Ο Χρόνος
Ο χρόνος κυλά άλλοτε αργά κι άλλοτε γρήγορα μετρώντας χαρές και χίμαιρες. Καταμετρώντας μικρές στιγμές και ώρες μεγάλες. Για κάποιους είναι ελαφρύς σαν το πούπουλο, ενώ για κάποιους άλλους βαρύς, σαν πατημασιά σε πέτρα. Τέναγος και πέλαγος μαζί. Μια αδιάσπαστη ενότητα που σημαδεύεται και τέμνεται κάθετα από τα γεγονότα.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς κάνουμε σιωπηλά τον απολογισμό μας για το χρόνο που φεύγει. Μετράμε όνειρα που κάναμε, πόσα από αυτά πετύχαμε, χαρές και πίκρες που γευτήκαμε. Σταματάμε σε πρόσωπα που στάθηκαν αγκωνάρια στη ζωή μας και προσπερνάμε εκείνα που πέρασαν σαν γκρίζα σύννεφα από τη ζωή μας.
Δεκέμβρης, 31 του μήνα. Το 2013 ετοιμάζει τις βαλίτσες του για έναν κόσμο μακρινό. Ρίχνει μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη Γη και μονολογώντας λέει:
«Βλέπω τα χνάρια μου πάνω σε πρόσωπα ραγισμένα και σε ξεθωριασμένες πατημασιές. Βλέπω τα χνάρια μου στη στάχτη των σβησμένων αστεριών και στη λεπτή σκόνη των φτερών της πεταλούδας.
Βλέπω τους ωροδείκτες τσακισμένους να σέρνονται στους έρημους δρόμους και στα υγρά υπόγεια των σπιτιών. Βλέπω το φτωχό και τον άνεργο. Τον άστεγο Έλληνα και τον ανέστιο μετανάστη, κάτω από την ίδια γέφυρα. Βλέπω τη βία και τη δυστυχία σαν δύο μαύρα κοράκια να πετούν πάνω από το πτώμα που το λένε Ελλάδα.
Βλέπω ανθρώπους να κυκλοφορούν άλλους με αυθεντικές και άλλους με πλαστές πινακίδες: Βλέπω τον πολίτη «γυμνό» και τον πολιτικό στο ατλάζι ντυμένο. Βλέπω τον ανθό της χώρας μαραμένο και τον ηλικιωμένο να μετρά τις δεκάρες για δυο φέτες ψωμί. Βλέπω την Ελλάδα να αιμορραγεί στα ερείπια και στα χαλάσματα να θρηνεί η Συρία. Βλέπω την ερημιά και την ερήμωση του ανθρώπου και τον κλαίω.
Και τότε ψάχνω να βρω τι είναι αυτό που κουβαλώ μέσα μου. Να δω από πού έρχομαι και που πάω. Τι έμεινε από ό,τι ονειρεύτηκα, από ό,τι έθαψα κι από ό,τι έκρυψα μέσα μου. Δεν αντέχω να ζω κλεισμένος στον κόσμο που μου φτιάξανε. Θέλω πίσω το κάθε λεπτό από τη ζωή μου από εκείνους που μού την ρημάξανε: Από τους ψεύτες και τους κλέφτες των ονείρων μου. Από τους σαλτιμπάγκους και τους χαμαιλέοντες της εκτσογλανισμένης πολιτικής. Από τους κάθε λογής χοντράνθρωπους που έκατσαν για τα καλά στο αδύναμο σβέρκο του λαού της Ελλάδας.
Η 12η ώρα της 31ης του Δεκέμβρη είναι σταθμός και αφετηρία. Προσδοκία και ανάμνηση. Λίγες σταγόνες μελάνι σε λευκό χαρτί. Όνειρο αδάμαστο κάτω από το μαστίγιο του πανδαμάτορα χρόνου.
Το 2013 μπήκε στις ράγες του παλιού χρόνου και κυλά με τα άλλα βαγόνια. Περνά από ασπρόμαυρα τοπία και μετρά τη ζωή με τις αισθήσεις του. Ανασαίνει από τις θύμησες που δεν οξειδώθηκαν. Ξεχωρίζει λίγα νοτισμένα δειλινά και πονά για το κομμάτι της ψυχής που έγινε δάκρυ.
Μια ξεχωριστή στιγμή η αποψινή. Μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ αυτό που φεύγει και σ’ αυτό που έρχεται. Τέρμα και ξεκίνημα μαζί. Ξεμοναχιάζεται η ψυχή στον κόσμο της. Ρίχνει τα σχέδια και τις σχεδίες της στο πέλαγος και αρμενίζει. Βλέπει τους γλάρους να χαρακώνουν κατάσαρκα τον ουρανό και σκέφτεται, πως αν θέλεις να ανεβείς ψηλά, πρέπει να κάνεις σπαθιά τα φτερά σου…
Η 12η ώρα του χρόνου ενώνει το πριν και το μετά σε μια αδιάσπαστη ενότητα. Συλλογιζόμαστε όλα όσα χρωμάτισαν τη ζωή μας: Το καλοκαιρινό κύμα, το φθινοπωρινό θρόισμα, τη λευκοντυμένη ημέρα του χειμώνα και τη γλυκιά ανασαιμιά της άνοιξης.
Το ταξίδι μας με το χρόνο είναι προσωπικό. Ο καθένας στο ταξίδι του αυτό κουβαλά τις δικές του «αποσκευές» και σταματά στους δικούς του σταθμούς.
Ο χρόνος από μόνος του είναι κενός. Το ποτήρι του το γεμίζουμε εμείς ανάλογα με το τι θέλουμε αλλά και τι αντέχουμε να πιούμε. Λίγες, μόνο, είναι οι στιγμές που τον καταξιώνουν. Γι’ αυτές ζούμε και γι’ αυτές πολεμάμε για να τις κάνουμε ισόβιες.
Ο χρόνος είναι ο πιο αξιόμαχος αντίπαλός μας, που μας καλεί κάθε στιγμή σε μάχη. Στη μάχη αυτή λέμε πάντα παρών κρατώντας στο νου του ποιητή τα λόγια: «Κι έχε το νου σου πάντοτε μ’ ακούς; Το αχ που βγάνει ο σκοτωμός, το αχ που βγάνει η ΑΓΑΠΗ»!