Ο «αειθαλής» πολυπράγμων Ευάγγελος Χειμωνίδης από το Πολύπετρο
Διαχρονικό στοιχείο των κατοίκων του Πολυπέτρου, τόσο των γηγενών μακεδόνων όσο και των κατοίκων μικρασιατικής καταγωγής, αποτελεί η εργατικότητά τους. Πρόκειται για ανθρώπους της υπαίθρου, που επί σειρά ετών φημίζονται για την προοδευτικότητά τους, τόσο στην επίδοση τους στη γεωργία όσο και στην κτηνοτροφία. Μελετώντας την ιστορική τους πορεία, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες της υπαίθρου καλλιεργώντας τη γη τους με πρωτόγονες μεθόδους καλλιέργειας που διέθεταν κατά το παρελθόν, καταβάλλοντας σκληρή εργασία και μόχθο. Με την εκμηχάνιση της γεωργίας, έπειτα, μπόρεσαν να προοδεύσουν και να δημιουργήσουν καλύτερες συνθήκες επιβίωσης, που διατηρούν έως και σήμερα.
Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εργατικότητας των κατοίκων του Πολυπέτρου, που αξίζει να γνωστοποιήσουμε, αποτελεί ο Ευάγγελος Χειμωνίδης του Χρήστου και της Φανής, γεννημένος το 1933, ο οποίος έζησε και εργάστηκε τις δυο αυτές περιόδους, πριν και μετά την εκμηχάνιση της γεωργίας.
Ο Ευάγγελος (Άγκος για τους συγχωριανούς του), εκτός της εργατικότητάς, του ξεχώριζε και για το ανήσυχο και επιχειρηματικό του δαιμόνιο, το οποίο διέθετε ήδη από μικρή ηλικία. Τούτο, μάλιστα, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της οικογένειας των Χειμωνιδαίων στο Πολύπετρο.
Από τα 91 χρόνια που μετρά σήμερα, τα ογδόντα εργάστηκε ακατάπαυστα και με επιτυχία σε όλες τις δουλειές, με τις οποίες καταπιάστηκε. Εκτός από τη βασική του απασχόληση, στον τομέα της γεωργίας, ασχολήθηκε για μεγάλες χρονικές περιόδους με επαγγέλματα που άφησαν το αποτύπωμά τους στην κοινωνική ζωή των κατοίκων του μικρού χωριού μας. Επαγγέλματα μοναδικά στο Πολύπετρο, που μαζί μεταξύ άλλων -τα οποία επίσης καταγράφουμε και δημοσιοποιούμε- αναδεικνύουν από ιστορικής πλευράς την κοινωνική και πολιτιστική διαδρομή του χωριού μας στο διάβα του χρόνου.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε από την αρχή την πολύ ενδιαφέρουσα επαγγελματική εξέλιξη του Ευάγγελου Χειμωνίδη, όπως μας την εξιστορεί ο ίδιος:
«Εδώ στο Πολύπετρο γεννήθηκα το 1933. Από τα δύο μου χρόνια έμεινα ορφανός από μητέρα. Ο πατέρας μου αναγκάστηκε, λοιπόν, να παντρευτεί για δεύτερη φορά και πήρε μια γυναίκα από τη Μεσιά. Αλλά αυτή μας κοίταξε πάρα, πάρα, πολύ καλά, μας μεγάλωσε μας πάντρεψε, όπως και τα άλλα τα παιδιά που είχαν μάνα και πατέρα. Όταν ήμουν μικρός να πάω στο σχολείο, κηρύχτηκε ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Μετά ήρθαν οι Γερμανοί, ύστερα ο εμφύλιος πόλεμος, δεν μπόρεσα να πάω στο σχολείο, δεν είχε δασκάλους με τον πόλεμο, και δεν πήγα σχολείο τώρα είμαι αγράμματος, δεν ξέρω γράμματα καθόλου. Από τα δέκα μου χρόνια βοηθούσα τον πατέρα μου στα χωράφια. Είχαμε και νερόμυλο, πήγαινα στο νερόμυλο, έμαθα την δουλειά και αργότερα όταν χρειάστηκε έκανα την δουλειά αυτή του μυλωνά».
Επάγγελμα πεταλωτής
«Το 1953, ήμουνα είκοσι χρονών, και ζήτησα από τον πατέρα μου να πάω να μάθω πεταλωτής, γιατί είχε μεγάλη ζήτηση τότες ο πεταλωτής, είχε ζώα πολλά, πετάλωνα ζώα. Ο πατέρας μου με πήγε στα Γιαννιτσά να μάθω πεταλωτής, στον Θόδωρο Πούλκα,[1] ναι, αυτός ήταν σιδεράς ήταν, και καροποιός ήταν, και πεταλωτής βέβαια. Ο Θόδωρος ο Πούλκας είχε και ένα χάνι στα Γιαννιτσά, εκεί πέρα καθόμασταν και εκεί ήταν το μαγαζί του, εκεί δούλευα. Έξι μήνες δούλεψα εκεί πέρα, στο χάνι κοιμόμουν, έτρωγα από του Πούλκα, μαζί με την οικογένειά του. Πιό μπροστά στον Πούλκα ήταν ο Χρήστος ο Δεμερτζής,[2] τρία χρόνια πιο μπροστά πήγε, αυτός έμαθε σιδεράς. Όταν ήρθε εδώ πέρα, τον άνοιξε ο μπαμπάς του ένα μαγαζί, δούλευε. Όσο δούλευε γινόταν και καλύτερος. Πάρα πολύ κουραζόμουνα εκεί πέρα, είχε και πολύ δουλειά, και δεν έτρωγα και καλά και ύστερα έφυγα και ήρθα στο χωριό να βρω άλλον μάστορα. Ο πατέρας μου είχε έναν φίλο στα Κουφάλια, ήταν πεταλωτής, Γιάννη Γκορτζίλα τον λέγανε, ήταν πεταλωτής και κουρέας μαζί, δύο δουλειές έφτιαχνε. Διακόσια κιλά οκάδες σιτάρι τον έδωσε ο πατέρας μου, για να με ταΐζουν εκεί πέρα. Έτρωγα μαζί τους, περνούσα πολύ καλά εκεί στα Κουφάλια. Κοιμόμουν στο σπίτι του Γκορτζίλα, ήταν μια γριά εκεί πέρα και ερχόταν το βράδυ νύχτα να μην ξεσκεπαστώ, με σκέπαζε καμιά φορά, να μην κρυώσω. Η γριά ήταν του Γιάννη του Γκορτζίλα η πεθερά».
Ο Ευάγγελος, με συνολική μαθητεία εννέα μηνών, επιστρέφει στο χωριό του και αισθάνεται έτοιμος να ανοίξει το δικό του πεταλουργείο (1954-1961), το οποίο ιστορικά θα είναι το πρώτο και τελευταίο στο χωριό μας, το Πολύπετρο. Έως τότε, οι κάτοικοι του Πολυπέτρου εξυπηρετούνταν από τους πλανόδιους πεταλωτές, που έστηναν το κινητό τους συνεργείο στην πλατεία του χωριού ή πήγαιναν τα ζώα τους να τα πεταλώσουν στα γειτονικά χωριά. Ένας πεταλωτής, με μόνιμη παρουσία και δράση στο χωριό, ήταν απαραίτητος και θα πρόσφερε σίγουρη δουλειά στον Ευάγγελο.
«Όταν γύρισα από τα Κουφάλια το 1954, ο πατέρας μου έκανε ένα υπόστεγο εκεί πέρα πίσω από το σπίτι και εκεί πετάλωνα τα ζώα. Τα απαραίτητα εργαλεία που είχα λοιπόν, ήταν, το σφυρί, τα ντανάλια[3], τον κόφτη. Αυτά ήταν, δυο τρία πράγματα και τα καρφιά. Την λαμαρίνα πήγαινα την έπαιρνα από την Θεσσαλονίκη από τα παλιατζίδικα, την έφερνα εδώ πέρα, την έκοβα φέτες, τέσσερις φέτες έκοβα κορδέλες, και ύστερα κομματάκια μικρά, τα τρυπούσα και τα έφτιαχνα πέταλα. Έπεσα με τα μούτρα στην δουλειά, είχα πολύ δουλειά, οι χωριανοί μου με προτιμούσαν λοιπόν, είχα όλα τα ζώα του χωριού. Τρεις φορές τα πεταλώναμε το χρόνο. Εβδομήντα ζευγάρια είχε εδώ πέρα, τρεις επτά εικοσιμία, διακόσια δέκα ζευγάρια πετάλωνα τον χρόνο, από το χωριό μονάχα. Και από την Αγροσυκιά άλλα διακόσια δέκα. Η Αγροσυκιά με προτιμούσε πολύ, δεν είχε πεταλωτή, ύστερα ήρθε εκείνος ο Στάθης Ζησιάδης από τα Γιαννιτσά. Κυρίως πετάλωνα βόδια, βόδια ζευγάρια, και αλόγατα πετάλωνα, γαϊδουράκια πετάλωνα, και μουλάρια πετάλωνα. Τα μουλάρια ήταν πιο εύκολα στο πετάλωμα γιατί είχαν πολύ νύχι. Πολύ νύχι είχε το μουλάρι, πήγαινε το καρφί ελεύθερα δεν πήγαινε μέσα στο κρέας. Μερικές φορές το πετάλωμα δεν πετύχαινα, το ζώο κούτσαινε και το ξαναφέρανε πίσω. Έβγαζα το πέταλο, καθάριζα την πληγή, την καυτηρίαζα, ύστερα έβαζα κατράμι[4] και βαμβάκι. Το πετάλωμα γινόταν κάθε φορά πριν ξεκινήσουν οι δουλειές. Το 1955 πήγα φαντάρος, δυο χρόνια έκανα, το 1957 γύρισα πίσω και συνέχισα πάλι την δουλειά μου. Αλλά όταν πήγα φαντάρος είχα πεταλώσει καμιά εικοσαριά τριάντα ζευγάρια. Τα είσπραξε ο πατέρας μου εκείνα. Δεν παίρναμε τότες λεφτά, παίρναμε σιτάρι. Ένα τενεκέ σιτάρι το ζευγάρι ήταν, τρεις φορές πετάλωνα το ζευγάρι, τρεις τενεκέδες έπαιρνα το καλοκαίρι, με το αλώνι. Από καλοκαίρι σε καλοκαίρι, ένα χρόνο στο περίμενε. Το 1959 παντρεύτηκα την γυναίκα μου την Μαρία Κωνσταντίνου (του Νικολάου) και μας έδωσε ο Θεός δυο παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τον Χρήστο, και την Φανή».
Πλανόδιος μυλωνάς (1966-1990)
Αρχές του 1960 το επάγγελμα του πεταλωτή άρχισε να περνά κρίση λόγω του γενικότερου εκσυγχρονισμού αλλά και της εκμηχάνισης της γεωργίας, με τα πρώτα τρακτέρ που άρχισαν να έρχονται στο χωριό, αντικαθιστώντας σταδιακά τα κάρα, τα ζώα και τα έως τότε γεωργικά πρωτόγονα εργαλεία. Ο Ευάγγελος το 1961 σταματά την δουλειά του πεταλωτή και ασχολείται αποκλειστικά με την γεωργία μαζί με την σύζυγό του. Εποχικά, συνεχίζει να εργάζεται στο νερόμυλο. Αλλά με την έλευση του ηλεκτρικού στο Πολύπετρο, το 1966, ο νερόμυλος σταματά οριστικά την λειτουργία του.
«Όταν σταμάτησε ο νερόμυλος, θυμήθηκα λοιπόν που ήμουν στο στρατό, που είδα σε ένα χωριό έξω από την Λαμία, ένα χωνί, πίσω από ένα τρακτέρ. Τι είναι αυτό είπα! Όταν πήρα άδεια, δυο τρεις ώρες, πήγα στο χωριό και βρήκα αυτόν που είχε το χωνί. Τον ρώτησα τι δουλειά κάνει αυτό το χωνί. Κάνει γιαρμάδες και αλεύρι μου είπε. Ύστερα όταν απολύθηκα, αγόρασα το unimac[5] από τον Πρόδρομο Αρνάκη από την Θεσσαλονίκη και πήγα στο Πολύκαστρο σε ένα σιδεράδικο και έφτιαξα το μύλο (το χωνί) και ξεκίνησα την δουλειά. Πήγαινα στα χωριά. Στα γύρω χώρια, αλλά στην Αγροσυκιά μέρα παρά μέρα πήγαινα. Στην Αγροσυκιά είχε πολλά ζώα. Και το χωριό μας είχε. Δούλευα και έβγαζα καλό μεροκάματο. Το 1974 πούλησα το unimac και πήρα το τρακτέρι (FIAT). Πήρα και ένα ποιο μεγάλο χωνί (μύλο), από την Θεσσαλονίκη, τριάντα, ή είκοσι πέντε χιλιάδες δραχμές το πήρα δεν θυμάμαι, ακριβώς και δούλευα με εκείνο. Μόλις με είδε ο Μήτσος ο Βουδούρης της Λεμόνας ο άνδρας, γιατί κάνω δουλειά καλή, πήγε πήρε και αυτός. Αυτός άλεσε μόνο γιαρμάδες. Δουλεύαμε καλά και οι δυο. Την δουλειά του μυλωνά συνέχισα να την κάνω έως και το 1990».
Ζαχαροπλαστείο
Όμως, ο πολυπράγμων Ευάγγελος δεν περιοριζόταν μόνο σε μια εργασία. Οποιοδήποτε νέο επάγγελμα του κέντριζε το ενδιαφέρον και τον έλκυε, επιχειρούσε να το δοκιμάσει. Και το κατάφερνε πάντα με επιτυχία. Έτσι, το 1966 κατεδαφίζει το υπόστεγο που στέγαζε το πεταλουργείο και στη θέση του κατασκευάζει ένα οικοδόμημα με πλιθιά, με σκοπό να στεγαστεί το πρώτο ζαχαροπλαστείο στο Πολύπετρο. Τα γλυκά τα προμηθεύεται από γνωστούς ζαχαροπλάστες της περιοχής, ενώ τα παγωτά στην αρχή για ένα μικρό διάστημα τα παρασκευάζει ο ίδιος.
«Πρώτα έπαιρνα γλυκά από τη Γουμένισσα (Χρήστο Δελιούση[6]), εκείνος μου τα έδινε πιο ακριβά, και πήγα στο ζαχαροπλαστείο του Παπαναρέτου[7] στα Γιαννιτσά. Τον Παπαναρέτο τον Σωτήρη και τον αδελφό του τον Πασχάλη τους γνώρισα λοιπόν όταν ήμουν στα Γιαννιτσά και τους είπα έτσι και έτσι και είπαν θα σε φέρουμε. Τα έφερνε τα αράδιαζε καλά, τα ετοίμαζε μέσα στο ψυγείο, και τα λεφτά μου λέει, αν έχεις καλώς, δεν έχεις την άλλη φορά που θα ΄ρθούμε. Και έπαιρνα πολλά γλυκά, στο πανηγύρι έπαιρνα χίλια κομμάτια. Τουλούμπες, κανταΐφι, πάστες, μπακλαβά, ρεβανί, φοινίκια, προφιτερόλ και άλλα. Έτρωγαν τα γλυκά στο χωριό. Έπαιρνα τριακόσια κομμάτια, σε μια εβδομάδα μέσα δεν έφταναν. Τα τελείωνα όλα. Μέχρι και οι παππούδες έρχονταν. Δώσε ένα γλυκό να φάω λέγανε. Τα ζήλεψα τα γλυκά που τα βλέπω, δώσε ένα γλυκό να φάω! Ο μπάρμπα Γιώργης ο Ήλκος τέτοιοι άνθρωποι που ήταν ταμαχκιάρηδες, για φαγώσιμο, έρχονταν έπαιρναν. Ο Ήλκος ο μπάρμπα Γιώργης, α… ρε συμπέθερε λέει, δώσε ένα γλυκό να φάμε τώρα! Τι γλυκό θέλεις; Ότι θέλεις δώσε, ένα γλυκό να είναι και ότι να’ ναι! Τον έδινα τον άρεσε. Ήταν ταμακιάρης στα γλυκά, πήγαινε στην Γουμένισσα το Σάββατο μόνο και μόνο για να φάει γλυκό. Κάθε Σάββατο πήγαινε στην Γουμένισσα. Ταμακιάρης ήταν, με τον Παντελή (Πεχλιβάνη) μαζί πηγαίνανε στην Γουμένισσα. Και παγωτά έκανα μόνος, κάτω στο ποτάμι ήταν η βόλτα τότες, επάνω ήταν έφυγε η βόλτα εδώ ήρθε, εδώ τα έφερνα και ερχόμουν λοιπόν και τα πουλούσα. Έτρωγε ο κόσμος έτρωγε. Μου έδειξε ένας από κει που έπαιρνα τα γλυκά. Το παγωτό δεν είναι δύσκολο, μέσα ένα ανοξείδωτο δοχείο βάζεις ζάχαρη, νερό και βανίλια και με ένα ξύλο τα ανακατεύεις τα ανακατεύεις.. δεν το άφηνες να ησυχάσει. Το ανακάτευες πολύ μια ώρα μπορεί και παραπάνω. Επειδή δεν είχαμε ψυγείο, φρέσκο όπως ήταν το πουλούσα στην βόλτα της Κυριακές. Κρατούσε δυο τρεις ώρες όσο χρειαζόταν να το πουλήσω. Με ένα ειδικό κουτάλι το έπαιρνα από το δοχείο και το έβαζα σε χωνάκια μικρά που αγόραζα από τα Γιαννιτσά. Μια δραχμή το χωνάκι το χρέωνα».
Ιδιοκτήτης καφετηρίας
Ο Ευάγγελος ήταν ασταμάτητος! Παρατηρώντας πως εκείνη την εποχή ανοίγουν τα πρώτα μαγαζιά για τους νέους -που τα ονομάζουν καφετηρίες- και με γνώμονα ότι ακόμη και στα χωριά εμφανιζόταν κάποια καφετηρία, δεν άφησε την ευκαιρία να χαθεί. Το 1981, λοιπόν, όταν ο αδελφός του- ο Γιάννης- κατεδάφισε το παλιό του σπίτι για να κτίσει καινούργιο ο Ευάγγελος κατεδαφίζει το προαναφερθέν πλινθόκτιστο ζαχαροπλαστείο του (το οποίο ακουμπούσε στη βόρεια πλευρά του σπιτιού) και το ξανακτίζει με σύγχρονα υλικά και το μετατρέπει σε καφετηρία. Μάλιστα, το εν λόγω κατάστημα υπάρχει μέχρι και σήμερα.
«Καφετηρία δεν είχε στο χωριό για τους νέους. Μόνο καφενεία για τους μεγάλους, και σκέφτηκα πως ήταν ευκαιρία να ανοίξω αυτό το μαγαζί που χρειαζόταν για την νεολαία. Είχα και τον γιο μου που ήταν μεγάλος και θα μπορούσε να βοηθήσει όταν εγώ θα έκανα άλλες δουλειές. Το άνοιξα και έγινε χαμός, ήταν κάτι καινούργιο που οι νέοι αγόρια και κορίτσια το είχαν ανάγκη, βάλαμε και μοντέρνα μουσική και τηλεόραση. Έρχονταν και αγόρια από τα γύρω χωριά και γάμπριζαν με τα κορίτσια μας. Το σταματήσαμε το 1985, όταν ο Χρήστος Πεχλιβάνης το καφενείο που είχε το μετέτρεψε σε καφετερία».
Καπνοπαραγωγός
«Την δεκαετία του 1980 και 1990 είχε πολλή πέραση ο καπνός. Όταν σταματήσαμε τα («Καμπά Κουλάκ») και καλλιεργούσαμε μετά τα («Βιρτζίνια»)[8] ακόμα περισσότερη πέραση είχε. Είχαν καλές τιμές και πέσαμε με τα μούτρα στην δουλειά του καπνού. Αγόρασα και καινούργιο μεγάλο τρακτέρ».
Παραδοσιακός αποστακτήρας οίνου «τσίπουρα» (1994 έως σήμερα)
Ο Ευάγγελος συνεχίζει απτόητος την επαγγελματική του δραστηριότητα, ακόμα και στα εξήντα ένα του χρόνια. Δίπλα στο Πλατανόρεμα έχει μία αποθήκη, όπου στήνει τον αποστακτήρα του. Μάλιστα, αποτελεί τον πρώτο μόνιμο αποστακτήρα που υπήρξε στο χωριό.
«Το 1994 ξεκίνησα με ένα καζάνι που είχα από παλιά, το είχα αγοράσει από τον Μανόλη Παπαγεωργίου από τον Άγιο Πέτρο. Η άδεια ήταν για 160 κιλά. Την επομένη χρονιά το 1995 έκανα και δεύτερο καζάνι. Ήταν χάλκινο αγορασμένο από τον Ευρωπό από τον Νίκο Περιστερίδη, χωρούσε 154 κιλά σταφύλια πατημένα τα λεγόμενα τσίπουρα. Τα καζάνια τα τοποθέτησα στην αποθήκη μου στο ποτάμι με την βοήθεια του μάστορα Βασίλη Γώγο (Μπουρνέλη) και του γαμβρού μου Θανάση Ήλκου. Και τα δυο καζάνια ήταν κατασκευασμένα επί τουρκοκρατίας. Το δεύτερο, την άδεια του την έβγαλα στον γιο μου Χρήστο. Το 1996 τα άλλαξα με νέα σύγχρονα. Τα παλιά τα έλειωσα. Πολύ παλιά τα καζάνια που έκαναν τα τσίπουρα οι παλιοί τα μετέφεραν στο ποτάμι για να έχουν νερό ή στους νερόμυλους. Ένα τέτοιο καζάνι είχε ο Φίλιππος Γώγος για πολλά χρόνια. Νομίζω μέχρι το 1980 το δούλευε. Μετά από μένα έκανε καζάνι και ο Σταφύλης Κωνσταντίνου».
Αυτή ήταν η πολύχρονη και πολύ ενδιαφέρουσα επαγγελματική διαδρομή του Ευάγγελου Χειμωνίδη, ο οποίος με προθυμία ανταποκρίθηκε στο ενδιαφέρον μας να την καταγράψουμε. Σήμερα ζη στο Πολύπετρο και απολαμβάνει τα ενενήντα ένα, γεμάτα εμπειρίες και γνώση, χρόνια της ζωής του.
Σημειώνεται, τέλος, ως άξιο θαυμασμού, το ότι εργαζόταν έως τα ογδόντα του χρόνια με περισσή ενέργεια. που θα ζήλευε και ένας τριαντάχρονος νέος.-
[1] Θεόδωρος Πούλκας. Γνωστός επαγγελματίας πεταλωτής, σιδηρουργός και καροποιός με καταγωγή από τη Γρίβα. Η οικογένεια διέθετε και χάνι. Δραστηριοποιείτο στα Γιαννιτσά στη θέση της πλατείας της εμποροπανήγυρης στο σημείο που σήμερα βρίσκεται το κατάστημα Μασούτης, απέναντι από το ανοικτό θέατρο Γιαννιτσών.
[2] «Τα σιδηρουργεία του Πολυπέτρου», του Πολυκράτη Παντσίδη» (Ηλεκτρονική εφημερίδα «Μαχητής του Κιλκίς» 21-8-2018)
[3] Η τανάλια. Μεταλλικό εργαλείο εξαγωγής καρφιών. https://el.wikipedia.org/wiki
[4] Το κατράμι, ή αλλιώς πίσσα πεύκων, χρησιμοποιείται ευρέως στην κτηνιατρική. Πρόκειται για ένα παραδοσιακό προϊόν – φάρμακο κατά των μυκήτων και βακτηρίων, τέλειο για αντισηψία. Επίσης πολύ κατάλληλο για την υγιεινή και φροντίδα των οπλών στα άλογα και στα βοοειδή. Χρησιμοποιείται έναντι του καννιβαλισμού των πτηνών. Σε κατοικίες και στην ναυπηγική χρησιμοποιείται για υγρομόνωση και στεγανότητα. Τα παλιότερα χρόνια, οι άνθρωποι το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο για τη μυκητίαση, το έκζεμα και την ψωρίαση. Μελέτες έχουν αποδείξει τη χρησιμότητά του. https://el.wikipedia.org/wiki
[5] Το unimog είναι γεωργικό μηχάνημα, ένας τύπος τρακτέρ με ενσωματωμένη καρότσα.
[6] Ζαχαροπλαστείο Χρήστου Δελιούση: Ιστορικό ζαχαροπλαστείο το πρώτο στη Γουμένισσα, επί της οδού Ίωνος Δραγούμη. Το άνοιξε το 1935, ο Χρήστος Δελιούσης του Νικολάου. Λειτουργούσε από την αρχή ως Κέντρο διασκέδασης, ουζερί και ζαχαροπλαστείο μαζί. Διέκοψε την λειτουργία του την περίοδο της γερμανικής Κατοχής 1940-1944. Επαναλειτούργησε το 1945. Από το 1955 και μετά λειτουργούσε μόνο ως ζαχαροπλαστείο. Μετά τον θάνατο, του ιδιοκτήτη Χρήστο Δελιούση το 1989, το ζαχαροπλαστείο το δούλευαν τα παιδιά του ο Φάνης και ο Τέλης. Αρχικώς το ζαχαροπλαστείο στεγαζόταν στο παλιό φαρμακείο της Σοφίας Σαμαρά, και στη συνέχεια έως που έκλεισε το 1993, μεταφέρθηκε στο μαγαζί που σήμερα είναι η αίθουσα τελετών του Κώστα Πετσανούκη. Τα παιδιά του Χρήστου Δελιούση, παράλληλα δραστηριοποιήθηκαν με ζαχαροπλαστεία που άνοιξαν στην παραλία Κατερίνης, στην Καλλικράτεια Χαλκιδικής, και στη Θεσσαλονίκη. Τις πληροφορίες για το ζαχαροπλαστείο Δελιούση μας έδωσε ο μοναδικός εν ζωή της οικογένειας Χρήστου Δελιούση, ο γιός του Τέλης Δελιούσης.
[7] Ζαχαροπλαστείο «Αφοί Παπαναρέτου»: Ιστορικό ζαχαροπλαστείο των Γιαννιτσών στην οδό Χατζηδημητρίου από την δεκαετία του 1940 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι ιδιοκτήτες τα αδέλφια Σωτήρης και Πασχάλης Παπανάρετου, και ιδιοκτήτες της γνωστής παγωτοβιομηχανίας ΑΤΕΝ.
[8] Ποικιλίες καπνού στην Ελλάδα: «Καμπά-Κουλάκ» και «Βιρτζίνια».