Η Μακαρονοποιΐα Βορείου Ελλάδος (ΜΑΚΒΕΛ) ξεκινά νέες επενδύσεις 7 εκατ. ευρώ
Η βιομηχανία των 80 ετών εξάγει σε 50 χώρες – Στόχος οι εξαγωγές να φθάσουν το 2020 στο 42% του συνολικού τζίρου με ενδυνάμωση του brand στην Ελλάδα
Αν και η λέξη «μακαρόνια» παραπέμπει σχεδόν αυτόματα στην Ιταλία, εντούτοις η πρώτη αναφορά για την ύπαρξη τους χρονολογείται γύρω στο 1000 π.Χ. στην αρχαία Ελλάδα. Η λέξη «λάγανον» περιέγραφε μια φαρδιά ζύμη από αλεύρι και νερό, που την έκοβαν σε λωρίδες. Η τεχνική αυτή μεταφέρθηκε στην Ιταλία από τους πρώτους Έλληνες εποίκους γύρω στον 8ο αιώνα π.Χ., και μετονομάστηκε σε «laganum», τα σημερινά λαζάνια.
Ωστόσο, οι πρώτες ενδείξεις για τη δημιουργία των ζυμαρικών αναφέρονται σε ευρήματα που ανακαλύφθηκαν σε τοιχογραφίες του 4ου αιώνα π.Χ., σε οικισμό των Ετρούσκων, βόρεια της Ρώμης. Στις τοιχογραφίες αναπαριστούνται σκεύη για το βράσιμο νερού, μία επιφάνεια για την ανάμιξη νερού με αλεύρι, ένας κυλινδρικός πλάστης και ένα εργαλείο τεμαχισμού, παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιείται σήμερα για την κοπή των ζυμαρικών.
Αιώνες μετά, τα αδέρφια Παντελής και Νίκος Κωνσταντινίδης, δεν θα μπορούσαν να φανταστούν όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1940 δημιουργούσαν την Μακαρονοποιΐα Βορείου Ελλάδος (ΜΑΚΒΕΛ), πως θα κατακτούσαν με τα ζυμαρικά τους 50 χώρες, σε πέντε ηπείρους.
Το γεγονός, για τη μακαρονοποιΐα με έδρα το Κιλκίς, που ήρθε να επιβεβαιώσει τις ιστορικές αναφορές, πως δηλαδή τα μακαρόνια δεν είναι μόνο ιταλική υπόθεση, αλλά και ελληνική, ήταν η εταιρεία Eurimac, που προέκυψε από τη στρατηγική συνεργασία της ΜΑΚΒΕΛ και του ιταλικού ομίλου βιομηχανιών σε ζυμαρικά, άλευρα και ρύζια Euricom.
Το 2018 αποτέλεσε για την εταιρεία χρονιά ορόσημο, καθώς εντάθηκαν οι προσπάθειες για το επαναλανσάρισμα της δημοφιλούς επωνυμίας ΜΑΚΒΕΛ, έβγαλε στην αγορά νέα καινοτόμα προϊόντα, ενώ ολοκληρώθηκε και το δεκαετές επενδυτικό πρόγραμμα 22,13 εκατ. ευρώ.
Ήδη η εταιρεία, ξεκινά νέες επενδύσεις της τάξης των 7 εκατ. ευρώ, εκτινάσσοντας τις συνολικές επενδύσεις των τελευταίων 20 ετών στα 55 εκατ. ευρώ. Οι πωλήσεις για την τρέχουσα χρονιά εκτιμάται πως θα αγγίξουν τους 55.000 τόνους ζυμαρικά.
Η στρατηγική ανάπτυξής της εταιρείας, που απασχολεί 120 άτομα, βασίζεται στην ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού με στόχο το 2020, οι εξαγωγές της να αγγίζουν τουλάχιστον το 42% και παράλληλα στην ενδυνάμωση του brand ΜΑΚΒΕΛ στην ελληνική αγορά.
Σήμερα τα μακαρόνια της ιστορικής βιομηχανίας ταξιδεύουν σε πενήντα χώρες και πιο συγκεκριμένα εκτός από τις ευρωπαϊκές αγορές (Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, Τσεχία, Ουγγαρία) στην Ιαπωνία, την Κούβα, τη Βραζιλία.
Στο εξωτερικό εξάγει κυρίως με την επωνυμία ΜΑΚΒΕΛ, ενώ συμπληρωματικά έχουν αναπτυχθεί οι επωνυμίες Latino, Familia, Grande Pasta κ.ά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου το 70% της παραγωγής της γίνεται για ιδιωτικές ετικέτες και το 30% αφορά δικά της σήματα.
Ποιο είναι όμως το μυστικό της επιτυχίας της κραταιάς και συνεχώς αναπτυσσόμενης βιομηχανίας;
Σύμφωνα με τους ανθρώπους της τα υψηλής ποιότητας προϊόντα. Από την εξονυχιστική επιλογή της πρώτης ύλης, δηλαδή επιλεγμένα σκληρά ελληνικά σιτάρια, από σιτοβολώνες της Βόρειας Ελλάδας και της Θεσσαλίας, μέχρι τον διαρκή ποιοτικό έλεγχό τους, και την παραγωγή ζυμαρικών με υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμό.