Όλα όπως το «μαύρο» ’41: Ίδιοι κατακτητές, ίδιοι δωσίλογοι!
Ως δάσκαλος δημοτικού, εδώ και 25 χρόνια, που είμαι μάχιμος και όχι κηφήνας συνδικαλιστής (αναφέρομαι σ’ αυτούς τους χασομέρηδες που το ένα τους μάτι είναι στραμμένο στην πολύφερνη εξουσία), θα παραπέμψω κατ’ αρχάς σ’ έναν μύθο του Αισώπου, τους οποίους μύθους φρόντισε το υπουργείο πρώην Εθνικής Παιδείας να εξοβελίσει από τα «περιοδικά ποικίλης ύλης», όπως απροκάλυπτα ονομάζω τα ευφημιστικώς λεγόμενα βιβλία Γλώσσας, και να τους αντικαταστήσει με συνταγές μαγειρικής (κάπου 30). Οι μύθοι, τα παραμύθια αρέσουν πολύ στα παιδιά. Διδάσκουν καθ’ ότι «μύθος εστί λόγος ψευδής εικονίζων την αλήθειαν».
Διαβάζω: «Θήρας εθήρευον λέων και όναγρος, ο μεν λέων διά της δυνάμεως ο δε όναγρος δια της ταχύτητος. Εισί δε ζώα τινά εθήρωσαν, ο λέων μερίζει και τίθησι τρεις μοίρας (=μερίδια) και την μεν μιαν λήψομαι ως πρώτος βασιλέα με ονομάζουσι την δε δευτέραν ως εξ ίσου κοινωνός (=ως συνέταιρος με τα ίδια δικαιώματα). Η δε τρίτη μοίρα κακόν μέγα σοι ποιήσει, αν μη φύγης». Ο Αίσωπος, μετά τον μύθο, παρέθετε το επιμύθιον την κοινωνική διάσταση του μύθου. Αποτολμώ μία δική μου. Λέω είναι η άπληστη Γερμανία. Όναγρος η καθημαγμένη πατρίδα μας, η οποία ξεθεώνεται στο κυνήγι των στόχων του «Μνημονίου», το εξαίσιο θήραμα θα λέγαμε και στο φινάλε όλα τα κερδίζει ο αδήφαφος λέων.
Πανηγύριζαν πριν από λίγες ημέρες οι «μνημονιακοί» λακέδες και οι σφογγοκωλάριοι των καναλιών που τους δορυφορούν γιά το πρωτογενές πλεόνασμα. Ορθώς ονομάστηκε αιμοσταγές.
Αν το υποβάλουμε σε χημική ανάλυση για να χρησιμοποιήσω μία μεταφορική εικόνα, το πλεόνασμα αυτό αποτελείται:
Κατά 30% από αίμα Ελλήνων, ανθρώπων που δεν άντεξαν την αναξιοπρέπεια της οικονομικής εξαθλίωσης.
Άλλο ένα 30% είναι τα δάκρυα και οι θρήνοι των ανέργων των γερόντων γονέων μας που βλέπουν τα παιδιά τους ή να μεταναστεύουν ή να λειώνουν από την οικονομική φρίκη. Το υπόλοιπο από πείνα παιδιών. Καθημερινώς στα σχολεία μας 30-40 παιδιά περιμένουν στην ουρά για να λάβουν το σχολικό κολατσιό που προσφέρει η φιλανθρωπία πολιτών.
Αθώες παιδικές ψυχές που η Άνοιξη της ζωής τους δεν είναι χαρά και παιχνίδι, αλλά βιώνουν το αίσθημα της ζητιανιάς. Τσακίζουμε τις καρδιές τους, όπως τσάκιζαν σε μία προηγούμενη Κατοχή, οι ίδιοι κατακτητές, χέρια παιδιών.
Στις αρχές της Κατοχής, μου λέει, και στην πλατεία του Κλαυθμώνος, που την είχανε σε χώρο στάθμευσης μεταβάλει οι Γερμανοί, ένας Γερμανός σωφέρ, έτρωγε απ’ την καραβάνα του το φαϊ του, καθισμένος στο σκαλοπάτι του αυτοκινήτου του. Έτρωγε μ’ αχορταγιά, ενώ γύρω του, οι άλλοι πείναγαν. Τότε ένα παιδάκι, ίσια με εφτά-οχτώ χρονών, άπλωσε το χεράκι του, με την ιδέα ότι κάτι θα του έδινε για να ρίξη στο πεινασμένο στομάχι του, ο Γερμανός στρατιώτης. Αντίς όμως ο στρατιώτης να κάνη τότε μία ανθρώπινη χειρονομία, έκανε αυτή την ελεεινή και βάρβαρη πράξη.
Άφησε στο σιδερένιο σκαλί τη γιομάτη καραβάνα του, σηκώθηκε απάνου, άρπαξε το με πνεύμα ικεσίας τεντωμένο χέρι του παιδιύ, το στήριξε πάνω στο γόνατό του, και μπροστά στα μάτια του κόσμου, το έσπασε στα δύο σαν ξερό κλαδί».
Κι ενώ τα μάτια του Αρμένη δακρύζουν στη θύμηση της σκληρής αυτής εικόνας, μου προσθέτει:
-«Ήμουνα αυτόπτης μάρτυς. Κι έφυγα από κει φτύνοντας αυτόν και τη φυλή του ολόκληρη».
Το γεγονός περιέχεται στο βιβλίο «Οι σφαγές των Καλαβρύτων», του Κώστα Καλαντζή (Αθήνα 1962, σελ. 26).
Ίσως αυτή είναι η εικόνα και της τωρινής Ελλάδας. Και πάλι στεκόμαστε ταπεινοί και καταφρονεμένοι με «εξαπλωμένη την χείρα ψωμοζητούντες» (Κάλβος), ικετεύουμε το άπληστο θηρίο της Ευρώπης για «χαλάρωση» των λαοκτόνων μέτρων, όμως μας «τσακίζουν» την ψυχή μας, μας τιμωρούν, γιατί δεν ξεχνούν τον Απρίλιο του ’41…
Και όπως τότε έτσι και σήμερα ανθεί το σαπρόφυτο του δωσιλογισμού. Το μεγαλύτερο έγκλημα που διαπράττει σήμερα το μνημονιακό κράτος είναι εις βάρος των παιδιών. Είναι μία παράμετρος που δεν την έχουμε πολυσκεφτεί. Συζητώ με γονείς και «ματώνει» η καρδιά μου. Έχουν παιδιά-διαμάντια, άριστοι μαθητές με άριστο ήθος και τρέμουν στην σκέψη ότι θα ενηλικιωθούν, θα πετύχουν στην σχολή που επιθυμούν και θα ξενιτευτούν. «Βαρύτερα είν’ τα ξένα», «ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει». Ελάχιστα απασχόλησε στις εκλογές τους το τρομακτικό αυτό πρόβλημα. (Οι δεξιοι, «οι νοικοκύρηδες» όπως βαυκαλίζονται να λέγονται «έτρεχαν» για να βγάλουν ευρωβουλευτή την κ. Μαρία Σπυράκη του Megalou κοπροκάναλου, που επί χρόνου βυσσοδομεί κατά της Πατρίδας και της Πίστης. Και τα κατάφεραν. Απορώ και εξίσταμαι!).
Μάθαμε ότι στις πανελλήνιες εξετάσεις στο θέμα της έκθεσης «μπήκε» η ανθρωπιά. Έχουν χιούμορ οι άνθρωποι. Ανθρωπιά; Τι είναι αυτό; Τρώγεται; Ας ρωτήσουν το 1.500.000 ανέργους που βιώνουν την απανθρωπιά τους και αναμένουν το «τραίνο» της ανάπτυξης. Ας ρωτήσουν τους κυβερνητικούς μπουμπούκους. («Όταν ο ήλιος του πολιτισμού είναι χαμηλά στον ορίζοντα ακόμα και οι νάνοι ρίχνουν μεγάλες σκιές» έλεγε ο Καρλ Κράους).
Το κείμενο που συνόδευε την έκθεση ήταν του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Αν ήμουν αξιολογητής του υπουργείου για τα θέματα θα έβαζα άλλο απόσπασμα. Θα καλούσα μάλλον τον «μνημονιακό» γραικυλισμό να σχολιάσει το παρακάτω κείμενο. Να καθρεφτιστεί σ’ αυτό.
«Ο δάσκαλος ήρθε. Έφεραν το παιδάριο στο «εντευκτήριο» της φυλακής. Με τα χέρια σιδερωμένα. Ανάμεσα σε δύο δεσμοφύλακες: τον ένα Τούρκο, τον άλλο Άγγλο. Του έλυσαν τα χέρια. Ο δάσκαλος άπλωσε μπρος του τα χαρτιά, του έδωσε μολύβι να γράψει, περίμενε, με την καρδιά γεμάτη λυγμούς, να ξεμουδιάσουν τα χέρια του παιδιού. Το παιδί πήρε το μολύβι, έγραψε. Έτσι, όπως τότε. Που καθόταν ήσυχα ήσυχα στο θρανίο του κι ο ήλιος έμπαινε πρόσχαρος από τα μεγάλα παράθυρα κι ήταν άνοιξη και τα χελιδόνια τιτίβιζαν και τα δέντρα θροούσαν απόξω. Έγραψε, τελείωσε. Ο δάσκαλος προχώρησε στην προφορική εξέταση:
– Πρώτα τα Νέα μας Ελληνικά, του είπε.
Τον ρώτησε:
– Ποιός είναι ο ποιητής, που πιό πολύ σου αρέσει;
Ο νεανίσκος αποκρίθηκε:
– Ο Διονύσιος Σολωμός.
– Τι έγραψε ο Σολωμός;
– Τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν».
– Μήπως θυμάσαι καμμιά στροφή;
– Μάλιστα!
Κι ο νεανίσκος άρχισε ν’ απαγγέλνει μέσα στην φυλακή, ανάμεσα στους δεσμοφύλακες, που εκπροσωπούσαν τους παλιούς και τους νέους τυράννους, με καθάρια κι αποφασιστική φωνή:
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη….
(Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Η Κύπρος, ένα ταξίδι)