Αρθρογραφία

Θέτοντας όρια στη μαθητική τάξη

Είτε εργάζεται κανείς με μικρά παιδιά είτε με τελειόφοιτους, η τήρηση ορισμένων απλών κανόνων διοίκησης της τάξης από τον εκπαιδευτικό αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την άσκηση ενός καλού ελέγχου. Με τον όρο διοίκηση εννοούμε τον τρόπο, με τον οποίο ο κάθε εκπαιδευτικός οργανώνει την προσέγγιση του στη μάθηση και διευθύνει την τάξη έτσι ώστε να βοηθά τη μάθηση αυτή.

H πειθαρχία μέσα στην τάξη αποτελεί το πιο σημαντικό και πολυσύνθετο πρόβλημα που απασχολεί τους νέους εκπαιδευτικούς σε όλο το δυτικό κόσμο. Αδιαμφισβήτητα, είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα, ακόμα και για τους πιο έμπειρους εκπαιδευτικούς. Πειθαρχία είναι η κοινωνικά παραδεκτή συμπεριφορά προς την οποία πρέπει να συμμορφώνονται τα παιδιά γιατί θεωρείται απαραίτητη για την επίτευξη των βασικών στόχων του σχολείου. Είναι η υπεύθυνη συμπεριφορά που αποτελεί έκφραση της αυτόνομης ηθικής ανάπτυξης και βούλησης. Πρέπει, όμως, να γίνει αντιληπτό ότι η πειθαρχία δεν περιορίζεται μόνο μέσα στην τάξη, ούτε αποτελεί μονοσήμαντο φαινόμενο.

Ο όρος πειθαρχία είναι ένας όρος αμφιλεγόμενος, μια πολυεδρική, πολυσήμαντη και πολύπλοκη έννοια, η οποία άπτεται πάρα πολλών πτυχών της διαδικασίας διδασκαλίας / μάθησης και της διοίκησης, όχι μόνο της τάξης αλλά και του σχολείου γενικότερα. Τα πράγματα ασφαλώς γίνονται ακόμη πιο δύσκολα όταν ο παιδαγωγός έρχεται αντιμέτωπος με φαινόμενα απειθαρχίας και παραβατικής συμπεριφοράς.
Πρωταρχικός στόχος του κάθε εκπαιδευτικού που επιδιώκει την εξάλειψη της απειθαρχίας πρέπει να είναι η έναρξη του μαθήματος στην ώρα του και η λήξη του λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι. Με άλλα λόγια, είναι σημαντικό να υπάρχει ακρίβεια και συνέπεια, σε όλες τις πτυχές της εκπαιδευτικής διαδικασίας, προκειμένου να δημιουργηθεί και να ενισχυθεί στο μαθητή η αίσθηση της σταθερότητας και της ορθής οργάνωσης. Σε κάθε αντίθετη περίπτωση, το μόνο που θα καταφέρει ο παιδαγωγός θα είναι να προκαλέσει την γενική δυσφορία των μαθητών, την πλήρη αποδιοργάνωση και την ενίσχυση παραπτωματικής συμπεριφοράς. Επιπλέον, μια τέτοια στάση αποδυναμώνει σοβαρά την προσπάθεια του δασκάλου να απαιτήσει ακρίβεια από τους μαθητές.

Προκειμένου, λοιπόν, να αντιμετωπιστούν φαινόμενα παραβατικής συμπεριφοράς, ο εκπαιδευτικός οφείλει να υιοθετεί στρατηγικές διαπαιδαγώγησης που μεταδίδουν αποφασιστικότητα, σταθερότητα και σοβαρότητα. Ακολουθώντας αυτό το στιλ διαπαιδαγώγησης, οι εκπαιδευτικοί «υποχρεώνουν», κατά κάποιο τρόπο, το μαθητή να φερθεί με την αντίστοιχη σοβαρότητα και υπευθυνότητα για την έγκαιρη ολοκλήρωση των υποχρεώσεών του και με αφοσίωση στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Αυτό που, αναμφισβήτητα, έχει ανάγκη ο εκπαιδευτικός είναι η πλήρης συνεργασία των μαθητών. Ωστόσο, η επίτευξη πλήρους συνεργασίας δεν είναι πάντα τόσο εύκολος στόχος. Προκειμένου να το πετύχει αυτό ο δάσκαλος, πρέπει να επιβάλει την ησυχία στην τάξη, κάνοντας τον απαιτούμενο διάλογο με τα παιδιά για τα οφέλη που παρέχει η διδασκαλική διαδικασία. Παράλληλα, είναι χρήσιμο να τους εξηγήσει πως είναι μάταιο να προσπαθεί να ακουστεί όταν υπάρχει οχλαγωγία, παρά την καλή του πρόθεση να διδάξει. Δεν πρέπει να μείνει στα παιδιά η παραμικρή αμφιβολία ότι ο δάσκαλος εννοεί αυτά που λέει. Είναι σημαντικό, επίσης, να δηλώσει στους μαθητές τη θέλησή του να τα διδάξει και να τα βοηθήσει να διαμορφώσουν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, καθώς και την αγάπη του για το επάγγελμά του.

Ένα στοιχείο που μας προσφέρουν πολλές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες είναι πως η επιδοκιμασία μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική όταν χρησιμοποιείται στο σχολικό πλαίσιο. Μια συμπεριφορά που επαινείται, ενθαρρύνεται και ενισχύεται, μπορεί και εύκολα να επαναλαμβάνεται. Ο δάσκαλος πρέπει να αμείβει το παιδί με την εκδήλωση επαίνου, αγάπης και ενδιαφέροντος. Θα το επαινούμε όταν επιτυγχάνει και δε θα δίνουμε σημασία στο όχι καλό αποτέλεσμα, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν κινδυνεύει το ίδιο ή δεν κάνει κάτι κακό σε άλλους ή δεν καταστρέφει κάτι.

Επιπλέον, ο δάσκαλος που εντοπίζει ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς σε μαθητές δεν πρέπει να «στιγματίζει» τα παιδιά αυτά, θεωρώντας τα «προβληματικά» ή λιγότερο εύστροφα αλλά αντίθετα οφείλει να μοιράζει δίκαια την προσοχή και να μέριμνα για όλους τους εκπαιδευόμενους. Χρέος του είναι να μην πέσει στην παγίδα να δείχνει ιδιαίτερη εύνοια προς τους καλούς μαθητές και να αδιαφορεί για τους αδύναμους-παραβατικούς. Το δίκαιο μοίρασμα του χρόνου και η κατανόηση για την παραπτωματική συμπεριφορά θα δώσει την αίσθηση στο απείθαρχο παιδί ότι ο δάσκαλος ενδιαφέρεται για τη δουλειά και την πρόοδό του. Ας μη λησμονούμε, εξάλλου, πως πολλές φορές μια παραβατική, επιθετική ή απείθαρχη συμπεριφορά μπορεί να δηλώνει, απλώς, την ανάγκη του παιδιού για περισσότερη προσοχή από τους «σημαντικούς άλλους» της ζωής του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι υποχρέωση, τόσο του δασκάλου όσο και των γονέων, να εξηγήσουν στο παιδί πως το ενδιαφέρον, η αγάπη και η αναγνώριση που τρέφουν για το ίδιο είναι δεδομένα και πως η παραβατική συμπεριφορά προξενεί ανεπιθύμητα συναισθήματα και επώδυνες συνέπειες.

Η τιμωρία, σωματική ή λεκτική, δεν έχει, τις περισσότερες φορές, τα επιθυμητά αποτελέσματα, τη διακοπή δηλαδή της παραβατικής συμπεριφοράς. Αντιθέτως, έχει επιπτώσεις στον ψυχισμό των μαθητών, γιατί δημιουργεί ή επιτείνει το άγχος του μαθητή σε βαθμό που δεν ευνοεί τα κίνητρα μάθησης και ενισχύει την παραπτωματική συμπεριφορά. Στις περιπτώσεις, ωστόσο, όπου κρίνεται απολύτως αναγκαίο να τιμωρηθεί ο μαθητής, ο εκπαιδευτικός πρέπει να εξηγεί καθαρά στον μαθητή, τους λόγους για τους οποίους τιμωρείται και τί θα έπρεπε να κάνει σωστά. Ο μαθητής δηλαδή πρέπει να καταλάβει ότι τιμωρείται μόνο για την συγκεκριμένη συμπεριφορά και ότι μόλις αλλάξει την συμπεριφορά του, θα ξανακερδίσει την αναγνώριση και την αποδοχή του εκπαιδευτικού. Γι’ αυτό, οι περισσότερες τιμωρίες πρέπει να δίνονται ατομικά, σε αντίθεση με τον έπαινο, ο οποίος πρέπει να δίνεται σχεδόν πάντα δημοσίως.

Αυτό που, ωστόσο, πρέπει να έχει πάντοτε κατά νου ο κάθε εκπαιδευτικός, είναι οι τεχνικές με τις οποίες θα ενισχύσει τις επιθυμητές συμπεριφορές του απείθαρχου παιδιού και όχι τόσο οι τεχνικές με τις οποίες θα εξαλείψει τις παραβατικές επιλογές του. Με άλλα λόγια, ο σκοπός είναι να αυξηθούν οι επιθυμητές συμπεριφορές που έχουν υψηλή συνάφεια με τη μάθηση και την πειθαρχία και να μειωθούν οι διαταρακτικές συμπεριφορές. Οι πιο απλοί, φυσικοί αλλά και ισχυροί ενισχυτές που υπάρχουν είναι οι έπαινοι και τα λόγια ενθάρρυνσης, όταν το παιδί κάνει κάτι σωστά, το χαμόγελο, η αμεσότητα, η αναγνώριση και η επιδοκιμασία, με άλλα λόγια η ειλικρινής παροχή προσοχής.

Γενικότερα, ο εκπαιδευτικός που έρχεται αντιμέτωπος με μαθητές με προβλήματα διάσπασης προσοχής, οφείλει να χρησιμοποιεί μεθόδους που θα κεντρίζουν το ενδιαφέρον του μαθητή και θα διατηρούν αδιάσπαστο το ενδιαφέρον τους για το μάθημα. Μάλιστα, αυτό που συνήθους συνιστούν ψυχολόγοι και λοιποί ερευνητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αν και δεν έχει αποδειχτεί ότι έχει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα, είναι να αγνοείται από τον εκπαιδευτικό η ακατάλληλη/απείθαρχη συμπεριφορά, όταν δεν προξενεί τόσο δυσάρεστες συνέπειες στους άλλους ή στο παιδί, προκειμένου να μην ενισχύεται.

Ωστόσο, η αμοιβή, η επιβράβευση και η επιδοκιμασία της ορθής και πειθαρχημένης συμπεριφοράς δεν πρέπει να δίνεται αδιάκριτα, αλλά με μέτρο και προσοχή. Οι αμοιβές που δίνονται αδιάκριτα, διατρέχουν τον κίνδυνο να υπονομεύσουν το εσωτερικό κίνητρο, το ενδιαφέρον για το αντικείμενο και την ενισχυτική αξία της ίδιας της πράξης.

Οι ενέργειες που οφείλει να κάνει ο εκπαιδευτικός δεν περιορίζονται μόνο στη σχέση και τη συνεργασία του με τον ίδιο τον μαθητή. Η συνεργασία με τους γονείς και γενικότερα με το οικογενειακό περιβάλλον είναι απολύτως αναγκαία. Σε διαφορετική περίπτωση, καμία προσπάθεια του εκπαιδευτικού από μόνη της δεν μπορεί να επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές στη συμπεριφορά του παιδιού. Ο παραβατικός μαθητής έχει ανάγκη της ψυχολογικής υποστήριξης, της κατανόησης και της αποδοχής από το οικογενειακό του περιβάλλον. Επομένως, χρέος του παιδαγωγού είναι να ενημερώνει τους γονείς για τη σοβαρότητα του προβλήματος και να τους ζητάει να εφαρμόζουν και αυτοί ένα μοντέλο συμπεριφοράς που θα αποτρέπει την απειθαρχία και την παραβατικότητα.

Ασφαλώς, δεν είναι όλοι οι γονείς συνεργάσιμοι και υποστηρικτικοί ή δεν έχουν όλοι τις δεξιότητες ενός παιδαγωγού ή ενός εξελικτικού ψυχολόγου. Όταν ο δάσκαλος εντοπίσει σοβαρά ενδο-οικογενειακά προβλήματα, τα οποία ενδέχεται να προξενούν ή να επιτείνουν το πρόβλημα του παιδιού, καλό είναι να τους συστήσει μια επίσκεψη σε έναν εξειδικευμένο επαγγελματία ψυχικής υγείας. Ο ρόλος αυτών των επαγγελματιών είναι να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την εύρεση κατάλληλων λύσεων, ώστε να μπορούν να προωθήσουν στρατηγικές αντιμετώπισης προβλημάτων.

Συνοψίζοντας, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι κάθε μαθητής, κάθε γονιός και κάθε οικογένεια είναι μια περίπτωση μοναδική και επομένως, μοναδικές είναι και οι δυσκολίες και τα διλήμματά τους. Κατά συνέπεια, κανείς δεν μπορεί να παρέχει γενικευμένες συμβουλές σε παιδαγωγούς, που να αφορούν όλες τις περιπτώσεις και όλα τα ενδεχόμενα. Αυτό, ωστόσο, που συμβάλλει σημαντικά στο έργο του εκπαιδευτικού είναι να έχει γνώση συγκεκριμένων παιδαγωγικών τεχνικών, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στο σχεδιασμό ενός ευέλικτου τρόπου φροντίδας και πειθάρχησης των μαθητών. Κανείς δεν αμφισβήτησε, ούτε κατήργησε, την ελεύθερη σκέψη και δράση των μαθητών, όταν όμως κατευθύνεται εν μέρει από τους ενηλίκους. Ρόλος του παιδαγωγού, επομένως, είναι, από τη μια μεριά, η καλλιέργεια της ελεύθερης δράσης και της πρωτοβουλίας των ανηλίκων και, από την άλλη, η σαφής οριοθέτηση και η πειθάρχησή τους.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα