Περί φόβου κι ευτυχίας…
Αυτό που ήθελε ήταν μονάχα να είναι ευτυχισμένος.
Να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
Μα, ο ατυχής, έβλεπε πάντα γύρω του κάτι θεόρατα φαντάσματα, που ήταν, λέει, αυτά η πηγή της δικής του δυστυχίας. Του κουνούσαν επιδεικτικά το δάχτυλο για να θυμάται, του δείχνανε γκρεμούς θεόρατους, του μιλούσαν για παγίδες κακόβουλων, για στραβοπατήματα, για δικές τους κακές εμπειρίες. Φοβότανε ο δυστυχής. Έτρεμε μήπως κι ανακαλύψουν το στόχο του, το κυνήγι του για τη χαρά.
Πόσο πολλά, αλήθεια, μπορεί να ρισκάρει για την ευτυχία του; Πόσοι θα τον κοίταζαν ξαφνικά “με μισό μάτι”, πόσο θα τον τιμωρούσαν με τα “για χάρη σου” και τα “εγώ για σένα”;
Κι ήταν τότε που πήρε τη μεγάλη απόφαση: Να κόβει κάθε μέρα, λίγο λίγο, το κορμί του. Λίγα χιλιοστά, για αρχή, στο ύψος, κάμποσο στη βάση, χαμηλότερα. Να χωρέσει σε ένα καταγάλανο αέρινο όνειρο, να μπορεί να ταιριάζει μέσα σε εκείνο το…. “κοινωνικό κουτί της ευτυχίας”.
Άρχισε, λοιπόν, να σφαλίζει, σιγά σιγά, τα μάτια. Να πείθεται πως “δεν επιθυμεί”, πως “δεν είναι αυτά για εκείνον” και να κοιτάζει κάθε μέρα, όλο και περισσότερο, με σκυμμένο κεφάλι τις πλάκες του πεζοδρομίου… Μοναδική του έγνοια να χαμογελά “όπως πρέπει” στους περαστικούς, νηστικός από το ανεκπλήρωτο, ευγενής και καλογυαλισμένος, μην τύχει και διαφανεί καμιά του λοξοδρόμηση στη σκέψη.
Κι ας έκαιγε την καρδιά του η επιθυμία, κι ας λαχταρούσε η ψυχή του να σχεδιάσει το αύριο και το μεθαύριο και εκείνο το “εκφοβιστικό” το μετά από χρόνια.
“Πιότερο οι δυο μας, παρά να πουν ότι μας νίκησαν”, είπε μια φωνή καθαρή, δίχως θόρυβο, μέσα στο χάος. Μήτε έρωτας. Μήτε όνειρο. Λίγο ακόμα πιο πέρα.
Κι έπειτα έκλαψε ο κουρασμένος άνθρωπος, τραβώντας τις κουρτίνες μπροστά στον απογυμνωμένο φόβο: Το ένα πόδι στον κόσμο και το άλλο στο άπειρο.
Δεν ξέρω, στ’ αλήθεια, αν ήταν η άδολη φωνή, τα κουρασμένη μέλη από τη συνήθεια, το στριμωγμένο κουτί της ευτυχίας.
Ξέρω καλά, πως κανείς δε θα κανακέψει την ευτυχία μας, δε θα τη νανουρίσει στις χούφτες μας έτσι αβίαστα, δε θα μας γνέψει με σιγουριά πως μας ανήκει.
Πίστεψέ με: Η λαχτάρα μάς πάει μπροστά, για όλο εκείνο που ακόμα δεν έγινε….