβευση της εξουσίας δεν είναι πλέον η ίδια, διότι η παγκοσμιοποίηση έθεσε υπεράνω των εθνικών νόμων τη χρηματοοικονομική σφαίρα που θέλει να της αγνοεί.13

 

8. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ TOY ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ δεν είναι ορισμένο εκ προοιμίου. Συνδέεται σε μεγάλο βαθμό, με το μέλλον του δημοκρατικού βίου. Κατά κάποιον τρόπο, το κράτος πρόνοιας επανέρχεται στις απαρχές, στο σημείο όπου η ουσία της σφαίρας του πολιτικού ταυτίζεται με τη διαδικασία διαμόρφωσης και θέσμισης της σφαίρας του κοινωνικού. Καλούμαστε λοιπόν στ’ αλήθεια να το επανεφεύρουμε. Πρέπει να επανεξετάσουμε τα πάντα. Δεν υπάρχει πλέον διαθέσιμο μοντέλο αναφοράς ούτε και βασιλική οδός προς την πρόοδο που θα μπορούσε να επιβληθεί. Όμως, η πνευματική και ηθική ανακατασκευή του κράτους πρόνοιας δεν οδηγεί μονάχα στη ριζική επανεκτίμηση των όρων του κοινωνικού ζητήματος. Οδηγούμαστε επίσης σε έναν συνολικό επανακαθορισμό των αξιών και των μεθόδων της κοινωνικής προόδου…. Το κλασσικό κράτος πρόνοιας λειτουργούσε πάντα με μέτρα συνολικά. Αυθόρμητα η κοινωνική πρόοδος ταυτιζόταν με τα μεγάλα συλλογικά βήματα προς τα εμπρός. Το κράτος πρόνοιας ιστορικά εντασσόταν στην προοπτική ενός μεταρρυθμισμού που αναφορικά με τους στόχους του στηριζόταν στις δαπάνες και αναφορικά με τις διαδικασίες του στηριζόταν στη θεσμοθέτηση καθολικών μέτρων. Αυτή η αντίληψη τη προόδου σήμερα δεν επαρκεί. Δεν μπορούμε πια να αντιλαμβανόμαστε την καθολικότητα μονάχα με τη μορφή γενικών κανόνων και ομοιόμορφων επιδομάτων. Πάντοτε φτάνει κάποια στιγμή που ο κανόνας παύει να είναι λειτουργικός, όπου εκ των πραγμάτων πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στους ανθρώπους, να λάβουμε υπόψη συμπεριφορές και καταστάσεις. Το κοινωνικό χρέος δεν εκφράζεται μονάχα μέσω οργανωμένων αναδιανομών και τυποποιημένων διαδικασιών. Αναγκαστικά παίρνει και τη μορφή μιας ατομικής υποχρέωσης απέναντι σε συγκεκριμένους ανθρώπους. Σήμερα κατανοούμε μάλλον καλύτερα ότι το κράτος δεν μπορεί να κάνει τα πάντα και ότι οφείλουμε να αποκαταστήσουμε τη σύνδεση ανάμεσα στην ατομική και τη συλλογική δράση».14

«Ο Χριστός όχι μόνο δεν διαχωρίζει την πνευματικότητα από την κοινωνική ευθύνη, αλλά και ενώνει τους δύο κανόνες της αγάπης προς τον Θεό και το συνάνθρωπο. Το γεγονός ότι ορίζει την Παραβολή του Καλού Σαμαρείτη να διαδραματίζεται στο δρόμο, στην οδό της καθημερινότητας, ορίζει και ως χώρο σύστασης, δραστηριοποίησης και ζωογόνησης της Εκκλησίας το πεδίο των διανθρώπινων σχέσεων και όχι την αρνησίκοσμη απομόνωση ή τη δημιουργία ενός φαντασιακού και περίκλειστου κόσμου στο περιθώριο της κοινωνίας.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν ήταν μόνο θεματοφύλακες της πρωτοχριστιανικής εμπειρίας. Μέσα στην Εκκλησιαστική Ιστορία παρουσιάζονται ανάγλυφα τόσο ως ερμηνευτές της παράδοσης όσο και ως λειτουργοί του διακονικού έργου. Το παράδειγμα τους προβάλλει ένα μοντέλο «σαρκωμένης» θεολογίας με θεολογικό, κοινωνικό/κριτικό και διακονικό έργο μέσα σε ένα πλαίσιο κοινότητας αλληλεγγύης και αλληλοδιακονίας, που αποτελεί ακόμη και σήμερα καίριο αίτημα.

Η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη τελειώνει με την προτροπή προς το νομοδιδάσκαλο να κάνει και ο ίδιος όσα έκανε και ο Σαμαρείτης. Με τον τρόπο αυτό η παραβολή λαμβάνει τη θέση της στο συνεκτικό μήνυμα του Ευαγγελίου: όσα άκουσε το ακροατήριο του Χριστού δεν ήταν ένας αγώνας λόγου, ούτε μια προσπάθεια του Χριστού να συντρίψει τον νομικό για την ήττα του, αλλά ένα διαχρονικό μήνυμα αλληλέγγυας διακονίας. Για αυτόν το λόγο η παραβολή τελειώνει με μια προτροπή που απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους, τις κοινωνίες και τους πολιτισμούς που ανεξάντλητα δημιουργούνται στο νήμα του χρόνου».15

Όμως το σκηνικό της αφηγήσεως της παραβολής του Καλού Σαμαρείτη, υποδηλώνει ότι ο πλησίον αποτελεί ένα Εγώ, το οποίο έχει πάψει να προβάλλεται στο τυπικό, κοινωνικό Υπερεγώ,16 ώστε να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του ενοχικά στις επιταγές της συλλογικής αξιολόγησης του δέοντος….. Έτσι, το Εγώ αναδύεται από τα σπλάγχνα του Εσύ, αντί να το έχει απέναντί του, κάτι που επιτρέπει να μπαίνω στη θέση του άλλου, μου χαρίζει πλατύτερο εαυτό και την ασχέτων γνώσεως ή σχέσεως συμπάθεια.17

 

9. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ – ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ – ΑΡΘΡΑ
1) Ζολύ Εύα, (2000), «Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ ΟΛΩΝ ΜΑΣ», μτφ. Πηνελόπη Γιακουμάκη, Αθήνα, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.
2) Μαρκαντωνάτος Γ. (2013), «ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΕΣ ΦΡΑ-ΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ», Αθήνα, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ.
3) Πέτρου Ιω. (2004), «Χριστιανισμός και κοινωνία. Κοινωνιολογική ανάλυση των σχέσεων του Χριστιανισμού με την κοινωνία και τον πολιτισμό», Θεσσαλονίκη εκδ. ΒΑΝΙΑΣ.
4) Ράμφος Στ. (2006), «ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ», Αθήνα, εκδ. ΑΡΜΟΣ.
5) Ροζανβαλόν Πιέρ (2001), «ΤΟ ΝΕΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ», μτφ. Σ. ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗΣ, πρόλογος Θ. ΣΑΚΕΛΛΑ-ΡΟΠΟΥΛΟΣ, Αθήνα, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.
6) Σκουτέλης Γ.Δ. (1990), «ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ: ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ», πρόλογος Γ. ΚΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ, Αθήνα, εκδ. ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ.
7) Στασινοπούλου Όλγα, «Αναδιάρθρωση των προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών. Η επικαιρότητα της ανεπίσημης φροντίδας και οι σύγχρονες διαπλοκές, στο: Π. Γετίμης – Δ. Γράβαρης (επιμ.). «Κοινωνικό κράτος και Κοινωνική Πολιτική», εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ, 1983.
8) Στασινοπούλου Όλγα, «ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ», Αθήνα, εκδ. Gutenberg (1992).
9) Στασινοπούλου Όλγα, «ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΝΟΙΑΚΟ ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟ. ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΚΑΙ ΓΗΡΑΝΣΗ – Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ», Αθήνα, εκδ. Gutenberg (2002).
10) Τσιρώνης Ν. Χρ. (2003) «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙ-ΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ», Θεσσαλονίκη, εκδ. ΒΑΝΙΑΣ.
11) Τσιρώνης Ν. Χρ. (2007),
«Παγκοσμιοποίηση και τοπικές κοινότητες. Συμβολή στην κοινωνική ηθική και το κοινοτικό έργο», Θεσσαλονίκη, εκδ. ΒΑΝΙΑΣ.
12) Φωτόπουλος Τ. (2002), «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ, ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕ-ΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», Αθήνα, εκδ. «ΕΛΛΗ-ΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ».
ΛΕΞΙΚΑ
13) Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, «ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSE», εκδόσεις ‘’ΤΟ ΒΗΜΑ’’, 2003.
14) Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών, 2014.

1)ΠΙΕΡ ΡΟΖΑΝΒΑΛΟΝ,(2001),ΤΟ ΝΕΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ,Μετ.Σ.Κακουριώτης,πρόλογος Θ.Σακελλαρόπουλος,Αθήνα,εκδ.Μεταίχμιο, σελ. 253.
2)ΠΙΕΡ ΡΟΖΑΝΒΑΛΟΝ, ό.π., σελ. 254-255.
3)ΠΙΕΡ ΡΟΖΑΝΒΑΛΟΝ, ό.π., σελ. 256.
4) ΠΙΕΡ ΡΟΖΑΝΒΑΛΟΝ, ό.π., σελ. 258-259.
5) Χ.Ν. ΤΣΙΡΩΝΗΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ, Θεσσαλονίκη 2003, εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ, σελ. 116.
6)ΠΙΕΡ ΡΟΖΑΝΒΑΛΟΝ, ό.π., σελ. 260.
7)Χ.Ν. ΤΣΙΡΩΝΗΣ, «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ», Θεσσαλονίκη 2003, εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ, σελ. 123-124.
8) ΠΙΕΡ ΡΟΖΑΝΒΑΛΟΝ, ό.π., σελ. 261.
9)ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ, ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΑΘΗΝΑ 2002, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ», σελ. 384-385.
10)ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σελ. 386.
11)ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σελ. 389-390.
12) ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π., σελ. 391.
13) ΕΥΑ ΖΟΛΥ,(2000),Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ ΟΛΩΝ ΜΑΣ,μετ.Γιακουμάκη Πηνελόπης,εκδ.Καστανίωτη, σελ. 187-188.
14) ΠΙΕΡ ΡΟΖΑΝΒΑΛΟΝ, ό.π., σελ. 287-289.
15) Χ.Ν. ΤΣΙΡΩΝΗΣ, «Παγκοσμιοποίηση και τοπικές κοινότητες», ό.π., σελ. 242.
16) Υπερεγώ: (κατά Φρόυντ): ένα από τα -3- βασικά στοιχεία της ανθρώπινης (ψυχικής) προσωπικότητας, το οποίο ευθύνεται για την τήρηση των ηθικών και κοινωνικών αξιών. [Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών, 2014, σελ. 1658].
17) ΣΤΕΛΙΟΣ ΡΑΜΦΟς, «ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ», Αθήνα 2006, εκδόσεις Αρμός, σελ. 315-316.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα