Γενικά

Η Μικρασιατική Καταστροφή – Εκατό Χρόνια Εθνικής Μνήμης

Γράφει ο Παναγιώτης Ηλίας Τζιτζιλής

Το 2022 αποτελεί την εκατονταετηρίδα της εθνικής μνήμης. Ακριβώς πριν από εκατό χρόνια, τα τουρκικά στρατεύματα κατέλαβαν την Σμύρνη, καταστρέφοντας την ελληνική και την αρμενική συνοικία της πόλης. Ακολούθησε η βίαιη εκδίωξη του εναπομείναντος ελληνικού στοιχείου και 6 μήνες αργότερα η οριστική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, με το σχετικό σύμφωνο του Ιανουαρίου του 1923, σημαίνοντας την λήξη της ελληνικής εκστρατείας στην Μ.Ασία. Ωστόσο, τα γεγονότα του 1922, αποτελούν μόνο τον επίλογο, ενός προβλήματος που είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα.

Τα πρώτα προσφυγικά ρεύματα ελληνικών πληθυσμών, σημειώθηκαν περίπου 1906 και προέρχονταν από την ανατολική Ρωμυλία. Η εν λόγω περιοχή αποτελούσε τότε τμήμα του αυτόνομου βουλγαρικού πριγκιπάτου, αργότερα του ανεξάρτητου βουλγαρικού κράτους και γεωγραφικά καλύπτει μια περιοχή από τα σημερινά σύνορα της Ελλάδος με τη Βουλγαρία μέχρι τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και ένα τμήμα της ενδοχώρας. Η αρχή του τέλους για την ελληνική παρουσία στην περιοχή εδράζεται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1878, έτος νίκης της Ρωσίας στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877.

Με την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης στο Βερολίνο μεταξύ των δύο χωρών, ορίζονταν ότι η περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας θα γίνονταν αυτόνομη, υπο την επικυριαρχία του σουλτάνου και θα συνόρεψε με την περιοχή της Μοισίας, της Σόφιας δηλαδή, η οποία στο εξής θα γινόταν επίσης αυτόνομη υπο την κυριαρχία της Υψηλής πύλης. Δεδομένου, όμως, ότι η περιοχή συνόρευε με την νεοσύστατη Βουλγαρία, η οποία δυσαρεστημένη από την έκβαση των διαπραγματεύσεων αφού δεν κατάφερε να υλοποιήσει την μεγάλη Βουλγαρία που προβλέπονταν στην συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878, καθώς επίσης και του ισχυρού βουλγαρικού στοιχείου της περιοχής, οι προστριβές μεταξύ των μειονοτήτων ήταν προδιαγεγραμμένες.

Οι βιαιοπραγίες σε βάρος του μειοψηφούντος ελληνικού πληθυσμού ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης. Οι Έλληνες της ανατολικής Ρωμυλίας ανέχονταν περί τις 50.000 έως 70.000, ενώ ο αντίστοιχος βουλγαρικός ανέρχονταν το 1878 περί τις 240.000, πράγμα που σημαίνει ότι το εκεί ελληνικό στοιχείο ήταν εκτεθειμένο στις αυθαιρεσίες της βουλγαρικής διοίκησης της περιοχής και στις βαναυσότητες του βουλγαρικού πλειοψηφούντος πληθυσμού. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η βοήθεια εκ μέρους των ελληνικών αρχών μέσω της διπλωματίας , υπήρξε μηδαμινή, αφού η ελληνική ηγεσία θεωρούσε το όλο ζήτημα χαμένη υπόθεση και ο μόνος λόγος που διατηρούσε την ελληνική μειονότητα στην περιοχή ήταν για να αποτελέσει ανάχωμα στην βουλγαρική επιρροή και τον επεκτατισμό, καθώς και για να ενισχύσει της ελληνικές διεκδικήσεις στην Μακεδονία. Παρ’ όλες τις προστριβές, η σχετικά αρμονική συνύπαρξη των κατοίκων συνεχίστηκε μέχρι την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα το 1904-1908.

Ο ανταγωνισμός της Ελλάδος και της Βουγαρίας για την κυριαρχία στην υπό Οθωμανική διοίκηση Μακεδονία, ανάγκασε τους Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να μεταναστέψουν στις όμορες περιοχές, διότι η πίεση των Βουλγάρων κομιτατζήδων ήταν πλέον αφόρητη. Ο επίλογος ωστόσο της ελληνικής παρουσίας στην Βουλγαρία γράφτηκε με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης Νεϊγύ. Με την σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών , η οποία ήταν συνημμένη στην προαναφερθείσα συνθήκη οι εναπομείναντες Έλληνες της Βουλγαρίας μετανάστευσαν στην Ελλάδα, ενώ το ίδιο έπραξαν και οι Βούλγαροι της Ελλάδος. Έτσι, το Ζήτημα της Ανατολικής Ρωμυλίας πέρασε πιά στην Ιστορία.

Παράλληλα, περίπου την ίδια χρονική περίοδο, πρόβλημα αντιμετώπιζαν και οι Έλληνες κάτοικοι του Πόντου. Η άνοδος των Νεότουρκων στην εξουσία το 1908, μολονότι πολλά υποσχόμενη, δεν έκανε πράξη τις δεσμεύσεις της για ισονομία και ισότητα μεταξύ των μειονοτήτων και εκ του παρασκηνίου βυσσοδομούσε εναντίον των μειονοτήτων. Η κατάσταση ωστόσο επιδεινώθηκε αρκετά, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-13, κατά τους οποίους η Οθωμανική Αυτοκρατορία απώλεσε το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών της εδαφών, καθώς και την Λιβύη, η οποία παραδόθηκε στους Ιταλούς το 1911. Η εδαφική συρρίκνωση της πάλαι ποτέ κραταιάς και αχανούς Υψηλής Πύλης, είχε ως απόρροια την έξαψη του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος, θέτοντας τέλος στην μακραίωνη και κατά τα άλλα ειρηνική συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων στην Ανατολία. Ωστόσο κανείς δεν φαντάζονταν τι θα επέκειτο.

Εφορμωμένη από την επικείμενη είσοδο της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και υποκινούμενη από Γερμανούς ανώτατους αξιωματικούς, η Τουρκική κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο εξόντωσης των μειονοτικών πληθυσμών. Οι πρώτοι που έπεσαν θύματα της πρωτοφανούς βιαιότητας των οθωμανικών αρχών ήταν οι Έλληνες του πόντου τον Μάιο του 1914 και εν συνεχεία οι διωγμοί γενικεύτηκαν σε ολόκληρη την Μικρά Ασία με το πρόσχημα της εκκένωσης των κείμενων απέναντι από τα νησιά του Αιγαίου περιοχών. Την ώρα που ο τουρκικός τύπος, χρησιμοποιούσε τον όρο «εκούσια μετανάστευση» των Ελλήνων , προκειμένου να αναφερθεί σε αυτά που συνέβαιναν, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυττε την ορθόδοξη εκκλησία σε διωγμό. Πράγματι τα γεγονότα μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Μετακινήσεις και εκτοπίσεις πληθυσμών ολόκληρων χωριών, έκτακτες φορολογικές επιβαρύνσεις και επιτάξεις ειδών, αναγκαστική επιστράτευση του αντρικού πληθυσμού, σε συνδυασμό με τα τάγματα εργασίας «αμελέ ταμπουρού», πλαισίωσαν τον πρώτο διωγμό του 1914.

Η ταλαιπωρία όμως των πληθυσμών αυτών δεν έμενε να σταματήσει εκεί. Με την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918, η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε προγράμματα παλιννόστησης των προσφύγων στις πατρίδες τους, ξεκινώντας αρχικά με τους κατοίκους της ανατολικής Θράκης και των δυτικών μικρασιατικών παραλίων, ενώ στη συνέχεια ακολούθησαν και οι κάτοικοι του πόντου και της μικρασιατικής ενδοχώρας. Μέχρι το τέλος του 1920, το σύνολο σχεδόν των προσφύγων του πρώτου διωγμού, ανερχόμενοι αριθμητικά περί τις 500.000, επέστρεψαν στις εστίες τους. Ωστόσο η χαρά της επιστροφής στα πάτρια εδάφη θα ήταν εφήμερη.

Παράλληλα με την παλιννόστηση, το 1919 ήταν το έτος απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και χρονιά έναρξης της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Το γεγονός αυτό , σε συνδυασμό με τους εξαιρετικά δυσμενείς όρους που επέβαλε η συνθήκη των Σεβρών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οδήγησε στην εξέγερση των Νεότουρκων, στην ανατροπή του σουλτανικούς καθεστώτος, στην εγκαθίδρυση του καθεστώτος της Άγκυρας και την έναρξη του «πολέμου της τουρκικής ανεξαρτησίας» όπως ονομάζεται. Ετσι, σε εφαρμογή της αντιμειονοτικής πολιτικής του και στα πλαίσια του πολιτικού συνθήματος «Η Τουρκία στους Τούρκους», ο Μουσταφά Κεμάλ, αποβιβάζεται στην Σαμψούντα στα τέλη Μαΐου του 1919, κατακρεουργώντας τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό. Τα θύματα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου ανέρχονταν από 150.000 μέχρι 363.000 νεκρούς.

Η τρίτη και τελευταία φάση της γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολίας, αποτέλεσε επακόλουθο της κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου. Η αδυναμία εξεύρεσης οικονομικών πόρων, η παρατεταμένη πολεμική περίοδος και οι λανθασμένοι υπολογισμοί, οδήγησαν το ελληνικό εγχείρημα της προσάρτησης της Μ. Ασίας στο ελληνικό κράτος σε παταγώδη αποτυχία. Η άσκοπη προέλαση προς την Άγκυρα, σε συνδυασμό με την άτακτη υποχώρηση που ακολούθησε της αποτυχίας κατάληψης της Τουρκικής Πρωτεύουσας, έδωσε την ευκαιρία στα στρατεύματα του Κεμάλ, να αντεπιτεθούν. Την άτακτη φυγή του ελληνικού στρατού ακολούθησε εκατομμύρια άμαχου πληθυσμού, ο οποίος σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσει την ζωή του, συγκεντρώθηκε στη Σμύρνη και τα παράλια, προκειμένου να επιβιβαστούν σε πλοίο για την Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του 1922 ο ελληνικός στρατός εγκαταλείπει την Σμύρνη και μαζί το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας. Παράλληλα ο στρατός του Κεμάλ καταλαμβάνει την Σμύρνη, βάζοντας φωτιά στην ελληνοαρμενική συνοικία, αναγκάζοντας με αυτό τον τρόπο χιλιάδες Μικρασιάτες είτε να πέσουν στην θάλασσα για να σωθούν, είτε να παραμείνουν στο έλεός του, με σχεδόν βέβαιο το οδυνηρό τέλος.

Το τέλος του μικρασιατικού πολέμου, ήρθε με την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης της Λωζάννης. Επί της ουσίας πρόκειται για διεθνή συνθήκη, αφού δεν τερμάτιζε απλώς τον πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών, αλλά αντικαθιστούσε την αντίστοιχη των Σεβρών, ως συνθήκη ειρήνης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην συνθήκη της Λωζάννης, η οποία υπογράφηκε τον Ιούλιο του 1923, ήταν συνημμένο το σύμφωνο ανταλλαγής πληθυσμών του Ιανουαρίου του 1923. Σύμφωνα με αυτό, οι εναπομείναντες Έλληνες της Μικράς Ασίας, καθώς και οι έλληνες της Ανατολικής Θράκης υποχρεούνταν να εγκαταλείψουν την Τουρκία και να μεταναστέψουν στην Ελλάδα. Πρώτοι έφυγαν οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, στους οποίους δόθηκε περιθώριο ενός μήνα να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Την αντίστροφη πορεία ακολούθησαν οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας , με εξαίρεση τους κατοίκους της Δυτικής Θράκης και τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου.

Κλείνοντας την ευσύνοπτη, κατά το μέτρο του δυνατού, ιστορική αναδρομή θα πρέπει να επισημάνουμε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όσα εκτέθηκαν παραπάνω, ότι η Τουρκία βαρύνεται για τις παραπάνω πράξεις της με τις κατηγορίες για το έγκλημα της Γενοκτονίας και των εγκλημάτων πολέμου, κατά την έννοια των όρων του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.

Μολονότι μία καταδίκη της εν λόγω χώρας δεν είναι εφικτή, για λόγους που δεν είναι επί της παρούσης, μια ιστορική αναγνώριση τουλάχιστον της Γενοκτονίας, θα αποτελούσε δικαίωση για τα χιλιάδες θύματα της μικρασιατικής καταστροφής.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα