Πολιτική

Τα έθνη δεν έχουν μέλλον όταν ξεχνούν το παρελθόν

Γράφει ο Βαγγέλης Μαυρογόνατος

Γράφει ο Βαγγέλης Μαυρογόνατος

Αγαπητοί αναγνώστες, συμπολίτες του Κιλκίς. Mετά την εξαπάτηση του ελληνικού λαού από την σημερινή κυβέρνηση, με το σύνθημα «σκίζουμε τα μνημόνια» και με την καλλιεργηθείσα ψευδαίσθηση ελπίδος για ένα καλύτερο αύριο, για απονομή δικαιοσύνης , καλύτερης φορολογικής αντιμετώπισης του δοκιμαζόμενου λαού, κατάργησης του Ε.Ν.Φ.Ι.Α κ.π.ά ταξίματα, η μια απογοήτευση διαδέχεται την άλλη.

Τα θρησκευτικά για τα Ελληνόπουλα μπήκαν στο στόχαστρο, προκειμένου να απαλειφθεί, μετά από τις ταυτότητες , από την γνώση και την συνείδηση τους , η Ορθοδοξία.

Δεν σταματάνε όμως εδώ. Ο ίδιος υπουργός παιδείας και, κατά συνέπειαν, όλη η κυβέρνηση δια του στόματός του, αμφισβητεί ένα τραγικό ιστορικό γεγονός, το οποίο δεν είναι μύθος αλλά μια σκληρή πραγματικότητα, μια θηριωδία η οποία προσβάλλει το ανθρώπινο γένος, αυτό της γενοκτονίας του ποντιακού Ελληνισμού και του μικρασιατικού γενικότερα.

Αυτές της ημέρες γράφηκαν και ακούστηκαν πάρα πολλά για το θέμα αυτό, με ποικίλες αντιδράσεις Πραγματοποιήθηκαν ανά το Πανελλήνιο συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια από τις ποντιακές οργανώσεις και όχι μόνο.

Δυστυχώς όμως το σύστημα του αφελληνισμού της Πατρίδος μας και της παραχάραξης της Ιστορίας μας, έχει μεγάλα πλοκάμια, περίσσια υπομονή και θα αφήσει να “ξεφουσκώσει” το παραλήρημα αυτό (η μέθοδος αυτή είναι δοκιμασμένη), οπότε θα περάσουν τα μέτρα που θέλουν για την παιδεία, αφού είναι ο επόμενος στόχος τους, μετά από την οικονομική εξαθλίωση.

Δεν είναι, βεβαίως, καθόλου τυχαία η δήλωση αυτή του κ. υπουργού παιδείας, την συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κατά την οποία συζητείται μεταξύ της κυβερνήσεως των θεσμών, η εφαρμογή επί πλέον δυσβάστακτων οικονομικών μέτρων, σκοπόν έχουσα τον αποπροσανατολισμό μας από αυτές τις διαδικασίες, οι οποίες περνάνε σχεδόν απαρατήρητες αυτές τις ημέρες.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι ο κ. πρωθυπουργός σιωπά και δεν έχει παύσει από τα καθήκοντα του τον κ. υπουργό παιδείας. Άρα συμφωνεί αυτός και τα υπόλοιπα μέλη της “κυβερνήσεως του λαού” με αυτήν τις θέσεις του.

Δυστυχώς δεν είναι μόνον ο υπουργός παιδείας, που αμφισβητεί την γενοκτονία των Ποντίων, αλλά και άλλοι “συμπατριώτες” μας οι οποίοι θεωρούν την τουρκική βαρβαρότητα και τις γενοκτονίες εις βάρος του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου, ως υπερβολή και την αποδίδουν σε υποκειμενικές διογκώσεις των γεγονότων ή σε εθνικιστική σκοπιμότητα. Ωρισμένοι μάλιστα εξ αυτών έχουν αναλάβει υπό την κρατική ευλογία, την εκ νέου συγγραφή της Ιστορίας, στην οποία κυριαρχεί η οθωμανική ανοχή, η μεγαλοψυχία καθώς και η ευημερία των υπηκόων της αυτοκρατορίας.

Οι όροι της συνθήκης της Λωζάννης, η οποία οριστικοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1923, διέπουν την σχέση μας με την Τουρκία έως και σήμερα. Τα σύνορα της Ελλάδος ορίσθηκαν στον Έβρο και αποφασίσθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών με εξαίρεση τους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και Τενέδου καθώς και των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης.

Η Τουρκία ανακτούσε την Α. Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο και παραιτείτο από κάθε αξίωση στην Κύπρο, υπέρ της Αγγλίας ενώ η Ιταλία κατοχύρωνε την κυριαρχία της στα Δωδεκάνησα. Περίπου 1.200.000 Έλληνες της Μ. Ασίας και της Α. Θράκης, συνέρρευσαν στον ελλαδικό χώρο, λίγο μετά την καταστροφή και περίπου 250.000, ακολούθησαν έως το 1924.

Να σας θυμίσω ότι, η εκστρατεία στην Μ. Ασία, όπως αυτή εξελίχθηκε, κόστισε στον ελληνικό στρατό περισσότερους από 25.000 νεκρούς, 50.000 τραυματίες και 18.000 αγνοουμένους, πέραν από τους αιχμαλώτους, καθώς και τον θάνατο χιλιάδων αμάχων, ενώ κατά την διάρκεια του Α΄Π.Π., εξοντώθηκαν περισσότεροι από 350.000 Έλληνες της Μ. Ασίας.

Σε ό,τι αφορά στους αδερφούς μας Ποντίους, είχαν οργανώσει ένοπλες ομάδες από τις αρχές του 20ου αιώνος, όμως η συστηματική ένοπλη αντίστασή τους αρχίζει από το 1914 (διήρκεσε από το 1914 έως το 1924) , όταν πολλοί φυγόστρατοι και λιποτάκτες Πόντιοι του τουρκικού στρατού, κατέφυγαν στα βουνά προκειμένου να αποφύγουν τα τάγματα εργασίας, που είχαν συσταθεί με σκοπό την σωματική και ψυχική τους εξόντωση, μετά τις τουρκικές αποτυχίες στους Βαλκανικούς Πολέμους. Η συγκρότηση πολυμελών ανταρτικών ομάδων, σε μεγάλους αριθμούς λαμβάνει χώρα από το 1916, ως εσχάτη λύση απελπισίας, αφού την περίοδο αυτή ευρίσκετο σε πλήρη εξέλιξη η συστηματική εξόντωση πλέον των 350.000 Ελλήνων του Πόντου.

Όμως, μέσα στα στενά περιθώρια ενός άρθρου, δεν δύναται κανείς να απαριθμήσει τον μεγάλο κατάλογο των οπλαρχηγών, που έγιναν φόβος και τρόμος των Τούρκων, με τις σκληρές μάχες, τις παράτολμες καταδρομικές επιχειρήσεις, τις μεγάλες απώλειες του εχθρού και τις πράξεις αυτοθυσίας τους. Το νεοοθωμανικό σύνθημα «η Τουρκία για τους Τούρκους» δικαιολογούσε την καταστρεπτική τουρκική μανία, τους μαζικούς φόνους, τις εξορίες και βιασμούς γυναικοπαίδων, τα καμμένα χωριά και τα άταφα πτώματα. Ο πόλεμος λόγω της αγριότητός του έγινε ολοκληρωτικός και εξαπλώνετο σε ολόκληρο τον Πόντο, από την Αμισό και Πάφρα στα δυτικά μέχρι την Σάντα στα ανατολικά, που αναδείχθηκε σε νέο Σούλι.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι από το 1919 έως και την καταστροφή της Σμύρνης, ιδρύθηκε και λειτούργησε η «Συμπολιτεία του Πόντου», στην δύσβατη οροσειρά του Τοπ Τσαμ, στα δυτικά, με περισσότερους από 4000 μαχητές και χιλιάδες αμάχους. Ενδεικτικώς, την Άνοιξη του 1921, περί τις 15.000 συνολικά πεινασμένοι άνδρες με υψηλό φρόνημα, στελέχωναν τα ένοπλα ποντιακά σώματα ενώ στα πυροβόλα και πολυβόλα του τουρκικού στρατού αντέτασσαν με επιτυχία απλά ντουφέκια με λιγοστά πολεμοφόδια.

Αξίζει τέλος να επισημανθεί ότι το καλοκαίρι του 1921, οι Πόντιοι μαχητές ήλθαν σε επαφή με τον αρχιστράτηγο Παπούλα και του εζήτησαν εφοδιασμό με πολεμικό υλικό και ολιγοήμερη ενίσχυση με ένα σύνταγμα πεζικού και με μικρή δύναμη ιππικού, προκειμένου να κτυπήσουν τον κεμαλικό στρατό στα νώτα του. Η ολιγωρία του αρχιστρατήγου να ανταποκριθεί αμέσως, ενδεχομένως να στέρησε την πορεία των επιχειρήσεων από μία αναπάντεχη ευνοϊκή ανατροπή. Το ηθικό των Ποντίων διετήρησε ακμαίο κατά το 1921 και η συστηματική δράση μονάδων του στόλου μας, ο οποίος βομβάρδιζε αποθήκες και εγκαταστάσεις του κεμαλικού στρατού, στα παράλια του Πόντου.

Μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού και την καταστροφή της Σμύρνης (και όχι του… «συνωστισμού»!), η αντίσταση στον Πόντο συνεχίσθηκε με την δύναμη της απόγνωσης. Η αντίστροφη μέτρηση όμως είχε αρχίσει. Όσοι από τον ελληνικό πληθυσμό είχαν επιζήσει της γενοκτονίας, συμπεριελήφθησαν στην ελληνοτουρκική συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών. Ο εκπατρισμός των Ποντίων άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1922 και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1924, ενώ ο κύριος όγκος τους εγκαταστάθηκε στην απελευθερωμένη πλέον Μακεδονία.

Έναντι των αντιλήψεων αυτών και πέραν των ατελείωτων καταγεγραμμένων βιωμάτων και επαναστάσεων του λαού μας, είναι εύκολο να αντιπαρατεθούν οι διαχρονικές περί του αντιθέτου απόψεις για τους Τούρκους, και δυστυχώς προσφάτως και αυτές του υπουργού παιδείας της Πατρίδος μας, τεραστίου αριθμού επιφανών Δυτικών εκπροσώπων της επιστήμης, του πνεύματος και της πολιτικής.

Ειδικότερα για την Μ. Ασία, μεταξύ των πολλών μαρτυριών ξένων αυτοπτών μαρτύρων, το βιβλίο «η Μάστιγα της Ασίας» του τότε Αμερικανού Προξένου στην Σμύρνη Τζώρτζ Χόρτονείναι αρκετό για την ρεαλιστική αποτύπωση της ανεξίτηλης τουρκικής μαζικής ωμότητας και βαρβαρότητας, η οποία μάλιστα δεν υπήρξε αποσπασματική και μεμονωμένη αλλά αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού.

Ο διαθέσιμος χώρος δεν επιτρέπει την κοινοποίηση αποσπασμάτων από το βιβλίο αυτό, το οποίο κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία μας. Αρκεί μόνο η κραυγή του συγγραφέως που δηλώνει με απόγνωση ότι ντρέπεται που γεννήθηκε άνθρωπος, μετά από αυτά που είδε και έζησε. Ήθελα να ήξερα δεν το έχουν διαβάσει οι σημερινοί αμφισβητίες;

Μία γενοκτονία, μία ημερομηνία μνήμης
Αγαπητοί αναγνώστες:
Η Δημοκρατία των Ελλήνων, παραμένει το βέλτιστο πολιτικό σύστημα, υπό την προϋπόθεση ότι, σχηματίζεται και μορφοποιείται από ώριμους πολίτες που γνωρίζουν πώς να την προστατεύουν.
Η παιδεία μας, πέραν από την παροχή γνώσεων, θα πρέπει να διαμορφώνει ελεύθερους και ενσυνείδητους πολίτες.

Το ελληνικό κράτος οφείλει να διατηρεί άσβεστη και ρεαλιστική την εθνική ιστορική μνήμη στους πολίτες του για λόγους εθνικής επιβιώσεως και να μην την αλλοιώνει χάριν συγκυριακών στρατηγικών επιλογών κατευνασμού, ή κομματικών ιδεολογιών, όταν μάλιστα αυτές έχουν ήδη αποδειχθεί ατελέσφορες και επιζήμιες για το Έθνος μας.

Επίσης η καθιέρωση διαφορετικών ημερομηνιών μνήμης γενοκτονιών για διάφορα τμήματα του ελληνισμού (π.χ. Θράκης, Μ. Ασίας, Ποντίων κ.λ.π.) και μάλιστα από κοινό σφαγέα, μειώνει την βαρύτητα του εθνικού αιτήματος της διεθνούς αναγνωρίσεως αυτής. Η αναγνώριση της γενοκτονίας του Ελληνισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα πρέπει να είναι ενιαία και η ημερομηνία μνήμης αυτής, μία και μοναδική.
Το 1922 αποτελεί την τραγική κατάληξη μίας ελληνικής Ιστορίας χιλιετιών στην Μ. Ασία και την Μ. Θάλασσα.

Μόνοι μάρτυρες της ένδοξης Ιστορίας του Ελληνισμού της Ανατολής, απομένουν πλέον μερικές χιλιάδες Μουσουλμάνων που διατηρούν τα ελληνικά και χριστιανικά τους ήθη και έθιμα, όταν δεν τους βλέπει κανείς, καθώς και τα αναρίθμητα πολιτιστικά μνημεία, που αποτελούν «πηγή» τουριστικού εισοδήματος για τους νέους κατόχους, αφού οι ίδιοι αδυνατούν να δημιουργήσουν τα δικά τους.
Απέναντί μας ευρίσκεται ο ίδιος λαός ο οποίος ουδέποτε απέβαλε τα χαρακτηριστικά για τα οποία τον κατηγορεί ολόκληρη η ανθρωπότητα.

Η σημερινή Τουρκία υπό την νεοοθωμανική εκδοχή της αποτελεί αναμφισβήτητη εθνική απειλή η οποία δεν αποκρύπτει τις επεκτατικές τάσεις της στο Αιγαίο, την Θράκη, την Κύπρο και την Α. Μεσόγειο.
Κλείνοντας θέλω να στείλω ένα μήνυμα, με σεβασμό και φόρο τιμής στις χιλιάδες θυμάτων της Μ. Ασίας και του Πόντου, σε όλους τους απογόνους των ξεριζωμένων προσφύγων να μην ξεχάσουν ποτέ τι συνέβη εκεί, διότι η άγνοια και η απώλεια της εθνικής μνήμης εξαναγκάζει τα έθνη να ξαναζούν το κακό παρελθόν τους.
Στους δε αμφισβητούντες τις γενοκτονίες αυτές, θα τους αφιερώσω το “ταξίδι” των χιλιάδων προσφύγων, όπως αυτό που περιγράφει ο Ηλίας Βενέζης:

«Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γύρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.

Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις ημέρες της ζωής της. Κάτι την εμποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία. Σαν ένας βώλος να είναι κάτω από το πουκάμισο του γέροντα.

-Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω από το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.

-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς , σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα.
Λίγο χώμα είναι.

Λίγο χώμα από τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.

Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντήλι που είναι φυλαγμένο το χώμα.
Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς ,σαν το χαϊδεύουν.
Τα μάτια τους δακρυσμένα ,στέκουν εκεί.
-Δεν είναι τίποτα, λέω. Λίγο χώμα. Γη του τόπου μου».

Περισσότερα
Δείτε ακόμα