Νευρογενής ανορεξία και νευρογενής βουλιμία
Όπως συμβαίνει με όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές, έτσι και στο θέμα της διατροφής υπάρχουν τεράστιες διαφορές από άτομο σε άτομο. Κάποιοι είναι συνηθισμένοι να καταναλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες τροφής, ενώ κάποιοι άλλοι μικρότερες. Επί πλέον, ωρισμένοι άνθρωποι έχουν την τάση να προσθέτουν ή να χάνουν κιλά ευκολότερα από άλλους. Υπάρχουν όμως και άτομα που εκδηλώνουν ακραίες διατροφικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να δημιουργούν προβλήματα στον εαυτό τους και να χρήζουν ψυχολογικής υποστήριξης και ιατρικής παρέμβασης.
Η νευρογενής ανορεξία και η νευρογενής βουλιμία είναι δύο από τις πιο γνωστές αλλά και από τις πιο επικίνδυνες διαταραχές διατροφής. Οι διαταραχές αυτές, αν και διαφέρουν μεταξύ τους, είναι πολύ πιθανό να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο. Συνήθως, μετά από μια μακρά χρονική περίοδο ανορεξίας ακολουθεί η εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων βουλιμίας. Γενικά, οι διαταραχές αυτές θεωρούνται συνήθως γυναικείες(η αναλογία τους σε σχέση με τους άντρες αγγίζει το 10/1) και πρωτοπαρουσιάζονται στα χρόνια της εφηβείας.
Η κυριολεκτική ερμηνεία του όρου «ανορεξία» είναι η μερική ή ολική απουσία όρεξης. Όταν αναφερόμαστε όμως στην ανορεξία ως διαταραχή, μιλάμε για άτομα που έχουν φυσιολογικά επίπεδα όρεξης αλλά που ελέγχουν έντονα την πρόσληψη τροφής. Η ανορεξία εμφανίζεται κυρίως σε κοπέλλες γύρω στην ηλικία των 15 ετών και σε αναλογία 1/150. Το ένα τρίτο περίπου των ατόμων που πάσχουν από νευρική ανορεξία είχαν στο παρελθόν διαγνωστεί ως υπέρβαρα. Συγκεκριμένα, η ανορεξία έρχεται ως αποτέλεσμα μιας δίαιτας στην οποία υποβάλλονται συχνά πολλές νεαρές κοπέλες. Η δίαιτα όμως της ανορεξίας διαφέρει από την φυσιολογική, καθώς όταν το άτομο φτάσει στο επιθυμητό βάρος αντί να σταματήσει την δίαιτα συνεχίζει, με αποτέλεσμα το βάρος του να μειώνεται πολύ πιο κάτω από τα κανονικά όρια. Χαρακτηριστικό των ατόμων αυτών είναι ότι προσλαμβάνουν μικρό αριθμό θερμίδων, κυρίως από λαχανικά και φρούτα, ότι ασκούνται υπερβολικώς, ενώ ταυτοχρόνως είναι πιθανό να κάνουν χρήση χαπιών αδυνατίσματος.
Η διαταραχή της βουλιμίας εμφανίζεται κυρίως σε λίγο μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες(περίπου 20 ετών) οι οποίες συνήθως υπήρξαν υπέρβαρες κατά την παιδική ηλικία τους. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα άτομα που πάσχουν από ανορεξία, έτσι και τα άτομα με βουλιμία «φοβούνται» υπερβολικώς μήπως αποκτήσουν κάποια παραπανίσια κιλά. Αυτό όμως που κυρίως διαφοροποιεί τους βουλιμικούς ασθενείς είναι το γεγονός ότι διατηρούν το βάρος του σώματός τους σε φυσιολογικά επίπεδα. Αυτό συμβαίνει επειδή καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες φαγητού αλλά κάνουν συχνή χρήση καθαρτικών και προκαλούν εκουσίως εμετό. Και στις δύο αυτές ακραίες συμπεριφορές της διατροφής χαρακτηριστικό είναι ότι έχουμε διαταραχές της εμμήνου ρύσεως. Συγκεκριμένα, στην νευρογενή ανορεξία είναι πολύ πιθανό να υπάρξει διακοπή της εμμήνου ρύσεως.
Μερικές από τα πιο επιζήμιες συνέπειες αυτών των διαταραχών είναι η ασιτία(εύθραυστα οστά, τάση για κατάγματα, μυϊκή αδυναμία), η κατάθλιψη, οι διαταραχές ύπνου, οι βλάβες των νεφρών και των εντερικών μυών και οι καρδιακές αρρυθμίες. Σημειώνεται, επίσης, ότι δεν είναι λίγα τα άτομα που έπασχαν από σοβαρές διαταραχές διατροφής και που κατέληξαν στο θάνατο είτε από ασιτία είτε από άλλες επιπλοκές της παθολογικής συμπεριφοράς τους.
Είναι γεγονός ότι διαταραχές διατροφής εμφανίζονται κυρίως σε κοινωνίες που το αδύνατο σώμα αποτελεί πρότυπο αλλά και σε περιβάλλοντα που το λεπτό σώμα είναι μια βασική επιδίωξη(π.χ. σχολές μπαλέτου). Ωρισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι πολλά άτομα με βουλιμία παρουσιάζουν καταθλιπτικά συμπτώματα και ίσως η στροφή στο φαγητό να αποτελεί έναν τρόπο αντιμετώπισης των αρνητικών συναισθημάτων.
Το σημαντικότερο βήμα στην θεραπεία κάποιας διαταραχής είναι ασφαλώς η αναγνώριση της. Είναι, λοιπόν, πολύ πιό εύκολο να θεραπευτεί ένα πρόβλημα ανορεξίας ή βουλιμίας αν γίνει αντιληπτό γρήγορα και αν η ιατρική παρέμβαση πραγματοποιηθεί έγκαιρα. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο πιθανό είναι να απειληθεί ακόμα και η ζωή του ατόμου. Εφ’ όσον το πρόβλημα γίνει αντιληπτό, θεωρείται απαραίτητη η παραπομπή του ατόμου σε κάποιον ψυχίατρο ή ψυχολόγο. Το άτομο θα συζητήσει με τον ειδικό για τα συναισθήματά του και για τις διάφορες πλευρές της ζωής του, ενώ αν η απώλεια βάρους είναι μεγάλη θα πραγματοποιηθούν παράλληλα κάποιες απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις.