Κοινωνία

Μητροπολίτης Δημήτριος: Ο ουράνιος άγγελος, ο πρώτος ευαγγελιστής της σωτηρία

Η φετινή 25η Μαρτίου, φορτισμένη από γενναιόδωρες αναμνήσεις, μας έφερε και πάλι εν τω μέσω δύο ευαγγελισμών: εκείνου της πρώτης-πρώτης εκκλησιαστικής μας εορτής (κυριολεκτούμενος) και συνάμα της πρώτης-πρώτης νεοελληνικής εθνικής μας επετείου (αντιστοιχούμενος).

Βεβαίως, δεν είναι “συναρίθμιοι”. Η σωτηριολογική εσχατολογία (εγκαινιασμένη ενιστορικά με τον ευαγγελισμό της Παναγίας μας) είναι άλλης διαστάσεως και αφορά σε όλον τον κόσμο. Η εθνική ενιστορία (εμβαπτισμένη στην πίστη της Εκκλησίας) από το γεγονός της εν Χριστώ σωτηρίας αντλούσε αναλογικά τις ελπίδες (και τελικά τις βεβαιότητες) της εθνικής απολύτρωσης από τη δουλεία. Οι δε κήρυκες της ιστορικής επιβίωσης της Ρωμηοσύνης (και έκτοτε μέχρι τους νεότερους χρόνους οι ομιλητές της εθνικής εορτής) δεν έπαυαν να χρησιμοποιούν αναλογικά την ”σημαντική” του χριστολογικού εορτασμού και για τον εθνικό αναλογικώς εορτασμό.

ΚΑΠΟΤΕ, στα μηνύματα των φορέων εξουσίας και των δασκάλων μας και των σπουδαίων της ύπατης γνωσιακής μας εκπροσώπησης, είχαμε εθισθεί και το χαιρόμασταν μετά λόγου γνώσεως να ακούμε μιάν αμοιβαιότητα συμβολισμών γι᾽ αυτές τις δυό επετειακές ημέρες που ταυτίζονταν ημερολογιακά. Ήταν σχετικά πρόσφατες εποχές που παρίππευσαν χωρίς να φαντασιώνονται τις τέλεια εκσυγχρονισμένες δυνατότητες της δικής μας μεταπροόδου, τουλάχιστον όμως παρήγαγαν λιγότερα δείγματα βίας, εκμετάλλευσης, ανθρωπομηδενισμού.

Από δεκαετιών εθιζόμαστε στους νεοπολιτισμικούς “εκσυγχρονισμούς” του συμβατικού λεξιλογίου, που είτε δεν έμαθε ποτέ είτε εθελαγνοεί την… αρχαία ελληνική των ψαλλομένων στις επίσημες συμβατικές Δοξολογίες των καθεδρικών ναών. Προς τις παρελάσεις του συνεθνικού μας μόχθου, ακούμε κάποιες πολιτικά και πιλοτικά εύγλωττες “υπόδειλες” σημειώσεις για εθνική συνοχή, για άρτιο σύγχρονο εξοπλισμό, για την οικονομική σταθερότητα (πολύτιμες βεβαίως συντεταγμένες συνέχειας), για την τυχαιότητα μιάς ειρηναίας τοπικής εύνοιας του ιστορικού μας παρόντος. Καλά ασφαλώς κι αυτά και πολύτιμα, πάντως ψωμωμένα από το ριζιμιό μας σε τούτο το “ακρωτήρι της ελπίδας”.

Όμως, όλα τα μηνύματα κατά παραγγελίαν πάσχουν φοβικότητα περί την φιλοπατρία και τη λεβεντιά και την πίστη του Χριστού και το εκκλησιασμένο μεγαλείο και το φιλότιμο και την ορκισμένη αυτοθυσία και τις διαφωτισμένες συνδρομές που συλλογικά και συνολικά και αλληλέγγυα όλα μαζί ενέπνευσαν τη μεγαλοσύνη της πρώτης καίριας πανεθνικής μας επετείου. Διστάζουν -θαρρείς- οι σπουδαίοι της επικαιρότητος μάλλον αγνοητεύουν σκοπίμως περί την κομβική ιδιοσυστασία της 25ης Μαρτίου 1821: “για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία…”, “είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και πατρίδος…”, “ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την ελευθερία της πατρίδος μας και δεν την παίρνει πίσω…”, “απ᾽ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά… αντρειωμένη λευτεριά”.

ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ, το συνθηματολόγιο και δυστυχώς το νοηματολόγιο των πολιτειακών και των πολιτισμικών της λιπαράς αμερικανικής ή ευρωπαικής πανεπιστημοσύνης αγνοεί την αλφαβήτα του “Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον…” και εκείνον τον χιλιοτραγουδισμένο διαιώνιο ύμνο “Τη Υπερμάχω…”. Καταφρονεί συνάμα τα μοναστήρια, τους μεταβυζαντινούς ναούς, τα άπαρτα κάστρα της κλεφτουργιάς, τους μοναστηριακούς πυλώνες της νεομαρτυρικής πανεθνικής αντοχής, την κλειστή πόρτα με το σχοινί του Πατριάρχη, την εκκλησιά στο Χρυσοβίτσι του Κολοκοτρώνη, τον καλόγερο στο Κούγκι, τις αδούλωτες μέχρι θανάτου λεβέντισσες κοπελιές και τα γενναία παλικάρια της πρώτης άγιας εθνικής μας αντίστασης. Παρ᾽ όλα τα άλλα στραβά της φυλής μας, αλλά και τα λαμπρά θούρια της αρετής μας.

Φθάσαμε στο σημείο να καταφάσκουμε ομοφώνως και δημοσίως περισπούδαστους δικτατορίσκους των νεοσυρμών, που σέβονται μεν τα λατρεμένα ιδιωτικά τους αγαπίσματα κάθε λογής (και τα αφήνουν ανέγγιχτα από την γκροτέσκο τέχνη τους), αλλά ακρωτηριάζουν και καταμελαίνουν (το λιγότερο) τις ιερότερες πανεθνικές αναγωγές της Ρωμέηκης ανδρειοσύνης και τις λεπτότερες ποιητικές ευαισθησίες της όποιας πνευματικής ευεξίας και της διαχρονικής μας κοινωνικής ευοδίας. Διακωμωδιακή κατάχρηση τραγωδιακής αυθαιρεσίας επί του τραγικότερου προνομίου μας, της ελευθερίας προσδιορισμού και δημιουργίας, αναφοράς και κοινωνικότητας, ιερής υπαρκτικής αναφορικότητας. Άθλια κατάχρηση διακοινωνούμενων ορίων, χρεία ορών διασωλήνωσης, μήπως και αναζήσουν ίχνη απολεσμένης ομορφιάς του κοινωνικού μας “είναι” και συνείναι.

Πρέπει να το πάρουμε απόφαση.

Στο κρίσιμο “σημεραύριο” που τρέχει ασυλλόγιστα να μας ταυτοποιήσει [από το σχεδιαστικά προβλεπόμενο μέλλον] αποκλειστικά τεχνητονοημόνως, από το μέλλον ενός απροσδιόριστου τεχνητού μετακόσμου, δεν είναι αναχρονισμός να σεβόμαστε τα ερείσματα της συλλογικής μας ψυχής, σαν εφηβίσκοι που διστάζουν να ομολογήσουν την καταγωγή τους στο “σήμερα”.

Τουναντίον!

Είναι οροθεσία ετεροπροσδιορισμών και ετεροχρονισμών, δεοντολογία υπαρκτικής ελευθερίας.

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ το ανθρώπινο μέτρο σ᾽ αυτούς τους από πολλών δεκαετιών ασύλληπτα μεταπροοδευτικούς σχεδιασμούς και τις ολοέν διευρυνόμενες ανοικτές διεργασίες “αλγοριθμικής ενανθρωπήσεως” του τεχνητοπαραδείσου, που σήμερα μεν ενυλώνονται ενωφελίμως, όμως για το αύριο και το μεθαύριο “απροβλεπτίζονται”…

…Αναζητούμε ένα μέτρο. Το οφείλουμε στο ανθρώπινο είδος επί του πλανήτη γη. Ξαναθυμόμαστε εκείνο το φιλοσοφημένο “μέτρον άριστον”. Ποιος ή ποιοί και πότε θα το εννοήσουν και θα το εφεύρουν, θα το ορίσουν και θα το επικαιροποιήσουν αυτό το μέτρο; Παραμένει εισέτι ανοικτό το πεδίο των αποκρίσεων και των οριακών κρίσεων, ανθρωπινής επιτυχίας ή αποτυχίας.

Ωστόσο εμείς, εδώ και τώρα, προκαλούμεθα να μην απωλέσουμε τον ανθρωπινό μας υπαρκτικό προσανατολισμό.

ΠΡΟ(Σ)ΚΑΛΟΥΜΕΘΑ να μην απωλέσουμε τον ευαγγελισμό της ανθρωπινής οντολογίας και σωτηρίας, ένα ανοικτό θεικό δώρο πανανθρώπινης εμβέλειας, ένα άληκτο θεικό δώρο στα ανθρωπινά μας μέτρα.

«Ευαγγελίζεται ο Γαβριήλ τη Κεχαριτωμένη σήμερον· χαίρε, ανύμφευτε Κόρη και απειρόγαμε, μη καταπλαγής τη ξένη μου μορφή, αρχάγγελός ειμι, μηδέ δειλιάσης· νυν ευαγγελίζομαί σοι την χαράν, και μενείς άφθορος και τέξει Υιόν τον Κύριον».

Ο ουράνιος άγγελος (απεσταλμένος) Γαβριήλ υπήρξε ο πρώτος συγκεκριμένος ευαγγελιστής της σωτηρίας, στο διάλογο του με την Παρθένο, την Αειπάρθενο Θεοτόκο. Μετά τις τόσες συγκλονιστικές θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης, του Λόγου του Θεού, τώρα έχουμε την θεοφάνεια της ενανθρώπησής Του από την Παναγία μας. Έχουμε κάτι που ο θεολόγος βυζαντινός ανθρωπιστής, ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, το ορίζει ως “παραμερισμό του Θεού” στη θέση αποδέκτη του ανθρώπινου δώρου. Ο Θεός μετριάζει κι αποδέχεται να πάρει από μας την ανθρώπινη κτιστότητα, παραμένοντας ως Θεός αναλλοίωτος και συνάμα μετατρέποντας πάνω Του το δικό μας φτωχό δώρο σε κόσμημα και βασιλεία.

Και πως έγινε αυτό;

ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΣ, χάρη στην αποδοχή του ευαγγελισμού και την υπακοή συνεργασίας της Παναγίας. «Χάρη στη δική της [ολοτελή κι αψεγάδιαστη, ανιδιοτελή και θεοφιλέστατη] ωραιότητα, ανέδειξε ωραία την κοινή ανθρώπινη φύση. Και κατέκτησε τον απαθή. Οπότε έγινε άνθρωπος εξαιτίας της παρθένου Εκείνος που εξαιτίας της αμαρτίας ήταν στους ανθρώπους μισητός» (εις τον Ευαγγελισμόν, 1-2).

Το “ανθρωπίνως” της υπακοής της Παναγίας κατέστησε δυνατό θαυμαστώς το “ανθρωπίνως” της συγκατάβασης του Θεανθρώπου Υιού και Θεού Της, για να μας προσφέρεται απ᾽ Αυτόν έκτοτε “πανανθρωπίνως” και να γίνεται “εκκλησία Θεού ζώντος”.

Με την ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ απορρίψαμε τον Θεό ως “μισητό”, ως “αχρείαστο”, ως “αταίριαστο” με μας, προτιμώντας την αυτοαναφορικότητα. Εκπέσαμε του παραδείσου της θεοκοινωνίας. Υπήρξαν άνθρωποι που επιχείρησαν να το ξεπεράσουν αυτό, με αμοιβαίες πρωτοβουλίες “υπακοής” και “κοινωνίας” Θεού κι ανθρώπων, όμως μόνο για την δική τους βιολογική επικαιρότητα και την βιολογική επικαιρότητα κάποιων απογόνων τους. Δυνάμει της μελλοντικής θεανθρωπικής πραγματώσεως της σωτηρίας. Όμως, δεν άλλαζε τίποτε ριζικά για όλους συνολικά τους ανθρώπους, που είχαμε “μισητό” τον Θεό, απορριπτέο τον Θεό [και συνεχίζουμε τέτοιες επιλογές].

Όμως, η Παναγία έσπασε αυτήν την καταραμένη επιλογή, προσέφερε ολότελα τον εαυτό Της στην εθελοταπείνωση της σάρκωσης του Θεού. Για χάρη όλων μας (“ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν…”). Ο δρόμος άνοιξε για όλους (“…ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόλληται, αλλ᾽ έχη ζωήν αιώνιον”). Δρόμος είναι ο Χριστός μας, ο σαρκωμένος Θεός. Άνοιγμα του δρόμου στάθηκε η ίδια η Παναγία μας, η παρουσία, η τελειότητα αναφοράς, η υπακοή, η ωραιότητα της τέλειας παρθενικής συνδρομής της Παναγίας στην ανθρώπινη συγκατάβαση, κυοφορία, γέννηση, ζωή, σταύρωση, ανάσταση, ανάληψη του Υιού και Θεού Της.

Για μας είναι που ο Γαβριήλ προσφωνεί την παρθένο Μαριάμ “χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου… εύρες χάριν παρά τω Θεώ… Τέξη υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν… Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι” (Λουκ. 1). Ο αρχάγγελος ευαγγελίζεται θείες βεβαιότητες, αυτές που συνιστούν την ιστορική εσχατολογική πορεία της Εκκλησίας στον κόσμο.

Για μας είναι που και η κυοφορούσα Ελισάβετ δέχεται τρόπον τινά τις άμεσες σωτήριες συνέπειες του γενόμενου ευαγγελισμού της πολύ νεότερης Παναγίας μας. Οπότε την προσφωνεί: “… ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου… η μήτηρ του Κυρίου μου [Θεού μου] προς με…”.

Το γεγονός αυτό και δώρημα είναι πανανθρωπίνως [και υπερκοσμίως] απροσμέτρητο.

Έκτοτε μας χαρίζεται πεντακάθαρη η αίσθηση της θεοκτισίας με μια δυνατότητα τελειότερη, με τη θεομεθεξία στο Χριστό, ως εγκεντρισμός και συμμελία Εκκλησίας. Και τα επιβεβαιώνει το Πνεύμα το Άγιο που τα ενήργησε και δεν παύει να ενεργεί σωστικά στην Εκκλησία (όπως και θεοπρονοητικά στον κόσμο).

ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΑΥΜΑ του ευαγγελισμού της σωτηρίας το χαίρονταν οι ήρωες και οι ηρωίδες του 1821 ως δεδομένο πίστεως, σφραγισμένης με μια διάρκεια μαρτυρικής εκκλησιαστικότητος, εθναρχικής αναφοράς, διαχρονικών αθλημάτων (αποφασισμένης και χαριτωμένης) αδούλωτης αυτοθυσίας νεομαρτύρων, οσίων και δικαίων, που μετεχόταν από τους υποδούλους ως χαριτωμένη υπομονή και αντοχή και (παθητική ή ενεργητική) αντίσταση, χάρη στον καθορώμενο φωτόμορφο δοξασμό των νεομαρτυρικών σωμάτων ή και τον ενορώμενο κατ᾽ ιδίαν καθοδηγητικό θεικό δοξασμό τους.

Επρόκειτο για μια “συλλογικότητα” πίστης και συνάμα εθνικής ταυτοποίησης.

Πάνω σ᾽ αυτήν την απερινόητη συγκατάβαση του θείου Ευαγγελισμού εστήριζαν τις βεβαιότητες ευαγγελισμού και πραγμάτωσης της ιστορικής σωτηρίας της Ρωμηοσύνης. Και δεν αδικήθηκαν.

Όσο για μας έχουμε χρέος ανοικτό, ανεξόφλητο, αδιατίμητο, να τα ξαναζούμε και να τα μεταδίδουμε στις νεότερες γενιές.

† Ο Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος

Περισσότερα
Δείτε ακόμα