Από τα «μυξομάντιλα» και τις «ανθρωποκάμπιες» στα… «λαμόγια»
«Τον ψεμματά τσαί τον γκλεφ’ γατιέζουν ντα σως το θύρι»
(ποντιακή παροιμία)
Τον ψεύτη και τον κλέφτη τους κυνηγούν ως την πόρτα. Άλλως, τα λαμόγια δεν γλιτώνουν…
«Πιάνουμε την μύτη μας», μάς πνίγουν οι αναθυμιάσεις, η δυσωδία, όχι των τζακιών, αλλά του κομματικού υπόνομου. Ξεβράζονται οι ατιμίες και οι πομπές των αλιτήριων, κάποιοι αφήνονται ελεύθεροι με εγγύηση τα εκατομμύρια που ενθυλάκωσαν και… φουσκώνει το ποτάμι της οργής. Η οργή, όταν δεν αποτελεί πάθος, αλλά εξέγερση της ψυχής υπέρ των αδικουμένων, είναι ένα είδος «εμβριμήσεως» (=επί προσώπων, σημαίνει δυσφορώ, δυσανασχετώ, γογγύζω, κατά το λεξικό των Liddel και Scott), που χαρακτηρίζει τις ζωντανές ψυχές, όπως λέει και ο Αριστοτέλης: «Οι μη οργιζόμενοι εφ’ οις δει, ηλίθιοι δοκούντες είναι». Αοργησία, έναντι της αδικίας και του κακού, φανερώνει ευήθεια. Ό,τι και να πεις ή να γράψεις γι’ αυτούς τους αχρείους είναι λίγο. Για τον καθένα τους ισχύει αυτό που έλεγε ο σκωπτικός και δηκτικός Ροϊδης στα «Ανθελληνικά» του: «Πτυόμενος σπογγίζεται, ουδόλως δε θεωρείται προσβεβλημένος, αν οι σύγχρονοι Έλληνες φρονούσι, γράφουσι και κηρύττουσι περί αυτού, ότι γνωρίζει εικοσιτέσσαρας τρόπους να προμηθεύεται χρήματα, εξ ων ο τιμιώτερος είναι η κλοπή».
Συνηθίζω να εφαρμόζω μες στην τάξη το αειθαλές, διδακτικό θέσφατο του Πλάτωνα, «τέρπειν τε άμα και διδάσκειν», διότι «το βίαιον μάθημα, το οποίον γίνεται με κραυγάς (και απειλές και υστερίες) εξαλείφεται, ενώ το τερπνόν, το μετά χάριτος και απλότητος, παραμένει ανεξάλειπτον», θα πει και ο Μέγας Βασίλειος. (Migne, P.G. 29, 213 Α.). Ένα αστείο ξεκουράζει τα παιδιά, γαληνεύουν, αναπτερώνει την διδασκαλία.
Παλαιότερα, στις εφημερίδες και στα έντυπα, κάτι παρόμοιο ίσχυε. Ταλαντούχοι ευθυμογράφοι ή, όπως τους ονόμαζαν ευφυώς οι αρχαίοι, συγγραφείς σπουδαιογελοίων ή κλαυσιγελώτων, έγραφαν τέτοια ευτράπελα και νόστιμα κείμενα, με τα οποία καυτηρίαζαν και στηλίτευαν τα κακώς κείμενα, διασκεδάζοντας ταυτόχρονα τους αναγνώστες. Θυμίζω τον μεγάλο Δημήτρη Ψαθά, τον Φρέντυ Γερμανό, παλαιότερα και ο Ροϊδης. Το δε ευθυμογράφημα του Ψαθά «η τσάντα και το τσαντάκι», που υπήρχε στο παλιό Ανθολόγιο, Ε και Στ’ Δημοτικού-σελίδα 283- ενθουσιάζει τόσο τα παιδιά, που μου ζητούν συνεχώς να τους το διαβάσω. Κάτι παρόμοιο επιχειρώ με τους παρακάτω …κλαυσιγέλωτες για τους σπουδαιογελοίους που μαγάρισαν την πατρίδα μας.
Κατά καιρούς επινοητικοί συγγραφείς, άριστοι γνώστες της γλώσσας μας, κατασκεύασαν ευμνημόνευτες λέξεις ή φράσεις, οι οποίες απέδωσαν με σαφήνεια ασχημονίες του καιρού τους ή περιέγραψαν ευκρινώς και συντόμως, αξιοκατάκριτους «ανθρωπολογικούς» τύπους της εποχής τους. Για παράδειγμα «τουρκοπιασμένους», έλεγε ο Μακρυγιάννης τους τότε οπαδούς της ελληνοτουρκικής φιλίας. «Προσκυνημένους» τους ονόμαζε ο Κολοκοτρώνης. «Αρχοντοχωριάτες», αποκάλεσε, ο Σουρής νομίζω, τους νεόπλουτους (κι αυτή η λέξη νεολογισμός, όπως και το αντίθετό της, νεόπτωχος).
«Κοχλιαροφόρους», έλεγε ο Ροϊδης τους πολιτικούς, γιατί κρατούν κοχλιάριον (=κουτάλι), για να αδειάσουν την χύτρα του προϋπολογισμού. Οπότε, «χυτρομαχίαι», οι κομματικές διενέξεις.
«Σοφολογιότατους», χαρακτήριζε ο Σολωμός τους, κατά τον Σεφέρη, «νεόπλουτους του πνεύματος», τους ημιμαθείς, τις τενεκεδοκρόταλες δόξες και λόξες.
«Ταρτούφοι», ονομάζονταν οι ηθικολογούντες υποκριτές, λέξη εμπνεόμενη από την ομώνυμη κωμωδία του Μολιέρου.
«Καμαρίλλα» λέγονταν οι ελεεινοί κόλακες και τυχοδιώκτες, οι πρόθυμοι για οποιαδήποτε ατιμία, που δορυφορούσαν τον μονάρχη ή αργότερα-και σήμερα-τον πρωθυπουργό ή υπουργούς. Πολλοί απ’ αυτούς έπαιρναν και παράσημα, τον σταυρό του Σωτήρος. Έγραφε μία εφημερίδα της εποχής του Όθωνα:
«Οι παλαιοί επί σταυρών κρεμούσαν τους κακούργους/κι οι νέοι σήμερον κρεμούν σταυρούς επί κακούργων».
Ψαλιδόκωλους αποκάλεσε ο λαός τους φραγκοφερμένους πολιτικάντηδες, οι οποίοι επέπεσαν σαν τις μύγες στο αιμόφυρτο ακόμη σώμα της νεοσύστατης Ελλάδας, τάχα για να την κυβερνήσουν. Η έμπνευση για την ονοματοδοσία προήλθε από το «φράκο» την επίσημη στολή που κατέληγε «όπισθεν» σε δύο πτερύγια, σαν του ψαλιδιού και του χελιδονιού.
«Μυξομάντιλα», έλεγε ο λαός τους κηφήνες που προσκολλούνταν στους κομματάρχες για να αναρριχηθούν και να ζήσουν εις βάρος του δημόσιου ταμείου. Ο υπέροχος αυτός χλευασμός επαναλήφθηκε μετά από 150 χρόνια, από τον μακαρίτη Ευάγγελο Γιαννόπουλο, ως «σφουγγοκωλάριοι» πλέον, ο οποίος στηλίτευε τον αδηφάγο εσμό των «λακέδων» της εξουσίας. Ο ίδιος βέβαια, Θεός σχώρεσ’ τον, διέπρεψε «σπογγίζοντας» τα οπίσθια του «λαοπρόβλητου» αρχηγού του σοσιαληστρικού κινήματος. Πολύ επιτυχημένη ήταν και η ανάσυρση από την ρωμαϊκή ιστορία της λέξεως «γραικύλοι», η οποία χρησιμοποιήθηκε από τον Παπαδιαμάντη με την εξής χρονολογική προσθήκη «γραικύλοι της σήμερον». Η λέξη είναι υποκοριστικό του Γραικός και είχε επινοηθεί από τον ρήτορα Κικέρωνα, ο οποίος βδελυσσόταν τους Έλληνες, που κολάκευαν «χαμερπώς» τους κυρίαρχους Ρωμαίους. «Ανθρωποκάμπιες», ονόμασε ο Κόντογλου τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Ας θυμηθούμε και το επίθετο «μαλλιαροί», με το οποίο ονόμαζαν οι οπαδοί της καθαρεύουσας τους δημοτικιστές, προσωνυμία εφευρεθείσα από τον Ιωάννη Κονδυλάκη. Αντίθετα οι καθαρευουσιάνοι ονομάστηκαν υποτιμητικώς «μακαρονιστές», διότι έγραφαν σε ύφος σχοινοτενές, με εξεζητημένη λεξιθηρία, η οποία έφτανε στα όρια του γελοίου. Να προσθέσουμε και τα γνωστά από τις εμφυλιοπολεμικές εποχές «γερμανοτσολιάς», «εαμοβούλγαρος» ή τα παρακρατικά «χαφιές» ή «μίασμα».
Και η νεότερη όμως εποχή δεν στερείται ευφάνταστων νεολογισμών, οι οποίοι πλουτίζουν την γλώσσα και απαλλάσσουν τον απλό λαό από την βάσανο της περιγραφής ενός νοσηρού φαινομένου.
Κάπου στη χαραυγή της δεκαετίας του ’80 πλάστηκε ο πασίγνωστος «πρασινοφρουρός», για να αντικρούσει την μομφή του «χουντοβασιλικού» που εκτόξευε το αντίπαλον δέος. Στα πολύ κοντινά μας χρόνια, ξεχωρίζουν «τα παπαγαλάκια». Ονομάστηκαν έτσι οι αργυρώνητοι δημοσιογραφίσκοι που παρότρυναν τον κόσμο να ριχθεί στο χρηματιστηριακό μακελειό. Λαμπρή φήμη απέκτησε και ο «ευρωλιγούρης» του Ζουράρι, ο οποίος χαρακτήριζε έτσι τους εκσυγχρονιστές που μας άλλαξαν τα φώτα «εξευρωπαϊζοντάς» μας. Νέας κοπής είναι και ο τηλεοπτικός όος «γλάστρα» που περιγράφει τις καλλίπυγες νεάνιδες, που ταλαιπωρούν και «πειράζουν» τους μικροαστούς. Αξιοπρόσεκτη κυκλοφορία έχει και η αμερικανόφερτη λέξη «γιάπις» η οποία εξοβέλισε τις παλαιότερες «φλώρος» ή «τζιτζιφιόγκος». Στην κατηγορία, αυτή ανταποκρίνεται ο γνωστός ανιψιός της «εθναρχικής» δυναστείας.
Σήμερα γενέθλιοι τόποι παραγωγής λέξεων ετικετών είναι οι δύο διακριτοί ιδεολογικοί χώροι: των «προοδευτικών» και των «παραδοσιακών», οι ζητωκραυγαστές του πολυπολιτισμού και οι υμνητές του ελληνικού πολιτισμού, εν τη διαχρονία του.
Έτσι, έχουμε τους «νεοταξοσκώληκες» και «ναιναίκους» (από τον θαυμάσιο «Αντιφωνητή») ή «νεοποχίτες». Αυτοί ντρέπονται για την Ελλάδα, είναι πάντα με τους κυβερνώντες, υπερασπίζονται ανύπαρκτες μειονότητες, κατηγορούν ή εμπαίζουν την εκκλησία, (όπως αυτό το συριζόβλητο της Φλώρινας), επιθυμούν διακαώς «γάμο» «θηλύγλωσσων» και τα λοιπά συμπαρομαρτούντα.
Να σημειώσουμε πως η πολύ γνωστή λέξη «κουλτουριάρης», ο δήθεν πνευματώδης και ευφυής των περασμένων δεκαετιών, έγινε «θολοκουλτουριάρης», μάλλον μετά την πτώση του ανύπαρκτου… «υπαρκτού». Τότε πολλοί οπαδοί της αριστεράς και της προόδου, μεταβλήθηκαν σε οπαδούς της «αριστερόεσσας» («αστερόεσσα» λέγεται η αμερικάνικη σημαία), διότι προφανώς… θόλωσαν, ξέμειναν από βαρβάρους και στράφηκαν σ’ άλλους βαρβάρους, για να βρουν μία κάποια λύσιν στην ζωή τους. Εύηχο και καλό είναι και το «Βρυξέλληνες» (Βρυξέλλες + Έλληνες), ευφυές συνώνυμο των ευρωλιγούρηδων. Οι προοδευτικοί τώρα όσους τους κατονομάζουν, ως ανωτέρω, απαντούν, με προσδιορισμούς όπως «Ελληναράδες», «σκοταδιστές», «φανατικοί», «ρατσιστές», «φασιστόμουτρα», «θρησκόληπτοι», «υπερπατριώτες», «εθνικιστές» και λοιπά και λοιπά. Αφήσαμε τελευταία τα «λαμόγια», λέξη συνώνυμο του όρου πολιτικός σήμερον. Το 1860 η εφ. «Φως» περιγράφει την συνομιλία ενός υπουργού και κάποιον βουλευτή: «-Διατί, του είπε μειδιών και παρουσιάζω τον βουλευτήν Κυνουρίας Πετράκον, τον διαβόητον επί ζωοκλοπή, διατί εσυγχωρήσατε να εισέλθει εις τον περίβολον της Βουλής αυτός ο λύκος;
– Αφού, του απήντησεν ο υπουργός, η Βουλή εγέμισεν από ζώα, έπρεπε να έμπη κι ένας λύκος». (Κ. Σιμόπουλος, «Η διαφθορά της εξουσίας», σελ. 394). Εξαιρετικό και λίαν επίκαιρο.
Τελειώνοντας, λόγω χώρου, την περιήγηση στις «επώνυμες» λέξεις του νεοελληνικού βίου, θα μεταφέρουμε έναν ακόμη «ανθυπνωτικόν» ορισμό του Έλληνα, συνταχθέντα από τον Ροϊδη: «εκ πάντων των ανθρώπων ο Έλλην είναι ο μείζων έχων κλίσιν εις το να νομίζη εαυτόν μόνην αιτίαν παντός κύκλω του γινομένου θορύβου, ως ο μέθυσος εκείνος όστις ουρών πλησίον βρύσεως έμεινεν εκεί όλην την νύκτα, νομίζων ότι εξ αυτού εκπορεύεται όλον το ύδωρ, το οποίον ήκουε να τρέχη».