Κοινωνία

Ο αεροπόρος και οι Καστανιώτες

Μια συνέντευξη του Παναγιώτη Ασημακίδη που δόθηκε στην Παγώνα Κακανοπούλου τον Οκτώβρη του 2015.

Ο Ασημακίδης ο Παναγιώτης, μια ευθυτενής και δυνατή παρουσία στην πλατεία του χωριού, μου είχε υποδειχθεί σαν από τους λίγους εν ζωή χωριανούς που είχαν έρθει από την «πατρίδα». Τον έβλεπα θαλερό, χαμογελαστό και με συγκροτημένη σκέψη και από τους λίγους σε αυτή την ηλικία που μπορούσαν να ακούσουν μία ερώτηση, να καταλάβουν και να διηγηθούν σωστά μία ιστορία από το παρελθόν, με αρχή, μέση και τέλος, θέτοντας πάντα και το πλαίσιο με τα απαραίτητα στοιχεία, ώστε να γίνει κατανοητό αυτό που προσπαθούσε να διηγηθεί. Θεώρησα ότι θα ήταν πολύ χρήσιμο να καταγραφούν και να μείνουν για τους επόμενους, αυτά τα οποία κουβαλούσε αυτός ο άνθρωπος σαν εμπειρίες, βιώματα και αναμνήσεις, πολύ περισσότερο γιατί ήταν ικανός να τα αποδώσει σωστά χρονικά και με ακρίβεια. Πήρα το θάρρος λοιπόν να τον πλησιάσω και να «αιτηθώ» μία συνέντευξη «εφ’ όλης της ύλης» και για καλή μου τύχη το δέχτηκε ευχαρίστως. Ευτυχώς η εποχή μας πλέον διαθέτει αρκετά φθηνά και αξιόπιστα καταγραφικά μέσα, ώστε οι απαντήσεις του κυρίου Παναγιώτη να ακουστούν σωστά και να παραδοθούν για μελέτη και σύγκριση. Αφού αποκλείστηκε ο πληθυντικός, άρχισε η συνέντευξη:

Πόσο χρονών ήσουν όταν ήρθατε;

Ήμουν τέσσερα χρονών το 20 γεννηθείς, το 24 εδώ. Από το χωριό εκεί δεν θυμάμαι τίποτα. Αλλά θυμάμαι το καράβι που μας έβγαλε στην Καλαμαριά. Το πρώτο χρόνο ήρθαμε στο χωριό. Ήτανε Αύγουστος.

Κατ’ ευθείαν στο χωριό αυτό ήρθατε;

Όχι βγάλανε επιτροπή που πήγε στην Πέλλα, πήγε στα Σέρρας και αλλού για να βρούνε μέρος να εγκατασταθούμε μόνιμα. Μας έβγαλαν από το καράβι στην Καλαμαριά. Ήρθε μια διαταγή από το Κράτος, πάτε κύριοι πρόσφυγες κάντε μια επιτροπή να βρείτε μέρος να εγκατασταθείτε μόνιμα.

Βρήκε η επιτροπή το μέρος αλλά δεν ήρθαν όλοι εδώ. Σκορπίστηκαν σε πολλά σημεία. Άλλοι πήγαν στην Καρυώτισσα, άλλοι στην Χαλκηδόνα, άλλοι στην Καβάλα, άλλοι στη Θεσσαλονίκη ακόμη και στην Αθήνα.. Δεν πήγαν πολλοί σε άλλα μέρη γιατί υπήρχε τότε ελονοσία και δεν καθίσαμε γι αυτο το λόγο στην Καλαμαριά.

Έχετε ακούσει για κάποιον Μαρκόπουλο από το χωριό που πήγε στην Αθήνα;

Δεν γνωρίζω, δεν έχω ακούσει κάτι τέτοιο..

Θα δούμε την εγκατάσταση στο τωρινό χωριό, αλλά ήθελα για το άλλο το χωριό πρώτα κάτι. Έχεις ακούσει από τους μεγαλύτερους κάποια χρόνια πριν το χωριό εκεί να έχει καεί και ο Σουλτάνος να έχει αλλάξει τον πληθυσμό;

Αυτό πρώτη φορά το ακούω από σένα. Από τους γονείς μου δεν άκουσα κάτι τέτοιο. Άκουσα ότι τρομοκρατούσαν το χωριό κάποιοι παρακρατικοί, οι λεγόμενοι Τσέτες. Κυνηγούσαν τους φυγόδικους, τους λιποτάκτες που τους έλεγαν κατσάκια. Τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι και μου έλεγε η κυρά Χρυσούλα ότι ο πεθερός της ερχόταν νύχτα και κοιμόταν στο ταβάνι για να μην τον βρούνε.

Στο χωριό έχουμε επίθετα όπως Αρβανιτίδης, Βουλγαρόπουλος, πως προέκυψαν αυτά τα επίθετα εκεί;

Εγώ ξέρω ότι η γιαγιά μου η Χρυσάφω ήταν από τη Βουλγαρία και το 12 που ήταν ο πόλεμος, προτού φύγουμε εμείς, οι Έλληνες που ήταν στην Βουλγαρία κατέβηκαν στο χωριό στις Καστανιές. Δηλαδή ήταν Έλληνες στη Βουλγαρία, που ήρθανε λόγω του πολέμου. Για τους Αρβανίτες δεν ξέρω, αλλά και αυτοί νομίζω από κείνα τα μέρη ήρθαν μαζί με τους άλλους

Για τους Βουλγάρους από το διπλανό χωριό σου είπαν τίποτε να θυμάσαι;

Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα για αυτό, αλλά θυμάμαι ότι μου έλεγε ο πατέρας μου ότι σε μία περιοχή κοντά στο χωριό από την εποχή του πολέμου, όπου είχαν τα πυρομαχικά οι σύμμαχοι, είχαν αφήσει κάτι τετράγωνα καζάνια μπακιρένια που έβαζαν την πυρίτιδα ή άλλα πυρομαχικά. Εκείνα τα έπαιρναν οι χωριανοί και τα χρησιμοποιούσαν σαν καζάνια.

Είχαμε ακούσει και για κάποιο κανόνι που είχαν στήσει οι Καστανιώτες.

Ναι, υπήρχαν οι Τσέτες οι παρακρατικοί, αλλά είχαμε και μείς τους δικούς μας παράνομους. Υπήρχε εκεί στο χωριό ένα κανόνι που έριχνε άσφαιρα, αλλά με πραγματικό θόρυβο και έκανε τη δουλειά του. Τρομοκρατούσε τους Τούρκους, που θεωρούσαν ότι το χωριό ήταν βαριά οπλισμένο και το απέφευγαν.

Ωραία, ας αφήσουμε τώρα το χωριό εκεί, τελικά ήρθατε στην Καλαμαριά και εν τέλει καταλήξατε εδώ στο χωριό αυτό του Κιλκίς. Ήθελα να σε ρωτήσω το μέρος εδώ το υπέδειξε το κράτος ή το διαλέξατε μόνοι σας;

Όχι δεν μας το υπέδειξε κανείς, η επιτροπή που έγινε στην Καλαμαριά το διάλεξε. Ήταν στην επιτροπή ο γέρος ο Ξυγαλατάς, ο γέρος ο Χρυσόστομος, ο Κοντός ο δάσκαλος ως επικεφαλής, ο Τζώρτζης ο γραμματέας, που άλλαζε και τα επίθετα και όλα τα πείραζε.

Πως αποφάσισαν να έρθουν σ’ αυτές τις Καστανιές, ποια ήταν τα κριτήρια, τι τους ώθησε εδώ;

Πήγαν πρώτα σε διάφορα μέρη δεν τα βρήκαν κατάλληλα, δεν τους άρεσε. Αλλά από αυτούς οι περισσότεροι είχαν βουβάλια στο παλιό χωριό και εδώ το χωριό αυτό είχε τρία ποτάμια γύρω γύρω που τότε είχανε πολύ νερό, όχι όπως είναι τώρα. Εδώ κάτω στο μύλο, που είναι ο δρόμος δεξιά στο ποτάμι, έμπαιναν τα κάρα μέσα και το νερό ήταν ένα μπόι.

Είπατε για βουβάλια. Φέρανε και ζώα από το παλιό χωρίο για να φέρουν και τα βουβάλια τους;

Όχι, όχι δεν φέρανε ζώα, αλλά ξέρανε τί να κάνουνε για να ξαναβάλουν βουβάλια, είχανε τον τρόπο. Είχε νερά το χωριό από τα ποτάμια. Όταν κάναμε τ’ αλώνια τα βρέχανε πρώτα, είχανε με μια τριχούλα (κοντό σχοινί, τριχιά) δεμένα τα ζώα, ρίχνανε άχερο και τα πατούσανε γύρω γύρω με τα ζώα ώστε να σφίξει το χώμα και να μην βουλιάζει. Παρόλο που ήταν καλοκαίρι το ποτάμι είχε νερό, μπαίνανε μέσα με το κάρο και τα ζώα που ήταν ζεμένα, πάνω είχε τα βαρέλια που τα γεμίζανε και τα πηγαίνανε να βρέξουν τ’ αλώνι.

Βρήκατε σιδηροδρομικές γραμμές που περνούσαν από το χωριό, γιατί διαβάζουμε στα βιβλία που περιγράφουν τον Α. Π. Π. ότι υπήρχε εδώ σιδηροδρομική γραμμή.

Ο δρόμος που υπάρχει τώρα στο χωριό και πάει στο σταθμό του Μεταλλικού, όταν ήρθαμε ήταν σιδηροδρομική γραμμή. Το δρόμο τον λέγαμε Τοκοβίλj (οι γραμμές Decauville του Macedonian Front) Ερχόταν από το σταθμό, πήγαινε από το ποτάμι προς το Βεργιατούρ, ακολουθούσε το ποτάμι προς τη Μεγάλη Στέρνα και εκεί ενώνονταν με τη γραμμή που πήγαινε από την Καλίνδρια στο Πολύκαστρο.

Οι γραμμές υπήρχαν ή δεν τις βρήκατε όταν ήρθατε και είχαν πάρει τα σίδερα;

Υπήρχαν τα σίδερα και πολλοί χωριανοί τα χρησιμοποίησαν για τις φράχτες και βάζαν στη γωνίες του οικοπέδου τις λεγόμενες “ντραβέτσες”. Αλλά και πάνω από το χωριό υπήρχε δρόμος που πήγαινε προς του Κολοβού που ήταν με πέτρες και όπου δεν βούλιαζε σε περίπτωση βροχής.

Να πάμε πάλι στις πρώτες μέρες εδώ. Όταν ήρθατε μείνατε σε σκηνές;

Ναι, μείναμε σε αντίσκηνα. Εκεί που είναι σήμερα του Σπύρου ο μπαξές, στήθηκαν οι σκηνές και το χειμώνα έκανε ένα χιόνι μέχρι εδώ (δείχνει το στήθος του), αλλά τότε εγώ ήμουν τόσος (γέλια) (Εννοεί ότι μετρούσε το χιόνι με το δικό του ύψος!). Μείναμε δυο καλοκαίρια και ένα χειμώνα στ’ αντίσκηνα και μετά πήραμε τα σπίτια. Αυτά ήταν σχεδόν έτοιμα. Κάνανε ένα τετράγωνο 7 έπί 7 με τσιμέντο βάζανε τα ξύλα και μετά έφτιαχναν τους τοίχους. Είχε δύο τύπους. Όσοι είχαν οικογένεια με παιδιά παίρνανε μεγαλύτερο σπίτι. Τα έφτιαχνε μια γερμανική εταιρεία. Όλα τα υλικά ήταν στην πλατεία του χωριού. Πόρτες παράθυρα, ξύλα, τούβλα, όλα.

Ενώ δηλαδή οι Γερμανοί ηττήθηκαν στον πόλεμο το 18, έξι χρόνια μετά εδώ έκαναν δουλειές.

Άλλο ο πόλεμος και άλλο αυτό. Εδώ έκαναν δουλειές. Ήταν επιχείρηση.

Εδώ βρήκατε κάτι ή δεν υπήρχε τίποτε από το παλιό χωριό το Γκερμπασέλ;

Τίποτε δεν υπήρχε εδώ, το χωριό μας είναι νεόκτιστο. Θυμάμαι μονάχα εκεί, που τώρα είναι το βενζινάδικο, υπήρχε ένα σχολείο. Εκεί πήγαινε η Αιμιλία του Ευθύμ’ του Λευτεράκου και πήγαινε και η Αναστασία του Πασά που πέθανε. Αυτήν την θυμάμαι που πήγαινε στο σχολείο. Στο σχολείο αυτό κατοικούσε πριν μία οικογένεια, οι Μπροζαίοι που είχαν πρόβατα και φύγανε σε ένα άλλο χωριό κοντά στη Μεγάλη Στέρνα. Όταν φύγανε οι Μπροζαίοι άνοιξε αυτό το πρώτο σχολείο, η Ευρυδίκη η λεγόμενη.

Στις σκηνές πως περάσατε το χειμώνα, ανάβατε φωτιές, κάτι άλλο;

Ανάβαμε μαγκάλια με κάρβουνα. Δεν είχε άλλο τίποτε.

Είχατε δυσκολίες μεγάλες, δεν ξέρω πως τις καταλαβαίνατε σαν παιδιά, θυμάσαι κάτι;

Θυμάμαι που ένα χρόνο πήγα σχολείο στην Ευρυδίκη, αλλά μετά πήγα στο άλλο σχολείο, που έγινε απέναντι από την εκκλησία, στης Αικατερίνης το σπίτι, ένα σπίτι σαν τα άλλα, δεν έκαναν κάτι το ιδιαίτερο, εκεί που είναι σήμερα το οικόπεδο του Ζηκόπουλου.

Το σημερινό σχολείο πότε έγινε;

Έγινε πολύ αργά αυτό, της Αικατερίνης το σπίτι λειτουργούσε σαν σχολείο πολλά χρόνια. Δάσκαλος ήταν από την αρχή ο Κοντός στην Ευρυδίκη και μετά στης Αικατερίνης, θυμάμαι ότι είμαστε πολλά παιδιά και δεν χωρούσαμε.

Δηλαδή εσύ τελείωσες στης Αικατερίνης το σχολείο;

Θυμάμαι ότι την τελευταία χρονιά την έκανα στο καινούργιο το σχολείο.

Δηλαδή να υπολογίσουμε ότι αν το έβγαλες 12 χρονών που έγινες το 1932 και πήγες και μία χρονιά στο καινούργιο το κτήριο, το σχολείο που έχουμε πρέπει να χτίστηκε το 1930.

Δεν θυμάμαι καλά, πάντως ένα χρόνο στο τέλος πήγα εκεί.

Μετά συνέχισες στο Γυμνάσιο;

Οι μπαμπάδες τότε δεν ήθελαν γράμματα, ήθελαν δουλειά. Υπήρχαν μεγάλες ανάγκες, υπήρχε φτώχεια, να πάει το παιδί να μάθει γράμματα ή να πάει να δουλέψει, χρειαζόταν μία δραχμή, πού θα την εύρισκε. Περάσαμε χειμώνα με τα γαλέτσια (* “παντόφλες” με ξύλινο πάτο), ξέρεις τί είναι τα γαλέτσια. Πολύ αργότερα το 35, το 36 κάποιοι πήγαν Γυμνάσιο στη Μεγάλη Βρύση, η κυρά Χρυσή (η σύζυγος) πήγε στο Γυμνάσιο.

Θυμάσαι κάτι από την κυβέρνηση του καθεστώτος Μεταξά, τί έλεγαν, ήξερε ο κόσμος ότι υπήρχε δικτατορία;

Στο χωριό όλοι ήταν Βενιζελικοί από παλιά και εδώ που ήρθαν Βενιζέλος-Βενιζέλος, υπήρχε και τραγούδι ” Αν είχα και 100 χιλιάδες λίρες θα σε είχαμε μεγάλη τιμή κτλ.” Δηλαδή για τον Βενιζέλο όλα..

Δεν υπήρχαν βασιλικοί εδώ…

Όχι κανείς.

Οι Βλάχοι; (* οι οικογένειες των Σαρακατσαναίων). Δεν ήταν βασιλικοί αυτοί;

Άλλο οι Βλάχοι. Αυτούς τους βρήκαμε εδώ και μετά έφυγαν προς τη Μεγάλη Στέρνα.

Οι οικογένειες των Σαρακατσαναίων που έχουμε στο χωριό τους βρήκατε εδώ ή ήρθαν αργότερα;

Για αυτούς δεν είμαι σίγουρος, δεν θυμάμαι.

Δηλαδή είσαστε όλοι Βενιζελικοί;

Ναι όλοι, είχαμε το Λευτεράκη και μετά το Σοφοκλή.

Βενιζελικοί δηλαδή και με τον πατέρα και με το γιό, να σε ρωτήσω όμως κάτι άλλο, πότε άρχισε το αριστερό κίνημα στο χωριό; Πώς έγινε και πήγαν και οργανώθηκαν με την αριστερά;

Ακούστε, το 41 μας έκαναν κατοχή οι Γερμανοί, αναγκάστηκε να οργανωθεί ο κοσμάκης. Όχι για να πολεμήσει, αλλά να οργανωθεί για να ζήσει. Είχαμε την αλληλεγγύη μεταξύ μας. Τι ακριβώς με ρώτησες;

Πως οργανώθηκαν στην Αριστερά οι χωριανοί.

41 με 43 οργανώθηκε το χωριό μας, θυμάμαι οι μεγάλοι ο Θεμιστοκλής ο Μαριόγλου, τότε αυτοί ήταν και στα πράματα, εγώ ήμουν αντίθετος με αυτούς, άλλη ιδέα αυτοί, γραμματείς φαρισαίοι κλπ, άλλη ιδέα εγώ. Το 41 λοιπόν, ήρθε ένας από τη Μεγάλη Βρύση, που τον λέγανε “ο αεροπόρος” και μαζευτήκανε όλοι οι μεγάλοι, ο Θεμιστοκλής, ο Χρυσόστομος και οι άλλοι και μας παίρνουνε και μας και μας πάν στα χωράφια τη νύχτα, να μας μιλήσει για το κόμμα για την αριστερά και αυτά. Να οργανώσουν τους μεγάλους και τη νεολαία. Εμείς είμασταν η νεολαία. Έγινε η οργάνωση, μια χαρά τα πηγαίνανε όλοι μαζί, αλλά σε λίγο καιρό τι συνέβη δεν ξέρω και μετά χωρίσανε δεξιοί, αριστεροί και από τότε έμειναν ξεχωριστά.

Δηλαδή οι άνθρωποι που ξεκίνησαν το κίνημα άλλαξαν στη συνέχεια

Ο Μαριόγλου ξεκίνησε το κίνημα αλλά μετά άλλαξε και έγινε δεξιός.

Την ίδια στιγμή λοιπόν στο χωριό έχουμε το ξεκίνημα της αριστεράς και της δεξιάς, ξεφεύγοντας από τον Βενιζελισμό.

Όλα έγιναν στην Κατοχή, μέχρι το 40 δεν ήξερε κανείς μας τίποτα. Για μένα ήταν ο πόλεμος του 40 που τον ξύπνησε τον κόσμο.

Εν τω μεταξύ έχουμε Κατοχή. Πως επιβίωσε το χωριό κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

6 Απριλίου μπήκανε οι Γερμανοί και δέσμευσαν τα αποθεματικά του κράτους και από κει προήρθε η πείνα που πέθαινε ο κόσμος. Εδώ εμείς είμαστε τυχεροί. Σε τρείς μήνες πήραμε τη σοδειά και δεν πέθανε κανείς από πείνα. Θυμάμαι ο μπαμπάς μου πήγε νωρίς και θέρισε κριθάρι, το κοπάνισαν με τον κόπανο και με αυτό έφτιαξαν ψωμί κριθαρίσιο για να τρώμε. Πρώτη φορά έγινε νωρίς αυτό.

Εδώ δηλαδή δεν πείνασε το χωριό.

Θυμάμαι την πείνα τη λεγόμενη για μία περίοδο μονάχα. Ήταν Μάιος του 42, είχαμε από ένα ζώο θυμάμαι, όλους από ένα ζώο μας δώσανε όταν ήρθαμε, είχαμε μια γελάδα και μία είχε ο θείος ο Αντώνης και τις κάναμε ζευγάρι και θυμάμαι εδώ στη χανταδούκα (;) μας είχανε δώσει ένα κομμάτι γης. Ψωμί τότε δεν υπήρχε και για μία βδομάδα τρώγαμε μόνο χόρτα. Αυτή την εβδομάδα θυμάμαι. Μετά από λίγο άρχισαν να θερίζουν τα κριθάρια και κάναμε ψωμί από κριθάρι.

Είχα ακούσει ότι από τις πόλεις έρχονταν και ζητούσαν βοήθεια, ήρθαν στις Καστανιές τέτοιοι άνθρωποι;

Η δουλειά γινόταν σε είδος.

Με το αζημίωτο δηλαδή…

Εγώ ξέρω ότι κάποιος αγόρασε ένα σπίτι με 10 κιλά αλεύρι… (Ετοιμάζεται να πει το όνομα του αλλά σταματάει κουνώντας το κεφάλι του). Το αλεύρι ήταν το σημαντικότερο είδος της εποχής. Αλλά ήταν που οι Γερμανοί δέσμευσαν τα πάντα. Πού να βρεθεί αλεύρι.

Στον πόλεμο της Αλβανίας είχε απώλειες το χωριό;

Είχε τραυματίες. Ο Δρεπούλης, ο Μήτσος ο Νικολαΐδης, ο Ζαφείρης της Σουσής.

Οι σχέσεις στην Κατοχή μεταξύ δεξιών και αριστερών στο χωριό πώς ήταν;

Να σου πω. Το 40 μέχρι το 43 εγώ δεν ήμουν εδώ στο χωριό. Η μάνα μου είχε μια αδερφή στη Θεσσαλονίκη και ήμουν στην αδερφή της μητέρας μου. Αλλά στην κατοχή ρε παιδιά είμασταν όλοι πολύ αγαπημένοι. Δεν τρωγόμαστε μεταξύ μας στην κατοχή. Γι αυτό δεν είχαμε ούτε ένα θύμα. Κι αυτό συνεχίστηκε κι αργότερα στον εμφύλιο. Σ’ άλλα χωριά…σκοτώνανε τον ξάδερφο, τον αδερφό. Στο Σταυροχώρι είχε θύματα και σε πόσα άλλα χωριά. Δεν είμασταν εμείς έτσι. Δεν μαλώναμε στο καφενείο την εποχή εκείνη – μόνο πολύ αργότερα – δεν υπήρχε εχθρός μεταξύ μας. Εγώ το θυμάμαι παλληκαράκι ήμουνα. Μετά τα χαλάσανε και διάλεξαν με ποιόν θα πάνε. Αλλά και στον εμφύλιο δεν είχαμε θύματα εμείς. Εμείς είμαστε εδώ χωρίς άλλες ράτσες. Είμαστε Θρακιώτες Καστανιώτες. Δεν είχαμε κανέναν Καυκάσιο, κανένα από άλλη περιοχή, ήταν όλοι καθαρόαιμοι Καστανιώτες. Πιο πάνω κι από τα κόμματα ήταν οι οικογένειες και οι συγγενείς. Αυτό μας έσωσε. Οι μισοί και παραπάνω ήταν συγγενείς μεταξύ τους. Υπήρχαν κουμπαριές, νύφες, συμπεθέρια. Στον εμφύλιο χωρίστηκε ο κόσμος αλλά και πάλι κράτησαν οι συγγένειες.

Οι Γερμανοί ήρθαν καθόλου στο χωριό μας; Καταλαβαίνατε την παρουσία των Γερμανών εδώ από το χωριό;

Εγώ ξέρω μία φορά μονάχα που ήρθαν και κάναν επίταξη στο χωριό οι Γερμανοί για τρόφιμα και ζώα. Σχηματίστηκε επιτροπή και αν είχες 3 ή 4 γελάδια σου παίρναν τα δύο και σου άφηναν 2 για ζευγάρι. Με όλα τα ζώα το κάνανε αυτό, με άλογα ή άλλα. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν μας πείραξαν πολύ οι Γερμανοί. Δεν ξέρω σε άλλα χωριά τί έκαναν. Όταν έγινε το επεισόδιο επάνω εκεί στα Κρούσια που σκότωσαν έναν Γερμανό, ύστερα οι Γερμανοί κρεμάσανε στο Κιλκίς έναν από εκείνο το χωριό, ύστερα από την έρευνα και τις υποδείξεις των χωριανών του. Μπορεί να ήταν και αθώος αυτός πού κρεμάστηκε και να έπεσε θύμα κάποιων.

Πότε πήγαν κάποιοι χωριανοί με την ΠΑΟ ή με τους αντάρτες;

Δεν θυμάμαι, στο τέλος άρχισαν να χωρίζονται. Πάντως, είτε οι μεν είτε οι δε, φύλαξαν το χωριό γι’ αυτό και δεν είχαμε ούτε ένα θύμα εμείς εδώ. Εγώ μπορεί να πίστευα στο Βενιζέλο κι εσύ στο Βασιλιά αλλά στο χωριό, μπροστά στους χωριανούς, πάει κι ο Βασιλιάς πάει κι ο Βενιζέλος.

………………………..

Αυτά ήταν που μπορέσαμε να καταγράψουμε από τον Παναγιώτη τον Ασημακίδη του «Γάλλου». (Γάλλος ήταν το παρατσούκλι του πατέρα του, ο οποίος ως στρατιώτης του ελληνικού στρατού, συμμετείχε με τους Γάλλους στην ατυχή εκστρατεία εναντίον των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία. Οι Γάλλοι που ηγήθηκαν αυτής της εκστρατείας, ήταν η αιτία που όταν επέστρεψε, οι χωριανοί του έδωσαν το παρατσούκλι «Γάλλος»).

Η μαρτυρία του Παναγιώτη Ασημακίδη είναι μια πολύ καλή παρακαταθήκη, που αφορά τη ζωή των Καστανιωτών στη νέα τους πατρίδα. Έδωσε αρκετά στοιχεία της οργάνωσης του χωριού και της ποιότητας των σχέσεων μεταξύ των χωριανών, των πολιτικών αντιλήψεων και της οικονομικής τους κατάστασης, με εντυπωσιακότερο όλων την αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων και τον παραμερισμό των πολωτικών πολιτικών προταγμάτων, όταν αυτά αντιστρατεύονταν τις παραδοσιακές οικογενειακές και συγγενικές σχέσεις των χωριανών.

Παγώνα Κακανοπούλου

 

 ΥΓ: Υπάρχει και κάτι ακόμη που αφορά αυτήν την συνέντευξη, αλλά θα επανέλθουμε μετά τους γιορτασμούς των Καστανιών για τα 100χρονα.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα