Μαθησιακές δυσκολίες: Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε
Η πρώτη φορά που ο όρος μαθησιακή δυσκολία εμφανίζεται στη βιβλιογραφία της ειδικής αγωγής είναι το 1962, από τον Σάμιουελ Κερκ. O Κερκ χρησιμοποίησε αυτό τον όρο για να αναφερθεί στην περίπτωση ενός παιδιού και την αναντιστοιχία ανάμεσα στις εμφανείς ικανότητες του να μάθει και την τελική του απόδοση. Από τότε έχει παραχθεί ένα μεγάλο σύνολο ορισμών ανάλογα με την κυρίαρχη αντίληψη κάθε εποχής σχετικά με τη φύση των μαθησιακών δυσκολιών.
Γενικότερα, ο όρος «Μαθησιακή Δυσκολία» δεν είναι διάγνωση με την ιατρική έννοια του όρου. Η Μαθησιακή Δυσκολία είναι ένας ευρύς όρος, ο οποίος καλύπτει πολλές πιθανές αιτίες, συμπτώματα, θεραπείες και αποτελέσματα. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να έχουν ένα μοναδικό, ξεχωριστό μαθησιακό πρόβλημα, το οποίο επηρεάζει λίγο τη ζωή τους, ενώ άλλοι παρουσιάζουν διάφορες Μαθησιακές Δυσκολίες που αλληλοεπικαλύπτονται. Αυτό συμβαίνει μερικώς, επειδή οι δυσκολίες αυτές μπορούν να παρουσιασθούν με πάρα πολλές μορφές και έτσι είναι δύσκολο να γίνει η διάγνωση ή να εντοπισθούν ακριβώς οι αιτίες.
Το εύρος των μαθησιακών δυσκολιών είναι πολυποίκιλο. Μια απλή κατηγοριοποίηση των διάφορων τύπων μαθησιακών δυσκολιών καταλήγει σε τρεις βασικές κατηγορίες. Πιο συγκεκριμένα, οι μαθησιακές δυσκολίες χωρίζονται σε:
Δυσκολίες λόγου και ομιλίας. Πρόκειται για δυσκολίες στην παραγωγή και κατανόηση του προφορικού λόγου. Τέτοιες μπορεί να αφορούν την παραγωγή ήχων (άρθρωση), τη μετατροπή ιδεών σε λόγο (έκφραση) ή τη κατανόηση των λεγομένων του συνομιλητή.
Δυσκολίες γραπτού λόγου. Οι δυσκολίες αυτές μπορεί να αφορούν προβλήματα στην αποκωδικοποίηση του γραπτού λόγου, προβλήματα ορθογραφίας και γενικότερα προβλήματα στην παραγωγή γραπτού λόγου. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και η περισσότερο γνωστή περίπτωση της δυσλεξίας (συχνά αναφέρεται και ως ειδική μαθησιακή δυσκολία).
Δυσκολίες μαθηματικού λόγου. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν δυσκολίες που στην αναγνώριση αριθμών και μαθηματικών συμβόλων, στην απομνημόνευση της προπαίδειας, στην κατανόηση αφηρημένων μαθηματικών εννοιών και στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων. Όπως και στην περίπτωση της προηγούμενης κατηγορίας (δυσκολίες γραπτού λόγου), πρόκειται για μορφές μαθησιακής δυσκολίας που, για προφανείς μάλλον λόγους, τις περισσότερες φορές ανιχνεύονται μετά την ένταξη του ατόμου στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Άλλες δυσκολίες. Σε αυτή τη κατηγορία εντάσσονται δυσκολίες οι οποίες επηρεάζουν σαφώς τη διαδικασία της μάθησης και μπορούν να ενταχθούν κάτω από τον όρο “μαθησιακές δυσκολίες”, χωρίς να εμπίπτουν σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες. Τέτοιες είναι οι οπτικο-κινητικές διαταραχές.
Οι Μαθησιακές Δυσκολίες είναι διαταραχές που έχουν επιπτώσεις στην ικανότητα για χρήση του προφορικού και γραπτού λόγου, στην ικανότητα για μαθηματικούς υπολογισμούς, στις συντονισμένες κινήσεις και στη διατήρηση της προσοχής. Μολονότι παρουσιάζονται σε πολύ νεαρή ηλικία, οι διαταραχές αυτές συνήθως δεν αναγνωρίζονται μέχρι το παιδί να φτάσει στη σχολική ηλικία.
Το δυσλεκτικό παιδί
Όλοι μας ακούμε συχνά τον όρο «δυσλεξία». Τί ακριβώς όμως εννοούμε με την έννοια της «δυσλεξίας», η οποία εμφανίζεται σε ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών κατώτερης εκπαίδευσης; «Δυσλεξία» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ειδική διαταραχή στη μάθηση η οποία εκδηλώνεται με ένα ελαττωματικό διάβασμα ή μια ελαττωματική γραφή. Τον όρο «δυσλεξία» τον χρησιμοποιούμε μόνο για παιδιά που έχουν ειδικές μαθησιακές δυσκολίες αλλά που το νοητικό τους επίπεδο είναι τελείως φυσιολογικό. Περίπου το 5-10% του πληθυσμού παγκοσμίως αντιμετωπίζει προβλήματα δυσλεξίας. Στη Ελλάδα το «επίσημο» ποσοστό των δυσλεκτικών μαθητών ανέρχεται στα 2,2 % (διάγνωση από ιατροπαιδαγωγικά κέντρα) ενώ το πραγματικό ποσοστό είναι πολύ μεγαλύτερο (γύρω στους 80.000 μαθητές). Ακόμη, έχει διαπιστωθεί πως το πρόβλημα της δυσλεξίας παρουσιάζεται κυρίως στα αγόρια παρά στα κορίτσια( αναλογία 4 προς 1).
Στις περισσότερες περιπτώσεις η ελαττωματική ανάγνωση και γραφή των δυσλεκτικών συνδυάζεται με σύγχυση στην ακριβή κατανόηση και διάκριση της αριστερής-δεξιάς κατεύθυνσης. Ένα ακόμη ευδιάκριτο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του δυσλεκτικού παιδιού είναι η δυσκολία επανάληψης πολυσύλλαβων λέξεων και αριθμών με αντίστροφη σειρά και γενικότερα, η δυσκολία στην αντίληψη και επεξεργασία του γραπτού λόγου. Προκειμένου όμως να γίνει απόλυτα κατανοητό το πότε ένα παιδί παρουσιάζει «σημάδια» μιας τέτοιας μαθησιακής νόσου, είναι χρήσιμο να παραθέσουμε μερικά από τα κυριότερα αναγνωστικά και ορθογραφικά λάθη ενός δυσλεκτικού:
• Δυσκολία στη διάκριση διαφορετικών λέξεων, οι οποίες όμως περιλαμβάνουν τα ίδια γράμματα( π.χ. ΤΗΣ-ΣΤΗ)
• Λαθεμένη προφορά φωνηέντων
• Καθρεφτική ανάγνωση και γραφή (π.χ. η λέξη ΑΧ διαβάζεται ή γράφεται ΧΑ)
• Παραλείψεις γραμμάτων, συλλαβών ή λέξεων ή παρεμβολές άσχετων φωνημάτων κατά την ανάγνωση των λέξεων
• Η γραφή του είναι συνήθως δυσανάγνωστη με ατελή ευθυγράμμιση στο χαρτί
• Δε χρησιμοποιεί τονισμό
• Χρησιμοποιεί κεφαλαία γράμματα ανάμεσα σε μικρά
• Πολύ συχνά έχει δυσκολίες στο να γράφει αριθμούς με υπαγόρευση (π.χ. γράφει 9 αντί για 6 ή 5 αντί για 2)
Ένα μεγάλο ποσοστό δυσλεκτικών παιδιών σε ελληνικά σχολεία βιώνουν καθημερινά την αποτυχία, την απόρριψη και την απογοήτευση. Η αδυναμία των εκπαιδευτικών για έγκαιρη διάγνωση και η άρνηση των γονιών να αποδεχτούν την πραγματικότητα κάνουν τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες να γίνονται αντιδραστικά και να αποκτούν χαμηλή αυτό-εκτίμηση. Έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στον ελλαδικό χώρο αποδεικνύουν ότι το 96% των εκπαιδευτικών αποδέχονται το γεγονός ότι δεν έχουν καταρτιστεί κατάλληλα προκειμένου να διδάξουν αυτούς τους μαθητές. Επιπλέον, η έλλειψη επαρκών διαγνωστικών μονάδων δεν επιτρέπει ούτε την έγκαιρη και πλήρη εκτίμηση των ιδιαίτερων αναγκών των παιδιών αυτών ούτε την κατάλληλη υποστήριξή τους προκειμένου να κάνουν πραγματικότητα τις φιλοδοξίες τους.
Μεγάλη σημασία, λοιπόν, πρέπει να δοθεί στη κατάρτιση των εκπαιδευτικών και των γονέων προκειμένου να αγκαλιάσουν με κατανόηση τα παιδιά με μαθησιακές ιδιαιτερότητες, να αποδεχτούν το πρόβλημα και να ζητήσουν τη βοήθεια ειδικού προκειμένου να επιτευχθεί η θεραπεία.