Παιδικός αυτισμός
Πολλοί είναι αυτοί που συχνά συγχέουν τις διάφορες ψυχωτικές και εξελικτικές διαταραχές με τη διαταραχή του αυτισμού. Όταν μιλάμε για αυτισμό αναφερόμαστε σε μια νευροψυχιατρική διαταραχή η οποία οφείλεται σε δυσλειτουργία του εγκεφάλου και διαρκεί για ολόκληρη τη ζωή. Ωστόσο τα συμπτώματά της ποικίλουν ανάλογα με τη σοβαρότητά τους καθώς και ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο του ατόμου.
Η ηλικία εκδήλωσης του πρώιμου νηπιακού αυτισμού τοποθετείται λίγο πριν από τους 30 πρώτους μήνες της ζωής. Υπολογίζεται ότι η συχνότητα του αυτισμού είναι 4 με 5 παιδιά κάθε 10.000 και προσβάλλει άτομα κάθε κοινωνικοοικονομικού επιπέδου και πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Ένα από τα σημαντικότερα συμπτώματα που διακρίνουμε στο αυτιστικό παιδί είναι η πλήρης έλλειψη κοινωνικής ανταπόκρισης. Αρχικά, παρατηρείται μια έλλειψη ενδιαφέροντος για άλλα παιδιά. Το παιδί αυτό είναι συνήθως «μοναχικό» ή μπορεί να επιθυμεί να αναπτύξει σχέσεις με τα άλλα παιδιά αλλά φαίνεται πως δεν ξέρει πώς να το κάνει.
Περίπου το 50% των αυτιστικών παιδιών δεν καταφέρνει να μιλήσει ποτέ ενώ ένα μεγάλο ποσοστό που έχει αναπτύξει ομιλία, παρουσιάζει σοβαρή γλωσσική ανεπάρκεια καθώς και σημαντικές διαταραχές του λόγου. Ένα βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο της ομιλίας των αυτιστικών ατόμων είναι η αντικατάσταση της προσωπικής αντωνυμίας «εγώ» με το «εσύ». Για παράδειγμα, το παιδί μπορεί να πει: « Θέλεις νερό» όταν, στην πραγματικότητα εκείνο το ίδιο θέλει νερό.
Επίσης, μια άλλη ιδιορρυθμία του λόγου των αυτιστικών είναι η επανάληψη του τελευταίου μέρους μιας φράσης που χρησιμοποίησε κάποιος άλλος ή απλώς η συνεχής επανάληψη μιας λέξης που ενδέχεται να άκουσε πριν μήνες ή ακόμα και χρόνια. Ακόμη, είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση στο γεγονός ότι τα περισσότερα αυτιστικά παιδιά (γύρω στο 85%) λειτουργούν σε επίπεδο νοητικής καθυστέρησης.
Οι περισσότεροι αυτιστικοί, ιδιαίτερα εκείνοι που λειτουργούν σε χαμηλότερο διανοητικό επίπεδο, υιοθετούν περίεργες στάσεις του σώματος, επαναλαμβάνουν συνεχώς ορισμένες κινήσεις και γενικότερα ακολουθούν μια αλλόκοτη και στερεοτυπική συμπεριφορά.
Επιπλέον, πολλές φορές το αυτιστικό παιδί είναι πιθανό να έχει μια υπερβολική προσκόλληση σε ένα γονέα ή να δείχνει έντονο ενδιαφέρον σε ένα περιορισμένο αριθμό αντικειμένων, τα οποία συνήθως αρνείται να τα αποχωριστεί.
Παράλληλα, τα παιδιά αυτά εμφανίζουν αντίσταση σε κάθε είδους αλλαγή του περιβάλλοντός τους. Για παράδειγμα, ένα αυτιστικό παιδί ίσως αρνηθεί να μπει στο δωμάτιο του αν έχει αλλάξει το χρώμα του τοίχου του, ή να αρνείται να φάει με καινούριο κουτάλι ή να αλλάξει πουκάμισο κ.τ.λ.
Γενικότερα, η διαταραχή αυτή διακρίνεται από απορρόφηση στον κόσμο της φαντασίας και αποκλείει κάθε είδους ενδιαφέρον για την πραγματικότητα. Το παιδί με αυτισμό χαρακτηρίζεται από τους γύρω του σαν παράξενο, ιδιόρρυθμο, με υπερβολικό πείσμα και τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο για κάποιον να χειριστεί τη συμπεριφορά του.
Εξαιτίας της περιορισμένης γνώσης πάνω στην αιτιολογία του αυτισμού οι ειδικοί δεν είναι σε θέση να καθιερώσουν συγκεκριμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Ωστόσο, σήμερα εφαρμόζονται διάφορες στρατηγικές προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι βασικές δυσκολίες του αυτιστικού παιδιού. Ανάμεσα σε αυτές τις στρατηγικές βρίσκουμε την ψυχοθεραπεία, τη φαρμακοθεραπεία καθώς και τη συμβουλευτική της οικογένειας.
Η πιο σημαντική, όμως, πλευρά της παρέμβασης στα αυτιστικά παιδιά είναι η συνεργασία με την οικογένεια και η συμβουλευτική των γονέων, ιδιαίτερα σε κρίσιμες εξελικτικές περιόδους, όπως όταν το παιδί πρωτοπάει στο σχολείο ή στην εφηβεία. Εξάλλου, χωρίς τη γονεϊκή προσπάθεια και ενεργό συμμετοχή δεν επιτυγχάνεται πρόοδος στην αντιμετώπιση των δυσκολιών του παιδιού.
Γενικά, είναι σαφές ότι υπάρχουν τεράστιες ατομικές διαφορές στην έκβαση του αυτισμού. Μερικά αυτιστικά παιδιά βελτιώνονται σημαντικά και σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορέσουν να σταθούν από μόνα τους στης κοινωνία και να κερδίσουν τη ζωή τους, ενώ άλλα παραμένουν πολύ περιορισμένα και απόλυτα εξαρτώμενα από όλους και για όλες τις καθημερινές τους ανάγκες.