Αρθρογραφία

Ο Μέγας Βασίλειος «προς τους νέους»

«Η έμφυτος φιλομάθεια του Ελληνικού Έθνους, εν μέσω τοσούτων διωγμών και θλίψεων επιζήσασα, μετεχειρίσθη την επί παιδεία φήμην του ελληνικωτάτου Αγίου, ως προτροπήν προς τους νέους, προς την σπουδήν και μάθησιν, ούτω δε και μετά πολλούς αιώνας, ο μέγας της Καισαρείας φωστήρ παρίσταται οιονεί συγγράφων δευτέραν προς τους νέους παραίνεσιν». (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Άπαντα», τόμ. 5, σελ. 330, εκδ. Γιοβάνης).
Από τα πιο περίφημα συγγράμματα του ουρανοφάντορος του Χριστού, του Μεγάλου Βασιλείου, είναι η πραγματεία με τίτλο «Προς τους νέους όπως αν εκ των Ελληνικών ωφειλοίντο λόγων». Πως πρέπει, δηλαδή, να μελετούν οι νέοι τα αρχαία ελληνικά γράμματα, ώστε η ανάγνωση τους να αποβαίνει προς ωφέλειά τους. Αναγκάσθηκε να συγγράψει το προαναφερόμενο έργο, γιατί ο Ιουλιανός ο Παραβάτης είχε απαγορεύσει στους Χριστιανούς την σπουδή της κλασσικής γλώσσας και γραμματείας και τους παρέπεμψε στους «αμαθείς» και «ταπεινούς» συγγραφείς της Καινής Διαθήκης. Ο Μέγας Βασίλειος, για να προλάβει το κακό, παροτρύνει τους Χριστιανούς νέους να μελετούν τους αρχαίους, αλλά με διάκριση. Γράφει χαρακτηρστικά «καθάπερ της ροδωνιάς το άνθος δρεψάμενοι τας των τοιούτων λόγων, όσον χρήσιμον καρπωσάμενοι, το βλαβερόν φυλαξώμεθα». Δηλαδή, όπως, όταν κόβουμε το τριαντάφυλλο, αποφεύγουμε τα αγκάθια του θάμνου ομοίως και από τα συγγράμματα αυτά (των αρχαίων Ελλήνων), θα προσλάβουμε ό,τι είναι ωφέλιμο, αλλά θα προφυλαχθούμε από τα βλαβερά. Εκπληκτικά επίκαιρο το έργο αυτού του Αγίου σήμερα, που η «αδιάκριτη» ανάγνωση αρχαίων κειμένων οδηγεί αρκετούς σε εθνικιστικό παροξυσμό και νεοπαγανισμό. Γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης, στο προλογικό κείμενο, μιλά για δεύτερη παραίνεση του Αγίου προς τους νέους.
Είναι απορίας άξιον πως απορρίπτουν κάποιοι νεοπαγανιστές το μεγαλείο της Ρωμανίας. Μία χιλιόχρονη ένδοξη ιστορία, μία αυτοκρατορία ελληνική, με παγκόσμια ακτινοβολία, διαγράφεται, γιατί κάποιοι απαίδευτοι και ημιμαθείς, «βλέπουν» πίσω από τον Χριστιανισμό «εβραϊκό δάκτυλο», που αποσκοπούσε στην καταστροφή του ελληνισμού. Ξένοι συγγραφείς, όπως ο περίφημος Τοϋμπη είχαν διαβλέψει με σαφήνεια πως η ίδρυση του νεοελληνικού κρατιδίου, συνιστούσε μέγα ιστορικό λάθος. «Οι Έλληνες κέρδισαν ένα κράτος, και έχασαν την Αυτοκρατορία» θα πει. Αν δεν διαιρούσαν τους «αγαθούς» Έλληνες, οι Φράγκοι με τις ραδιουργίες τους ή δεν έστρεφαν, «οι σπουδαγμένοι εις την εσπερίαν» ημέτεροι, τους Ρωμιούς, στο αρχαιοελληνικό «κλέος», η ιστορία θα ήταν σήμερα διαφορετική. Ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του διηγείται. «Εις τον πρώτον χρόνον της επαναστάσεως είχαμε μεγάλην ομόνοιαν, και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι ο ένας επήγαινεν εις τον πόλεμον, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαροντόβουλο εις το στρατόπεδον και, αν αυτή η ομόνοια εβαστούσεν ακόμη δύο χρόνους, ήθελαμεν κυριεύσει και την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν, και ίσως εφθάναμεν και έως την Κωνσταντινούπολιν». (Άπαντα Κολοκοτρώνη», εκδ. ΙΔΕΒ, σελ. 118). Ο Γέρος του Μοριά, που δεν νονούσε από την, αβάσταχτης ελαφρότητας, αρχαιολατρία, ομιλεί με άνεση για απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης. Στη συνείδηση των υποδούλων η Πόλη ήταν η πρωτεύουσα. Γνήσιοι Έλληνες, αληθείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ήταν άνθρωποι σαν τον Μ.Βασίλειο, τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαδιαμάντη, οι οποίοι νιώθουν και είναι συνεχιστές, απόγονοι και των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμιών, των Ελλήνων της Μεσαιωνικής Αυτοκρατορίας μας. Ο Μέγας Βασίλειος δεν διστάζει στο έργο του «προς τους νέους…», να αναφερθεί στον Μέγα Αλέξανδρο, τον αισθάνεται πρόγονό του. Γράφει: «Δεν θα λησμονήσω και την πράξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που αφού έπιασε αιχμάλωτες τις πανέμορφες, όπως λέγεται, κόρες του Δαρείου, δεν καταδέχτηκε ούτε να τις κοιτάξει, θαρρώντας ντροπή για τον νικητή ανδρών, να νικηθεί από γυναίκες». Και προχωρώντας δεν διστάζει να μιλήσει για προτύπωση της στάσης του Αλέξανδρου με τον λόγο του Ευαγγελίου: «Αυτό συμπίπτει με το Ευαγγελικό: όποιος ρίξει βλέμμα επιθυμίας σε γυναίκα, έστω κι αν δεν κάνει μοιχεία στην πράξη, με το να δεχθεί όμως την μοιχεία στην ψυχή του, είναι ένοχος».
Ηχούν παράξενα, αταίριαστα, στον σημερινό περιδινούμενο από την ματαιοσχολία κόσμο, τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου, του φαεινού φωστήρα της Ορθοδοξίας: «Εμείς οι Χριστιανοί θεωρούμε εντελώς ασήμαντο πράγμα την εδώ κάτω ανθρώπινη ζωή. Δεν λογαριάζουμε και δεν λέμε καλό ό,τι μας εξυπηρετεί σ’ αυτή μονάχα τη ζωή. Την ένδοξη καταγωγή, την ευρωστία του κορμιού, τη σωματική καλλονή, το ωραίο παράστημα, τις τιμές που δίνουν οι άνθρωποι… δεν τα θεωρούμε μεγάλα και ζηλευτά πράγματα… Οι δικές μας ελπίδες πάνε πολύ μακρύτερα. Οι πράξεις είναι μία προετοιμασία γιά κάποιαν άλλη ζωή». Την εν Χριστώ ζωή.
Και μιά και σήμερα κυριαρχεί η ανθρωποφαγία, ο καννιβαλισμός και, δυστυχώς, από «εν Χριστώ αδελφούς», γνωστούς ιεροεξεταστές να παραθέσω τα χρυσά λόγια του αγίου για το ποιά είναι τα χαρακτηριστικά του πραγματικού Χριστιανού:
«Τι ίδιον Χριστιανού; Το αγαπάν αλλήλους καθώς και ο Χριστός αγάπησεν ημάς… Το προοράσθαι τον Κύριον ενώπιον αυτού διαπαντός… Το εφ’ εκάστης ημέρας και ώρας γρηγοράν και εν τη τελειότητι της προς Θεόν ευαρεστήσεως έτοιμον είναι, ειδότα ότι η ώρα ου δοκεί ο Κύριος έρχεται». («Ηθικοί όροι ΙΙ», κεφ. Κβ’, ΒΕΠ 55, 131).
Μετάφραση: «Ποιά είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Χριστιανού; Το να αγαπούμε ο ένας τον άλλον, όπως μας αγάπησε ο Χριστός… Το να βλέπουμε διαρκώς μπροστά μας τον Κύριο… Το να επαγρυπνούμε κάθε ημέρα και ώρα και να είμαστε έτοιμοι να τελειοποιηθούμε, για να ευαρεστήσουμε Θεό, αφού γνωρίζουμε ότι ο Κύριος έρχεται σε ώρα που δεν γνωρίζουμε».

Περισσότερα
Δείτε ακόμα