Αρθρογραφία

Η φοβερή αιματοβαμμένη Κυριακή στο Πολύπετρο της 22ας Οκτωβρίου 1944

Του Πολυκράτη Παντσίδη

Την ώρα που οι Έλληνες έβγαιναν στους δρόμους και τις πλατείες των πόλεων και πανηγύριζαν την πολυπόθητη ελευθερία τους από την τετράχρονη ναζιστική γερμανική κατοχή, τα τελευταία κατοχικά στρατεύματα, κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα, ξεσπούσαν με κάθε τρόπο και ευκαιρία την εκδικητική τους μανία στον άμαχο πληθυσμό των χωριών και πόλεων της Πατρίδας μας, προσθέτοντας στο «ενεργητικό» τους και νέα θύματα.

Κατευθυνόμενοι προς τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα και ακολουθώντας τον οδικό και σιδηροδρομικό «άξονα» προς τους Ευζώνους, ανατολικά του ποταμού Αξιού, οι Γερμανοί στρατιώτες υπό τις διαταγές του υπαξιωματικού Φρήντριχ Σούμπερτ, διαβόητου για τα εγκλήματα που διέπραξε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στήνουν το βαρύ πυροβολικό τους στο λόφο του Αξιοχωρίου και βομβαρδίζουν τα χωριά δυτικά του Αξιού αιματοκυλίοντάς τα.

Ένα από τα χωριά αυτά ήταν και το χωριό μας το Πολύπετρο.

Η μοιραία μαύρη ημέρα του βομβαρδισμού στο Πολύπετρο

 Η μοιραία «μαύρη» ημέρα για το Πολύπετρο ήταν η 22α  Οκτωβρίου του 1944, απόγευμα Κυριακής, λίγο πριν την δύση του ηλίου. Τίποτε, με το ξημέρωμά της, δεν προμήνυε το κακό, που θα συνέβαινε λίγες ώρες μετά.  Οι άνθρωποι του από νωρίς το πρωί βγήκαν από τα σπίτια τους, εκμεταλλευόμενοι την θαυμάσια ηλιόλουστη ημέρα με την υψηλή για την εποχή θερμοκρασία. Τα ευχάριστα νέα των τελευταίων ημερών για την απελευθέρωσή μας από τους Γερμανούς γρήγορα διαδόθηκαν και στους κατοίκους του μικρού χωριού μας.

Η εκκλησία την Κυριακή εκείνη ήταν ασφυκτικά γεμάτη από τους πιστούς, που έσπευσαν να ανάψουν τη λαμπάδα της ειρήνης. Μετά τον εκκλησιασμό τους γυναίκες και άνδρες με εμφανώς χαρούμενη ψυχική διάθεση κατευθύνθηκαν στις δουλειές τους. Στο Πλατανόρεμα γυναίκες έπλεναν τα κιλίμια, τις κουβέρτες και τα ρούχα τους, ενώ οι δύο νερόμυλοι δούλευαν ακατάπαυστα, για να εφοδιάζουν τα νοικοκυριά με το αλεύρι και τις τροφές των ζώων τους.

Ήταν η περίοδος της σποράς και των βασικών εργασιών προετοιμασίας εν όψει του Χειμώνα και του πανηγυριού του προστάτη τους Αη-Δημήτρη. Τα παιδιά, πολλά εκείνη την εποχή, «πλημμύριζαν» τους δρόμους του χωριού και έπαιζαν πιό ελεύθερα από τις άλλες φορές. Οι φωνές τους ήταν πιο δυνατές και τα πρόσωπά τους πιο λαμπερά. Βλέποντας το χαμόγελο να επανέρχεται στα ταλαιπωρημένα πρόσωπα των γονιών τους, συναισθάνονταν και αυτά, ότι ο πόλεμος έφτασε στο τέλος του. Το προαύλιο της εκκλησίας, ήταν ο χώρος παιχνιδιού των παιδιών και των εφήβων. Και εκείνη την ημέρα, σαν να ήταν μέρα γιορτής, δεν έλειπε κανένα.

Οι τσοπάνηδες στα βοσκοτόπια του Πολυπέτρου με τα σφυρίγματά τους διέδιδαν το γεγονός της ελευθερίας και με τις φλογέρες τους σκορπούσαν στην ατμόσφαιρα μελωδίες χαρμόσυνες. Στις γειτονιές οι μανάδες με τα μικρά παιδιά στην αγκαλιά συγκεντρώνονταν σε παρέες και συζητούσαν τα όνειρά τους για τις επόμενες ειρηνικές μέρες που ξημέρωναν.

Αυτή την γαλήνια, χαρούμενη, ηλιόλουστη Κυριακή στο ειρηνόφιλο χωριό μας, το Πολύπετρο, δυστυχώς ήρθε και διέκοψε ξαφνικά ο τρομακτικός ήχος των εκρήξεων των ναζιστικών βλημάτων, σκορπώντας το θάνατο και τον τρόμο στους ανυποψίαστους κατοίκους του. Οι κάτοικοι πανικόβλητοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και έσπευσαν να προστατευτούν στο Πλατανόρεμα και τις ρεματιές του.

Προσφυγικές οικογένειες στο Πολύπετρο

Στο σημείο αυτό έχει την σημασία του για την συνέχεια, να αναφερθώ στο γεγονός, ότι την περίοδο εκείνη, 26 Σεπτεμβρίου, έως το τέλος του 1944, αλλά και μερικές οικογένειες έως το Πάσχα του 1945, φιλοξενούνταν στο Πολύπετρο δεκαπέντε οικογένειες από την Παλιά Πέλλα και λίγες από τα Κουφάλια την Ν. Χαλκηδόνα και τον Άγιο Πέτρο, αναζητώντας καταφύγιο για να προστατευτούν από τις βιαιοπραγίες και απειλές, που δέχονταν από τους Γερμανούς και τους Έλληνες  συνεργάτες τους.

Ποιό συγκεκριμένο γεγονός συνέβη, ώστε να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν αιφνιδίως τα σπίτια τους οι οικογένειες από την Παλιά Πέλλα; Την απάντηση μας την εξιστορεί ο Θανάσης Μήντος ως αυτόπτης μάρτυρας του γεγονότος, μικρό παιδί τότε, και που στην συνέχεια βρέθηκε με την οικογένειά του στο Πολύπετρο:

«Ένα μήνα πριν τον βομβαρδισμό στο Πολύπετρο, στις 26 Σεπτεμβρίου του 1944, ήρθαν στο χωριό μας την Παλιά Πέλλα Γερμανοί και Έλληνες ταγματασφαλίτες που ανήκαν στο τάγμα του Πούλου. Μας έβγαλαν από τα σπίτια μας δια της βίας και μας συγκέντρωσαν στην εκκλησία του χωριού. Ήμασταν γύρω στα εξήντα – εβδομήντα άτομα, άνδρες και γυναικόπαιδα. Μας θεωρούσαν κομμουνιστές, διότι άνδρες των οικογενειών αυτών ήταν αντάρτες – μέλη του ΕΛΑΣ. Από την εκκλησία μας πήραν και μας οδηγούσαν έξω από το χωριό προς την θέση «Κανάλι», για να μας εκτελέσουν. Για καλή μας τύχη, λίγο πριν την εκτέλεση επενέβησαν οι αντάρτες και έτρεψαν σε φυγή τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους. Επιστρέψαμε στα σπίτια μας. Φοβούμενοι όμως για αντίποινα, την ίδια μέρα αναζητήσαμε προστασία στα χωριά του Πάϊκου μαζί με τις οικογένειές μας. Τρομοκρατημένο όλο το χωριό, έφυγαν και άλλες οικογένειες από το χωριό. Από αυτές κάποιες οικογένειες πήγαν στο Πολύπετρο, όπου είχαν φίλους και συγγενείς. Μία από αυτές ήταν και η οικογένεια μου».

Ο βομβαρδισμός στο Πολύπετρο

Ο βομβαρδισμός στο Πολύπετρο ξεκίνησε λίγη ώρα πριν την δύση του ηλίου της Κυριακής 22 Οκτωβρίου, με τρεις διπλούς κανονιοβολισμούς (ομοβροντίες), εναντίον του οικισμού, στην νότια του πλευρά, με διαφορά ενός περίπου λεπτού, να πέφτει η μία οβίδα πίσω από την άλλη, στην ίδια ευθεία. Ως τραγικό αποτέλεσμα είχε το θάνατο τεσσάρων γυναικών και το σοβαρό τραυματισμό ενός μικρού κοριτσιού.

Η πρώτη ομοβροντία έριξε τις οβίδες της, την μια στο κήπο του σπιτιού του Γιάννη Πετρίδη και την άλλη ευτυχώς στην άδεια από παιδιά αυλή του δημοτικού σχολείου.

Στο κήπο του σπιτιού του Γιάννη Πετρίδη, μία κυδωνιά ξεριζώνεται και εκσφενδονίζεται δεκάδες μέτρα μακριά. Το ωστικό κύμα και τα θραύσματα της οβίδας τραυματίζουν θανάσιμα την κόρη του Κώστα Παντέλογλου Σοφία δεκαεννέα χρόνων και τραυματίζουν το κοριτσάκι του Λάζαρου Αθανασιάδη Παρασκευούλα ένδεκα ετών.

Η δεύτερη ομοβροντία έριξε τις οβίδες της, την μία, στην αυλή του σπιτιού του Συμεών Θεοφίλου, δίχως ευτυχώς θύματα και την άλλη στην αυλή του σπιτιού του Νικόλαου Θεοφίλου. Στο σπίτι αυτό διέμεναν δύο οικογένειες από την Παλιά Πέλλα, του Ρομένη και του Μπόϊσλη. Από τα μέλη των δύο αυτών οικογενειών σκοτώνονται ακαριαία, η Θεοδώρα γυναίκα του Δημητρίου Ρομένη, η κόρη τους Μαρία δεκαεπτά ετών έγκυος στον ένατο μήνα, που βρίσκονταν στην αυλή του σπιτιού, και η πεθερά της Μαρίας η Ελένη γυναίκα του Νικόλαου Μπόϊσλη που στέκονταν στην πόρτα εισόδου του σπιτιού.

 Η τρίτη και τελευταία ομοβροντία ρίχνει τις οβίδες της, την μία στο τοίχο της πλινθόκτιστης αποθήκης του Στράτου Σιτσανίδη. Αρπάζει ο σανός φωτιά και καίγεται η στέγη. Μέλη της οικογένειας που βρίσκονταν μέσα στο σπίτι φεύγουν και τρέχουν στο παρακείμενο χαντάκι να προστατευτούν. Ενώ η άλλη οβίδα σκάει στο προαύλιο του «μικρού σχολείου» όπου σήμερα βρίσκεται το γήπεδο καλαθοσφαίρισης. Θραύσματα της οβίδας έσπασαν τα τζάμια των κοντινών σπιτιών του Γιάννη (Ιβάν) Γκρόζδου και του Βασίλη Μουρτιάδη, ευτυχώς χωρίς θύματα.

Αποκαλυπτικές είναι οι μαρτυρίες των επιζώντων θυμάτων του βομβαρδισμού

και κατοίκων του χωριού:

 Παρασκευή Αθανασιάδου του Λαζάρου, 1932

Το δωδεκάχρονο τότε κοριτσάκι η Παρασκευούλα που από τον βομβαρδισμό έχασε το φως της, σήμερα σε ηλικία 89 χρονών, (σ.σ.2021), μας εξιστορεί το γεγονός του τραυματισμού της και τον θάνατο της 19χρονης Σοφίας Παντέλογλου, όπως, η ίδια τα βίωσε:

«Ήταν Κυριακή 22 Οκτωβρίου 1944, απόγευμα λίγο πριν δύσει ο ήλιος, ήταν που έβλεπα για τελευταία φορά το φως μου. Ήμουνα  μόλις δώδεκα χρονών κοριτσάκι. Στα σκαλοπάτια του σπιτιού του γείτονά μας Γιάννη Πετρίδη, κάθονταν μία παρέα γυναικών και περνούσαν την ώρα τους συζητώντας. Στο σπίτι του Πετρίδη έμενε την περίοδο εκείνη η Γεωργία Αθανασοπούλου, γυναίκα του Αθανασίου, μαζί με τις δύο μικρές κόρες της την Στεφανία (Φανή) (1939) και την Τριανταφυλλιά Τριάντα (1941).

 Στο πάνω σκαλοπάτι καθόταν η Γεωργία είκοσιτριών χρονών, τα κοριτσάκια της, την Φανή πέντε ετών και την Τριάντα τριών ετών, που ευτυχώς την ώρα εκείνη η γιαγιά τους τα είχε πάρει για μια βόλτα στο χωριό και δεν βρίσκονταν κοντά μας. Στο δεύτερο σκαλοπάτι καθόταν η Πασχαλίνα Μπεκτασιάδη δεκαπέντε χρονών, κόρη του Μενέλαου και αδελφή του παπά Ακίνδυνου, μαζί με την γειτόνισσά μας Βασιλική Σιτσανίδου κόρη του Στράτου (Τσερκέζη) δεκαοκτώ ετών. Στο πρώτο σκαλοπάτι καθόταν η αδελφή μου Μαγδαληνή δεκαέξι χρονών. Όρθια μπροστά από το πρώτο σκαλί ακουμπισμένη στο τοίχο ήταν η Σοφία Παντέλογλου του Κώστα δεκαεννέα  ετών.

Εγώ βρισκόμουν στο σπίτι με τον πατέρα μου. Έκανε καπίστρια για τα μοσχάρια και τον βοηθούσα. Μου ζητούσε πράγματα και εγώ του τα πήγαινα. Αλλά φαίνεται, πως ήταν το τυχερό μου. Στο μυαλό μου συνεχώς στριφογύριζε η ιδέα να αφήσω τον μπαμπά μου και να πάω στην παρέα των γυναικών που κάθονταν στα σκαλοπάτια και έκαναν μουχαμπέτι. Σαν να με τραβούσε το κακό. Μόλις έφτασα στα σκαλοπάτια πήγα και κάθισα δίπλα στην αδελφή μου την Μαγδαληνή, αυτή ήταν από την πλευρά του τοίχου και εγώ από την έξω πλευρά του σκαλοπατιού.

 Δεν πέρασαν πέντε λεπτά που κάθισα, ίσως και λιγότερα όταν ξαφνικά μια βόμβα από τα κανόνια των Γερμανών, που άρχισαν να ρίχνουν από το Αξιοχώρι, έσκασε μέσα στον μπαξέ είκοσι μέτρα από τα σκαλιά όπου βρισκόμασταν. Κομμάτια της βόμβας με σκόνη και χώματα ήρθαν κατά επάνω μας. Βρήκαν τη Σοφία και την κτύπησαν στην κοιλιά. Τραυματίστηκε πολύ σοβαρά. Ήταν άτυχη, μόλις είχε έρθει στην παρέα μας, ένα λεπτό μετά από ‘μένα. Ήρθε κοντά μας να επιστρέψει ένα μαχαίρι στην Βασιλική, που δανείστηκε. Ένα μαχαίρι που στην γλώσσα μας την κιζδερβενιώτικη το λέμε «Τσιντίρι», ειδικό στο κόψιμο των γιουφκάδων. Στο σπίτι τους την ήμερα εκείνη έκαναν γιουφκάδες, για να έχουν να τρώνε το Χειμώνα.

 Σε ΄μένα τα σκάγια του βλήματος πέρασαν στα μάτια μου, και λίγα στο αριστερό μου χέρι.  Έχασα το φως μου ακαριαία και ταυτόχρονα έπαθα σοκ. Δεν μπορούσα να μιλήσω ούτε να κλάψω ούτε αισθανόμουν πόνο για τις επόμενες ώρες. Στο νοσοκομείο, όπου με πήγαν το βράδυ, αισθανόμουν το στομάχι μου να πονά, τα έντερά μου να ανακατεύονται και έκανα εμετό. Ο πατέρας μου έτρεξε αμέσως, με πήρε αγκαλιά και με πήγε στο μπαξέ του Χρήστου (Ρίστου) Μπεκτασιάδη στο ποτάμι. Όλοι, με το που έπεσαν οι βόμβες, έτρεξαν στα ποτάμια να προστατευτούν. Ο Φώτης Μπεκτασίαδης του Άνθιμου με το αλογόκαρο, μας πήρε εμένα και την Σοφία, και οι γονείς  μου μαζί, και μας πήγανε στο νοσοκομείο στην Γουμένισσα. Το νοσοκομείο τότε ήταν εκεί στην πλατεία ένα διώροφο κτίριο. Η Σοφία σε όλη την διαδρομή φώναζε «θα πεθάνω, θα πεθάνω», το αισθανόταν η καημένη. Την έβαλαν σε άλλο δωμάτιο, δεν ήμασταν μαζί. Εγώ με την Σοφία που τραυματιστήκαμε σοβαρά μας πήγαν με το αλογόκαρο για πιό γρήγορα. Την Μαγδαληνή, την Βασιλική, την Γεωργία και την Πασχαλίνα που τραυματίστηκαν και αυτές, αλλά ελαφρά τις πήγανε με βοϊδάκαρο. Τις έφεραν στο θάλαμο, όπου νοσηλευόμουν εγώ. Ευτυχώς τα τραύματα τους ήταν ασήμαντα,  και την άλλη μέρα, επέστρεψαν στα σπίτια τους. Η Σοφία δυστυχώς, δεν τα κατέφερε και το ίδιο βράδυ ξημερώματα της άλλης μέρας  ξεψύχησε.

 Λίγες ημέρες μετά, όσο βρισκόμουν στο νοσοκομείο, οι Γερμανοί βομβάρδισαν τον οικισμό των Ανατολικορωμυλιωτών στην Γουμένισσα. Μία μάνα και τα δυο της παιδιά τα έκανε κομμάτια. Ένα άλλο κοριτσάκι στην ηλικία μου την έφεραν στο νοσοκομείο δίπλα σε ΄μένα. Την έλεγαν και αυτήν Παρασκευή. Ήταν τραυματισμένη στο λαιμό. Την άκουγα που βογκούσε και ξέχασα το δικό μου πόνο και λυπόμουν για αυτή. Αργότερα ρώτησα για αυτό το κορίτσι και μου είπαν ότι σώθηκε.

 Με το βομβαρδισμό της Γουμένισσας το νοσοκομείο εκκενώθηκε. Με έστειλαν πίσω στο χωριό.  Έμενα στο σπίτι της θείας μου Δόμνας για περισσότερη ασφάλεια για λίγες μέρες έως ότου ησυχάσουν τα πράγματα και μετά επέστρεψα πάλι.

Ένα μήνα μετά, από την Γουμένισσα με πήγαν στο δημοτικό νοσοκομείο στην Θεσσαλονίκη, που  σήμερα το λένε Άγιο Δημήτριο. Μέχρι τελευταία στιγμή ήλπιζα, ότι θα ξανάβλεπα. Όμως αυτό ήταν αδύνατο να συμβεί, διότι η ζημιά ήταν ανεπανόρθωτη.

 Δεν βλαστημώ κανέναν, ήταν η τύχη μου. Είμαι αισιόδοξη και δυνατή. Το πρώτο καιρό στενοχωριόμουν,  άκουγα τις φιλενάδες μου να παίζουν και έκλαιγα.

 Πολύ με βοήθησαν ψυχολογικά οι δασκάλες, που πέρασαν από το χωριό. Ήμουν για αυτές η μόνιμη συντροφιά τους. Στην βόλτα τους με έπαιρναν πάντα μαζί τους. Έμαθα πολλά από αυτές.

 Λίγη ώρα πριν βομβαρδίσουν το χωριό μας, βομβάρδισαν το γειτονικό χωριό Αγροσυκιά. Βλέπαμε τον καπνό και την σκόνη που σηκωνόταν. Μου κάνει εντύπωση! Γιατί, δεν ανησυχήσαμε να φύγουμε, αλλά καθόμασταν αμέριμνες, σαν να μην συνέβαινε τίποτα;».

Μαρία  Μπόϊσλη του Νικολάου (Γκούρμπεσλη) 1934

 «Ήταν το Σεπτέμβρη του 1944. Σχεδόν οι περισσότερες οικογένειες από την Παλιά Πέλλα έφυγαν και σκορπιστήκαν στα χωριά πάνω από μας. Εμείς με μερικές άλλες οικογένειες πήγαμε στο Πολύπετρο. Εκεί ο πατέρας μου συγγένευε με τον Νικόλα Πεχλιβάνη. Επειδή σε αυτόν πρόλαβε και πήγε η οικογένεια του Δημήτρη Σαμαρά, εμάς μας πήγε σε ένα άδειο σπίτι (Νικολάου Θεοφίλου). Σε αυτό το σπίτι εγκατασταθήκαμε δύο οικογένειες. Η δική μας και του συμπεθέρου μας του Δημήτρη Ρομένη. Ο αδελφός μου ο Λάζαρος ήταν παντρεμένος με την κόρη του Ρομένη, την  Μαρία,  η οποία ήταν στον μήνα της να γεννήσει.

 Η οικογένεια μου, (Μπόισλη), ήμασταν έξη άτομα. Ο πατέρας μου λεγόταν Μπόισλης Νικόλας και η μητέρα μου Ελένη. Τα παιδιά ήταν,  πρώτος ο Λάζαρος γεννημένος το 1925, που ήταν παντρεμένος με την Μαρία, μετά ο Νεοκλής το 1928, μετά ο Χρήστος το 1932, και τελευταία εγώ η Μαρία το 1934, δέκα ετών ήμουν τότε.

 Η άλλη η οικογένεια του Ρομένη ήταν επτά άτομα. Ο Ρομένης Δημήτρης, η γυναίκα του Θεοδώρα και τα παιδιά τους, η Αλεξάνδρα, η Ελένη, η Μαρία η νύφη μας, ο Ιορδάνης και ο Χρήστος.

 Η βόμβα έπεσε στην αυλή του σπιτιού. Την ώρα εκείνη στην αυλή ήταν η συμπεθέρα μας η Θεοδώρα Ρομένη με την κόρη της Μαρία, την νύφη μας. Η βόμβα έσκασε πάνω τους, τους έκανε κομμάτια. Εγώ με την μητέρα μου βρισκόμασταν εκείνη την στιγμή μέσα στο σπίτι. Εγώ ήμουν στο δωμάτιο και η μητέρα μου στην πόρτα. Την μητέρα μου τραυμάτισαν σοβαρά τα κομμάτια της βόμβας και την μετέφεραν στο νοσοκομείο της Γουμένισσας. Την είχαν μαζί στο ίδιο δωμάτιο με το άλλο κορίτσι από το Πολύπετρο (Σοφία Παντέλογλου) που και αυτή τραυματίστηκε πολύ σοβαρά από άλλη οβίδα. Τα ξημερώματα της άλλης ημέρας η μητέρα μου πέθανε. Την έθαψαν στην Γουμένισσα.

 Είχαμε και τα ζώα μας, τα οποία και αυτά σκοτώθηκαν (γουρούνια, βουβάλια κ.α). Τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών μας ευτυχώς την ώρα εκείνη έλειπαν από το σπίτι.

Την νύφη μας και την μητέρα της, την ίδια μέρα τις θάψαμε στο νεκροταφείο στο Πολύπετρο. Μερικά χρόνια μετά τις μεταφέρανε εδώ στην Πέλλα».

 Ολυμπία Γραμματικού (Κωνσταντίνου) 1934.

«Ήμουν μικρό κοριτσάκι δέκα ετών. Θυμάμαι, πηγαίναμε με την φίλη μου Μαρίκα Κωνσταντίνου (Χειμωνίδου) την ώρα εκείνη στο μύλο μας, ο μπαμπάς μου έβραζε τα τσίπουρα στο καζάνι του Φίλιππα, που είχε εκεί. Ο νερόμυλος δούλευε, είχε κόσμο, άλλοι έκαναν το αλεύρι τους, άλλοι τα πίτουρα και άλλοι έκαναν το τσίπουρο.

 Είχαμε φτάσει στην στροφή, όπου σήμερα είναι το σπίτι του Γιάννη Κωνσταντίνου, όταν ακούσαμε το κρότο των κανονιών που έριχναν στην  Αγροσυκιά και βλέπαμε την σκόνη που σηκωνόταν ψηλά στον ουρανό. Τρομάξαμε! Λέω την Μαρίκα. Τι θα κάνουμε αν ρίξουν και στο χωριό μας; «Άντε, μαρί, που θα ρίξουν και στο χωριό μας!», μου απάντησε. Όταν επιστρέφαμε από τον μύλο, και μπήκαμε στο χωριό, άρχισαν να βομβαρδίζουν το χωριό μας. Στο δρόμο, που είναι το σπίτι του Στράτου Αθανασιάδη, συναντήσαμε τον Λάζαρο Αθανασόπουλο, να κουβαλάει την κόρη του Παρασκευή στην πλάτη του. Το κορίτσι ήταν μέσα στα αίματα. Την πήγαινε στο ποτάμι και ΄μεις από πίσω τους μαζί με πολύ κόσμο, που έτρεχε να κρυφτεί. Εκεί στο ποτάμι η Μικρασιάτισσα μπάμπω Ρίτσεφτσα η γυναίκα του ντέντου Ρίστου Μπεκατασιάδη είχε καζάνι και έπλενε ρούχα. Μόλις είδε την Παρασκευή στα αίματα, φώναξε δυνατά στην κιζδερβενιώτικη διάλεκτό «Βαχ! Βαχ! σο μπιντάλα μόμα» – Κρίμα! Κρίμα! τι έπαθε το κορίτσι!  

Η βόμβα που έπεσε στο αλώνι μας, εκεί που είναι το πάρκο σήμερα, απέναντι από το σπίτι μας. Η μικρή μου αδελφή Σοφία τεσσάρων χρονών, έπαιζε στην αυλή μας και ο παππούς μου Ιβάν (Γκρόζδος) την πρόσεχε, διαβάζοντας εφημερίδα καθισμένος σε μία καρέκλα. Από την έκρηξη της βόμβας έσπασαν τα τζάμια μας. Πως δεν είχαμε θύματα απορώ! Ο θεός μας φύλαξε! Φιλοξενούσαμε και την οικογένεια του Χρήστου Μασλάρη από τα Κουφάλια που τους κυνηγούσε ο Πούλος.»

Αναστάσιος Οργαντζής του Γεωργίου 1936

«Οι Γερμανοί κατά την οπισθοχώρηση, όλα αυτά τα χωριά τα βομβάρδιζαν, για να μας πανικοβάλουν. Ήμασταν πάρα πολλά παιδιά, στην αυλή της παλιάς εκκλησίας, είχε πολύ χώρο, μια αλάνα τεράστια, διότι δεν είχε κτιστεί ακόμα η καινούργια εκκλησία. Παίζαμε ένα παιχνίδι την «φωτιά» την λέγαμε, Πελλιώτες, Πολυπετριανοί, έτρεχε κάποιο παιδί και το κυνηγούσαμε. Εγώ ήμουν οκτώ χρονών. Την ώρα του παιχνιδιού έριξαν με το κανόνι οι Γερμανοί. Η Παρασκευή Αθανασιάδη τυφλώθηκε, η θεία μου η Σοφία αδελφή της μητέρας μου τραυματίστηκε βαριά και στο νοσοκομείο πέθανε.

 Στο σπίτι μας δίπλα, ήταν το σπίτι του Νικολάου Θεοφίλου. Η οικογένεια αυτή, μαζί με άλλες από το χωριό λόγο του εμφυλίου, μετακόμισαν και αυτές σε άλλα χωριά και στην Θεσσαλονίκη. Στο άδειο σπίτι του Θεοφίλου έμεναν δύο οικογένειες από την Παλιά Πέλλα. Στο σπίτι αυτό, στην αυλή του, έπεσε η οβίδα και σκότωσε επί τόπου μία γυναίκα εννέα μηνών έγκυο, την μητέρα της και την πεθερά της.

Θυμάμαι που τις γυναίκες από την Πέλλα τις έθαψαν στο δικό μας νεκροταφείο. Αργότερα νομίζω ήρθαν και τις πήραν στην Πέλλα. Να σου πω επίσης ότι στην αυλή αυτή του σπιτικού, ως γείτονες με τους Πελλιώτες πολλές φορές κάναμε δουλειές από κοινού. Καμιά ώρα πριν από το κακό, όταν εγώ πήγα στην εκκλησία να παίξω, η μητέρα μου στην αυλή τους τίναζε σουσάμι. Στο σχολείο έπεσαν δύο οβίδες ευτυχώς που δεν είχε παιδιά να παίζουν εκεί. Αλλά και ευτυχώς που δεν έριξαν στην εκκλησία που όλα τα παιδιά ήμασταν εκεί, θα γινόταν μεγάλο κακό. Η οικογένεια μου, φύγαμε στο ρέμα Κοτζάντερε. Εκεί μείναμε για αρκετές μέρες. Ανοίξαμε λαγούμια στην πλαγιά του ρέματος και κοιμόμασταν μέσα».

Ανδρονίκη (Νίκη) Οργαντζή – Αθανασοπούλου 1944

«Εγώ γεννήθηκα το 1944, ήμουν βρέφος πέντε μηνών και την ημέρα εκείνη, λίγο πριν γίνει το κακό βρισκόμουν μαζί με τον αδελφό μου τον Ζωγράφο και την μητέρα μου στην παρέα στο σπίτι του Ιωάννη Πετρίδη, που έπεσε μία από τις οβίδες. Λίγο πριν ρίξει το κανόνι η μητέρα μου σηκώθηκε να φύγει να πάει στο σπίτι να κάνει δουλειές. Εμένα και τον αδελφό μου μας έστειλε με την Γιαννούλα Σιτσανίδου που ήταν και αυτή εκεί, να μας πάει στην γιαγιά μου την Παρασκευή. Όταν φτάσαμε στην γιαγιά μου, οι γερμανοί άρχισαν να βομβαρδίζουν το χωριό. Ήμασταν πολύ τυχεροί.

 Την Παρασκευή και την Σοφία στο νοσοκομείο τις πήγε με το αλογόκαρο ο θείος μου ο Φώτης Μπεκτασιάδης. Άκουγα που έλεγε η μητέρα μου πως η Σοφία όλη την νύχτα βογκούσε από τους πόνους και οι γιατροί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Κατά τα ξημερώματα της άλλης μέρας ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Μόλις το ήπιε ξεψύχησε.

 Εμείς φύγαμε στο Κοτζάντερε. Εκεί μείναμε για αρκετές μέρες. Ανοίξαμε λαγούμια στην πλαγιά του ρέματος και κοιμόμασταν μέσα».

Οδυσσέας Παντσίδης του Πολυκράτη 1932

« Όσο βομβάρδιζαν την Αγροσυκιά δεν ανησυχούσαμε. Όταν όμως, άρχισαν να ρίχνουν και στο Πολύπετρο, πανικοβληθήκαμε. Εγώ ήμουν μικρό παιδί δώδεκα χρονών και έπαιζα με τους φίλους μου στην αυλή της εκκλησίας. Σχεδόν όλα τα παιδιά του χωριού την ώρα εκείνη βρισκόμασταν εκεί.

 Παίζαμε κυνηγητό, ένα παιχνίδι που το ονομάζαμε «φωτιά», και τραγουδούσαμε τραγούδια της απελευθέρωσης. Έπεσαν πολλές οβίδες στο χωριό μας. Ακούσαμε τους μεγάλους να φωνάζουν: «Γρήγορα στα ρέματα όλοι!». Για μία εβδομάδα περίπου μέναμε στο «Κοτζάντερε» στο ύψος της δεξαμενής. Ο Σούμπερτ μας βομβάρδισε από το λόφο του Αξιοχωρίου. Μαζί του είχε και τον ταγματασφαλίτη Πούλο με τους άνδρες του. Παρακαλούσαν τον Σούμπερτ, να τους πάρει μαζί του, γιατί φοβούνταν τον κόσμο για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει».

Λεμονιά Βουδούρη – Αλέκογλου 1935

«Εγώ με ένα κοριτσάκι συνομήλικο μου, που η οικογένεια της ήταν από την Παλιά Πέλλα και την περίοδο εκείνη έμεναν στο Πολύπετρο, μαζί με άλλες οικογένειες από την Πέλλα. Με το κορίτσι αυτό εννιάχρονα κοριτσάκια ήμασταν. Έμεναν στο σπίτι εγκαταλειμμένο τότε σπίτι της χήρας Δόμνας Τσιντσιάδη. Στο σπίτι αυτό έμενε η οικογένεια της φίλης μου.

 Ο πατέρας της φόρτωσε το γάιδαρο τους με σιτάρι και πήγε στο πάνω μύλο των Γώγηδων και Κωνσταντιναίων, να αλέσει γιαρμάδες για τα ζώα τους. Εμείς τον ακολουθήσαμε και πήγαμε μαζί του. Την ώρα που βομβαρδιζόταν τα χωριό μας παίζαμε έξω από τον μύλο.

 Βγήκε ο πατέρας της, μας πήρε και μας πήγε πίσω από το μύλο που ήταν ο δρόμος που έβγαινε στο δημόσιο δρόμο προς Γουμένισσα. Εκεί σε ένα ανάχωμα που είχε ο δρόμος καθίσαμε και περιμέναμε. Αμέσως, με το που σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί φύγαμε από εκεί για να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Στον δρόμο που μπαίνεις στο χωριό, στο ποτάμι εκεί στην μικρή ανηφόρα που είναι το σπίτι του Ηλία Πιπιλακίδη, συναντήσαμε την Παρασκευή που ήταν τραυματισμένη στα μάτια και τον πατέρα της να την κατεβάζει από την ράχη του για να ξεκουραστεί. Το ίδιο βράδυ και για μερικά βράδια κοιμόμασταν στο Κοτζάντερε. Εκεί  λίγο κάτω από το κλήρο του Θεοφίλου στην πλαγιά του ρέματος, ο πατέρας μου έσκαψε μια μεγάλη τρύπα σαν σπηλιά και κοιμόμασταν μέσα. Ο πατέρας μου, μόνος του  έμενε στο σπίτι στο χωριό. Δίπλα μας ήταν και άλλες οικογένειες. Ο πατέρας του Χρήστου Μπεκτασιάδη (Μπαρίμης), έσκαψε μια μεγάλη σπηλιά, στα κιζδερβενιώτικα την λέγαμε «ιστικάμια» και εκεί εγκατέστησε την οικογένειά του. Η γυναίκα του Βαρβάρα, ήταν λεχώνα δύο ημερών στο νεογέννητο Χρήστο. Επίσης θυμάμαι το πρώτο βράδυ πήγαμε στο ρέμα της «Λέσκας» εκεί στο χωράφι του Πολυκράτη Παντσίδη. Είχε μια βρύση εκεί μείναμε. «Τσρτσρ τσεσμέ» την έλεγαν την βρύση. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ δίπλα μας ήταν και δύο μικρά λυκάκια , κοιμηθήκαν μαζί μας. Αλλά για να είμαστε πιο κοντά στο σπίτι μας την άλλη μέρα ήρθαμε στο ρέμα του Κοτζάντερε.

 Η Σοφία Παντέλογλου (Τσότσα την φωνάζανε) πήγε στο σπίτι του Ιωακείμ να επιστρέψει στην Γεωργία Αθανασοπούλου, ένα μπαλτά μικρό που το πήρε για να κάνουν γιουφκάδες. Το λέγαμε «τσντίρι». Ο μπαλτάς ήταν της αδελφής της, της Ζωής, και το είχε πάρει η κουνιάδα της η Γεωργία αδελφή του άνδρα της.

 Στου Νίκου Θεοφίλου το σπίτι, έμεναν δύο οικογένειες από την Πέλλα είχαν μεγάλες βουβάλες. Σκοτώθηκαν τα δύο τους μαλάνκια (μοσχαράκια), και μία μαύρη γουρούνα.

 Και μείς φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας, μια οικογένεια από την Παλιά Πέλλα, που λεγόταν Μήντου. Ο πατέρας λεγόταν Δημήτρης είχε μαζί του και την αδελφή του την Σταυρούλα που ήταν αρραβωνιασμένη στην Νέα Χαλκηδόνα στον Βασίλη Τέσιο. Είχαν δύο αγόρια και ένα κορίτσι και η  γυναίκα ήταν έγκυος στο τρίτο μήνα.

Θυμάμαι ακόμη την άλλη μέρα που έφεραν την Σοφία Παντέλογλου πεθαμένη. Δεν θυμάμαι με τι την έφεραν άλλα θυμάμαι που ο Λάζαρος Σιτσανίδης την κρατούσε νεκρή στην αγκαλιά του και από το σπίτι μας μπροστά την μετέφερε στο σπίτι της. Οι πυκνές μεγάλες πλεξούδες ακουμπούσαν μέχρι το χώμα και τα χέρια της κρέμονταν επίσης. Με συγκίνησε πολύ η εικόνα αυτή, την οποία κουβαλάω σε όλη μου την ζωή».

Τραϊανή (Λιάνα) Κωνσταντίνου –Γραμματικού 1928

«Στο σπίτι μας είχαμε δυο οικογένειες. Μία από την Παλιά Πέλλα και μια από την Νέα Χαλκηδόνα. Τους κυνηγούσε ο Πούλος και ήρθαν εδώ για να προστατευτούν.

 Από την Ν. Χαλκηδόνα ήταν η οικογένεια του Αργύρη, ξάδελφος του παππού μου Πέτρου. Η μάνα του ήταν αδελφή του παππού μου. Παντρεύτηκε στην Ραχώνα, αλλά έμενε στην Ν. Χαλκηδόνα. Αυτός με την γυναίκα του και τον γιο του Λάζαρο και τα δυο παιδιά της γυναίκας του από το πρώτο της γάμο, τον Χρήστο και τον Αντώνη. Ο Αντώνης είχε μαζί του και την αρραβωνιαστικιά του. Έμεναν στο καφενείο μας.  Η άλλη οικογένεια ήταν του Στάμκου (Κάλφα) από την Παλιά Πέλλα, έμεναν στο πίσω σπίτι μαζί με τον παππού μου. Έξη μήνες κάθισαν.

 Να σου πω και μια ιστορία με το τάγμα του Πούλου. Αυτός είχε έρθει με το τάγμα του στο χωριό μας για πλιάτσικο. Ο πατέρας μου, όταν πήγε στο πόλεμο με τους Ιταλούς , είχε πάρει μαζί του και τα δύο  μας άλογα, ζευγάρι ήταν. Το ίδιο και ο γείτονας μας ο Κύρος Κυριάκος. Αυτά τα επιστρατευμένα άλογα είχαν ταυτότητες όπως οι άνθρωποι. Ένα από τα άλογα του Πούλου όταν ήρθαν στο χωριό, γνώρισε το σπίτι του Κύρου και πήγε εκεί. Το γνωρίσαμε το άλογο και μείς αλλά που να μιλήσεις ότι είναι δικό μας.

 Όταν έριξαν τα κανόνια των Γερμανών όλο το χωριό έτρεξε στα ρέματα να κρυφτεί. Για αρκετές μέρες κοιμόμασταν στο ποτάμι (Πλατανόρεμα). Ο αρραβωνιασμένος γιος του Αργύρη δεν φοβόταν έμενε στο σπίτι με την αρραβωνιαστικιά του».

 Χρυσούλα Χειμωνίδου – Γραμματικού 1940

«Την ώρα που έριχνε το κανόνι πήγαινα στην θεία μου την Σλαύκα.  Ήμουν μικρή τεσσάρων χρονών, θυμάμαι όμως καλά. Ήμουν στο δρόμο, εκεί που σήμερα είναι οι καφετερίες. Ήταν πολύ τρομαχτικό».

Νίκος Γώγος του Φιλίππου 1933-2022

«Ναι θυμάμαι που οι Γερμανοί βομβάρδισαν το χωριό μας. Ήμουν στην εκκλησία και έπαιζα με τα άλλα παιδιά. Ευτυχώς την μέρα εκείνη δεν πήγαμε να παίξουμε στην αυλή του σχολείου,  όπως συνηθίζαμε πολλές φορές, διότι και εκεί έπεσε μια βόμβα. Για μερικές μέρες κοιμόμασταν στο ποτάμι εκεί στο «Σιόπουρ». Σκάψαμε ένα λαγούμι και μπροστά βάλαμε ένα αντίσκηνο».

 Καδίγκος Χρήστος του Κωνσταντίνου 1927-2021

«Με τον Ευάγγελο Μασταγάρκα και Αντώνη Μαυρουδή, την ώρα εκείνη του βομβαρδισμού βοσκούσαμε τα πρόβατά μας στο γήπεδο, εκεί στο χωράφι του Μπιντίμη. Ο Ευάγγελος μας λέει, γρήγορα να πάρουμε τα πρόβατα και να πάμε στην «Λέσκα». Τα πήγαμε για να τα προστατεύσουμε εκεί στο ρέμα που είναι η «Τσισμί τσεσμέ» ή «Κιτσούκ τσεσμέ», δίπλα στο χωράφι του Σπύρου Πετρίδη. Οι οικογένειες από την Πέλλα, που έμεναν στου Νίκου Θεοφίλου το σπίτι, χάσανε τρείς γυναίκες από το βομβαρδισμό, σκοτώθηκε και μια βουβάλα τεράστια που είχαν. Μπορεί να ζύγιζε και  τριακόσια  κιλά».

Γεώργιος Γώγος του Θεοδώρου 1936

«Θυμάμαι όταν έριξε το κανόνι. Εμείς πήγαμε και κοιμηθήκαμε σε μια σκηνή που κάναμε με κουβέρτες στο ποτάμι εκεί στην πηγή «Σιόπουρ». Ήμουν οκτώ χρονών.

 Στο σπίτι μας φιλοξενούσαμε την οικογένεια του Θανάση Γκέτσου από την Παλιά Πέλλα. Η γυναίκα του ήταν η Ελένη και είχανε τέσσερα παιδιά, τον Χρήστο, την Ελένη, την Μαρία και την Σταυρούλα. Ο Χρήστος ο μεγαλύτερος ήταν παντρεμένος με την Στυριανή από το Πολύπετρο. Είχαν και δυο μικρά παιδιά, τον Λευτέρη και την Πηνελόπη. Ο Χρήστος ήταν αντάρτης. Μετά το βομβαρδισμό εμείς εγκαταλείψαμε το σπίτι, η οικογένεια όμως του Γκέτσου έμεινε. Επίσης, κάθονταν στον μύλο και άλλες δυο οικογένειες από την Παλιά Πέλλα. Ακόμη έμενε και μια οικογένεια από τον Άγιο Πέτρο, του Αργύρη Γώγου. Ο Αργύρης ήταν από το Πολύπετρο σώγαμπρος στον Άγιο Πέτρο.

Δεμερτζής Χρήστος του Ηλία 1933

 «Στην παρέα στο σπίτι του Πετρίδη, που σκοτώθηκε η Σοφία και τραυματίστηκε η Παρασκευή, ήταν και η γυναίκα μου η Δέσποινα με την αδελφή της Πασχαλίνα Μπεκτασιάδη. Ένα λεπτό πριν γίνει το κακό έφυγε.  Ήταν στο δρόμο για το σπίτι της, όταν άρχισε ο βομβαρδισμός. Ήταν τυχερή».

 Δέσποινα Ναλμπάντη –Τσακρακίδου 1941

«Ήμουν τριών χρόνων. Από την ηλικία εκείνη δεν έχω μνήμες, πάρα μόνο μία. Την θεία μου την Σοφία Παντέλογλου που την έφεραν στο σπίτι και την έκλαιγαν. Θυμάμαι τα αίματα που είχε πάνω στο πλεκτό φόρεμά της».

ΟΙ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΓΥΡΩ ΤΟΥ ΠΟΛΥΠΕΤΡΟΥ ΧΩΡΙΩΝ

Από το πυροβολικό των γερμανών στο Αξιοχώρι, τις ημέρες εκείνες βομβαρδίστηκαν και τα γύρω από το Πολύπετρο χωριά.

Ο βομβαρδισμός στην Αγροσυκιά.

 Για τον βομβαρδισμό της Αγροσυκιάς ο Γιώργος Χαραλαμπίδης του Κωνσταντίνου, 1927 και ο Χρήστος Μιχαηλίδης του Βασιλείου 1933, μας πληροφορούν:

«Την περίοδο εκείνη το χωριό φιλοξενούσε μερικές οικογένειες από την Νέα Χαλκηδόνα. Ήρθαν εδώ για να αποφύγουν τους Γερμανούς. Ένας από αυτούς περνούσε με το  αλογόκαρό του από το σταυροδρόμι, που οδηγεί στο δρόμο για την Γερακώνα, εκεί όπου είναι το σπίτι του Στέφανου Σαββίδη του Κωνσταντίνου, και πήγαινε στην Γερακώνα να μαζέψει ξύλα για τον Χειμώνα. Στο σημείο αυτό έσκασε η πρώτη οβίδα, και σκοτώθηκε αυτός και τα δύο του άλογα. Οι Γερμανοί  έριχναν από το λόφο του Αξιοχωρίου. Τέσσερις οβίδες έριξαν.  Ήταν το μοναδικό θύμα από τον βομβαρδισμό την ημέρα εκείνη στο χωριό μας. Η δεύτερη οβίδα έπεσε ανάμεσα στην αποθήκη και το στάβλο του Κώστα Μεταλλίδη του Σταύρου προκαλώντας μόνο υλικές ζημιές. Η τρίτη στο δυτικό άκρο του χωριού δίπλα στο σπίτι του δάσκαλου Ηλία Λαζαρίδη, δίχως θύματα και ζημιές, και η τέταρτη έσκασε έξω από το χωριό βόρειοδυτικά στην τοποθεσία «Αλώνια».

Ο βομβαρδισμός του Ευρώπου

 Την ίδια μέρα με το Πολύπετρο και την Αγροσυκιά δύο οβίδες έπεσαν και στον Εύρωπο. Ο Δημήτρης Λάμπρου του Αθανασίου, 1935 μας δίνει την πληροφορία: «Η μία οβίδα έσκασε στην πλατεία στην διασταύρωση που σήμερα βρίσκετε το κουρείο του Κώστα Κετσεκιουλάφη, και η άλλη στο ρέμα του «Καραμάντερε» στο σημείο που σήμερα είναι η παιδική χαρά, εκεί τραυματίστηκε και η γιαγιά μου Ναταλία στο γόνατο. Την πήγανε στο νοσοκομείο Γουμένισσας αλλά το τραύμα της δεν ήταν σοβαρό και επέστρεψε στο χωριό την ίδια μέρα ή την άλλη, αν θυμάμαι καλά».

Ο βομβαρδισμός των Αθύρων

 Τα Άθυρα βομβαρδίστηκαν στις 19 Αυγούστου 1944, ημέρα Σάββατο. Ο Αθυριώτης Πέτρος Δ. Θεοχαρίδης στο βιβλίο του «Άθυρα και Αθυριώτες» στην σελίδα 183 γράφει:

«Τότε οι Γερμανοί, οπισθοχωρώντας και φεύγοντας από την Θεσσαλονίκη με τρένα από την ανατολική όχθη του Αξιού, (π.χ Άσπρος), βομβάρδιζαν εκφοβιστικά  τα χωριά της δυτικής όχθης του Αξιού, ανάμεσα στα οποία και το χωριό μας. Οι Αθυριώτες  εγκαταλείψαμε τα χωριό μας και «τρυπώσαμε» στις κάθετες όχθες του Πλατανορέματος, βόρεια του δρόμου προς Λειβαδίτσα κι ως το Ντάγραμις. Κάποιοι, ανάμεσα στους οποίους  και ο μπάρμπας – Κώτσος (Κωνσταντίνος Βελκόπουλος), έτυχε  να βρίσκονται στο χωριό την κακιά ώρα. Το κανόνι άρχισε να κτυπά. Μια βόμβα έπεσε πάνω στο σχολείο (στην ανατολική πλευρά, αριστερά της εισόδου κάτω από το παράθυρο του ισογείου). Μια άλλη βρήκε το σπίτι του Ιωάννου Ράδα και τραυμάτισε τον γιο του, Αριστείδη Ράδα».

Ο βομβαρδισμός στην Γερακώνα

 Μετά το Πολύπετρο ήρθε η σειρά της Γερακώνας. Ο Αδάμ Μιχαηλίδης θυμάται:

«Στην βορειοδυτική πλευρά του χωριού ξεχώριζε ο σπίτι του Κώστα Παναγιωτίδη, από τη μεταλλική στέγη του που γυάλιζε. Προφανώς αυτήν είδαν οι Γερμανοί από το Αξιοχώρι και έβαλαν στόχο το χωριό μας. Ευτυχώς, οι βολές δεν βρήκαν το στόχο τους και έπεσαν λίγες δεκάδες μέτρα δυτικότερα προς τα νεκροταφεία. Δεν υπήρξαν θύματα ούτε ζημιές, παρά μόνο ο τρόμος των κατοίκων, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και έσπευσαν να προστατευτούν στο ρέμα του χωριού».

Ο βομβαρδισμός της Γουμένισσας το Σάββατο 28 Οκτωβρίου

 Έξι μέρες μετά τον βομβαρδισμό του Πολυπέτρου, στις 28 Οκτωβρίου 1944, σειρά πήρε η Γουμένισσα με οκτώ νεκρούς και πολλούς τραυματίες.

Η Μαρία Θεοδωρίδου (Σανίδα), παιδί του Θεόδωρου και της Ραλλούς Μήτσα, 17 ετών τότε, θυμάται:

«Ήταν λίγο πριν το μεσημέρι γύρω στις ένδεκα η ώρα το πρωί, ημέρα Σάββατο 28 Οκτωβρίου το 1944, όταν οι Γερμανοί βομβάρδισαν με πέντε οβίδες το συνοικισμό των Αντολικορωμυλιωτών στην Γουμένισσα. Όλες πέσανε στην ευθεία του δρόμου. (οδός Στενημάχου). Η πρώτη έσκασε στο μπαξέ του Χατζημητσώρη. Ευτυχώς εκεί δεν σκοτώθηκε κανείς. Η δεύτερη στην αρχή του δρόμου λίγο κάτω από το σπίτι του Χατζημητσώρη (οδός Στενημάχου), στο σπίτι της  χήρας Κατίνας Συμεωνίδη. Σκοτώθηκε η επτά – οκτώ χρονών κόρη της η Αναστασία.

 Η τρίτη οβίδα στην διασταύρωση των δρόμων Στενημάχου – Άνω Βοδενών, στο σπίτι του Νίκου Καρατζά και του αδελφού του Χρυσοβέργη. Σκοτώθηκαν επτά άνθρωποι, στο σπίτι αυτό. Η Αλεξάνδρα Καρατζά, γυναίκα του κρεοπώλη Χρυσοβέργη νέα μητέρα με τα δύο της μικρά αγοράκια τον Βαγγέλη και τον Δημήτρη. Η Ευθυμία Καρατζά δεκατέσσερα χρονών κόρη του Νίκου Καρατζά. Μια νεαρή μητέρα από την Αξιούπολη, (Βεζύρη),  μαζί με τα δύο της μικρά παιδάκια, αγοράκια αν θυμάμαι καλά πρέπει να ήταν, που έμενε στο σπίτι αυτό προσωρινά διότι ο άνδρας της ήταν αντάρτης στο ΕΛΑΣ, και την οικογένεια την κυνηγούσαν οι Γερμανοί και τα τάγματα ασφαλείας. Μαζί τους ήταν και ένα κοριτσάκι, που  τραυματίστηκε. Η τέταρτη λίγο παραπέρα στο ίδιο δρόμο στο οικόπεδο του Πολυχρόνη Πέστριβα που σήμερα είναι το σπίτι του Αργύρη Μέρμηγκα. Την ώρα εκείνη περνούσαν από το δρόμο, για να φύγουν, η Καλή Κυριακίδου με τον ανιψιό της Σωτήρη Σανίδα, οι οποίοι τραυματίστηκαν ελαφρά.

 Μια πέμπτη βόμβα έσκασε στο αέρα. Συνολικά σκοτώθηκαν οκτώ άνθρωποι από τον οικισμό μας. Φεύγοντας για το ποτάμι να κρυφτούμε περάσαμε από το σημείο που σκοτώθηκαν. Είδα με τα μάτια μου την Αξιοπολίτισσα ακέφαλη και το αίμα να πλημυρίζει όλο της το κορμί. Παραπέρα την μικρή Ευθυμούλα, με τα μυαλά απ’έξω. Τα θύματα τα φόρτωσαν σε ένα βοϊδόκαρο και τα πήγαν στο νεκροταφείο να τα θάψουν».

Για το βομβαρδισμό της Γουμένισσας, ο Θανάσης Ρήτος του Αντωνίου πρόεδρος του Παραρτήματος Γουμένισσας της ΠΕΑΕΑ γράφει στο  περιοδικό “Εθνική Αντίσταση”, τεύχος 84, Οκτώβρης 1994, σ.σ.12-22 και τεύχος 85, Οκτώβρης – Δεκέμβρης 1994, σ.σ.41- 49 με θέμα «Αναμνήσεις από τους αγώνες του λαού της Γουμένισσας»:

 «Οι Γερμανοί στο χωριό Αξιοχώρι, 30 χιλιόμετρα από Γουμένισσα είχαν ένα βαρύ πυροβόλο, μ’αυτό χτυπούσαν τα ελευθερωμένα χωριά. Στη Γουμένισσα, αφού δεν μπορούσαν να ‘ρθουν από το δρόμο τη χτύπησαν με το πυροβόλο τους. Είχαμε νεκρούς από τον κανονιοβολισμό τους: την Καρατζά Αλεξάνδρα 30 χρόνων με τα δύο αγοράκια της 5 και 7 χρόνων, την Καρατζά Ευθυμία 14 χρόνων, μια πρόσφυγα Αξιουπολίτισσα Βεζύρη ονομαζόμενη και τραυματισμένο το κοριτσάκι της και αρκετούς τραυματίες».

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Κατά την διάρκεια της κατοχής από τους Ναζί, «1941-44» η χώρα μας κατέγραψε εκατοντάδες δεκάδες νεκρούς, τεράστιες υλικές καταστροφές, πείνα και πόνο στο λαό της. Στο Πολύπετρο, κατά  την γερμανική κατοχή, οι κάτοικοί του μικροί και μεγάλοι, βίωσαν το φόβο, την κακουχία. Ένιωσαν τον τρόμο του πολέμου από τον βομβαρδισμό στο χωριό τους και είδαν με τα μάτια τους τον άδικο θάνατο των τεσσάρων αθώων γυναικών και τον τραυματισμό της μικρής Παρασκευής. Θυμούνται τη σύλληψη και τον άδικο θάνατο του νεαρού συγχωριανού τους Ανδρέα Αθανασόπουλου από τους Γερμανούς. Την αγωνία τους κάθε φορά που έρχονταν οι Γερμανοί να συλλέξουν τρόφιμα. Και ως να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε και ο δραματικός εμφύλιος να παρατείνει το φόβο και τον πόνο τους, να στοιχίζει επιπλέον ζωές στο Πολύπετρο και να τους επιβάλει τον διχασμό και τις οδυνηρές συνέπειές του για τα επόμενα χρόνια. Τα παιδιά του πολέμου στο Πολύπετρο, αναγκάστηκαν να στερηθούν την μόρφωση και την τρυφερή παιδική τους ηλικία αφήνοντάς τους επώδυνες τραυματικές εμπειρίες.-

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

 

  • Θανάσης Μητσόπουλος διοικητής του 30ου συντάγματος του ΕΛΑΣ στα απομνημονεύοντά του στο βιβλίο του το «30ο ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΛΑΣ» εκδόσεις EDITEX 1971, σελ. 377 αναφέρει για τους εξήντα διασωθέντες Πελιώτες από τους αντάρτες:

 

«Τη μέρα εκείνη (26-9-44) δεν έμεινε αργό και το ΙΙΙ τάγμα μας. Είχε πάρει αποστολή να αναπτυχθεί από Γιαννιτσά μέχρι τα Κουφάλια και τη Χαλκηδόνα. Ένας λόχος του είχε ταχθεί να παρακωλύει τους Γερμανούς που βρίσκονταν οχυρωμένοι στο «Ηρώον» Γιαννιτσών και να ελέγχει τις κινήσεις του εχθρού προς την πόλη. Άλλο τμήμα του τάγματος συνεπλάκη στο χωριό Νέα Πέλλα με τμήμα παοτζήδων και το έτρεψε σε φυγή.  Στη Νέα Πέλλα απελευθέρωσε 60 αγωνιστές που τους είχαν συλλάβει  οι παοτζήδες από τα γύρω χωριά».

 

  • Σοφία Παντέλογλου, γεννημένη το 1927, ήταν το τέταρτο από τα πέντε κορίτσια του Κωνσταντίνου Παντέλογλου (1875-1953) και της Σεβαστής Τσατσασίδη(1880-1977). Τα αδέλφια της ήταν, η Ζωή (1915), η Παρασκευή (1916), η Μαρία (1923), και η Παναγιώτα (1931).

 

  • Παρασκευή Αθανασιάδη, γεννημένη το 1932, ήταν το τρίτο παιδί του Λάζαρου Αθανασιάδη(1887-1947) και της Σοφίας Ναλμπάντη (1890-1934). Τα αδέλφια της ήταν, ο Βασίλης (1925) και η Μαγδαληνή (1928). Η μητέρα της Σοφία πέθανε όταν η Παρασκευούλα ήταν ενάμιση χρονών. Ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε την Τριανταφυλλιά Τσικιροπούλου (1905- 1947), η οποία μεγάλωσε τα παιδιά.

 

Περισσότερα
Δείτε ακόμα